Δράση ΠΠ ΦΑΕΘΩΝ – ΑΡΙΩΝ
Πρώτες απώλειες του Π.Ν.
Περί Αλός
Από το βιβλίο: «Ίδρυση του Κυπριακού Ναυτικού
(1964-1966)». Επιμέλεια: Αντιναύαρχοι ΠΝ
Κ. Δημητριάδης – Γ. Δεμέστιχας, σελ. 33.
Διάθεση:Εκδόσεις Πελασγός
Πορτοκαλί βαρκα= θέση ΠΠ ΦΑΕΘΩΝ 8η Αυγούστου Λευκή βάρκα = θέση ΠΠ ΑΡΙΩΝ 8η Αυγούστου ΦΩΤΟ: Κρίστυ Εμίλιο Ιωαννίδου |
Στην
περιοχή Μανσούρας –Κοκκίνων (στις ΒΔ ακτές της Κύπρου) οι Τουρκοκύπριοι
(Τ/Κ) είχαν δημιουργήσει ένα προγεφύρωμα και στη συνέχεια άρχισαν αν το
επεκτείνουν προσπαθώντας να δημιουργήσουν ένα καντόνιο σαν χώρο
αποβίβασης Τούρκων στρατιωτικών ή και τόπο απόβασης.
Οι
Τ/Κ είχαν τοποθετήσει φυλάκιο στο ύψωμα «Λωρόβουνος» και είχαν αποκόψει
την ελευθεροεπικοινωνία με την περιοχή Μανσούρας – Κοκκίνων. Παρά τη
σύσταση των Σουηδικών δυνάμεων του ΟΗΕ οι Τ/Κ ηρνήθησαν να μετακινηθούν
από το ύψωμα. Από ελληνοκυπριακής πλευράς εκλήθη τότε ο Διοικητής της
Εθνοφρουράς να στείλει στρατεύματα στην περιοχή, προκειμένου να
αποτρέψουν περαιτέρω Τουρκοκυπριακή προώθηση.
Στις
7 Αυγούστου η Εθνοφρουρά ενεπλάκη σε εχθροπραξίες που συνεχίστηκαν
μέχρι της 10 του μηνός. Οι Τ/Κ εγκατέλειψαν το «Λωρόβουνο» και
συγκεντρώθησαν στα Κόκκινα.
Με
την έναρξη των εχθροπραξιών, στις 7 Αυγούστου, ημέρα Παρασκευή, τα
περιπολικά ΦΑΕΘΩΝ και ΑΡΙΩΝ διετάχθησαν και έλαβαν μέρος στις
επιχειρήσεις δι’ από θαλάσσης βομβαρδισμού των οχυρωμένων θέσεων των
Τ/Κ.
Την
επομένη, Σάββατο 8 Αυγούστου το ΠΠ ΑΡΙΩΝ συνεχίζει τον βομβαρδισμό στον
κόλπο της Χρυσοχούς (Δυτικά των Κοκκίνων), ενώ το ΠΠ ΦΑΕΘΩΝ παραμένει
λόγω βλάβης μίας κύριας μηχανής ανατολικότερα, στην περιοχή Καραβοστάσι
του κόλπου της Μόρφου. Το μεσημέρι της ίδιας ημέρας εκδηλώνεται σε όλη
την περιοχή της Τηλλυρίας μεγάλης εκτάσεως Τουρκική αεροπορική προσβολή,
η οποία και ανεμένετο σύμφωνα με σήμα των Τ/Κ που υπέκλεψε η
Εθνοφρουρά. Εκτός αυτού από τις 20 Ιουλίου 1964 ο Τούρκος Πρόεδρος
Γκιουρσέλ είχε ήδη υπαινιχθεί αεροπορική υποστήριξη των Τ/Κ.
Κάτω
από αυτές τις συνθήκες το ΠΠ ΦΑΕΘΩΝ απάρει και κινούμενο με ταχύτητα
7-8 κόμβων, ελίσσεται πλησίον των ευρισκομένων εμπορικών πλοίων
αμυνόμενο των Τουρκικών F100
με τον προβληματικό οπλισμό του χωρίς όμως να αποφύγει τα πυρά των
Τουρκικών αεροσκαφών με αποτέλεσμα την απώλεια σε νεκρούς και τραυματίες
άνω του 50% του πληρώματός του. Μεταξύ των νεκρών ο Ύπαρχος Σημαιοφόρος
ΣΕΑ/Μ Π. Χρυσούλης και βαρειά τραυματισμένος ο Κυβερνήτης
Ανθυποπλοίαρχος Δ. Μητσάτσος ο οποίος, παρά τον σοβαρό τραυματισμό του
και όταν πλέον ο οπλισμός του
πλοίου του εσίγησε, κατόρθωσε με ψυχραιμία να το προσαράξει και να
διασωθούν έτσι οι τραυματίες και το υπόλοιπο πλήρωμα. Τελικά, η πυρκαϊά,
κατέστρεψε ολοσχερώς το πλοίο. Οι φονευθέντες και τραυματοσθέντες
αναφέρονται στο τέλος της παρούσας εκδόσεως στον οικείο πίνακα, καθώς
και οι προαγωγές των φονευθέντων.
Αντίγραφο ημερολογίου ΠΠ ΑΡΙΩΝ από το βιβλίο ΙΔΡΥΣΗ ΤΟΥ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΝΑΥΤΙΚΟΥ (1964-1966) |
Το
ΠΠ ΑΡΙΩΝ με Κυβερνήτη τον Ανθυποπλοίαρχο Ν. Μπέτση, συνεχίζει τον
βομβαρδισμό και στη συνέχεια διατάσσεται από ΝΔΚ (απογευματινές ώρες) να
απομακρυνθεί από την περιοχή επιχειρήσεων. Κατά την απομάκρυνσή του και
ώρα 17.40 το πλοίο δέχεται διαδοχικές προσβολές από τουρκικά F-100.
Το πλοίο διατάσσεται εκ νέου να ενεργήσει κατά κρίση Κυβερνήτου, ο
οποίος με ψυχραιμία και ορθούς χειρισμούς, αντιμετώπισε με επιτυχία
τέσσερεις επιθέσεις από F-100.
· Οι θέσεις των πλοίων κατά τις επιχειρήσεις εμφαίνονται στον παρατιθέμενο χάρτη.
· Κατά τις επιχειρήσεις κατερρίφθη ένα τουρκικό F-100.
· Σε ότι αφορά την πιθανότητα για την κατάρριψη του F-100 από οπλισμό του Ναυτικού (Πλοίων ή Ξηράς) θα πρέπει να ληφθούν υπ’ όψη τα ακόλουθα:
· Είναι βέβαιο ότι ένα τουρκικό F-100
απωλέσθη κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων αφού συνελήφθη ο πιλότος του
υπό ανδρών της Εθνοφρουράς ενώ το αεροσκάφος κατέπεσε στον Τ/Κ θύλακα. Ο
χειριστής αυτός απεβίωσε σε νοσοκομείο της Λευκωσίας εξ αιτίας του
σοβαρού τραυματισμού του κατά την πτώση του με το αλεξίπτωτο.
· Οπλικά συστήματα με τη δυνατότητα καταρρίψεως αεροσκαφών διέθεταν τα πλοία στην περιοχή των επιχειρήσεων καθώς και τα πυροβόλα BOFORS 40 χ/μ που
είχαν αποσταλεί από το Π.Ν. και είχαν αναπτυχθεί στην περιοχή Κόλπου
Μόρφου (Ξηρού) από την Πεντάγια έως τον Καραβά. Επικεφαλής των
ομοχειριών ήσαν υπαξιωματικοί και στρατεύσιμο προσωπικό του Π.Ν. που
είχαν αφιχθεί τον Ιούνιο 1964.
· Το πλέον πιθανό είναι τα πυρά του Ναυτικού (πλοίων ή πυροβόλων BOFORS
της ξηράς) να προκάλεσαν την πτώση του Αεροσκάφους και ο χειριστής να
κατόρθωσε να το φέρει πάνω από τον Τουρκοκυπριακό θύλακα πριν το
εγκαταλείψει, χωρίς όμως ο ίδιος ο πιλότος να πέσει εντός του θύλακα.
· Άλλες
εκδοχές όπως ότι το αεροσκάφος κατέπεσε από πυρά της Εθνοφρουράς ή από
μηχανική βλάβη δεν φαίνεται να ευσταθούν γιατί αυτό θα έπρεπε να πετά σε
χαμηλό ύψος οπότε η εγκατάλειψή του από τον χειριστή δεν θα ήταν δυνατή
καθ’ όσον το τότε υπάρχον σύστημα εκτόξευσης του πιλότου δεν
λειτουργούσε σε τέτοιο ύψος. Εξ άλλου σύμφωνα με πολλές μαρτυρίες οι
προσβολές των τουρκικών αεροσκαφών δεν γίνονταν από χαμηλό ύψος.
· Στις 01.30 της 9ης
Αυγούστου, «συν Θεώ», κατά την έκφραση του Ν. Μπέτση, ο ΑΡΙΩΝ
κατέπλευσε στην Λεμεσό. Το πρωί παρέλαβε στην προβλήτα του τελωνείου και
κατά διαταγή της ΝΔΚ έγινε παραλλαγή του πλοίου, αποβίβαση του
πληρώματος και ενδιαίτησή του εις την ξηρά.
· Στις 11 Αυγούστου οι τραυματίες του ΠΠ ΦΑΕΘΩΝ και άνδρες του πληρώματος μεταφέρθηκαν στην Αθήνα.
· Παρατίθεται κατωτέρω απόσπασμα από το βιβλίο του Σόλωνος Γρηγοριάδη που αναφέρεται στην τουρκική προσβολή:
«Αεροπορική Έφοδος:
Αν
όμως η Άγκυρα δεν τόλμησε να ενεργήσει απόβαση μετά την αυστηρή
απαγορευτική παρέμβαση του Προέδρου Τζόνσον, χτύπησε το νησί μετά δύο
μήνες κατά άλλο τρόπο. Το πρωί της 8ης Αυγούστου 1964, η
Τουρκική Αεροπορία ενήργησε σφοδρότατη βομβαρδιστική έφοδο κατά της
Κύπρου. Η αφορμή ήταν η φονική επίθεση που εξαπέλυσαν κυπριακές δυνάμεις
– τμήματα της Εθνοφρουράς αλλά και άτακτα σώματα –κατά της
Τουρκοκυπριακής περιοχής Κόκκινα και Μανσούρας, η οποία αποτελούσε ένα έτοιμο προγεφύρωμα για τους Τούρκους ανα επιχειρούσαν απόβαση.
Τα
Τουρκικά αεριωθούμενα έπληξαν στον Ξηρό το Κυπριακό Περιπολικό «ΦΑΕΘΩΝ»
που καταβυθίστηκε φλεγόμενο με 6 νεκρούς και 6 τραυματίες από το
21μελές πλήρωμα του το οποίο απαρτιζόταν από άνδρες του Ελληνικού
Βασιλικού Ναυτικού. Χτύπησαν χωριά και νοσοκομεία, απανθράκωσαν με
βόμβες «ναπάλμ» μια ολόκληρη διμοιρία της Εθνοφρουράς προκάλεσαν βαριές
απώλειες στον πληθυσμό (πάνω από 100 νεκρούς). Και στις 2 το απόγευμα
της 9ης Αυγούστου του 1964, ο Π. Γιωρκάτζης έστειλε ένα
απεγνωσμένο τηλεγράφημα προς τον Π. Γαρουφαλιά: «Ηθικόν καταπίπτει
επικινδύνως, ανάγκη δυναμικής επεμβάσεως Ελλάδος, άλλως καταστροφή
ανεπανόρθωτος».
Αλλά
η Ελλάδα δεν έσπευσε να επέμβει δυναμικά. Αρκέσθηκε να στείλει ένα
σμήνος με αεροπλάνα «Χάρβαντ», που επέστρεψε αμέσως. Δεν επρόκειτο το
1964 να πολεμήσει με την Τουρκία για την Κύπρο. Όπως δεν πολέμησε και
μετά 10 χρόνια, το 1974. Και ο πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου, αντί για
στρατιωτική βοήθεια έστειλε στον Μακάριο δριμύτατη επιτιμητική επιστολή
στις 29 Αυγούστου του 1964 γιατί άφησε να εκδηλωθεί η ενέργεια της Κόκκινα
χωρίς άδεια της Ελληνικής Κυβέρνησης, υπενθυμίζοντας το «βέτο του
Εθνικού Κέντρου». Διεσαφήνιζε: Δεν θα λαμβάνεται εις την Κύπρο καμία
απόφασις άγουσα εις εχθροπραξίας, χωρίς να έχουν προηγηθεί συννενόησις
και συμφωνία ιδική μας. Εάν συμφωνήσωμε θα έχει καλώς. Εάν διαφωνίσωμεν
θα πρέπει να γίνει δεκτή η γνώμη των Αθηνών, διότι ημείς ήμεθα φορείς
της ευθύνης ολοκλήρου του Ελληνισμού».
Αντίγραφο ημερολογίου ΠΠ ΑΡΙΩΝ. Πηγή: ΙΔΡΥΣΗ ΤΟΥ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΝΑΥΤΙΚΟΥ (1964-1966) Δημητριάδη-Δεμέστιχα. Διάθεση ΠΕΛΑΣΓΟΣ |
· Στο
ΓΕΝ την περίοοδο εκείνη εγένοντο εκτιμήσεις για τις δυνατότητες
αναλήψεως από την Τουρκία αποβατικής ενέργειας κατά της Κύπρου.
Προεβλήθη μάλιστα ένα κινηματογραφικό φιλμ τραβηγμένο στο λιμάνι της
Αλεξανδρέττας, στο οποίο παρουσιάζοντο μικρά αποβατικά σκάφη.
Επειδή τα σκάφη είχαν αριθμούς εξετιμήθη ότι ο αριθμός των σκαφών αυτών
δεν υπερέβαινε τα δέκα. Οι εκτιμήσεις κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι η
Τουρκία δεν διέθετε το 1964 κατάλληλα πλοία για να συγκροτήσει μια
σύγχρονη αποβατική δύναμη, αλλά η απόλυτη κυριαρχία που διέθετε στον
αέρα στην περιοχή της Κύπρου και η παντελής έλλειψη αμυντικής θωρακίσεως
στο νησί της έδιναν την δυνατότητα αποβιβάσεως στρατευμάτων και όχι
αποβάσεως. Ότι ακριβώς, δηλαδή, έγινε μετά 10 χρόνια το 1974 με τη
διαφορά που διέθετε τότε, τουλάχιστον από πλευράς υλικού, μια σύγχρονη
αποβατική δύναμη. Το συμπέρασμα λοιπόν ήταν ότι η Τουρκική απειλή κατά
της ουσιαστικά αόπλου Κύπρου ήταν άμεση και πραγματική.
Ο τότε κυβερνήτης της ελληνικής ακταιωρού ΦΑΕΘΩΝ Δ. Μητσάτσος περιγράφει μια σχεδόν άγνωστη πολεμική σελίδα στην Κύπρο του ’64
Συνέντευξη στον Στέφανο Χελιδόνη για την Καθημερινή 23/6/2009
Συνέντευξη στον Στέφανο Χελιδόνη για την Καθημερινή 23/6/2009
Στην Κύπρο πήγα σαν αξιωματικός του ναυτικού το
1964, ως κυβερνήτης ενός πολεμικού πλοίου και διοικητής δύο. Τα πλοία
λέγονταν «Φαέθων» και «Αρίων», και δωρήθηκαν από τον Αναστάση Λεβέντη
στην Κυπριακή Δημοκρατία το 1964, με σκοπό να προασπίσουν τα βόρεια
παράλια της Κύπρου από τυχόν τουρκικές αποβάσεις και άλλες παράνομες
πράξεις, διότι η Κύπρος δεν είχε προστασία από τη θάλασσα. Εκεί έπρεπε
να ενταχθώ υπό τις διαταγές της κυπριακής κυβέρνησης. Η τελευταία
αποστολή ήταν να υποστηρίξω από τη θάλασσα τη μάχη που έδιναν οι
ελληνικές και ελληνοκυπριακές δυνάμεις στη στεριά. Τα πληρώματα των
πλοίων ήταν Έλληνες. Στο καράβι μου ήμασταν τρεις μόνιμοι από τους 23,
εγώ που ήμουν αξιωματικός, απόφοιτος της Σχολής Δοκίμων, και δύο
υπαξιωματικοί. Οι υπόλοιποι ήταν ναύτες που έκαναν τη θητεία τους.
Τα καράβια ήταν γερμανικά, του 1935 και σε άσχημη κατάσταση. Δεν είχαν δύναμη να σταματήσουν κάποιο στόλο. Προσπάθησαν να τα επισκευάσουν εδώ στην Ελλάδα πολύ γρήγορα, με αποτέλεσμα να υπάρχουν ζημιές φεύγοντας, κυρίως στο «Φαέθων», αυτό στο οποίο ήμουν εγώ. Φύγαμε χωρίς σημαία, με ψεύτικα ονόματα, χωρίς ταυτότητα. Το πλοίο δεν είχε ταυτότητα. Φτάσαμε στην Κύπρο, όπου εγκαταστήσαμε τα πυροβόλα και αρχίσαμε περιπολίες στο βόρειο μέρος, για προστασία των ακτών.
Προπομπός επίθεσης
Τον Αύγουστο έγιναν μάχες μεταξύ Τουρκοκυπρίων και Ελληνοκυπρίων, στις οποίες συμμετείχαν ελληνικές και τουρκικές δυνάμεις. Λάβαμε και εμείς μέρος, στη Μανσούρα και στα Κόκκινα. Μία από τις ζημιές που είχα στο καράβι μου ήταν στη μία μηχανή, η οποία, από την ώρα που φύγαμε από τον Ναύσταθμο, χάλαγε συνέχεια. Χάλασε και στο τέλος των επιχειρήσεων· είχε πέσει η Μανσούρα, όταν έσπασε πάλι ένα κομμάτι της μίας αντλίας και σταμάτησε η μία μηχανή. Πήρα διαταγή να πάω σε έναν όρμο δίπλα, να μείνει και το άλλο πλοίο εκεί μέχρι να επισκευάσουμε τη μηχανή και να πάρουμε εντολές, να δούμε πού θα πηγαίναμε. Ενώ ταξίδευα από τη Μανσούρα για τον όρμο, πέρασε από πάνω ένα αεροπλάνο, του οποίου την εθνικότητα δεν είδαμε, αλλά ψυλλιάστηκα ότι είναι τουρκικό. Όταν φτάσαμε στο λιμάνι και το πρωί βγήκα έξω, είδα στις εφημερίδες ότι είχαν επέμβει τα τουρκικά αεριωθούμενα.
Το μεσημέρι της 8ης Αυγούστου περιμέναμε το ανταλλακτικό και πυρομαχικά. Είχε έρθει μία βενζινάκατος να μας φέρει εφόδια, όταν είδα πάνω από τον όρμο ένα αναγνωριστικό αεροπλάνο. Επειδή ήμουν αξιωματικός πυροβολικού, είχα υπόψη μου τον τρόπο που γίνονται αυτές οι επιχειρήσεις. Όταν πετάει ένα αναγνωριστικό αεροπλάνο για φωτογραφίες, αυτό είναι ο προπομπός επίθεσης, δηλαδή όπου να 'ναι θα έρθουν τα μαχητικά. Τότε έδιωξα το άλλο πλοίο, που δεν είχε ζημιά, να πάει στη Λεμεσό, όπως του είχε πει και ο αντιπλοίαρχος, τότε, Αραπάκης από τη Λευκωσία, φώναξα το πλήρωμα και είπα ότι όποιοι έχουν υποχρεώσεις ή θέλουν να φύγουν, να μπουν στη βάρκα και να φύγουν, διότι έκαναν τη θητεία τους. Δεν είχαν λόγο να πολεμήσουν αν δεν ήθελαν, διότι η Ελλάδα δεν είχε πόλεμο, ήταν σε ειρήνη. Αυτή ήταν αποστολή σε άλλο κράτος, για την προστασία του ελληνισμού εκεί. Μάλιστα, οι δύο υπαξιωματικοί που σκοτώθηκαν, του ενός η γυναίκα είχε γεννήσει πριν από ένα μήνα και του άλλου η γυναίκα ήταν έγκυος. Τους είπα: «Φύγετε, γιατί έχετε παιδιά και σε λίγη ώρα μπορεί να…». Δυστυχώς, δεν έφυγε κανείς και έμειναν όλοι.
Μόλις έφυγε η βενζινάκατος και ανέβασαν την άγκυρα, έστειλα σήμα στη Λευκωσία ότι αναμένω τουρκική προσβολή. Η απάντηση ήταν: «Αναμείνετε να βληθείτε πρώτα και εν συνεχεία να απαντήσετε με τα πυροβόλα σας». Πράγμα που έγινε με ένα πυροβόλο ουσιαστικά,διότι είχε γίνει λάθος από εδώ και μου είχαν δώσει πέντε κάνες και μόνο για τη μία πυρομαχικά. Οι άλλες τέσσερις είχαν πυρομαχικά, αλλά για άλλου είδους πυροβόλα. Και δοκιμές δεν είχαν γίνει, παρά μόνο στη Μανσούρα, όπου διεπιστώθη αυτό, αλλά δεν μπορούσε να λυθεί, γιατί τα πυρομαχικά πρέπει να έρθουν από την Ελλάδα.
Η μάχη
Ηρθαν τα αεροπλάνα και άρχισαν τις επιθέσεις. Η μάχη κράτησε αρκετή ώρα, διότι έκανα ελιγμούς ανάμεσα από κάτι αμερικανικά φορτηγά που ήταν εκεί για να φορτώσουν μετάλλευμα. Φαντάστηκα ότι οι Τούρκοι δεν θα χτυπούσαν γιατί θα έβλεπαν τις αμερικανικές σημαίες, αλλά οι επιθέσεις ήταν αγριότατες. Ρίξαμε ένα αεροπλάνο και χτυπήσαμε ένα άλλο, που, νομίζω, προσγειώθηκε στην Τουρκία. Με μία μηχανή δεν μπορείς να χειριστείς το πλοίο καλά, γιατί δεν στρίβει εύκολα. Χάνει τις ελικτικές του δυνατότητες και την ταχύτητά του, η οποία δεν ήταν υψηλή, αλλά άλλο αν πηγαίνεις με οκτώ μίλια, και άλλο με δεκαεπτά. Όχι ότι θα γινόταν τίποτα σοβαρό, αλλά θα ήταν πιο εύκολες οι κινήσεις μου για να αποφύγω περισσότερες ζημιές.
Άρχισαν να σκοτώνονται άνθρωποι. Στην προσπάθειά μου να σώσω το υπόλοιπο πλήρωμα, σκέφτηκα ότι το καλύτερο θα ήταν να το κάτσω πάνω στην άμμο. Εκεί υπήρχε μια προβλήτα, όπου πουλούσαν το μετάλλευμα στα καράβια που περίμεναν να φορτώσουν. Την ώρα που έδινα τη διαταγή να στρίψουμε, το καράβι δεν έστριβε. Κοίταξα στην τιμονιέρα και είδα ότι ο πηδαλιούχος είχε σκοτωθεί. Πήρα το πηδάλιο και μετά ήρθε δίπλα μου ο ύπαρχος, ο νοσοκόμος και κάποιοι άλλοι. Ένα αεροπλάνο, που ερχόταν πολύ κοντά με το νερό και δεν το είδε κανείς, έριξε μία ριπή στη γέφυρα και σκοτώθηκαν ο ύπαρχος, ο νοσοκόμος και ένας Κύπριος που ήταν μαζί μας, τραυματίστηκε κάποιος άλλος και πέρασαν οι σφαίρες μέσα από το χέρι μου. Οπότε, στην έξαψη και με ένα χέρι, το έριξα στην παραλία και διέταξα εγκατάλειψη πλοίου.
Οι άνθρωποι πήδηξαν στο νερό για να κολυμπήσουν κάτω από την προβλήτα, αλλά τα αεροπλάνα συνέχισαν τις επιθέσεις και στους ναυαγούς στη θάλασσα. Τελικά βγήκαμε έξω. Είπα στο πλήρωμα να βρουν αυτοκίνητο να μας πάνε σε νοσοκομείο. Πήγαμε. Οι Τούρκοι έκαψαν το καράβι με βόμβες ναπάλμ, όπως και πολλούς ανθρώπους στις παραλίες εκεί στο καραβοστάσι «Ξερός». Από τους 23 μέσα στο πλοίο, σκοτώθηκαν οι δύο υπαξιωματικοί, τέσσερις ναύτες και ο Κύπριος. Είμαι ο μόνος επιζών αξιωματικός, που είμαι ανάπηρος, με κομμένο το δεξί χέρι.
Πήρα διαταγή να μη μιλήσω ποτέ...
Η συγκάλυψη έγινε άμεσα. Επέστρεψα από την Κύπρο με δύο χέρια, αλλά για να μη με δουν οι δημοσιογράφοι, με έβαλαν σε νοσοκομείο που δεν λειτουργούσε, και χωρίς ιατρική περίθαλψη, έπαθα γάγγραινα. Γι' αυτό με βλέπετε με ένα χέρι. Στη συνέχεια, θέλησαν να καλύψουν το γεγονός για τόσα χρόνια, διότι ήμουν μόνιμος αξιωματικός και θα υπήρχε πρόβλημα, εάν αποκαλυπτόταν ότι Έλληνας μόνιμος αξιωματικός συμμετείχε. Το 1964 οι διοικούντες δεν είχαν έτοιμα σενάρια να αντιμετωπίσουν μία κρίση. Σκέφτηκαν: «Να στείλουμε τα καράβια, τι θα γίνει; Δεν θα γίνει τίποτα». Το πράγμα στράβωσε από τη στιγμή που γύρισα ζωντανός. Απόφοιτος της Σχολής Δοκίμων, μόνιμο στέλεχος του Ναυτικού, πώς θα δικαιολογούνταν; Πώς βρέθηκα με ένα χέρι, κι από πού; Οι άλλοι απελύθησαν, πήγαν σπίτια τους. Και να μίλαγαν, δεν παίζει ρόλο, γιατί ήταν αρτιμελείς. Εγώ δεν ήμουν και ως μόνιμο έπρεπε να με πάνε κυβερνήτη σε καράβι. Πώς θα ήμουν με ένα χέρι;
«Πώς θα σε εμφανίσουμε;»
Το μόνο που έμενε ήταν να συγκαλυφθεί το πράγμα κι εγώ να λέω ότι έχασα το χέρι σε μια έκρηξη, όπως μου είχαν πει. Πρότεινα να παραμείνω στο Ναυτικό, εν ενεργεία, και να σταδιοδρομήσω με τους συμμαθητές μου. Αλλά μου είπαν οι αρχηγοί: «Πώς θα σ' εμφανίζουμε; Με το μανίκι στην τσέπη»; Πας σε δεξιώσεις με το μανίκι στην τσέπη; Είναι άσχημο το θέαμα, καταλάβατε; Γι' αυτό κι εγώ έδωσα εξετάσεις, μπήκα στο Πολυτεχνείο, τώρα είμαι ηλεκτρολόγος - μηχανολόγος κι αυτά είναι απλώς μια ανάμνηση. Σήμερα είμαι πλοίαρχος σε πολεμική διαθεσιμότητα και εργάζομαι στη ναυτιλία, στη HELMEPA.
Μετά το γεγονός, μας έφεραν στην Ελλάδα και η διαταγή που πήρα ήταν να μη μιλήσω ποτέ γι' αυτό το θέμα. Ακολούθησα τις οδηγίες που μου έδωσαν. Βεβαίως, όλος ο κόσμος το ήξερε. Και στο Πολυτεχνείο, που σπούδασα πέντε χρόνια, και στην Αμερική όλοι οι φίλοι μου από το αμερικανικό ναυτικό το ήξεραν. Έρχομαι σε επαφή με τις οικογένειες, γιατί με έβρισκαν οι μανάδες και με ρωτούσαν πώς πέθαναν τα παιδιά τους. Και σε μία μάνα, κανείς δεν μπορεί να της απαλύνει τον πόνο, άμα χάσει το παιδί της. Προσπαθούσα -μη λέγοντας λεπτομέρειες- να μεταφέρω αυτόν τον πόνο στους εκάστοτε αρχηγούς Ναυτικού και στους εκάστοτε υπουργούς Εθνικής Αμύνης μέχρι που έγινε η Χούντα. Κανείς δεν είχε το σθένος μέχρι τώρα να πει ότι το 1964 το Πολεμικό Ναυτικό της Κύπρου είχε Έλληνες μέσα. «Σε αυτούς που σκοτώθηκαν, δίνουμε αυτές τις ηθικές αμοιβές», ένα παράσημο, ένα μετάλλιο, ένα γράμμα, κάτι, εν πάσει περιπτώσει, που όποιος από τους δικούς τους ζει τώρα, να έχει να λέει ότι «είναι θαμμένος στη Λευκωσία, αλλά η πατρίδα δεν μας ξέχασε». Και καλά η Ελλάδα. Ας πούμε ότι για λόγους απόρρητους κ.τ.λ. το συγκάλυψαν. Η Κύπρος, για την οποία κι έπεσαν;
Το μνημόσυνο
Το καλοκαίρι έκαναν μνημόσυνο στη Λευκωσία. Είναι θαμμένοι εκεί οι έξι αυτοί άνθρωποι και για πρώτη φορά έγινε έπειτα από 43 χρόνια εθνικό μνημόσυνο για τη μνήμη τους. Με κατέπληξε και με συγκλόνισε αυτό, διότι είναι η πρώτη φορά που πήρα πρόσκληση να πάω σε τέτοια εκδήλωση. Χάρη σε έναν Έλληνα παπά στο νεκροταφείο εκεί, τον Παναγιώτη Τριανταφύλλου, και σε έναν όμιλο Ελλαδιτών που ζουν στην Κύπρο, έγινε το μνημόσυνο, στο οποίο εκπροσωπήθηκε και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και υπουργοί και τα κόμματα. Καθαρίστηκαν οι τάφοι. Έστειλαν προσκλήσεις εδώ. Στην Ελλάδα δεν έχει γίνει τέτοιο πράγμα ποτέ, ή, αν έχει γίνει, δεν έχω προσκληθεί. Και στην Κύπρο, όπου έκαναν κάποτε ένα μνημόσυνο υπέρ των πεσόντων γενικώς του '64 και '74, δεν πήρα πρόσκληση. Αλλά ούτε από το ελληνικό Ναυτικό, ούτε από πουθενά. Κατάλαβα ότι αυτή η στάση υπάρχει τόσο καιρό διότι κάποιοι κάποτε έτσι θέλησαν, αυτοί οι κάποιοι έφυγαν ή πέθαναν και στη χώρα μας δυστυχώς έτσι γίνεται: όταν ξεκινήσει κάτι, αν δεν έχει κάποιος το σθένος ή την επιθυμία να ψάξει, στο τέλος αυτό το κάτι παραμένει αιώνια. Γιατί δεν πήγα εγώ να το κινήσω; Διότι ζούμε σε μια χώρα, στην οποία ο καθένας θέλει να προβληθεί. Δεν έχω λόγο να προβληθώ μέσω του αίματος άλλων και μάλιστα για έναν τέτοιο σκοπό.
Δεν έχω ενοχές· έχω μετανιώσει...
Έπειτα από δέκα χρόνια, στο μέρος που εγώ και το πλήρωμά μου πολεμήσαμε, έγινε η προδοσία, και τώρα εκεί ακριβώς βρίσκονται Τούρκοι. Στην Κύπρο με ρώτησαν: «Αισθάνεστε ενοχές που είναι νεκροί αυτοί οι άνθρωποι κι είπατε εσείς πυρ κι αποφασίσατε να πολεμήσετε;». Απάντησα ότι αυτό είναι ένα σοκ μεγάλο, διότι όταν είσαι 27 χρονών και ξέρεις ότι έχουν σκοτωθεί επτά άνθρωποι, χώρια οι άλλοι στη μάχη κ.λ.π., που δεν γνωρίζω, πώς νιώθεις μετά; Ενώ σταδιοδρομείς στο Ναυτικό, θα γίνουν ατυχήματα, κάποιοι θα πεθάνουν, κάποιοι θα αρρωστήσουν. Συνηθίζεις στην ιδέα του ότι «όταν δίνω μία διαταγή, είναι πολύ πιθανό να προκαλέσει και θύματα, προκειμένου να επιτύχουμε τον στόχο μας». Όταν είσαι όμως 27 χρονών και δεν έρθει κανείς να σου εξηγήσει μετά και να σου πει: «Ξέρεις τι παιδί μου; Αυτά συμβαίνουν», μένεις μόνος με την αγωνία - στην αρχή- «άραγε καλά έκανα»;
Τα παράσημα και οι ηθικές αμοιβές έχουν σκοπό να πουν: «Μπράβο σου, καλά έκανες, είσαι ήρωας, εντάξει». Έτσι, απαλύνεται και ο πόνος της ζημιάς, αλλά και τα συναισθήματα της αμφιβολίας. Να μην αμφιβάλλει, δηλαδή, ο νέος άνθρωπος: «Kαλά έκανα, ρε παιδί μου, και σκοτώθηκαν αυτοί οι άνθρωποι ή τους πήρα στο λαιμό μου»; Σε μένα δεν ήρθε κανείς να μου το πει αυτό. Οπότε, λογικά με ρωτούν: «Eχεις ενοχές»; Και απαντώ: «Eάν γνώριζα τι θα συνέβαινε το 1974, δεν θα πολεμούσα». Αυτό δεν λέγεται ενοχή. Λέγεται μετάνοια για κάτι που έκανα, μπροστά σε αυτά που συνέβησαν εν συνεχεία. Δηλαδή, γιατί να χυθεί αυτό το αίμα, τη στιγμή που στα μέρη που χύθηκε, κάποιοι από εμάς έφεραν τους Τούρκους; Ήταν προδοσία. Εγώ δεν είμαι από τους προδότες, άρα τα συναισθήματά μου δεν είναι ενοχές. Το χειρότερο συναίσθημα είναι της αγανάκτησης, γιατί επί 43 χρόνια είναι απαράδεκτο να έχουν σκοτωθεί άνθρωποι για έναν σκοπό της πατρίδας τους κι αυτή να έχει αδιαφορήσει. Αλλά επειδή η πατρίδα αποτελείται από ανθρώπους, λες: «Δε βαριέσαι τώρα, τι ψάχνεις»; Αυτή είναι η ιστορία. Και φυσικά όλα αυτά χαμένα πήγαν, διότι η Κύπρος εξακολουθεί να είναι διαιρεμένη.
Τα καράβια ήταν γερμανικά, του 1935 και σε άσχημη κατάσταση. Δεν είχαν δύναμη να σταματήσουν κάποιο στόλο. Προσπάθησαν να τα επισκευάσουν εδώ στην Ελλάδα πολύ γρήγορα, με αποτέλεσμα να υπάρχουν ζημιές φεύγοντας, κυρίως στο «Φαέθων», αυτό στο οποίο ήμουν εγώ. Φύγαμε χωρίς σημαία, με ψεύτικα ονόματα, χωρίς ταυτότητα. Το πλοίο δεν είχε ταυτότητα. Φτάσαμε στην Κύπρο, όπου εγκαταστήσαμε τα πυροβόλα και αρχίσαμε περιπολίες στο βόρειο μέρος, για προστασία των ακτών.
Προπομπός επίθεσης
Τον Αύγουστο έγιναν μάχες μεταξύ Τουρκοκυπρίων και Ελληνοκυπρίων, στις οποίες συμμετείχαν ελληνικές και τουρκικές δυνάμεις. Λάβαμε και εμείς μέρος, στη Μανσούρα και στα Κόκκινα. Μία από τις ζημιές που είχα στο καράβι μου ήταν στη μία μηχανή, η οποία, από την ώρα που φύγαμε από τον Ναύσταθμο, χάλαγε συνέχεια. Χάλασε και στο τέλος των επιχειρήσεων· είχε πέσει η Μανσούρα, όταν έσπασε πάλι ένα κομμάτι της μίας αντλίας και σταμάτησε η μία μηχανή. Πήρα διαταγή να πάω σε έναν όρμο δίπλα, να μείνει και το άλλο πλοίο εκεί μέχρι να επισκευάσουμε τη μηχανή και να πάρουμε εντολές, να δούμε πού θα πηγαίναμε. Ενώ ταξίδευα από τη Μανσούρα για τον όρμο, πέρασε από πάνω ένα αεροπλάνο, του οποίου την εθνικότητα δεν είδαμε, αλλά ψυλλιάστηκα ότι είναι τουρκικό. Όταν φτάσαμε στο λιμάνι και το πρωί βγήκα έξω, είδα στις εφημερίδες ότι είχαν επέμβει τα τουρκικά αεριωθούμενα.
Το μεσημέρι της 8ης Αυγούστου περιμέναμε το ανταλλακτικό και πυρομαχικά. Είχε έρθει μία βενζινάκατος να μας φέρει εφόδια, όταν είδα πάνω από τον όρμο ένα αναγνωριστικό αεροπλάνο. Επειδή ήμουν αξιωματικός πυροβολικού, είχα υπόψη μου τον τρόπο που γίνονται αυτές οι επιχειρήσεις. Όταν πετάει ένα αναγνωριστικό αεροπλάνο για φωτογραφίες, αυτό είναι ο προπομπός επίθεσης, δηλαδή όπου να 'ναι θα έρθουν τα μαχητικά. Τότε έδιωξα το άλλο πλοίο, που δεν είχε ζημιά, να πάει στη Λεμεσό, όπως του είχε πει και ο αντιπλοίαρχος, τότε, Αραπάκης από τη Λευκωσία, φώναξα το πλήρωμα και είπα ότι όποιοι έχουν υποχρεώσεις ή θέλουν να φύγουν, να μπουν στη βάρκα και να φύγουν, διότι έκαναν τη θητεία τους. Δεν είχαν λόγο να πολεμήσουν αν δεν ήθελαν, διότι η Ελλάδα δεν είχε πόλεμο, ήταν σε ειρήνη. Αυτή ήταν αποστολή σε άλλο κράτος, για την προστασία του ελληνισμού εκεί. Μάλιστα, οι δύο υπαξιωματικοί που σκοτώθηκαν, του ενός η γυναίκα είχε γεννήσει πριν από ένα μήνα και του άλλου η γυναίκα ήταν έγκυος. Τους είπα: «Φύγετε, γιατί έχετε παιδιά και σε λίγη ώρα μπορεί να…». Δυστυχώς, δεν έφυγε κανείς και έμειναν όλοι.
Μόλις έφυγε η βενζινάκατος και ανέβασαν την άγκυρα, έστειλα σήμα στη Λευκωσία ότι αναμένω τουρκική προσβολή. Η απάντηση ήταν: «Αναμείνετε να βληθείτε πρώτα και εν συνεχεία να απαντήσετε με τα πυροβόλα σας». Πράγμα που έγινε με ένα πυροβόλο ουσιαστικά,διότι είχε γίνει λάθος από εδώ και μου είχαν δώσει πέντε κάνες και μόνο για τη μία πυρομαχικά. Οι άλλες τέσσερις είχαν πυρομαχικά, αλλά για άλλου είδους πυροβόλα. Και δοκιμές δεν είχαν γίνει, παρά μόνο στη Μανσούρα, όπου διεπιστώθη αυτό, αλλά δεν μπορούσε να λυθεί, γιατί τα πυρομαχικά πρέπει να έρθουν από την Ελλάδα.
Το Φαέθων φλεγόμενο μετά την προσάραξη του |
Η μάχη
Ηρθαν τα αεροπλάνα και άρχισαν τις επιθέσεις. Η μάχη κράτησε αρκετή ώρα, διότι έκανα ελιγμούς ανάμεσα από κάτι αμερικανικά φορτηγά που ήταν εκεί για να φορτώσουν μετάλλευμα. Φαντάστηκα ότι οι Τούρκοι δεν θα χτυπούσαν γιατί θα έβλεπαν τις αμερικανικές σημαίες, αλλά οι επιθέσεις ήταν αγριότατες. Ρίξαμε ένα αεροπλάνο και χτυπήσαμε ένα άλλο, που, νομίζω, προσγειώθηκε στην Τουρκία. Με μία μηχανή δεν μπορείς να χειριστείς το πλοίο καλά, γιατί δεν στρίβει εύκολα. Χάνει τις ελικτικές του δυνατότητες και την ταχύτητά του, η οποία δεν ήταν υψηλή, αλλά άλλο αν πηγαίνεις με οκτώ μίλια, και άλλο με δεκαεπτά. Όχι ότι θα γινόταν τίποτα σοβαρό, αλλά θα ήταν πιο εύκολες οι κινήσεις μου για να αποφύγω περισσότερες ζημιές.
Άρχισαν να σκοτώνονται άνθρωποι. Στην προσπάθειά μου να σώσω το υπόλοιπο πλήρωμα, σκέφτηκα ότι το καλύτερο θα ήταν να το κάτσω πάνω στην άμμο. Εκεί υπήρχε μια προβλήτα, όπου πουλούσαν το μετάλλευμα στα καράβια που περίμεναν να φορτώσουν. Την ώρα που έδινα τη διαταγή να στρίψουμε, το καράβι δεν έστριβε. Κοίταξα στην τιμονιέρα και είδα ότι ο πηδαλιούχος είχε σκοτωθεί. Πήρα το πηδάλιο και μετά ήρθε δίπλα μου ο ύπαρχος, ο νοσοκόμος και κάποιοι άλλοι. Ένα αεροπλάνο, που ερχόταν πολύ κοντά με το νερό και δεν το είδε κανείς, έριξε μία ριπή στη γέφυρα και σκοτώθηκαν ο ύπαρχος, ο νοσοκόμος και ένας Κύπριος που ήταν μαζί μας, τραυματίστηκε κάποιος άλλος και πέρασαν οι σφαίρες μέσα από το χέρι μου. Οπότε, στην έξαψη και με ένα χέρι, το έριξα στην παραλία και διέταξα εγκατάλειψη πλοίου.
Οι άνθρωποι πήδηξαν στο νερό για να κολυμπήσουν κάτω από την προβλήτα, αλλά τα αεροπλάνα συνέχισαν τις επιθέσεις και στους ναυαγούς στη θάλασσα. Τελικά βγήκαμε έξω. Είπα στο πλήρωμα να βρουν αυτοκίνητο να μας πάνε σε νοσοκομείο. Πήγαμε. Οι Τούρκοι έκαψαν το καράβι με βόμβες ναπάλμ, όπως και πολλούς ανθρώπους στις παραλίες εκεί στο καραβοστάσι «Ξερός». Από τους 23 μέσα στο πλοίο, σκοτώθηκαν οι δύο υπαξιωματικοί, τέσσερις ναύτες και ο Κύπριος. Είμαι ο μόνος επιζών αξιωματικός, που είμαι ανάπηρος, με κομμένο το δεξί χέρι.
Πήρα διαταγή να μη μιλήσω ποτέ...
Η συγκάλυψη έγινε άμεσα. Επέστρεψα από την Κύπρο με δύο χέρια, αλλά για να μη με δουν οι δημοσιογράφοι, με έβαλαν σε νοσοκομείο που δεν λειτουργούσε, και χωρίς ιατρική περίθαλψη, έπαθα γάγγραινα. Γι' αυτό με βλέπετε με ένα χέρι. Στη συνέχεια, θέλησαν να καλύψουν το γεγονός για τόσα χρόνια, διότι ήμουν μόνιμος αξιωματικός και θα υπήρχε πρόβλημα, εάν αποκαλυπτόταν ότι Έλληνας μόνιμος αξιωματικός συμμετείχε. Το 1964 οι διοικούντες δεν είχαν έτοιμα σενάρια να αντιμετωπίσουν μία κρίση. Σκέφτηκαν: «Να στείλουμε τα καράβια, τι θα γίνει; Δεν θα γίνει τίποτα». Το πράγμα στράβωσε από τη στιγμή που γύρισα ζωντανός. Απόφοιτος της Σχολής Δοκίμων, μόνιμο στέλεχος του Ναυτικού, πώς θα δικαιολογούνταν; Πώς βρέθηκα με ένα χέρι, κι από πού; Οι άλλοι απελύθησαν, πήγαν σπίτια τους. Και να μίλαγαν, δεν παίζει ρόλο, γιατί ήταν αρτιμελείς. Εγώ δεν ήμουν και ως μόνιμο έπρεπε να με πάνε κυβερνήτη σε καράβι. Πώς θα ήμουν με ένα χέρι;
«Πώς θα σε εμφανίσουμε;»
Το μόνο που έμενε ήταν να συγκαλυφθεί το πράγμα κι εγώ να λέω ότι έχασα το χέρι σε μια έκρηξη, όπως μου είχαν πει. Πρότεινα να παραμείνω στο Ναυτικό, εν ενεργεία, και να σταδιοδρομήσω με τους συμμαθητές μου. Αλλά μου είπαν οι αρχηγοί: «Πώς θα σ' εμφανίζουμε; Με το μανίκι στην τσέπη»; Πας σε δεξιώσεις με το μανίκι στην τσέπη; Είναι άσχημο το θέαμα, καταλάβατε; Γι' αυτό κι εγώ έδωσα εξετάσεις, μπήκα στο Πολυτεχνείο, τώρα είμαι ηλεκτρολόγος - μηχανολόγος κι αυτά είναι απλώς μια ανάμνηση. Σήμερα είμαι πλοίαρχος σε πολεμική διαθεσιμότητα και εργάζομαι στη ναυτιλία, στη HELMEPA.
Μετά το γεγονός, μας έφεραν στην Ελλάδα και η διαταγή που πήρα ήταν να μη μιλήσω ποτέ γι' αυτό το θέμα. Ακολούθησα τις οδηγίες που μου έδωσαν. Βεβαίως, όλος ο κόσμος το ήξερε. Και στο Πολυτεχνείο, που σπούδασα πέντε χρόνια, και στην Αμερική όλοι οι φίλοι μου από το αμερικανικό ναυτικό το ήξεραν. Έρχομαι σε επαφή με τις οικογένειες, γιατί με έβρισκαν οι μανάδες και με ρωτούσαν πώς πέθαναν τα παιδιά τους. Και σε μία μάνα, κανείς δεν μπορεί να της απαλύνει τον πόνο, άμα χάσει το παιδί της. Προσπαθούσα -μη λέγοντας λεπτομέρειες- να μεταφέρω αυτόν τον πόνο στους εκάστοτε αρχηγούς Ναυτικού και στους εκάστοτε υπουργούς Εθνικής Αμύνης μέχρι που έγινε η Χούντα. Κανείς δεν είχε το σθένος μέχρι τώρα να πει ότι το 1964 το Πολεμικό Ναυτικό της Κύπρου είχε Έλληνες μέσα. «Σε αυτούς που σκοτώθηκαν, δίνουμε αυτές τις ηθικές αμοιβές», ένα παράσημο, ένα μετάλλιο, ένα γράμμα, κάτι, εν πάσει περιπτώσει, που όποιος από τους δικούς τους ζει τώρα, να έχει να λέει ότι «είναι θαμμένος στη Λευκωσία, αλλά η πατρίδα δεν μας ξέχασε». Και καλά η Ελλάδα. Ας πούμε ότι για λόγους απόρρητους κ.τ.λ. το συγκάλυψαν. Η Κύπρος, για την οποία κι έπεσαν;
Το μνημόσυνο
Το καλοκαίρι έκαναν μνημόσυνο στη Λευκωσία. Είναι θαμμένοι εκεί οι έξι αυτοί άνθρωποι και για πρώτη φορά έγινε έπειτα από 43 χρόνια εθνικό μνημόσυνο για τη μνήμη τους. Με κατέπληξε και με συγκλόνισε αυτό, διότι είναι η πρώτη φορά που πήρα πρόσκληση να πάω σε τέτοια εκδήλωση. Χάρη σε έναν Έλληνα παπά στο νεκροταφείο εκεί, τον Παναγιώτη Τριανταφύλλου, και σε έναν όμιλο Ελλαδιτών που ζουν στην Κύπρο, έγινε το μνημόσυνο, στο οποίο εκπροσωπήθηκε και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και υπουργοί και τα κόμματα. Καθαρίστηκαν οι τάφοι. Έστειλαν προσκλήσεις εδώ. Στην Ελλάδα δεν έχει γίνει τέτοιο πράγμα ποτέ, ή, αν έχει γίνει, δεν έχω προσκληθεί. Και στην Κύπρο, όπου έκαναν κάποτε ένα μνημόσυνο υπέρ των πεσόντων γενικώς του '64 και '74, δεν πήρα πρόσκληση. Αλλά ούτε από το ελληνικό Ναυτικό, ούτε από πουθενά. Κατάλαβα ότι αυτή η στάση υπάρχει τόσο καιρό διότι κάποιοι κάποτε έτσι θέλησαν, αυτοί οι κάποιοι έφυγαν ή πέθαναν και στη χώρα μας δυστυχώς έτσι γίνεται: όταν ξεκινήσει κάτι, αν δεν έχει κάποιος το σθένος ή την επιθυμία να ψάξει, στο τέλος αυτό το κάτι παραμένει αιώνια. Γιατί δεν πήγα εγώ να το κινήσω; Διότι ζούμε σε μια χώρα, στην οποία ο καθένας θέλει να προβληθεί. Δεν έχω λόγο να προβληθώ μέσω του αίματος άλλων και μάλιστα για έναν τέτοιο σκοπό.
Δεν έχω ενοχές· έχω μετανιώσει...
Έπειτα από δέκα χρόνια, στο μέρος που εγώ και το πλήρωμά μου πολεμήσαμε, έγινε η προδοσία, και τώρα εκεί ακριβώς βρίσκονται Τούρκοι. Στην Κύπρο με ρώτησαν: «Αισθάνεστε ενοχές που είναι νεκροί αυτοί οι άνθρωποι κι είπατε εσείς πυρ κι αποφασίσατε να πολεμήσετε;». Απάντησα ότι αυτό είναι ένα σοκ μεγάλο, διότι όταν είσαι 27 χρονών και ξέρεις ότι έχουν σκοτωθεί επτά άνθρωποι, χώρια οι άλλοι στη μάχη κ.λ.π., που δεν γνωρίζω, πώς νιώθεις μετά; Ενώ σταδιοδρομείς στο Ναυτικό, θα γίνουν ατυχήματα, κάποιοι θα πεθάνουν, κάποιοι θα αρρωστήσουν. Συνηθίζεις στην ιδέα του ότι «όταν δίνω μία διαταγή, είναι πολύ πιθανό να προκαλέσει και θύματα, προκειμένου να επιτύχουμε τον στόχο μας». Όταν είσαι όμως 27 χρονών και δεν έρθει κανείς να σου εξηγήσει μετά και να σου πει: «Ξέρεις τι παιδί μου; Αυτά συμβαίνουν», μένεις μόνος με την αγωνία - στην αρχή- «άραγε καλά έκανα»;
Τα παράσημα και οι ηθικές αμοιβές έχουν σκοπό να πουν: «Μπράβο σου, καλά έκανες, είσαι ήρωας, εντάξει». Έτσι, απαλύνεται και ο πόνος της ζημιάς, αλλά και τα συναισθήματα της αμφιβολίας. Να μην αμφιβάλλει, δηλαδή, ο νέος άνθρωπος: «Kαλά έκανα, ρε παιδί μου, και σκοτώθηκαν αυτοί οι άνθρωποι ή τους πήρα στο λαιμό μου»; Σε μένα δεν ήρθε κανείς να μου το πει αυτό. Οπότε, λογικά με ρωτούν: «Eχεις ενοχές»; Και απαντώ: «Eάν γνώριζα τι θα συνέβαινε το 1974, δεν θα πολεμούσα». Αυτό δεν λέγεται ενοχή. Λέγεται μετάνοια για κάτι που έκανα, μπροστά σε αυτά που συνέβησαν εν συνεχεία. Δηλαδή, γιατί να χυθεί αυτό το αίμα, τη στιγμή που στα μέρη που χύθηκε, κάποιοι από εμάς έφεραν τους Τούρκους; Ήταν προδοσία. Εγώ δεν είμαι από τους προδότες, άρα τα συναισθήματά μου δεν είναι ενοχές. Το χειρότερο συναίσθημα είναι της αγανάκτησης, γιατί επί 43 χρόνια είναι απαράδεκτο να έχουν σκοτωθεί άνθρωποι για έναν σκοπό της πατρίδας τους κι αυτή να έχει αδιαφορήσει. Αλλά επειδή η πατρίδα αποτελείται από ανθρώπους, λες: «Δε βαριέσαι τώρα, τι ψάχνεις»; Αυτή είναι η ιστορία. Και φυσικά όλα αυτά χαμένα πήγαν, διότι η Κύπρος εξακολουθεί να είναι διαιρεμένη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου