Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2013

Ο ΜΑΝΟΥΗΛ Α' ΚΟΜΝΗΝΟΣ ΚΑΙ Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΜΥΡΙΟΚΕΦΑΛΟΥ 1176

 
ΜΑΝΟΥΗΛ Α΄ ΚΟΜΝΗΝΟΣ


Ο Μανουήλ γεννήθηκε στις 28 Νοεμβρίου 1118 και ήταν ο νεώτερος από τους τέσσερις γιους του Ιωάννη Β΄ Κομνηνού. Έχοντας χάσει τους δύο μεγαλύτερους πρόωρα, ο Ιωάννης τον θεώρησε καταλληλότερο έναντι του πρεσβύτερου Ισαάκ. Με όμορφο παρουσιαστικό, βαθιά μόρφωση και μεγάλες στρατιωτικές και ηγετικές ικανότητες, ο Μανουήλ είχε όλα τα φόντα ενός άξιου διαδόχου.
Το 1144, ο Άραβας Ιμάντ ελ-Ντιν Ζένγκι κατέλαβε την Έδεσσα (σημερινή Ούρφα), και την έπνιξε στο αίμα. Ο Πάπας Ευγένιος Γ΄, κάλεσε το βασιλέα Λουδοβίκο Γ΄ της Γαλλίας και τον Κονράδο Χοχενστάουφεν της Γερμανίας σε νέα Σταυροφορία. Η είδηση της επικείμενης νέας Σταυροφορίας προκάλεσε μεγάλο πονοκέφαλο στο Μανουήλ, ο οποίος είχε πολύ καλά υπόψη του το τι είχε συμβεί κατά τη διάρκεια της βασιλείας του παππού του στην Α΄ Σταυροφορία. Όντως, τα Γαλλικά και Γερμανικά στρατεύματα της Β΄ Σταυροφορίας περνώντας από τα βυζαντινά εδάφη, επέφεραν το χάος. Ο Μανουήλ κατάφερε να τους διοδεύσει άμεσα προς τη Μικρά Ασία, παρακάμπτοντας τη Βασιλεύουσα, όπου σταδιακά συνετρίβησαν από τους Τούρκους και τους Άραβες, καθότι δε διέθεταν ούτε τα μέσα, ούτε την εκπαίδευση, αλλά ούτε και την κατάλληλη ηγεσία για να επιτύχουν στο φιλόδοξο εγχείρημά τους. Δεν κατόρθωσαν να απελευθερώσουν ούτε μια σπιθαμή γης. Η τραγική αποτυχία της Β’ Σταυροφορίας εμβάθυνε το σχίσμα και την αμοιβαία αντιπάθεια Βυζαντινών και Δυτικών, ενώ καταβαράθρωσε την εικόνα στρατιωτικής ισχύος που είχε η Δύση απέναντι στους βαρβαρικούς λαούς των Τούρκων και Αράβων.
Τον ίδιο καιρό, ο στόλος του βασιλιά Ρογήρου της Σικελίας εξεστράτευσε κατά Δυτικών επαρχιών του Βυζαντίου, προκαλώντας την οργή του Μανουήλ, που αναγκάστηκε να λάβει τα μέτρα του. Μετά τη Β΄ Σταυροφορία ο Μανουήλ στράφηκε προς μια προσπάθεια επανάκτησης των Ιταλικών επαρχιών, που αποτελούσε προσωπικό του όραμα. Μετά από σύντομες αντιπαραθέσεις εναντίον Σέρβων και Ούγγρων εισβολέων, αποφάσισε να αντιμετωπίσει το βασιλιά Ρογήρο της Σικελίας. Ο Ρογήρος όμως πέθανε, και ο διάδοχος γιος του Γουλιέλμος δεν είχε τις ικανότητες του πατέρα του. Έτσι, Βυζαντινά στρατεύματα υπό τους στρατηγούς Ιωάννη Δούκα και Μιχαήλ Παλαιολόγο, με τη σύμφωνη γνώμη του Πάπα Αδριανού Δ΄, προσωρινά απελευθέρωσε όλη τη νότια Ιταλία. Δυστυχώς όμως ο Γουλιέλμος επανήλθε με σειρά συμμαχιών, και η όλη προσπάθεια κατέληξε σε μια συμφωνία του 1158, με την οποία ουσιαστικά οι βυζαντινές βλέψεις προς την Ιταλία έλαβαν τέλος.
Ο Μανουήλ στράφηκε ξανά προς την Ανατολή. Ταξίδεψε στην Αντιόχεια, όπου επέβαλε τη βυζαντινή εξουσία. Συμμάχησε με το βασιλέα του Σταυροφορικού βασιλείου της Ιερουσαλήμ Βαλδουΐνο, παντρεύτηκε την πριγκίπισσα Μαρία της Αντιοχείας και συνήψε ειρήνη με τον Τούρκο Κιλίτζ-Αρσλάν και το Σαρακηνό Νουρ-Ελ-Ντιν. Ο γάμος του με την Μαρία, την ομορφότερη γυναίκα της εποχής, δημιούργησε τριβές με το νοτιο-γαλλικό οίκο Φρεντελον που όριζε τα κομιτάτα, δηλαδή τις κομητείες, της Τουλούζης (στη νότιο Γαλλία) και της Τριπόλεως (στους Αγίους Τόπους, ή Λεβάντε), και με τους περισσότερους από τους Χριστιανούς άρχοντες του Λεβάντε. Συγκεκριμένα, όταν ύστερα από το θάνατο της Γερμανίδας Ειρήνης (ή Μπέρθας του Σουλτσμπαχ), εστάλησαν στους Αγίους Τόπους ο Ιωάννης Κοντοστέφανος, ο δραγομάνος Θεοφύλακτος και ο ακόλουθος της φρουράς των Βαράγγων, Βασίλης Καματερός, για να επιλέξουν κάποια από τις λεβαντίνες αριστοκράτισσες ως νέα σύζυγο για τον αυτοκράτορα, αυτοί προτίμησαν τη Μαρία που ήταν ομορφότερη, αν και από το ήδη υποτελές πριγκιπάτο της Αντιοχείας, παρά την κατά τι λιγότερο όμορφη, αλλά με πολύ πιο μεγάλη επιρροή, Μελισάνθη, κόρη του κόμητα της Τριπόλεως, Ραϊμόνδου Β΄, και ανιψιά της βασίλισσας της Ιερουσαλήμ, Μελισάνθης λε Μπουργκ.
Ο Μανουήλ, προσπάθησε να περιορίσει τη Βενετική ισχύ, καθώς και να επιλύσει τα προβλήματα από συνεχείς απειλές των Δυτικών επαρχιών, χωρίς όμως απόλυτη επιτυχία. Παράλληλα,ο Μανουήλ αναμείχθηκε ενεργά στις υποθέσεις του Ουγγρικού βασιλείου. Το 1167 ο Μπέλα, διεκδικητής του ουγγρικού θρόνου έγινε, με τη βοήθεια του Μανουήλ, βασιλιάς της Ουγγαρίας και συνήψε συνθήκη με τη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Τον επόμενο χρόνο, πιθανόν εκπληρώνοντας μυστικό όρο της συμφωνίας ανάμεσα στα δύο μέρη, βυζαντινά στρατεύματα εισέβαλαν στις ουγγρικές επαρχίες της Δαλματίας και της Βοσνίας και τις κατέλαβαν. Δυστυχώς, η στροφή ενδιαφέροντος προς τη Δύση, έδωσε περιθώριο στον Κιλίτζ να κινηθεί ενάντια του. Ο Μανουήλ συγκέντρωσε μεγάλες δυνάμεις και εξεστράτευσε εναντίον του. Όμως,ένα σοβαρό στρατιωτικό λάθος οδήγησε το 1176 το σύνολο του Βυζαντινού στρατού σε ενέδρα στην περιοχή του Μυριοκεφάλου της Μικράς Ασίας. Τα Βυζαντινά στρατεύματα κατεσφάγησαν, αν και ο Μανουήλ κατόρθωσε την ύστατη στιγμή να συνάψει ειρήνη. Η ήττα του Μυριοκεφάλου αποτέλεσε μεγάλο χτύπημα για τον ίδιο τον Μανουήλ, και συγχρόνως ήταν αποφασιστικής σημασίας για την τύχη της Μικράς Ασίας. Τα επόμενα χρόνια και παρ´όλη την αντίσταση που συνέχισαν να προβάλουν οι Βυζαντινοί, οι Τούρκοι σταθεροποιήθηκαν και συνέχισαν να προχωρούν δυτικά.

Το Βυζάντιο στο τέλος της βασιλείας του Μανουήλ Κομνηνού (1180)
Το 1180, ο Μανουήλ αρρώστησε και στις 24 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους πέθανε, αφήνοντας τον ανήλικο γιο του Αλέξιο ως τυπικό διάδοχο.
Μοναδική φυσιογνωμία της Βυζαντινής ιστορίας, ο Μανουήλ συνέχισε την παράδοση του πατέρα και του παππού του με τις αδιαμφισβήτητες ικανότητές του στο στρατιωτικό, διπλωματικό και πολιτικό τομέα. Παρορμητικός και ασυγκράτητος, εκμεταλλευόταν κάθε ευκαιρία που του παρουσιαζόταν. Κατάφερε μεγάλες επιτυχίες, τελικά όμως πάντα ένα μικρό σφάλμα, μια ασημαντότητα, ήρθε να τις ανατρέψει. Η συμπάθεια που έτρεφε προς τη Δύση και τον πολιτισμό της, τον οδήγησε στο να διατηρεί πάντα το βλέμμα προς τις εκεί πρώην και νυν επαρχίες, με αποτέλεσμα να μην επικεντρώσει τις προσπάθειές του, όπως όφειλε, προς τον μέγα εξ' Ανατολών κίνδυνο των Τούρκων. Τέλος, το ανήλικο του διαδόχου του έμελλε να οδηγήσει σε μεγάλες περιπέτειες το κράτος.


                      Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΜΥΡΙΟΚΕΦΑΛΟΥ 1176


Όταν ο Μανουήλ παραιτήθηκε από τις μεγαλεπήβολες βλέψεις του στη Δύση, ανακάλυψε ότι ή ισορροπία δυνάμεων με τους Σελτζούκους είχε ανατραπεί και επί πλέον, ότι οι νομάδες είχαν και πάλι διεισδύσει βαθιά στα αυτοκρατορικά εδάφη. Το 1175-1176 βρήκε μια πολύ σημαντική τουρκομανικΉ εγκατάσταση στο Δορύλαιο, πόλη που ήλεγχε τις προσβάσεις ανάμεσα στο μικρασιατικό υψίπεδο, στα ανατολικά, και στις αυτοκρατορικές κτήσεις, στα δυτικά. Ό Ιωάννης Κίνναμος περιγράφει την εικόνα που αντίκρισε ο αυτοκράτωρ ως εξης:


«Κάποτε το Δορύλαιο ήταν μια από τις μεγάλες και πιο αξιόλογες πόλεις της Ασίας. Μια ευχάριστη αύρα φυσά στην περιοχή, που είναι γεμάτη από πεδιάδες πάνω σε οροπέδια μεγάλης ομορφιάς και πολύ πλούσια και γόνιμα, που παράγουν παχύ χορτάρι και μεστά δημητριακά. Ένα ωραίο ποτάμι διατρέχει την περιοχή και το νερό του είναι πολύ γλυκό. Τα ποταμόψαρα είναι τόσο άφθονα, ώστε παρά την εντατική αλιεύσει δεν λείπουν ποτέ. Παλιά είχε κτισθεί εδώ μια λαμπρή κατοικία του Καίσαρος Μελισσηνού, τα χωριά ήταν πολυάνθρωπα και υπήρχαν φυσικές θερμές πηγές με στοές και λουτρά και όλα τα αλλά αγαθά που προσφέρουν ευχαρίστηση στους ανθρώπους και που τα παρήγαγε η γη με αφθονία. Οι Πέρσες (Τούρκοι), όμως, όταν ή εισβολή τους στη χώρα των Ρωμαίων έφθασε στο αποκορύφωμά της κατέστρεψαν την πόλη εκ θεμελίων και την μετέβαλλαν σε ακατοίκητη περιοχή, εξαλείφοντας τα πάντα, ακόμα και το μικρότερο ίχνος του παλαιού της μεγαλείου... Κατόπιν 2.000 περίπου Πέρσες (Τούρκοι) νομάδες εγκαταστάθηκαν γύρω από την πόλη μέσα σε σκηνές, όπως συνηθίζουν».


Νοτιότερα ο Μανουήλ ανοικοδόμησε τον εγκαταλειμμένο οχυρωμένο οικισμό του Χόματος-Σουβλαίου (Κeςίbοrlu) στο μέσο περιοχής με πυκνές εγκαταστάσεις νομάδων με τα ποίμνια τους, για να του χρησιμεύσει ως προκεχωρημένη βάση για τις επιχειρήσεις του. Ή επανοχύρωση του Δορυλαίου και του Σουβλαίου στις ζωτικές αυτές περιοχές ήταν αναγκαία γιατί ο Μανουήλ σκόπευε να αναλάβει αποφασιστική εκστρατεία εναντίον του Κιλιτζ Άρσλάν. Στις δύο αυτές θέσεις τα βυζαντινά στρατεύματα θα έβρισκαν τα απαραίτητα εφόδια κατά την πορεία τους και, επί πλέον, θα εξασφάλιζαν τα νώτα τους. Το 1176 ο Μανουήλ αποφάσισε να θέσει τέρμα στη δύναμη των Σελτζούκων, καταλαμβάνοντας το Ικόνιο και αιχμαλωτίζοντας τον σουλτάνο. Έστειλε τον ανεψιό του Άνδρόνικο Βατάτζη να καταλάβει τη Νεοκαισάρεια ενώ ό ίδιος προχώρησε προς το Ικόνιο ακολουθώντας την πορεία χωναί-Λάμπη και Χόμα-Σούβλαιον.

 Τελικά έφθασε στον εγκαταλειμμένο οικισμό του Μυριοκεφάλου (cardak) όπου έμελλε να διεξαχθεί η κρίσιμη μάχη. Τα βυζαντινά στρατεύματα είχαν εξαναγκασθεί να ακολουθήσουν εξαιρετικά αργό ρυθμό κατά την προέλασή τους επειδή είχαν μαζί τους πολλά εφόδια και μεγάλο αριθμό αμάχων. Ή πορεία τους καθυστέρησε και από την αντίσταση των Τουρκομάνων νομάδων, οι όποιοι υπερασπίζονταν τις κατοικίες τους και τα ποίμνιά τους, που τα απειλούσε η παρουσία ενός τόσο ισχυρού βυζαντινού στρατού. Οι νομάδες, σε ομάδες 5.000 ως 10.000 ανδρών, παρενοχλούσαν τους Βυζαντινούς και την προηγούμενη της μάχης 50.000 από αυτούς λεηλάτησαν το αυτοκρατορικό στρατόπεδο.

Ό Κιλιτζ Άρσλαν με σύντονες προσπάθειες είχε προετοιμασθεί για να αντιμετωπίσει την εισβολή, στρατολογώντας πολυάριθμους Τούρκους της Μεσοποταμίας και ακολουθώντας την τακτική της «καμένης γης» κατά την υποχώρηση του στρατού του μπροστά στη βυζαντινή προέλαση. Τα χωριά και τα λιβάδια είχαν καεί και τα πηγάδια είχαν μολυνθεί από πτώματα όνων και σκύλων. Έτσι, πριν ακόμη αρχίσει η μάχη, ο βυζαντινός στρατός είχε αποδεκατισθεί από τη δυσεντερία.
Παρ' όλη την ευνοϊκή γι' αυτόν κατάσταση ο σουλτάνος έστειλε πρεσβεία προς τον αυτοκράτορα προτείνοντας τη σύναψη ειρήνης. Ό Μανουήλ αγνόησε τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε ο στρατός του και τις έντονες αντιρρήσεις των πιο έμπειρων στρατηγών του και απέρριψε τις προτάσεις αυτές.

Μετά την απάντηση του αυτοκράτορα ο σουλτάνος κατέλαβε την κλεισούρα Τζυβρίτζη, από την οποία θα περνούσαν οι Έλληνες μετά το Μυριοκέφαλο.


Ή μάχη που έγινε σ' αυτό το δύσβατο ορεινό πέρασμα υπήρξε σχεδόν εξ ίσου καταστρεπτική με τη μάχη του Μαντζικέρτ. Αποκομμένοι και περικυκλωμένοι μέσα στις στενές διαβάσεις οι Βυζαντινοί υπέστησαν φοβερή σφαγή. Επί πλέον, σφοδρή αμμοθύελλα είχε τόσο πολύ ελαττώσει την ορατότητα, ώστε να μην είναι δυνατό οι πολεμιστές να διακρίνουν τους αντιπάλους τους και να φονεύονται μεταξύ τους. Το απόγευμα, όταν κόπασε ή θύελλα, φαινόταν ότι οι Τούρκοι νικούσαν. Αξίζει επίσης να αναφερθεί ότι το ηθικό του βυζαντινού στρατού έπεσε ακόμη περισσότερο κατά τη διάρκεια της νύχτας με τις εκκλήσεις των Τούρκων, που πλησίαζαν το στρατόπεδο, προς τους χριστιανούς ομοεθνείς τους να εγκαταλείψουν τους Βυζαντινούς, όσο ήταν ακόμη καιρός. Ή καταπόνηση του στρατού ήταν τόσο μεγάλη, ώστε ο Μανουήλ σκέφθηκε σοβαρά να φύγει κρυφά και να εγκαταλείψει τον στρατό του στο έλεος των αντιπάλων.


Το περίεργο πάντως είναι ότι, υπό τις συνθήκες αυτές, ο Κιλίτζ Αρσλάν σταμάτησε τις εχθροπραξίες και έστειλε έναν αξιωματούχο του, τον Γαβρά, να προτείνει όρους ειρήνης στον αυτοκράτορα. Οι κυριότεροι από τους όρους αυτούς περιλάμβαναν την απαίτησή του για την κατεδάφιση των οχυρώσεων του Δορυλαίου και του Χόματος-Σουβλαίου. Ή απροθυμία του σουλτάνου να εκμεταλλευθεί τη νίκη του οφειλόταν στο γεγονός ότι οι σύμβουλοι του ή είχαν δωροδοκηθεί από τον αυτοκράτορα ή πίστευαν ειλικρινά στην ειρήνη. Επί πλέον, όπως οι Βυζαντινοί διαπίστωσαν μετά την υπογραφή της ειρήνης και κατά τη διάρκεια της συμπτύξεώς τους, οι απώλειες των Τούρκων υπήρξαν πολύ μεγαλύτερες από ό,τι αρχικά νόμιζαν. Οι Τούρκοι είχαν ακρωτηριάσει τα πρόσώπα και τα μέλη των πτωμάτων ώστε να μην μπορούν να διαπιστώσουν οι Έλληνες την ακριβή έκταση των τουρκικών απωλειών. Ό Νικήτας Χωνιάτης δίνει αποτροπιαστικές σχετικές λεπτομέρειες.


Ή μάχη αυτή αποτέλεσε το σημαντικότερο γεγονός που διαδραματίσθηκε στη Μικρά Ασία από την εποχή της μάχης του Μαντζικέρτ (1071) και σημείωσε το τέλος κάθε βυζαντινού σχεδίου για την ανακατάληψη της Μικράς Ασίας. Ή αυτοκρατορία υπέστη ισχυρό κτύπημα και σοβαρές απώλειες σε στιγμή κατά την όποία βρισκόταν στο χείλος της καταστροφής.



Τα γεγονότα του 1176 οπωσδήποτε θα πρέπει να είχαν δυσμενείς επιπτώσεις στο ηθικό όχι μόνο του αυτοκράτορος, αλλά κυρίως των ελληνικών πληθυσμών των περιοχών της Μικράς Ασίας που βρίσκονταν ακόμη υπό βυζαντινή κυριαρχία. Αξίζει να σημειωθεί ότι ή μάχη του Μυριοκεφάλου έγινε σε απόσταση αρκετών εκατοντάδων μιλίων δυτικά από το πεδίο της μάχης του Μαντζικέρτ το γεγονός αυτό αποτελεί σαφή ένδειξη της μεγάλης εξαπλώσεως των Τούρκων στη Μικρά Ασία στο διάστημα των τελευταίων εκατό ετών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου