Παρασκευή 31 Μαΐου 2013

"ΚΥΑΝΟΛΕΥΚΗ ΜΕΡΑΡΧΙΑ" Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΕΡΑΡΧΙΑ ΠΟΥ ΘΑ ΠΟΛΕΜΟΥΣΕ ΣΤΟ ΠΛΕΥΡΟ ΤΟΥ ΑΞΟΝΑ


    Ο υποστράτηγος Γεώργιος Μπάκος, που ήταν ο πιο φανατικός εθνικοσιαλιστής της κυβέρνησης Τσολάκογλου, θεωρούσε σχεδόν σίγουρη τη γερμανική νίκη. Γι’ αυτόν τον λόγο πρότεινε στους αξιωματικούς αλλά και στο υπουργικό συμβούλιο να δημιουργηθεί μια αντικομμουνιστική λεγεώνα στο πλαίσιο των εθελοντικών λεγεώνων των άλλων ευρωπαϊκών χωρών, η οποία θα πολεμούσε στη Ρωσία στο πλευρό των Γερμανών. Ο Μπάκος πίστευε πως αυτό θα ήταν αργότερα ένα ισχυρό διαπραγματευτικό όπλο στα χέρια της Ελλάδας, ενώ η μορφή της γερμανικής κατοχής θα γινόταν ηπιότερη. Οι περισσότεροι από τους αξιωματικούς που τον άκουσαν δεν έδωσαν απάντηση.

     Ο Μπάκος τότε ζήτησε κατάλογο όλων των αξιωματικών για να τον παραδώσει στο αρμόδιο γερμανικό γραφείο. Κάποιοι έφεδροι αντέδρασαν και ανάμεσα τους ήταν ο παλαιός επιτελάρχης του Μπάκου στο Β’ ΣΣ, συνταγματάρχης Θρασύβουλος Τσακαλώτος.

     Ο πρωθυπουργός Τσολάκογλου αγνοούσε τις ενέργειες του υπουργού του και πίστευε, όπως αργότερα κατέθεσε, πως το εγχείρημα αυτό ήταν και «λυπηρόν και όσο και λίαν εγκληματικόν». Όταν όμως πληροφορήθηκε τις προθέσεις του Μπάκου αποφάσισε με τη συνδρομή του αρχηγού της Χωροφυλακής υποστράτηγου Ντάκου να ματαιώσει με οποιοδήποτε τίμημα τη δημιουργία και την αποστολή της ελληνικής λεγεώνας.




      Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις και τις πληροφορίες που είχε συγκεντρώσει ο Τσολάκογλου τουλάχιστον 2.000 άνδρες είχαν εγγραφεί εθελοντές στη Θεσσαλονίκη για το Ανατολικό Μέτωπο, ενώ στην Αθήνα είχαν ετοιμασθεί 200 αιτήσεις για τη συγκρότηση της λεγεώνας.

      Η ιδέα της ελληνικής μεραρχίας ενθουσίασε τους Γερμανούς, οι οποίοι με καταχωρήσεις στον κατοχικό Τύπο άφηναν να εννοηθεί πως η λεγεώνα μετά τη “σίγουρη γερμανική νίκη” θα ήταν ένα σοβαρότατο επιχείρημα υπέρ της Ελλάδας. Προς αυτή την κατεύθυνση εργάζονταν και εθνικοσιαλιστικές οργανώσεις της Αθήνας και της συμπρωτεύουσας, η Τρία Έψιλον και η ΕΣΠΟ.

      Όπως κατέθεσε στον γράφοντα ένας πράκτορας της Intelligence Service, ο Κώστας A. απόστρατος σήμερα αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού, τα περισσότερα ξενοδοχεία της περιοχής Ομονοίας στην Αθήνα ήταν τότε κατειλημμένα από εθελοντές που περίμεναν να εγγραφούν στους καταλόγους της ελληνικής λεγεώνας, ενώ υπήρχε ένα συγκροτημένο σώμα από φοιτητές και νεολαίους της Κρήτης που ανέμενε να αποσταλεί στο Ανατολικό Μέτωπο. Τα γραφεία “εθελοντών ρωσικού Μετώπου” βρίσκονταν στο Σύνταγμα, στην οδό Φιλελλήνων.

      Τη λεγεώνα αυτή ο Μπάκος πρότεινε να τη διοικεί ο υπασπιστής του Βουδικλάρης μαζί με έναν άλλον ανώτερο αξιωματικό. Οι υπουργοί Γκοτζαμάνης και Λογοθετόπουλος καθώς και άλλοι “εξωκυβερνητικοί κύκλοι” υποστήριξαν την πρόταση του συναδέλφου τους, όπως έγραψε ο Τσολάκογλου στα απομνημονεύματά του. Θιασώτες της Κυανόλευκης Μεραρχίας ήταν ο συνταγματάρχης Νικ. Κουρκουλάκος μαζί με τον αδελφό του Στέφ. Κουρκουλάκο.

     Συνήγορος στην προσπάθεια αυτή ήταν ο ελληνομαθής Γερμανός στρατιωτικός ακόλουθος φον Κλεμ, ο οποίος είχε αγαστή συνεργασία με τον Μπάκο. Ο Τσακαλώτος αργότερα ισχυρίσθηκε ότι ο στρατηγός αρχικά φαινόταν ως υποστηρικτής της ιδέας αποστολής εθελοντών στο ρωσικό μέτωπο επειδή ήθελε να δείξει στον Κλεμ ότι συμφωνούσε μαζί του, ύστερα όμως έπραξε τα πάντα για να την υπονομεύσει.

     Ενώ η πληροφορία αυτή είναι ελεγχόμενη από πλευράς ακρίβειας, γεγονός είναι ότι ο άνθρωποι του Τσολάκογλου διοχέτευσαν στους Ιταλούς την ”πληροφορία” ότι «οι προθυμοποιούμενοι δια να ντυθούν και να εξοπλισθούν (σ.σ. της λεγεώνας) προτίθενται να λιποτακτήσουν εις τα βουνά δια να κτυπούν εκείθεν τους Ιταλούς κυρίως και δευτερευόντως τους Γερμανούς» (Απομνημονεύματα Τσολάκογλου, σελ. 235). Ο Ιταλός πρεσβευτής έντρομος έσπευσε να μεταβεί στη γερμανική πρεσβεία για να συζητήσει την αναβολή της αποστολής. Στις 12 Αυγούστου 1941 ο Αλτενμπουργκ τηλεγράφησε στο Βερολίνο για να πάρει τις τελικές οδηγίες σχετικά με τη συγκρότηση της Ελληνικής Λεγεώνας. Ανέφερε στους προϊσταμένους του στο Υπουργείο Εξωτερικών ότι “η Ελληνική Κυβέρνησις είχε προχωρήσει στις προετοιμασίες της τόσο, που μένει πλέον να κάνει την πρέπουσα διαφήμιση μέσω του Τύπου για την δημιουργίαν της Λεγεώνας”.

     Την ίδια ημέρα που το τηλεγράφημα έφθανε στη γερμανική πρωτεύουσα ο εκεί Ιταλός επιτετραμμένος Κοσμέλι επέδιδε διάβημα εκ μέρους της Ρώμης στον Ρίμπεντροπ ζητώντας να μην επιτραπεί η αποστολή Ελλήνων εθελοντών στο Ανατολικό Μέτωπο, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν. Ο Ρίμπεντροπ θέλοντας να ικανοποιήσει την ιταλική πλευρά ενημέρωσε τον Αλτενμπουργκ στην Αθήνα ότι η οριστική απόφαση του Βερολίνου στο συγκεκριμένο ζήτημα είναι να μην επιτραπεί η συγκρότηση της Ελληνικής Λεγεώνας.

    Δυο μέρες αργότερα ο πληρεξούσιος του Ράιχ στην Ελλάδα, κόμης Αλτενμπουργκ, απάντησε στον στρατηγό Τσολάκογλου πως “επειδή συγκεντρώθηκαν πολλές λεγεώνες στη Ρωσία, δημιουργήθηκε θέμα ανεφοδιασμού και προς το παρόν δεν τίθεται θέμα”. Η επίσημη ανακοίνωση των Αρχών Κατοχής έλεγε πως για “λόγους τεχνικούς δεν είναι δυνατόν να σταλεί η Λεγεώνα εις την Ρωσίαν”.

     Ορισμένοι ιστορικοί αναφέρουν πως η αναβολή της συγκρότησης της “Κυανόλευκης Μεραρχίας” οφειλόταν στις λανθασμένες “πληροφορίες” κάποιων αντιστασιακών οργανώσεων που πολύ έξυπνα διοχέτευσαν στην ιταλική πρεσβεία. Η υιοθέτηση αυτής της εκδοχής είναι μάλλον ατόπημα παρά πραγματικότητα, αφού την εποχή εκείνη δεν γινόταν καν λόγος για αντίσταση ή αντιστασιακές οργανώσεις, ενώ οι μόνες εμφανιζόμενες και άξιες λόγου ομάδες ήταν οι γερμανόφιλες.
    Η πιθανότερη εκδοχή λοιπόν φαίνεται να είναι η θέση του Τσολάκογλου, όπως αυτή αναφέρεται στα Απομνημονεύματα και στην κατάθεση στο Ειδικό Δικαστήριο Δοσιλόγων αμέσως μετά τον πόλεμο: ότι δικοί του άνθρωποι διεμήνυσαν στους Ιταλούς ότι οι εθελοντές της λεγεώνας θα λιποτακτούσαν και θα έβγαιναν στα βουνά για να πολεμήσουν αργότερα τους Ιταλούς. Ένας μάρτυρας στη δίκη, ο Ορ. Παπαναγιώτου, μέλος της διοίκησης της Πανελλήνιας Ένωσης Εφέδρων Αξιωματικών, κατέθεσε πως ο Τσολάκογλου κατά τη διάρκεια μιας περιοδείας του στη Θεσσαλία μίλησε στη Λάρισα για την αποστολή της “Κυανόλευκης” μεραρχίας. Προφανώς όμως το έπραξε για να κολακεύσει τους Ιταλούς ή γιατί ήταν αναγκασμένος να το κάνει. Άλλωστε η άρνησή του -παρά τις πιέσεις των γερμανόφιλων κύκλων να κηρύξει τον πόλεμο κατά της Σοβιετικής Ένωσης του δίνει το δικαίωμα να υποστηρίζει την άποψή του. Οργανωμένη ελληνική λεγεώνα, όπως εκείνες των άλλων ευρωπαϊκών χωρών (Γαλλία, Βέλγιο, Ολλανδία κ.ά.) δεν υπήρξε ποτέ. Υπήρξαν όμως αρκετοί μεμονωμένοι Έλληνες που πρόλαβαν και κατατάχθηκαν αρχικά στις μεραρχίες οι οποίες σχηματίσθηκαν από εθελοντές των λαών του Καυκάσου και κυρίως σε μονάδες των Ελλήνων του Πόντου με αρχηγό τον συνταγματάρχη Σονίν Κρομιάδη.

     Ένας μάλιστα εθελοντής, ο Θωμάς Μπουρτζάλας, πρώην χωροφύλακας και σωματοφύλακας του υπουργού του Λαϊκού Κόμματος Στρατού, έλαβε μέρος στη μάχη του Στάλινγκραντ (Οκτώβριος 1942 -Φεβρουάριος 1943), αλλά κατόρθωσε να σωθεί από την εξόντωση της 6ης Στρατιάς και να αποφύγει την αιχμαλωσία. Επέστρεψε στην Ελλάδα και ανέλαβε νέα καθήκοντα με τον βαθμό του ανθυπομοιράρχου στη γερμανική αστυνομία (GFΡ). Η υπηρεσία της GFP στεγαζόταν στο Μέγαρο Λινάρδου επί της οδού Πατησίων.

        Ο Μπουρτζάλας μεταπολεμικά δικάσθηκε από το Ειδικό Δικαστήριο και παρέμεινε στις φυλακές επί δέκα περίπου χρόνια (1945-1955). Αρκετά χρόνια αργότερα, στις 22 Απριλίου 1967, μία μόλις ημέρα μετά το πραξικόπημα των συνταγματαρχών, ανέφερε σε μια τυχαία συνάντηση στον παλαιό συγκρατούμενο του Κ. Γεώργιο πως “…το πραξικόπημα δεν ήταν τίποτε άλλο, παρά δάκτυλος της CIA και των ΗΠΑ για να ελέγξουν τη χώρα που όδευε προς τον Κομμουνισμό”.

         Για τον Μπουρτζάλα και τους ομοϊδεάτες του η τελευταία ελπίδα για την Ελλάδα και την Ευρώπη ολόκληρη να ξεφύγουν από τον επικίνδυνο στραγγαλισμό του Μπολσεβικισμού και της διεφθαρμένης πλουτοκρατίας του Καπιταλισμού, θάφτηκε στα ερείπια του Βερολίνου τον Μάιο του 1945. Ο Γ. Χρήστος (Ελληνοπόντιος δεκανέας της Εθνικιστικής Στρατιάς του Ρώσου στρατηγού Αντρέι Βλασώφ), που ζει σήμερα σε μεγάλη ηλικία στην Καλλιθέα, ανέφερε πως κατά τους πρώτους μήνες του 1942 σχηματίσθηκαν στα γερμανικά μετόπισθεν με την προτροπή του Χίμλερ οι πρώτες ρωσικές αντικομουνιστικές μονάδες από λιποτάκτες του Σοβιετικού Στρατού.

        Πολύ γρήγορα στον RNNA και αργότερα ΡΟΑ (Ρωσικό Εθνικό Απελευθερωτικό Στρατό) κατατάχτηκαν και άνδρες άλλων εθνικοτήτων που αναζητούσαν την εθνική τους ταυτότητα και ανεξαρτησία. Διοικητής του πρώτου συγκροτημένου σώματος του ΡΟΑ, που αποτελείτο από 6 τάγματα πεζικού και 1 μηχανικού με μια μονάδα πυροβολικού (δύναμης 10.000 ανδρών), ήταν ο Ελληνοπόντιος συνταγματάρχης Σ. Κρομιάδης. Ο Κρομιάδης, που είχε προσωπική φιλία με τον Βλασώφ, έπεισε τον Ρώσο στρατηγό να προχωρήσουν με ταχύτερο ρυθμό τη στρατολόγηση εθελοντών από τους λαούς του Καυκάσου. Περισσότεροι από 20.000 Ελληνοπόντιοι κατατάχθηκαν στον ΡΟΑ. Το 7ο Σύνταγμα, στο οποίο υπηρετούσε ο Γ. Χρήστος, ήταν αμιγώς ελληνικό και παρέτασσε 1.500 πλήρως εξοπλισμένους άνδρες.

          Οι περισσότεροι από αυτούς είχαν υποστεί την άγρια σταλινική τρομοκρατία και τις διώξεις του 1935-1940. Ο Γ. Χρήστος είχε χάσει τον πατέρα του σε κάποιο στρατόπεδο γκούλαγκ στη Σιβηρία, όπως και πολλοί άλλοι. Με τους εθνικιστές του ΡΟΑ θεωρούσε πως μπορούσε να εκδικηθεί τους κομμουνιστές και να αποδοθεί ένα είδος αυτονομίας στον Πόντο σύμφωνα με τις υποσχέσεις των Γερμανών και του Βλασώφ. Οι Ελληνοπόντιοι του ΡΟΑ έφεραν στην αριστερή επωμίδα τα ελληνικά χρώματα (μπλε και λευκό) και δεξιά το έμβλημα με τα γράμματα ΡΟΑ.

      Τα γερμανικά στρατεύματα είχαν στις τάξεις τους πάνω από 300.000 ευρωπαίους εθελοντές. Από τις 39 μεραρχίες των Waffen-SS, μόνο μία ήταν αμιγώς γερμανική. Τα Waffen SS άνοιξαν τις τάξεις τους για να συμπεριλάβουν 20.000 Γάλλους εθελοντές, 60.000 μουσουλμάνους διαφόρων εθνικοτήτων, 40.000 Ολλανδούς, 8.000 Νορβηγούς, 6.000 Δανούς, 15.000 Εσθονούς, 18.000 Ισπανούς, 13,000 Φλαμανδούς, 6.000 Βαλλώνους, 1.000 Έλληνες κ.ά. Στα αρχεία της Wehrmacht αναφέρονται και κάποια ονόματα Κυπρίων εθελοντών, που οι περισσότεροι χάθηκαν στις αιματηρές μάχες του ανατολικού μετώπου.
Θα πρέπει να τονιστεί βέβαια ότι χιλιάδες Ελληνοπόντιοι πολέμησαν στις τάξεις του Κόκκινου Στρατού και σε όλα τα Ελληνοποντιακά χωριά υπάρχουν ηρώα για τους πόντιους που έχασαν τη ζωή τους είτε σαν στρατιώτες είτε σαν αντάρτες στον αγώνα ενάντια στους Γερμανούς εισβολείς. 


                                  ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΠΑΚΟΣ (υποστράτηγος) (1892-1945)

      Ο στρατηγός Γεώργιος Μπάκος γεννήθηκε στη Μάνη στις 1892. Πολέμησε στους Βαλκανικούς Πολέμους και πήρε μέρος στην Μικρασιατική εκστρατεία και στον πόλεμο του 1940, ως διοικητής της 3ης Μεραρχίας. Μετά τη συνθηκολόγηση έγινε υπουργός των Στρατιωτικών στην κατοχική κυβέρνηση Τσολάκογλου. Στη θέση αυτή παρέμεινε δυο χρόνια και φρόντισε για το μισθολόγιο των στρατιωτικών και για το κτίσιμο του νοσοκομείου ΝΙΜΤΣ (νοσηλευτικό ίδρυμα μετοχικού ταμείου στρατού). Επίσης προσπάθησε να βοηθήσει οικονομικά ευέλπιδες που είχαν πολεμήσει στην Κρήτη και γυρνούσαν στην ηπειρωτική Ελλάδα σε πολύ κακή κατάσταση.
Ο Μπάκος ήταν φανατικός γερμανόφιλος και πίστευε στην νίκη του Άξονα. Προσπάθησε, χωρίς επιτυχία, να δημιουργήσει την Κυανόλευκη μεραρχία στην οποία θα συμμετείχαν Έλληνες εθελοντές που θα πολεμούσαν στο ρωσικό μέτωπο μαζί με του Γερμανούς. Κατά τα Δεκεμβριανά συνελήφθη από δυνάμεις του ΕΛΑΣ και αφού κρατήθηκε όμηρος σε περιοχή της Πάρνηθας εκτελέστηκε, ύστερα από σύντομη δίκη, στις 6 Ιανουαρίου του 1945 στο χωριό Κρώρα.

            http://el.wikipedia.org

Τετάρτη 29 Μαΐου 2013

ΜΠΑΡΟΥΤΟΜΥΛΟΙ Α' ΜΕΡΟΣ


Η Δημητσάνα υπήρξε ανέκαθεν τόπος επαγγελματικής παραγωγής μπαρούτης. Σε αυτό συνηγορούν πολλές γραπτές πηγές, αλλά και η τοπική παράδοση. Είναι ήδη γνωστό σύμφωνα με πολλές πηγές και μαρτυρίες, ότι τα ύστερα προεπαναστατικά και τα επαναστατικά χρόνια η Δημητσάνα υπήρξε κέντρο ανεφοδιασμού σε πυρίτιδα που παραγόταν στους 14 μύλους που λειτουργούσαν με τα νερά του κεφαλαριού του Αγίου Ιωάννη στην κατωφέρεια του φαραγγιού του Λούσιου που σχηματίζεται κάτω από αυτόν.
Αν και δεν υπάρχουν επαρκείς λεπτομερείς μαρτυρίες αναφορικά με τη χρονική αφετηρία της επαγγελματικής αυτής απασχόλησης των Δημητσανιτών, είναι βέβαιο ότι η Δημητσάνα παρήγε μπαρούτι ήδη από την πρώτη Τουρκοκρατία, αν όχι από την υστεροβυζαντινή περίοδο. Η μπαρούτη χρησιμοποιείτο για πολεμική και για εκρηκτική χρήση και συχνά και για λογαριασμό των Τούρκων.
Η κατασκευή μπαρούτης από μπαρουτόμυλους συνέχισε σύμφωνα με μαρτυρίες και κατά την Ενετική περίοδο (τέλη 17ου - αρχές 18ου αι.) μέχρι και τα επαναστατικά χρόνια . Σύμφωνα με εξακριβωμένες τοπικές μαρτυρίες, φαίνεται ότι τα πρώτα χρόνια η επαγγελματική παραγωγή μπαρούτης γινόταν σε μικρές ποσότητες από μερικές οικογένειες (με απασχόληση μελών τους) για εξασφάλιση πρόσθετου εισοδήματος και βασιζόταν σε πρωτόγονες τεχνικές επεξεργασίας. Το είδος αυτό παραγωγής ενδεχομένως να χρησιμοποιήθηκε και αργότερα (όπως κατά την επανάσταση του 21), για την κάλυψη αυξημένων αναγκών ζήτησης. Το παραγόμενο μπαρούτι χρησιμοποιείτο για πολεμικούς σκοπούς, για κατασκευή φουρνέλων και για το κυνήγι.
Αλλά αυτό που έχει αναμφίβολα ενδιαφέρον είναι πως και που οι ντόπιοι παραγωγοί μαρούτης - κοινώς μπαρουξήδες (ή μπαρουτάδες) σύμφωνα με τη δημητσανίτικη έκφραση -, επρομηθεύοντο το δισεύρετο νίτρο (νιτρικό κάλιο), το οποίο αποτελεί και τη βασική πρώτη ύλη. Δεδομένου επίσης ότι η παραγωγή μπαρούτης απαιτεί μια ιδιαίτερη πολύπλοκη και λεπτή επεξεργασία, εξ' ίσου ενδιαφέρον παρουσιάζει φυσικά και ο τρόπος κατεργασίας που χρησιμοποιήθηκε από τους Δημητσανίτες μπαρουξήδες.
Η αναζήτηση των πρώτων υλών
Οι απαιτούμενες πρώτες ύλες για την παραγωγή μπαρουτιού είναι το θειάφι, το κάρβουνο και το νίτρο (νιτρικό κάλιο) - κοινώς βερτζιλές -, σε ποσοστά πρόσμιξης 10%, 15% και 75% αντίστοιχα. Όσον αφορά στην εξεύρεση τους, πρόβλημα υπήρχε ασφαλώς μόνον με το τελευταίο, αφού το κάρβουνο εύκολα μπορούσε να παραχθεί με καύση ξύλων (κληματόβεργες, σφάκες), ενώ το θειάφι μπορούσε να μεταφερθεί από τα ηφαιστειογενή νησιά του Αιγαίου.
Σύμφωνα με μαρτυρίες (Μιχαήλ Οικονόμου κ.ά.) το απαραίτητο νίτρο οι Δημητσανίτες παραγωγοί συνέλεγαν από σπηλιές και από περιοχές των οποίων τα εδάφη είχαν ειδική σύσταση, όπως ήταν η Αττική και η Μονεμβασιά.
Ειδικότερα όμως, τοπικές παραδόσεις και πηγές αναφέρουν ότι ποσότητα νίτρου παραγόταν επίσης μετά από ειδική κατεργασία ξεραμένης κοπριάς που συσσωρευόταν σε σπηλιές του Λούσιου και της Πελοποννήσου, όπου οι τσοπάνηδες συνήθιζαν να χειμαδιάζουν με τα κοπάδια τους. Με τη συλλογή της κοπριάς -βοτάνι του μπαρουτιού κατά τη δημητσανίτικη έκφραση - ασχολούνταν μερικοί Δημητσανίτες, οι βοταναραίοι, οι οποίοι μετακινούνταν ειδικά για το σκοπό αυτό. Μάλιστα για την προέλευση αυτή του νίτρου, συνηγορούν εμμέσως αρκετές μαρτυρίες που επικεντρώνονται κυρίως στην αγορά από τους επιτρόπους του Ναού της ’γιας Κυριακής (1795, Κώδικας Καθεδρικού Ναού Αγίας Κυριακής) καθώς και σε πράξεις ενοικίασης σε βοταναραίους της περιοχής, ειδικών εργαλείων (σιδερόφτυαρων με μακριά δυνατή λαβή), απαραίτητων για τη συλλογή της σκληρής μάζας του βοτανιού. Το ενοίκιο καταβαλλόταν συνήθως σε οκάδες νίτρου.
Η κατεργασία του βοτανιού για παραγωγή νίτρου, αν και δεν είναι πλήρως γνωστή, βασιζόταν στο βράσιμο κοπριάς (γιδοφούσκι) σε ειδικά καζάνια, η οποία τελικά έδινε στο πάνω μέρος της την λευκή κρυσταλλική ύλη του νίτρου. Η ύλη αυτή μαζευόταν κατόπιν με ειδικές διάτρητες κουτάλες ("κεψές") για να απλωθεί για ξήρανση στον ήλιο.
Μπαρουτόμυλοι και επεξεργασία της μπαρούτης
Τα προεπαναστατικά χρόνια, όταν η ζήτηση μπαρούτης άρχισε να αυξάνεται, δεδομένου μάλιστα του ότι και οι Τούρκοι εφοδιαζόντουσαν με δημητσανίτικο μπαρούτι, οι Δημητσανίτες μπαρουξήδες οδηγήθηκαν σταδιακά στη χρήση της υδροκίνησης, δηλαδή στη κατασκευή των πρώτων υδρόμυλων-μπαρουτόμυλων, με την εκμετάλλευση της υδατόπτωσης που εξασφάλιζε η κατωφέρεια που εκτείνεται από το κεφαλάρι του Αγίου Ιωάννη προς το Παλαιοχώρι.
Όπως και ο αλευρόμυλος, ο μπαρουτόμυλος βασίζεται στη υδροκίνητη λειτουργία ενός ειδικού μηχανισμού, δηλαδή στην κίνηση που προκαλείται από υδατόπτωση (κρέμαση) νερού το οποίο διοχετεύεται με ορμή μέσα από ειδικά βαγένια. Η κατωφέρεια του Αγίου Ιωάννη επέτρεπε τη διαδοχική δημιουργία και λειτουργία τέτοιων μύλων, με δυνατότητα εκμετάλλευσης και νέας υδατόπτωσης κάτω από την αρχική. Αυτό εξηγεί και τη σταδιακή κατασκευή αρκετών μπαρουτόμυλων.
Ο μπαρουτόμυλος ήταν πετρόκτιστο κτίριο, συνήθως ορθογώνιο, κεραμοσκεπές και εξοπλισμένο, με χωμάτινο δάπεδο, παράθυρα, βαθουλώματα και εξωτερικά πεζούλια. Αν και η τεχνική επεξεργασίας βελτιώθηκε με την πάροδο των χρόνων, τα βασικά μέρη του μηχανισμού σε συνδυασμό με την περιγραφή λειτουργίας του εν συντομία είναι:
  • Φτερωτή, ξύλινος τροχός με φτερά, έξω από το μύλο, που περιστρέφεται με την υδατόπτωση γύρω από οριζόντιο άξονα,
  • Οριζόντιος άξονας, στηριγμένος κατά μήκος του μύλου, πάνω στον οποίο στερεώνεται η φτερωτή, η οποία και του μεταδίδει μόνιμη ρυθμική κίνηση. Στο άλλο άκρο του στηρίζεται σε υπερυψωμένη βάση.
  • Χουλιάρια, ξύλινα έκκεντρα που φέρει κατά μήκος του ο οριζόντιος άξονας.
  • Κοπάνια (κόπανα), κατακόρυφα έμβολα που αντιστοιχούν στα χουλιάρια, τα οποία καταλήγουν χαμηλά σε πιο πλατιά διαμόρφωση μορφής ρόζου ή γροθιάς. Ο οριζόντιος άξονας μέσω των χουλιαριών τους μεταδίδει παλινδρομική κίνηση.
  • Χαβάνια, δηλαδή γουδιά που σχηματίζουν αντίστοιχες στα κοπάνια και ίσες στον αριθμό κοιλότητες στο έδαφος, οι οποίες περιέχουν το μείγμα με την πρώτη ύλη σε καθορισμένη ποσότητα και αναλογία. Το μείγμα χτυπιέται και συνθλίβεται με το ρυθμικό κτύπημα των κοπανιών.
Η επεξεργασία της πυρίτιδας, όπως περιγράφεται παραπάνω, από την υδροκίνητη λειτουργία του μπαρουτόμυλου, αποτελεί και την κύρια φάση κατεργασίας της. Όλες οι φάσεις της κατεργασίας της για την κατασκευή του τελικού προϊόντος συνοψίζονται:
  • Ζύμωμα των πρώτων υλών με νερό: προκαταρκτική φάση.
  • Κύρια φάση: Τοποθέτηση του μείγματος των πρώτων υλών στα γουδιά και κύρια κατεργασία για 24 ώρες περίπου. Για καλύτερη ανάμειξη ο μπαρουξής μεταφέρει με μια κουτάλα μικρές ποσότητες από το ένα χαβάνι στο άλλο.
  • Ξεχαβάνιασμα: μεταφορά μείγματος σε σκάφη για νέο ζύμωμα με νερό και διαμόρφωσή του σε εύπλαστες μικρές μάζες (κεφάλια). " Μεταφορά των κεφαλιών στη χαμοκέλα για να ξεραθούν.
  • Τεμαχισμός με μαχαίρι, την επομένη μέρα, των κεφαλιών σε λεπτές λουρίδες και τοποθέτησή τους μέσα σε λιόπανα στην λιάστρα, για πλήρη ξήρανση με τον ήλιο και με τον αέρα.
  • Κοσκίνισμα: μεταφορά στη χαμοκέλα, κοσκίνισμα από μεγάλα ορθογώνια κόσκινα που κρέμονται από την οροφή του μύλου, με τη βοήθεια κομματιών ξύλου μέσα σ' αυτά (για καλύτερο αποτέλεσμα), και συγκέντρωση των παραγόμενων κόκκων σε σκάφες, τοποθετημένες από κάτω.
  • Γυάλισμα: υποβολή των κόκκων του μπαρουτιού σε τριβή για εξασφάλιση στιλπνότητας και αντοχής στην υγρασία, πράγμα που προσέδιδε ποιότητα στην μπαρούτη. Οι κόκκοι τοποθετούνταν σε βαρέλι προσαρμοσμένο στον οριζόντιο άξονα της φτερωτής ο οποίος και του μετέδιδε περιστροφική κίνηση κατά την λειτουργία του μύλου. Επειδή το γυάλισμα καθυστερούσε την παραγωγή, οι μπαρουξήδες το αντικατέστησαν αργότερα με τον γραφίτη.
  • Συσκευασία σε μεταλλικά δοχεία ή σε γκαζοτενεκέδες (το πολύ μέχρι 9 οκάδες για το κυνήγι και 16 οκάδες για φουρνέλα).
Πλήρης αναπαράσταση της λειτουργίας των μπαρουτόμυλων και της παραγωγής μπαρούτης δίνεται στον αποκατεστημένο μπαρουτόμυλο του Υπαίθριου Μουσείου Υδροκίνησης της Δημητσάνας.
Υπολογίζεται ότι ένας τέτοιος μύλος με 8 χαβάνια απέδιδε σε 24 ώρες 25 οκάδες καθαρό μπαρούτι. Στα μεταγενέστερα χρόνια η λειτουργία των μπαρουτόμυλων εκσυγχρονίσθηκε με την αντικατάσταση του συστήματος με τα κόπανα και τα γουδιά από σύστημα που βασιζόταν στην περιστροφική κίνηση πάνω σε μικρό κτιστό αλώνι ενός μεγάλου κωνικού λιθαριού. Το λιθάρι αυτό ήταν προσαρμοσμένου στο κέντρο του αλωνιού, περιστρεφόταν γύρω από κάθετο άξονα, και συνέθλιβε το μείγμα των πρώτων υλών που ήταν απλωμένο από κάτω.
Με τον παραπάνω τόπο φαίνεται να λειτούργησαν οι 14 μπαρουτόμυλοι κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα του 21, που πολλά προσέφερα σ' αυτόν. Μετά την απελευθέρωση η Δημητσάνα διατήρησε τιμητικά το προνόμιο της παραγωγής και εμπορίας πυρίτιδας. Από το 1910 επεβλήθη φορολογία στους βιοτέχνες μπαρούτης.
Από τότε μέχρι και σήμερα, η Δημητσάνα παράγει συνεχώς μπαρούτη διαφόρων μορφών. Οι παλιοί μύλοι φυσικά έχουν εκσυγχρονισθεί. Σήμερα λειτουργεί με ηλεκτρική πλέον ενέργεια ένας μεγάλος μπαρουτόμυλος, σαν οργανωμένη ιδιωτική βιομηχανική μονάδα, η οποία συμβάλει στην οικονομία της Δημητσάνας.

                              Ο ΜΠΑΡΟΥΤΟΜΥΛΟΣ ΤΟΥ ΜΑΥΡΙΛΟ   
           Στην είσοδο του χωριού Μαυρίλο υπάρχει ο ανακαινισμένος μπαρουτόμυλος ο οποίος αποτελεί μουσείο (είναι μουσειακό αντίγραφο του αρχικού μπαρουτόμυλου). Η κατασκευή ξεκίνησε το 2002 από τον πρώην Δήμο Αγίου Γεωργίου και εγκαινιάστηκε το 2008.
          Παραδοσιακά οι μπαρουτόμυλοι ήταν λιθόκτιστα κτίρια διαστάσεων 6-8 μέτρα μήκος, 3-5 μέτρα πλάτος και 3 μέτρα ύψος. Σε μερικούς μπαρουτόμυλους λειτουργούσε παράλληλα (σε διπλανό κτίριο) αλευρόμυλος και νεροτριβίο (μαντάνι - για πλύσιμο υφασμάτων-χαλιών). Η μαυριλιώτικη μπαρούτη περιείχε 12,5% θειάφι, 12,5% ξυλοκάρβουνο, 75% νιτρικό κάλλιο (τζερβιτζιλέ το ονομάζανε) και ανάλογο νερό. Ο μηχανισμός των μπαρουτόμυλων διέφερε από αυτήν των νερόμυλων (για άλεσμα σιτηρών) στο ότι η κυκλική κίνηση δεν γύριζε μυλόπετρα αλλά μετατρέπονταν σε παλιδρομική. Τα παλληκάρια (έτσι ονομάζονταν τα κάθετα ξύλινα παλούκια που περιείχε ο μπαρουτόμυλος) με αυτό το τρόπο ανεβοκατέβαιναν και στο κάτω μέρος η ημισφαιρική άκρη τους (ονομάζονταν στούμπος) κοπανούσε το μείγμα υλικών μέσα σε ένα ξύλινο γουδί (το γουδί το ονόμαζαν τσούμα ή γούβα). Το μείγμα υλικών (θειάφι, ξυλοκάρβουνο, νιτρικό κάλιο και νερό) κοπανιόντουσαν ρυθμικά για 5-6 ώρες μέχρι να πάρουν την μορφή ζυμαριού (σαν ζυμάρι ψωμιού). Για την αποφυγή εκρήξεων σε όλα τα στάδια επεξεργασίας της μπαρούτης τα γουδιά (στούμες) καθώς και τα παλληκάρια με τις ημισφαιρικές άκρες ήταν ξύλινα . Απαγορεύονταν μεταλλικά υλικά ή πετραδάκια μέσα στα γουδιά ώστε να αποφεύγεται η ανάφλεξη που θα μπορούσε να προκαλέσει τυχαία σπίθα από τις τριβές.

       Οι μπαρουτόμυλοι λειτούργησαν για 200 περίπου χρόνια (1700-1914) και συντέλεσαν στην οικονομική άνθιση του χωριού αλλά και στην Ελληνική Επανάσταση του 1821. Στο χωριό υπήρχαν 12 ή 15 μπαρουτόμυλοι (από την πηγή Γκούρα μέχρι την θέση Τούρνια) και η τεχνογνωσία κατασκευής μπαρούτης εικάζεται ότι ήρθε είτε από Μαυριλιώτες της Κωνσταντινούπολης, είτε από το χωριό Δημητσάνα Αρκαδίας όπου και εκεί υπήρχαν μπαρουτόμυλοι. Υπάρχουν αναφορές για 4-5 χειρώνακτες μπρατουτοτεχνίτες. Επίσης σώζονται 2 επιστολές του Αθανάσιου Διάκου για προμήθεια πυρομαχικής ύλης από το χωριό:

    «Ο προσκυνητής προς τους άρχοντες της Λεβαδειάς. Απέρκουσα Ομέρ Βρυώνην εις Πατρατζίκι (Υπάτη), ήδη μεταβαίνω εις Λαμίαν. Αποστείλετε δυναμένους κρατήσουν όπλα και βόλια άφθονα. Μαύρην ύλην επρομηθεύθην εκ Μαρυίλου.» (Αθανάσιος Διάκος - Επιστολή)

   «Τιν ευγένειάν σας προσκυνό. Σας ηδοποιώ ότι μας υποσχέθηκαν εις του Μαβρίλου να μας προφτάσουν 80 οκά παρούτη και σήμερις εστήλαμεν τα άσπρα δια να μας την φέρουν..» (Αθανάσιος Διάκος - 821 Απρίλης 11 - Αλαμάνα Χάνι)

Κυριακή 26 Μαΐου 2013

Ε. ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ ΝΕΚΡΟΣ ΑΕΡΟΠΟΡΟΣ ΣΕ ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΑΠΟΣΤΟΛΗ

Εμμανουήλ Αργυρόπουλος (1889 – 1913)


Εμμανουήλ Αργυρόπουλος
Ο Εμμανουήλ Αργυρόπουλος και το αεροπλάνο του
     Έλληνας μηχανικός και αεροπόρος. Πρωτοπόρος της ελληνικής αεροπορίας και o πρώτος νεκρός της ελληνικής πολεμικής αεροπορίας.
     Ο Εμμανουήλ Αργυρόπουλος γεννήθηκε το 1889 και ήταν γιος του διπλωμάτη Γεωργίου Αργυρόπουλου, πρεσβευτή της Ελλάδας στη Ρωσία. Σπούδασε πολιτικός μηχανικός στη Γερμανία και αεροπλοΐα στη Γαλλία. Τον Ιανουάριο του 1912 επέστρεψε στην Ελλάδα, φέρνοντας μαζί του το διαλυμένο σε κομμάτια ιδιόκτητο αεροπλάνο του, ένα μονοπλάνο τύπου Νιεπόρ (Nieuport IVG), ιπποδυνάμεως 50 ίππων.
     Με τη βοήθεια των μηχανικών της στρατιωτικής μονάδας του Ρουφ στην Αθήνα, το συναρμολόγησε και ύστερα από λίγες ημέρες ήταν έτοιμος για την πρώτη του πτήση στους ελληνικούς ουρανούς. Στις 6 Φεβρουαρίου 1912 ανακοίνωσε μέσω των αθηναϊκών εφημερίδων το εγχείρημά του αυτό, ορίζοντας ως τόπο απογείωσης την περιοχή του Ρουφ και χρόνο την Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου. Πράγματι, την προκαθορισμένη ημερομηνία πλήθος κόσμου κατέκλυσε τον χώρο του αυτοσχέδιου αεροδρομίου για να θαυμάσει το πρωτοφανές θέαμα. Ακριβώς στις 8:10 το πρωί ο Αργυρόπουλος «σήκωσε» το αεροπλάνο του, υπό τις επευφημίες του πλήθους, ανάμεσα στους οποίους βρίσκονταν ο βασιλιάς Γεώργιος Α', ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος και πολλοί επίσημοι. Η πτήση αυτή, που σηματοδοτεί τη γέννηση της ελληνικής αεροπορίας, διήρκεσε 16 λεπτά και υπήρξε απόλυτα επιτυχής. Μία ώρα αργότερα έγινε και δεύτερη πτήση, με συνεπιβάτη τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Το αεροπλάνο διέγραψε μερικούς κύκλους πάνω από τον χώρο απογειώσεως σε ύψος 80 μέτρων και προσγειώθηκε ύστερα από 4 λεπτά με επιτυχία.
        Μετά και τη δεύτερη πτήση ακολούθησε η βάπτιση του αεροπλάνου, με ανάδοχο τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος του έδωσε το όνομα Αλκυών (αποδημητικό πτηνό, κοινώς ψαροπούλι) και με ένα ποτήρι σαμπάνια στο χέρι ευχήθηκε τα ακόλουθα: «Εύχομαι όπως η Αλκυών τερματίσει φυσικόν τον βίον. Εύχομαι όπως ο κ. Αργυρόπουλος, ο πρώτος Έλλην αεροναύτης, που πέταξε υπέρ τα ιερά εδάφη, συνεχίσει επί άλλου τελειότερου μηχανήματος, το οποίον να οφείλεται εξ ολοκλήρου εις αυτόν, τας ενδόξους παραδόσεις του Ικάρου, χωρίς τας ατυχίας εκείνου, προς δόξαν και αυτού και της Ελληνικής Πατρίδος».
      Στις 12 Φεβρουαρίου 1912 ο Εμμανουήλ Αργυρόπουλος πραγματοποίησε νέα πτήση πάνω από το Παλαιό Φάληρο. Ως χώρος απογειώσεως αυτή τη φορά χρησιμοποιήθηκε η περιοχή του Ζωολογικού Κήπου. Πλήθη λαού από την Αθήνα και τον Πειραιά έσπευσαν να θαυμάσουν τον ατρόμητο Έλληνα αεροπόρο, σε μία εξίσου επιτυχημένη πτήση, που κατέληξε σε ανέλπιστη αεροπορική γιορτή. Το πλήθος σήκωσε στα χέρια τον Αργυρόπουλο και τον έφερε θριαμβευτικά στη βασιλική εξέδρα, όπου δέχθηκε τα θερμά συγχαρητήρια του βασιλιά Γεωργίου A'.
      Όταν ξέσπασαν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι τον Οκτώβριο του 1912, ο Αργυρόπουλος εντάχθηκε στις τάξεις των Ενόπλων Δυνάμεων, με τον βαθμό του υπολοχαγού. Στις 4 Απριλίου 1913 απογειώθηκε από το αεροδρόμιο Λεμπέτ της Θεσσαλονίκης (στη σημερινή Σταυρούπολη), με ένα αεροπλάνο τύπου Μπλεριό 11 (λάφυρο από τον τουρκικό στρατό) και συνεπιβάτη τον αγωνιστή και ποιητή Κωνσταντίνο Μάνο. Η αποστολή τους ήταν αναγνωριστική για την ανίχνευση των κατεχομένων από τον βουλγαρικό στρατό περιοχών πλησίον της Θεσσαλονίκης. Κατά τη διάρκεια της πτήσης το αεροσκάφος του υπέστη μηχανική βλάβη και κατέπεσε κοντά στον Λαγκαδά Θεσσαλονίκης. Και οι δύο επιβαίνοντες βρήκαν ακαριαίο θάνατο. Ο πρωτοπόρος της Ελληνικής Αεροπορίας Εμμανουήλ Αργυρόπουλος ήταν μόλις 24 ετών και ο Κωνσταντίνος Μάνος 44 ετών.

Ο Κωνσταντίνος Μάνος (1869 - 1913) ήταν Έλληνας πολιτικός, ποιητής και αγωνιστής.

     Γεννήθηκε το  1869 στην Αθήνα. Οι γονείς του κατάγονταν από ιστορικές οικογένειες. Συγκεκριμένα ο πατέρας του, Θρασύβουλος Μάνος, ήταν στρατηγός και καταγόταν από τη φαναριώτικη οικογένεια με απώτερη καταγωγή την Καστοριά, ενώ η μητέρα του, Ρωξάνη Μαυρομιχάλη, από την οικογένεια Μαυρομιχάλη. Ήταν θείος της Ασπασίας Μάνου συζύγου του βασιλιά Αλέξανδρου Α'. Σπούδασε νομική στη Λειψία και φιλοσοφία στην Οξφόρδη. Διετέλεσε καθηγητής της αυτοκράτειρας της Αυστρίας Ελισσάβετ. Πρωτοστάτησε στη διοργάνωση των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών αγώνων της Αθήνας. Υπήρξε ιδρυτής του Α.Ο. Αθηνών.
Κωνσταντίνος Μάνος
 
       Με την κήρυξη της Κρητικής Επανάστασης πήγε στην Κρήτη όπου και ηγήθηκε του Ιερού Λόχου, που δημιούργησε. Διάφορες απογοητεύσεις τον οδήγησαν να αφήσει την Ελλάδα και να ταξιδέψει, φτάνοντας μέχρι και την Αλάσκα. Επέστρεψε αργότερα στην Κρήτη για να διατελέσει δήμαρχος στα Χανιά για μία διετία (19001902).
         Η αγωνιστική του δράση όμως δεν περιορίστηκε στην Κρητική Επανάσταση. Πήρε μέρος στον Μακεδονικό Αγώνα, χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο Μιχαηλίδης. Το 1905 έλαβε μέρος στην κρητική συνέλευση τoυ Θερίσσου, ενώ ήρθε σε αντιπαράθεση με τον πρίγκιπα Γεώργιο, ύπατο αρμοστή της Κρητικής πολιτείας. Το 1909 πήρε μέρος στο Κίνημα στο Γουδί. Στη συνέχεια διορίστηκε αντιπρόσωπος και στις δύο αναθεωρητικές βουλές που ακολούθησαν.
     Τελευταίος του αγώνας ήταν η συμμετοχή του στους Βαλκανικούς πολέμους (19121913), όπου ήταν αρχηγός στρατιωτικού σώματος το οποίο βοήθησε μεταξύ άλλων και στην απελευθέρωση της Πρέβεζας. Τον Απρίλιο του 1913 βρήκε τραγικό τέλος όταν το αεροπλάνο στο οποίο επέβαινε συνετρίβη στον Λαγκαδά, κατά τη διάρκεια ανιχνευτικής πτήσης σε βουλγαρικό στρατόπεδο.

Λογοτεχνικό έργο 

         Παρά τα μόλις 44 χρόνια της ζωής του, ο Κωνσταντίνος Μάνος έγραψε αρκετά ποιήματα, τα οποία δημοσίευσε στη μοναδική συλλογή που εξέδωσε υπό τον τίτλο «Λόγια της Καρδιάς». Η συλλογή του αυτή τιμήθηκε με τον πρώτο έπαινο στον Φιλαδέλφειο διαγωνισμό. Πρωτοστάτησε επίσης στην καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας μαζί με τον Λορέντζο Μαβίλη. Εξέδωσε μάλιστα το 1905 μετάφραση της Αντιγόνης του Σοφοκλή στη δημοτική, γεγονός πρωτοποριακό για την εποχή του.

 

 

                                                 Η ΤΥΧΗ ΤΟΥ ΜΝΗΜΕΙΟΥ

 

Το μνημείο πριν

 

           Στο σημείο που έχασαν τη ζωή τους οι δύο ήρωες, συγγενείς του Αργυρόπουλου ανήγειραν μνημείο που η πολιτεία “αγνωμονούσα” άφησε να ρημάξει. Ευτυχώς η ιδιωτική πρωτοβουλία “Φίλαθλοι του Ηρακλή” το καθάρισαν και το ανέδειξαν έτσι ώστε οι πολιτειακοί παράγοντες να το ξαναθυμηθούν και να βγάζουν λόγους στις επετείους (τα σχόλια δικά σας).
Το μνημείο μετά!!



                               
                                             ΑΕΡΟΠΛΑΝΟ BLERIOT XI
 Το  Bleriot XI ήταν μονοπλάνο και δημιούργημα του Louis Bleriot. Με ένα τέτοιο αεροπλάνο ο  Louis Bleriot κατάφερε στις 25 Ιουλίου του 1909 να διασχίσει τη Μάγχη σε 36 λεπτά. Με αυτό του το επίτευγμα έγινε διάσημος και οι παραγγελίες για το λεπτεπίλεπτο δημιούργημά του  κατέλκυσαν το εργοστάσιό του. Μέχρι το 1913 800 αεροπλάνα είχαν παραδοθεί σε πιλότους που εκπαιδεύονταν στην ονομαστή σχολή του Μπλεριό. Τα προβλήματα άρχισαν όταν υποκύπτοντας στις απαιτήσεις πολλών ριψοκίνδυνων πιλότων η εταιρία προσάρμοζε ισχυρότερους κινητήρες στο σκάφος που καταπονούσαν την κατασκευή και προκαλούσαν καταστροφικές αστοχίες κατά τη διάρκεια ελιγμών εν ώρα πτήσης.
Bleriot XI
Πολλοί διάσημοι Γάλλοι πιλότοι όπως οι Leon Delagrange, Hubert Leblon, και George Chavez βρήκαν τραγικό θάνατο όταν τα αεροσκάφη του διαλύθηκαν μυστηριωδώς στον αέρα. Τα πολλά δυστυχήματα ώθησαν τις κυβερνήσεις Γαλλίας και Αγγλίας να απαγορεύσουν τις πτήσεις μονοπλάνων παρόλες τις προσπάθειες του Louis Bleriotνα ενισχύσει την αντοχή της πτέρυγας.





Παρασκευή 24 Μαΐου 2013

ΘΩΡΗΚΤΟ ΛΗΜΝΟΣ (ΒΒ-24)





Το U.S.S. IDAHO κατά τη διάρκεια ναυπήγησής του

 

           Το Θ/Κ Λήμνος (BB-24) ήταν θωρηκτό του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού κλάσης Mississippi. Έλαβε το όνομα Λήμνος σε ανάμνηση της νικηφόρας ναυμαχίας της Λήμνου της 5ης Ιανουαρίου 1913, αποτέλεσμα της οποίας ήταν να κριθεί οριστικά η ελληνική κυριαρχία στο Αιγαίο πέλαγος.
Ο Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος στο κατάστρωμα του ΛΗΜΝΟΣ 27/6/1919

     Η ναυπήγησή του ξεκίνησε το 1904 στις ΗΠΑ για λογαριασμό του Αμερικανικού Ναυτικού, στο οποίο υπηρέτησε ως USS Idaho (BB-24) από το 1908 μέχρι το 1914, οπότε και αμφότερα τα πλοία κλάσης Mississippi (το δεύτερο ήταν το Θ/Κ Κιλκίς (BB-23) - πρώην USS Mississippi) αγοράστηκαν από την Ελλάδα.
            Παραλήφθηκε από το Newport News της Virginia τον Ιούλιο του 1914, με βεβιασμένες ενέργειες της Ελληνικής Κυβερνήσεως, σε μια προσπάθεια αντισταθμίσεως των τουρκικών ναυτικών εξοπλισμών, χωρίς να είναι και τα απολύτως κατάλληλα. Κύριο μειονέκτημα τους ήταν η μικρή ταχύτητα και το ότι ήταν χαμηλά για ωκεανοπλοΐα. Νεωτερισμός στα πλοία αυτά αποτέλεσε η ευρεία χρήση ηλεκτροκινήτων μηχανημάτων.

                              Επιχειρησιακή δράση

                    Τα δύο πλοία καταλήφθηκαν από τους Γάλλους μαζί με τον υπόλοιπο Ελληνικό Στόλο το 1916, εξαιτίας της Ελληνικής ουδετερότητας στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Όταν τον Ιούνιο του 1917 ο Ελευθέριος Βενιζέλος ανέλαβε και πάλι την διακυβέρνηση της χώρας και η Ελλάδα εισήλθε στον πόλεμο με τους συμμάχους της Αντάντ (Τριπλής Συμμαχίας), η Γαλλία επέστρεψε τα πλοία στο Βασιλικό Πολεμικό Ναυτικό.
                   Έλαβε μέρος στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, στις επιχειρήσεις της Κριμαίας το 1919 υπό τον Υποναύαρχο Γ. Κακουλίδη,ΒΠΝ, με τα Κιλκίς, Λέων και Πάνθηρ. Στη Μικρασιατική Εκστρατεία ήταν η αρχηγίδα του Β' Στόλου υπό τον Υποναύαρχο Γ. Καλαμίδα,ΒΠΝ, που είχε έδρα τη Σμύρνη και αποστολή την επιτήρηση των παραλίων του Βοσπόρου, της Προποντίδος και της Μ. Ασίας.
Από το 1926 έως και το 1928 έκανε γενική επισκευή στους λέβητες του .
Παρέμεινε σε υπηρεσία μέχρι το 1932, οπότε και παροπλίστηκε. Ο οπλισμός του χρησιμοποιήθηκε στα πυροβολεία του οχυρού της Αιγίνης.


Lhmnos bb24 2.jpg
Θ/Κ Λήμνος (BB-24)
Χαρακτηριστικά
Έναρξη ναυπήγησης 1904
Παροπλισμός 1932
Δίδυμα σκάφη Κιλκίς
Γενικά Χαρακτηριστικά
Εκτόπισμα 13,000 τόνοι
Μήκος 114,3 μέτρα
Πλάτος 23,5 μέτρα
Βύθισμα 7,5 μέτρα
Πρόωση Τριπλής διαβάθμισης μηχανές, 2 προπέλες
Ταχύτητα 17 knots
Πλήρωμα 34 Αξιωματικοί, 710 Ναύτες
Οπλισμός
  • 4 πυροβόλα των 305 χιλ./45 σε δίδυμους πύργους
  • 8 πυροβόλα των 203 χιλ./45 σε 4 δίδυμους πλευρικούς πύργους
  • 8 πυροβόλα των 178 χιλ./45 σε 4 δίδυμους πλευρικούς πύργους
  • 11 πυροβόλα 76 χιλ.
  • 4 πυροβόλα 57χιλ.
  • 2 πυροβόλα Α/Α 76 χιλ.
  • 2 τορπιλοσωλήνες των 21 ιντσών
Θωράκιση Στο σκάφος 229 έως 92 χιλ., στους πύργους 305 έως 203 χιλ



ΠΗΓΗ 1) http://el.wikipedia.org
            2)http://www.hellenicnavy.gr/

Τετάρτη 22 Μαΐου 2013

ΘΩΡΗΚΤΟ ΚΙΛΚΙΣ (ΒΒ-23)

Το ΚΙΛΚΙΣ κατά τη ναυπήγηση του σαν U.S.S. MISSISSIPI

 

     Το Θωρηκτό Κιλκίς (BB-23) ήταν θωρηκτό του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού κλάσης Mississippi.
       Η ναυπήγησή του ξεκίνησε το 1903 στα ναυπηγεία ‘USA – Wn – Cramp & Sone Ship - & Engine building Co Philadelphia Pa’ για λογαριασμό του Αμερικανικού Ναυτικού, στο οποίο εντάχθηκε ως USS Mississippi (BB-23) από το 1908 μέχρι το 1914, οπότε και αμφότερα τα πλοία κλάσης Mississippi (το δεύτερο ήταν το θωρηκτό Λήμνος - πρώην USS Idaho) αγοράστηκαν εσπευσμένα από την Ελλάδα προς ενίσχυση του ελληνικού στόλου μετά τη ναυπήγηση δυο τουρκικών θωρηκτών. Παραλήφθηκε από το Νιούπορτ Νιουζ της Βιρτζίνια τον Ιούλιο του 1914, με βεβιασμένες ενέργειες της ελληνικής κυβέρνησης σε μια προσπάθεια αντιστάθμισης των τουρκικών ναυτικών εξοπλισμών, χωρίς όμως τα δυο πλοία να είναι και τα απολύτως κατάλληλα. Κύριο μειονέκτημα τους ήταν η μικρή ταχύτητα. Νεωτερισμός στα πλοία αυτά αποτέλεσε η ευρεία χρήση ηλεκτροκινήτων μηχανημάτων.
    Τα Κιλκίς και το Λήμνος στη συνέχεια κατασχέθηκαν από τους Γάλλους μαζί με τον υπόλοιπο Ελληνικό Στόλο το 1916, εξαιτίας της ελληνικής ουδετερότητας στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Όταν τον Ιούνιο του 1917 ο Ελευθέριος Βενιζέλος ανέλαβε και πάλι την διακυβέρνηση της χώρας και η Ελλάδα εισήλθε στον πόλεμο με τους συμμάχους της Αντάντ, η Γαλλία επέστρεψε τα πλοία στο Ελληνικό Βασιλικό Ναυτικό.
     Το Θωρηκτό Κιλκίς έλαβε μέρος στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ως μοιραρχίδα του μοιράρχου του ελληνικού ελαφρού στόλου του Γ. Κακουλίδη. Μετά τη τουρκική συνθηκολόγηση την 1 Νοεμβρίου 1918 το Κιλκίς κατέπλευσε με άλλα πλοία του στόλου στη Νικομήδεια και από εκεί στη Κωνσταντινούπολη. Το 1919 συμμετείχε στις επιχειρήσεις της Κριμαίας κατά των Μπολσεβίκων στον Εύξεινο Πόντο και μετά το πέρας των οποίων έπλευσε ξανά για στη Κωνσταντινούπολη όπου και παρέμεινε σε όλη τη διάρκεια των επιχειρήσεων της Μικρασιατικής εκστρατείας, (1919-1922).
Μετά τη κατάρρευση του Μικρασιατικού μετώπου τον Αύγουστο του 1922, το Κιλκίς μαζί με το Λήμνος κάλυψαν την υποχώρηση και την επανεπιβίβαση των υποχωρούντων τμημάτων της μικρασιατικής στρατιάς στη Σμύρνη και Τσεσμέ και, στη συνέχεια, κατέπλευσαν στη Χίο και κρατήθηκαν εκεί χωρίς να προσφέρουν κάλυψη στον άμαχο ελληνογενή πληθυσμό της Μικράς Ασίας.
Η στιγμή της προσβολής του πλοίου στο ναύσταθμο Σαλαμίνας από J87 stuka
      Όταν στη συνέχεια έγινε κίνημα, διατάχθηκε ο Κυβερνήτης του Κιλκίς πλοίαρχος Δεμέστιχας να σπεύσει στη Σάμο και να παραμείνει εκεί για την αποκατάσταση της τάξης και την επιβολή της επανάστασης. Αργότερα το Κιλκίς ενώθηκε με το στόλο του μοίραρχου Α. Χατζηκυριάκου και κατέπλευσε στο Κερατσίνι και από εκεί τον Μάρτιο του 1923 κατέπλευσε στον Βόλο. Στη περίοδο 1925-1928 το Κιλκίς παρέμεινε σε μακρά ακινησία στον Πειραιά για γενική επισκευή και αναλεβήτωση, μ' ένα μακρόπνοο σχέδιο εξοπλισμού έναντι του τουρκικού Γιαβούζ που όμως δεν ξεκίνησε ποτέ.
       Έτσι μετά το 1928 παρέμεινε σ΄ ενέργεια μέχρι το 1931, οπότε και παροπλίστηκε. Χρησιμοποιήθηκε ως Σχολή Πυροβολικού και στη πρώτη φάση του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ως αντιαεροπορικό πυροβολείο του Ναυστάθμου Σαλαμίνας και βοηθητικό καταφύγιο. Στις 23 Απριλίου 1941 το Κιλκίς, δεχόμενο τρεις βόμβες στο μεσόστεγο και αριστερά βυθίστηκε στον Ναύσταθμο της Σαλαμίνας μετά από επίθεση γερμανικών βομβαρδιστικών Stuka, στη διάρκεια στην Γερμανικής εισβολής στην Ελλάδα[1]. 1947-1949.
Το ΚΙΛΚΙΣ μισοβυθισμένο στο αγκυροβόλιό του
Αργότερα οι Γερμανοί απέκοψαν τους ιστούς και καπνοδόχους για ανάγκες δικού τους υλικού. Ανελκύσθηκε και διαλύθηκε μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τον τότε Οργανισμό Ανέλκυσης Ναυαγίων (ΟΑΝ).




Kilkis B-23 2.jpg
Θ/Κ Κιλκίς (BB-23)                                                        

Διαστάσεις: Μήκος 114,3μ   Πλάτος 23,5μ   Βύθισμα 7,5 μ
Εκτόπισμα: 13.000 / 14.465 τόν.
Πρόωση: 1.400 hp
Ταχύτητα: 17 κόμβοι 
Πλήρωμα: 34 Αξιωματικοί  710 ναύτες
Οπλισμός: 4 πυροβόλα των 305 χιλ./45 σε δίδυμους πύργους, 8 πυροβόλα των 203 χιλ./45 σε 4 δίδυμους πλευρικούς πύργους, 8 πυροβόλα των 178 χιλ./45 σε 4 δίδυμους πλευρικούς πύργους, 11 πυροβόλα 76 χιλ., 4 πυροβόλα 57χιλ. και 2 πυροβόλα Α/Α 76 χιλ.
Θωράκιση: Στο σκάφος 229 έως 92 χιλ., στους πύργους 305 έως 203 χιλ.


ΠΗΓΕΣ http://el.wikipedia.org
               http://www.hellenicnavy.gr/