Όταν ακούμε οπλισμένο σκυρόδεμα ή όπως είναι ευρύτερα γνωστό μπετό το
μυαλό μας πάει σε
πολυκατοικίες, σπίτια, γέφυρες (οποιουδήποτε είδους εκτός από …καραβιών) αλλά ποτέ σε πλοία. Όμως κατασκευάστηκαν τέτοια πλεούμενα και αρκετά επέζησαν (με άλλη χρήση) για πολλά χρόνια και ίσως να έχουν σχέση και με τις διακοπές πολλών που διαβάζουν αυτές τις γραμμές.
Ας το πάρουμε από την αρχή οι χυτές κατασκευές από κονιοδέματα (μείγμα κάποιας κονίας όπως ασβέστης με χαλίκια άμμο και άλλα αδρανή υλικά δηλαδή υλικά που δεν δρουν στο πήξιμο της κονίας) ήταν γνωστές από τα αρχαία χρόνια χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιας κατασκευής ήταν ο θόλος στο Πάνθεον της Ρώμης. Το 1892 δόθηκε δίπλωμα ευρεσιτεχνίας στο Γάλλο Φρανσουά Ενεμπίκ για μια μέθοδο κατασκευής με χυτά μέλη από κονιόδεμα με βάση το τσιμέντο και ενισχυμένο (οπλισμένο) με χαλύβδινες ράβδους (τις γνωστές ..μπετόβεργες) για να παραλαμβάνουν τα φορτία εφελκυσμού, ονομαζόταν στα γαλλικά μπετόν αρμέ. Το νέο προϊόν βρήκε μεγάλη εφαρμογή στις κατασκευές με την αρχή του νέου αιώνα.
Για
να πάμε στη θάλασσα. Μέχρι το 1917 πολλοί είχαν προσπαθήσει να φτιάξουν
κυρίως σκάφη αναψυχής εκμεταλλευόμενοι την ευκολία των κατασκευών από
σκυρόδεμα. Το 1917 και το 1918 με την έλλειψη μετάλλων και ειδικευμένων
εργατών (μην ξεχνάμε ότι τότε τα πλοία φτιάχνονταν με ηλώσεις –
πριτσίνια) λόγω του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου, αρχικά στη Βρετανία και
αργότερα στις ΗΠΑ, κατασκευάστηκαν πλοία από σκυρόδεμα, στις ΗΠΑ μάλιστα
φτιάχτηκαν περίπου 50 τέτοια πλοία. Τα πλοία αυτά δεν χρειάζονταν
ειδικευμένους εργάτες (μόνο μπετατζήδες), ούτε μεγάλες ναυπηγικές
εγκαταστάσεις και φτιάχνονταν γρήγορα από υλικά που μπορούσαν να βρεθούν
οπουδήποτε (δεν χρειαζόταν να μεταφερθούν ελάσματα και δοκοί από τη
χαλυβουργία). Τα πλοία αυτά ήταν βαριά για το μέγεθός τους αλλά μπόρεσαν
να βοηθήσουν στον επαναπατρισμό των Αμερικάνων στρατιωτών και του
υλικού τους με τη λήξη του πολέμου. Με το τέλος του πολέμου η τεχνική
ξεχάστηκε μια και οι εργάτες των ναυπηγείων ξανάπιασαν δουλειά (όσοι
έζησαν) με τον γνωστό τρόπο.
Στον επόμενο μεγάλο πόλεμο τον 2ο Παγκόσμιο η έλλειψη μετάλλου και
ειδικευμένων εργατών εμφανίστηκε ξανά, χαρακτηριστικά στα ναυπηγεία
δούλευαν γυναίκες που μέχρι πριν από τον πόλεμο ήταν …νοικοκυρές.
Κατασκευάστηκαν αρκετά πλοία από ελαφροβαρές σκυρόδεμα δηλαδή μπετό που
τα αδρανή είναι από περλίτη ή άλλο παρόμοιο υλικό (σαν τα αλφαμπλόκ
περίπου) με ειδικό βάρος σκυροδέματος περίπου 1922 kg/m³ (το κανονικό
σκυρόδεμα έχει ειδικό βάρος 2.400 kg/m³). Παρόλα αυτά ήταν αρκετά βαριά
οπότε δεν μπορούσαν να μεταφέρουν το ίδιο φορτίο τα αντίστοιχα
μεταλλικά, για να καταλάβουμε την τάξη του μεγέθους τα τοιχώματα του
σκάφους είχαν πάχος περίπου 15 cm δηλαδή ζύγιζαν 0,15×1922= 288.3 kg/m² η
αντιστοιχία σε λαμαρίνα είναι 288,3/7850= 0,0367 m δηλαδή μια λαμαρίνα
περίπου 37 χιλιοστά (7850 Kg/m2 είναι το ειδικό βάρος του χάλυβα). Οπότε εγκαταλείφτηκε η ιδέα και συνέχισαν να
κατασκευάζονται Λίμπερτυ και Βίκτορυ.
Όμως αυτά τα πλοία συνέχισαν να προσφέρουν υπηρεσίες κατά τη διάρκεια της απόβασης στη Νορμανδία οι σύμμαχοι έπρεπε να έχουν ένα λιμάνι ώστε να εφοδιάζουν τα στρατεύματα μετά την απόβαση μέχρι να καταλάβουν κάποιο μεγάλο γαλλικό λιμάνι κατασκεύασαν λιμάνι α με πλωτές προβλήτες και μεγάλα κιβώτια από μπετό που ρυμουλκήθηκαν από την Αγγλία και ποντίστηκαν στη Νορμανδία που έμειναν γνωστά σαν λιμάνια Mulbery. Τα πλοία από σκυρόδεμα αφού προσάραξαν χρησιμοποιήθηκαν σαν μόλοι ή κυματοθραύστες.
Tο ίδιο πρόβλημα εύρεσης πρώτων υλών και προσωπικού είχαν και οι Γερμανοί κατακτητές στην Ελλάδα. Η προπολεμική Ελλάδα δεν είχε ανεπτυγμένη βαριά βιομηχανία για να επιτάξουν και τα εργοστάσια της Γερμανίας βομβαρδίζονταν ανηλεώς και όταν λειτουργούσαν ήταν δύσκολο να φτάσουν στην κατεχόμενη Ελλάδα πρώτες ύλες. Οπότε για να ανεφοδιάζουν τα κατεχόμενα νησιά και κυρίως την Κρήτη οι Γερμανοί κατασκεύασαν πλοία από μπετό επιτάσσοντας συνεργεία από Έλληνες εργολάβους ή με εργολάβους που συνεργάστηκαν. Μετά την απελευθέρωση πολλά από αυτά ποντίστηκαν και αποτέλεσαν τη θεμελίωση σαν τεχνητοί ογκόλιθοι (μπλόκια) για την κατασκευή πολλών προβλητών και μόλων σε λιμάνια των νησιών και άλλων πόλεων, τα περισσότερα (αν όχι όλα) από αυτά χρησιμοποιούνται μέχρι σήμερα (δυστυχώς) οπότε αν ξεκινάτε ή φτάνετε στις διακοπές σας μπορεί κάτω από την προβλήτα να υπάρχει ένα τέτοιο πλοίο.
Μια μελέτη σε τέτοια πλοία που δείχνει ότι μετά από πολλά χρόνια στη θάλασσα το υλικό τους όχι μόνο δεν έπαθε τίποτα αλλά αντίθετα είναι καλύτερο από το μπετό του …σπιτιού μας. Βρέθηκε αντοχή σε θλίψη τουλάχιστον 35 Mpa ενώ σε ένα συνηθισμένο σπίτι (της τελευταίας εικοσαετίας γιατί παλιότερα ήταν μικρότερες) το σκυρόδεμα έχει αντοχή 25 MPa.
Πλοία φτιαγμένα από τσιμέντο ναυπηγούσαν στην Ελλάδα οι Γερμανοί την περίοδο της Κατοχής για να μεταφέρουν εφόδια στο υπό τον Έρβιν Ρόμελ εκστρατευτικό σώμα στη Βόρεια Αφρική.
Ελλείψει πρώτων υλών, αλλά και ναυπηγείων, που θα κατασκεύαζαν μεγάλα φορτηγά πλοία, οι γερμανικές αρχές επιστράτευσαν ή συνεργάστηκαν με ελληνικές εταιρείες δημοσίων έργων και τσιμεντοβιομηχανίες που ναυπηγούσαν για λογαριασμό της Βέρμαχτ τσιμεντόπλοια μεσαίας μεταφορικής ικανότητας -από 250 έως 700 τόνους- χρησιμοποιώντας οπλισμένο σκυρόδεμα.
Ήταν η εποχή που οι επιχειρήσεις του Africa Κorps (1943-1944)
βρίσκονταν σε κρίσιμη καμπή και οι ανάγκες των Γερμανών σε πλοία,
προκειμένου να συνεχιστεί απρόσκοπτα ο εφοδιασμός των στρατευμάτων τους,
πιεστικές.
Όπως προκύπτει από γερμανικά αρχεία, είχε καταρτιστεί πρόγραμμα ναυπήγησης 34 τέτοιων σκαφών, αξίας 120.000 χρυσών λιρών Αγγλίας, μια δαπάνη που αντιστοιχούσε τότε στο 5,5% των γερμανικών εξόδων Κατοχής, που υποχρεώνονταν να καταβάλουν από τον προϋπολογισμό τους τα κατεχόμενα κράτη για τη χρηματοδότηση του γερμανικού στρατού.
Σύμφωνα με τον κ. Βασίλειο Μανουσάκη, ερευνητή της ελληνικής οικονομίας στην περίοδο της Κατοχής, στο πρόγραμμα ναυπήγησης τέτοιων τσιμεντόπλοιων απασχολούνταν 3.000 εργαζόμενοι και συμμετείχαν μεγάλες κατασκευαστικές και εργολαβικές εταιρείες δημοσίων έργων, η σιδηροβιομηχανία και η υλοτομική βιομηχανία της χώρας.
Όπως ανάφερε στην ο κ. Μανουσάκης, τα τσιμεντόπλοια εκτελούσαν μεταφορές φτάνοντας μέχρι και την Κρήτη, παρότι δεν ήταν ιδιαίτερα επιτυχημένες κατασκευές. «Από τα αρχικώς 34 σκάφη τελικώς φαίνεται πως κατασκευάστηκαν και καθελκύστηκαν 25, εκ των οποίων τα περισσότερα έπασχαν από κατασκευαστικές αστοχίες, και βούλιαξαν στα νερά του Αιγαίου. Κάποια από αυτά που είχαν βυθιστεί στα ρηχά, όπως στις περιπτώσεις της Ραφήνας και των Μεθάνων, ρυμουλκήθηκαν αργότερα και κατέληξαν «μπλόκια στους λιμενοβραχίονες», είπε και πρόσθεσε: «Ηταν μια επικερδής επιχείρηση για όλους τους εμπλεκόμενους. Τα κονδύλια αυτά κατέβαλε το ελληνικό κράτος, μέσω των εξόδων Κατοχής, που εξυπηρετούνταν με πληθωριστικό χρήμα, επιτείνοντας τον τρομερό πληθωρισμό. Και αυτά τα χρήματα δεν έφταναν απευθείας στους Γερμανούς κατακτητές. Πρώτα περνούσαν από ελληνικά χέρια, φουσκώνοντας το κόστος».
Ο ίδιος ανέφερε ότι από τους δημοσιευμένους ισολογισμούς κάποιων εταιρειών που συνεργάστηκαν με τις δυνάμεις Κατοχής προκύπτει ότι αυτές μετείχαν στο πρόγραμμα ναυπήγησης τσιμεντόπλοιων και μπορεί κανείς ν’ αποκτήσει μια ιδέα για τα κέρδη που αποκόμισαν.
«Κάποιες από αυτές τις εταιρείες δικάστηκαν στα Ειδικά Δικαστήρια Δοσίλογων μεταπολεμικά, μολονότι οι καταδίκες δεν ήταν πολλές. Οι δικογραφίες για τις μεγαλύτερες κατασκευαστικές έφτασαν στα δικαστήρια, αλλά ο Εμφύλιος και η συνειδητοποίηση πως μεγάλο μέρος των συμπολιτών τους συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς, οδήγησε στην ουσιαστική αθώωσή τους», ανέφερε ο κ. Μανουσάκης.
“General Jakob” I-III,
“General Förtsch”,
“Pionier” I-IV,
“Alfred”,
“Achilles” 08.10.44 βυθ.,
“General Lambert”, 16.10.44 βομβαρδίστηκε στο λιμάνι του Βόλου
“General Herrmann” (δοκιμάστηκε το Φθινόπωρο 1944)
πολυκατοικίες, σπίτια, γέφυρες (οποιουδήποτε είδους εκτός από …καραβιών) αλλά ποτέ σε πλοία. Όμως κατασκευάστηκαν τέτοια πλεούμενα και αρκετά επέζησαν (με άλλη χρήση) για πολλά χρόνια και ίσως να έχουν σχέση και με τις διακοπές πολλών που διαβάζουν αυτές τις γραμμές.
Ας το πάρουμε από την αρχή οι χυτές κατασκευές από κονιοδέματα (μείγμα κάποιας κονίας όπως ασβέστης με χαλίκια άμμο και άλλα αδρανή υλικά δηλαδή υλικά που δεν δρουν στο πήξιμο της κονίας) ήταν γνωστές από τα αρχαία χρόνια χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιας κατασκευής ήταν ο θόλος στο Πάνθεον της Ρώμης. Το 1892 δόθηκε δίπλωμα ευρεσιτεχνίας στο Γάλλο Φρανσουά Ενεμπίκ για μια μέθοδο κατασκευής με χυτά μέλη από κονιόδεμα με βάση το τσιμέντο και ενισχυμένο (οπλισμένο) με χαλύβδινες ράβδους (τις γνωστές ..μπετόβεργες) για να παραλαμβάνουν τα φορτία εφελκυσμού, ονομαζόταν στα γαλλικά μπετόν αρμέ. Το νέο προϊόν βρήκε μεγάλη εφαρμογή στις κατασκευές με την αρχή του νέου αιώνα.
ΤΟ S.S. JOHN SMEATHON ΣΉΜΕΡΑ |
Όμως αυτά τα πλοία συνέχισαν να προσφέρουν υπηρεσίες κατά τη διάρκεια της απόβασης στη Νορμανδία οι σύμμαχοι έπρεπε να έχουν ένα λιμάνι ώστε να εφοδιάζουν τα στρατεύματα μετά την απόβαση μέχρι να καταλάβουν κάποιο μεγάλο γαλλικό λιμάνι κατασκεύασαν λιμάνι α με πλωτές προβλήτες και μεγάλα κιβώτια από μπετό που ρυμουλκήθηκαν από την Αγγλία και ποντίστηκαν στη Νορμανδία που έμειναν γνωστά σαν λιμάνια Mulbery. Τα πλοία από σκυρόδεμα αφού προσάραξαν χρησιμοποιήθηκαν σαν μόλοι ή κυματοθραύστες.
Tο ίδιο πρόβλημα εύρεσης πρώτων υλών και προσωπικού είχαν και οι Γερμανοί κατακτητές στην Ελλάδα. Η προπολεμική Ελλάδα δεν είχε ανεπτυγμένη βαριά βιομηχανία για να επιτάξουν και τα εργοστάσια της Γερμανίας βομβαρδίζονταν ανηλεώς και όταν λειτουργούσαν ήταν δύσκολο να φτάσουν στην κατεχόμενη Ελλάδα πρώτες ύλες. Οπότε για να ανεφοδιάζουν τα κατεχόμενα νησιά και κυρίως την Κρήτη οι Γερμανοί κατασκεύασαν πλοία από μπετό επιτάσσοντας συνεργεία από Έλληνες εργολάβους ή με εργολάβους που συνεργάστηκαν. Μετά την απελευθέρωση πολλά από αυτά ποντίστηκαν και αποτέλεσαν τη θεμελίωση σαν τεχνητοί ογκόλιθοι (μπλόκια) για την κατασκευή πολλών προβλητών και μόλων σε λιμάνια των νησιών και άλλων πόλεων, τα περισσότερα (αν όχι όλα) από αυτά χρησιμοποιούνται μέχρι σήμερα (δυστυχώς) οπότε αν ξεκινάτε ή φτάνετε στις διακοπές σας μπορεί κάτω από την προβλήτα να υπάρχει ένα τέτοιο πλοίο.
Μια μελέτη σε τέτοια πλοία που δείχνει ότι μετά από πολλά χρόνια στη θάλασσα το υλικό τους όχι μόνο δεν έπαθε τίποτα αλλά αντίθετα είναι καλύτερο από το μπετό του …σπιτιού μας. Βρέθηκε αντοχή σε θλίψη τουλάχιστον 35 Mpa ενώ σε ένα συνηθισμένο σπίτι (της τελευταίας εικοσαετίας γιατί παλιότερα ήταν μικρότερες) το σκυρόδεμα έχει αντοχή 25 MPa.
TO ΓΕΡΜΑΝΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΤΣΙΜΕΝΤΟΠΛΟΙΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Πλοία φτιαγμένα από τσιμέντο ναυπηγούσαν στην Ελλάδα οι Γερμανοί την περίοδο της Κατοχής για να μεταφέρουν εφόδια στο υπό τον Έρβιν Ρόμελ εκστρατευτικό σώμα στη Βόρεια Αφρική.
Ελλείψει πρώτων υλών, αλλά και ναυπηγείων, που θα κατασκεύαζαν μεγάλα φορτηγά πλοία, οι γερμανικές αρχές επιστράτευσαν ή συνεργάστηκαν με ελληνικές εταιρείες δημοσίων έργων και τσιμεντοβιομηχανίες που ναυπηγούσαν για λογαριασμό της Βέρμαχτ τσιμεντόπλοια μεσαίας μεταφορικής ικανότητας -από 250 έως 700 τόνους- χρησιμοποιώντας οπλισμένο σκυρόδεμα.
Όπως προκύπτει από γερμανικά αρχεία, είχε καταρτιστεί πρόγραμμα ναυπήγησης 34 τέτοιων σκαφών, αξίας 120.000 χρυσών λιρών Αγγλίας, μια δαπάνη που αντιστοιχούσε τότε στο 5,5% των γερμανικών εξόδων Κατοχής, που υποχρεώνονταν να καταβάλουν από τον προϋπολογισμό τους τα κατεχόμενα κράτη για τη χρηματοδότηση του γερμανικού στρατού.
Σύμφωνα με τον κ. Βασίλειο Μανουσάκη, ερευνητή της ελληνικής οικονομίας στην περίοδο της Κατοχής, στο πρόγραμμα ναυπήγησης τέτοιων τσιμεντόπλοιων απασχολούνταν 3.000 εργαζόμενοι και συμμετείχαν μεγάλες κατασκευαστικές και εργολαβικές εταιρείες δημοσίων έργων, η σιδηροβιομηχανία και η υλοτομική βιομηχανία της χώρας.
Όπως ανάφερε στην ο κ. Μανουσάκης, τα τσιμεντόπλοια εκτελούσαν μεταφορές φτάνοντας μέχρι και την Κρήτη, παρότι δεν ήταν ιδιαίτερα επιτυχημένες κατασκευές. «Από τα αρχικώς 34 σκάφη τελικώς φαίνεται πως κατασκευάστηκαν και καθελκύστηκαν 25, εκ των οποίων τα περισσότερα έπασχαν από κατασκευαστικές αστοχίες, και βούλιαξαν στα νερά του Αιγαίου. Κάποια από αυτά που είχαν βυθιστεί στα ρηχά, όπως στις περιπτώσεις της Ραφήνας και των Μεθάνων, ρυμουλκήθηκαν αργότερα και κατέληξαν «μπλόκια στους λιμενοβραχίονες», είπε και πρόσθεσε: «Ηταν μια επικερδής επιχείρηση για όλους τους εμπλεκόμενους. Τα κονδύλια αυτά κατέβαλε το ελληνικό κράτος, μέσω των εξόδων Κατοχής, που εξυπηρετούνταν με πληθωριστικό χρήμα, επιτείνοντας τον τρομερό πληθωρισμό. Και αυτά τα χρήματα δεν έφταναν απευθείας στους Γερμανούς κατακτητές. Πρώτα περνούσαν από ελληνικά χέρια, φουσκώνοντας το κόστος».
Ο ίδιος ανέφερε ότι από τους δημοσιευμένους ισολογισμούς κάποιων εταιρειών που συνεργάστηκαν με τις δυνάμεις Κατοχής προκύπτει ότι αυτές μετείχαν στο πρόγραμμα ναυπήγησης τσιμεντόπλοιων και μπορεί κανείς ν’ αποκτήσει μια ιδέα για τα κέρδη που αποκόμισαν.
«Κάποιες από αυτές τις εταιρείες δικάστηκαν στα Ειδικά Δικαστήρια Δοσίλογων μεταπολεμικά, μολονότι οι καταδίκες δεν ήταν πολλές. Οι δικογραφίες για τις μεγαλύτερες κατασκευαστικές έφτασαν στα δικαστήρια, αλλά ο Εμφύλιος και η συνειδητοποίηση πως μεγάλο μέρος των συμπολιτών τους συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς, οδήγησε στην ουσιαστική αθώωσή τους», ανέφερε ο κ. Μανουσάκης.
Η ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΣΤΟ ΠΕΡΑΜΑ
Διεύθυνση., 12.1943 Συντ/ρχης. Götsche (Stahlbeton Schiffsbau), Ναυπηγεία Περάματος
Υπ/στής., Λ/γός Ernst Arnoldy (έως 05.10.44)
ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΓΝΩΣΤΩΝ ΠΛΟΙΩΝ ΠΟΥ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΗΚΑΝ ΣΤΟ ΠΕΡΑΜΑ
“General Meise” I-V, (? 08.10.44 βυθίστηκε από βομβαρδισμό στο Κανάλι της Εύβοιας.),Υπ/στής., Λ/γός Ernst Arnoldy (έως 05.10.44)
ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΓΝΩΣΤΩΝ ΠΛΟΙΩΝ ΠΟΥ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΗΚΑΝ ΣΤΟ ΠΕΡΑΜΑ
“General Jakob” I-III,
“General Förtsch”,
“Pionier” I-IV,
“Alfred”,
“Achilles” 08.10.44 βυθ.,
“General Lambert”, 16.10.44 βομβαρδίστηκε στο λιμάνι του Βόλου
“General Herrmann” (δοκιμάστηκε το Φθινόπωρο 1944)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου