Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2014

ΚΑΣΤΡΟ ΡΕΝΤΙΝΑΣ (ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΑ ΤΕΜΠΗ)



Το κάστρο της Ρεντίνας δεσπόζει σε κορυφή λόφου, στην είσοδο των κατάφυτων στενών της Ρεντίνας ή "Μακεδονικών Τεμπών" .
Αν και είναι μεγάλο και πολύ κοντά σε πολυσύχναστο δρόμο, δεν είναι εύκολα ορατό. Επιπλέον, επισήμως δεν είναι ανοικτό για το κοινό.

Τοποθεσία & Στρατηγική Σημασία

To κάστρο που είναι χτισμένο σε ένα λοφίσκο πολύ κοντά στην παλιά Εθνική Οδό Θεσσαλονίκης Απροβάλτας (71ο χλμ.), έλεγχε την πορεία της Εγνατίας οδού μέσω της κοιλάδας του Ρήχιου ποταμού και συνεπώς την κίνηση εμπορευμάτων και στρατευμάτων μεταξύ Θεσσαλονίκης και Κωνσταντινούπολης.

Ιστορία

Οι ανασκαφές που έχουν διενεργηθεί στον λόφο και την τριγύρω περιοχή έχουν φέρει στο φως ίχνη ανθρώπινης παρουσίας, ήδη από τη Νεολιθική περίοδο. Στον ΝΔ τομέα του κάστρου έχουν αποκαλυφθεί τοίχοι κτισμάτων και αναλημμάτων που από την κατασκευή τους και τα συναφή ευρήματα έχουν χρονολογηθεί στην Ελληνιστική περίοδο. Η Ρεντίνα βρισκόταν κοντά στον οικισμό της Αρέθουσας, που παρήκμασε μετά τον 6ο μ.Χ. αιώνα, και σε μικρή απόσταση από τον παρόδιο σταθμό (mutatio) με το όνομα Peripidis (γεν. Peripidinis), από τον οποίο κατά μια ερμηνεία θα μπορούσε να κατάγεται το σημερινό όνομά της.

Η Ρεντίνα σήμερα διασώζει σε ικανό ύψος την οχύρωση και τα εντυπωσιακά οικοδομικά λείψανα οικισμού, που θα ήταν δυνατόν να ταυτιστεί με το αναφερόμενο από τον Προκόπιο στο έργο του Περί κτισμάτων κάστρο «Αρτεμίσιον», για το οποίο μαρτυρείται ότι τειχίστηκε την εποχή του Ιουστινιανού. Ωστόσο, σύμφωνα με τα πορίσματα των μέχρι σήμερα ερευνών, η πρώτη οχύρωση που περιλάμβανε δεξαμενές νερού για τις ανάγκες μιας μικρής φρουράς θα πρέπει να τοποθετηθεί χρονικά στα μέσα του 4ου αιώνα. Κατά την Ιουστινιάνεια περίοδο, το τείχος ενισχύθηκε με πύργους και εφοδιάστηκε με μια μεγάλη δεξαμενή στο πλάτωμα της ακρόπολης.

Κατά τη Μεσοβυζαντινή εποχή, το τείχος ανακατασκευάστηκε και χρησίμευσε ως οχύρωση για έναν οικισμό που ιδρύθηκε μέσα στην πρώτη πενηνταετία του 10ου αιώνα, όταν αποτέλεσε έδρα της επισκοπής Λητής και Ρεντίνης. Τότε στην ακρόπολη κτίστηκε εκκλησία πάνω στα ερείπια της παλιότερης δεξαμενής, που δεν λειτουργούσε πλέον, και οικήματα για τον επίσκοπο και τους συνεργάτες του. Μέχρι τα τέλη του ίδιου αιώνα ιδρύθηκαν και αρκετές οικίες στην κάτω πόλη κατά μήκος του παλιού περιβόλου και σε επάλληλα άνδηρα, ακολουθώντας την φυσική κλίση του εδάφους. Ένας τρίτος οχυρωματικός περίβολος περιέβαλε τότε τον οικισμό από το ανατολικό, το πλέον ευπρόσβλητο, τμήμα του και στην άκρη του ιδρύθηκε πύργος, ο οποίος διέσωσε στο εσωτερικό του λείψανα ξύλου, που χρονολογήθηκαν με την μέθοδο του άνθρακα 14 (C14) γύρω στο 980 μ.Χ.

Μετά το 1204, ο οικισμός παραδόθηκε στους Φράγκους του βασιλείου της Θεσσαλονίκης, οι οποίοι φαίνεται ότι εγκατέστησαν μόνιμη φρουρά, όπως δείχνουν τα πολλά νομίσματα αυτής της περιόδου που βρέθηκαν στην ανασκαφή, προφανώς για τον έλεγχο τόσο της πεδιάδας της Θεσσαλονίκης όσο και του Στρυμονικού κόλπου.



Το 1242, όμως, ο Ιωάννης Βατάτζης στην πορεία του προς τη Θεσσαλονίκη κατέλαβε το κάστρο, αφού, σύμφωνα τον Γεώργιο Ακροπολίτη, οι Φράγκοι εγκατέλειψαν τη θέση χωρίς να την υπερασπιστούν. Κατά τον 13ο και 14ο αιώνα, ειδήσεις για τους κατοίκους της Ρεντίνας περιέχουν τα δικαιοπρακτικά έγγραφα των μονών του Αγίου Όρους, που αναφέρουν κτήματα, μύλους και σπίτια στην περιφέρεια. Στην πρώτη πενηνταετία του 14ου αιώνα χρονολογείται και ένας μικρός σταυρόσχημος ναός, που κτίστηκε μέσα στον ανατολικό περίβολο, ίσως σε συνάφεια με βρεφικό και παιδικό νεκροταφείο.

Από τα μέσα του 14ου αιώνα, όμως, ο οικισμός φαίνεται ότι άρχισε να εγκαταλείπεται από τους κατοίκους του και περνά διαδοχικά στα χέρια Σέρβων, Ελλήνων και Τούρκων. Η εγκατάσταση Τούρκων Γιουρούκων στην περιοχή μάλλον οδήγησε το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού σε ασφαλέστερα κέντρα, το σημαντικότερο από τα οποία ήταν η Βόλβη. Τα λίγα νομίσματα της ανασκαφής από την εποχή αυτή μέχρι και τα μέσα του 16ου αιώνα αποτυπώνουν τη φθίνουσα πορεία του άλλοτε ακμαίου οικισμού της Ρεντίνας και πιστοποιούν την ύπαρξη ισχνής αγροτοποιμενικής εγκατάστασης στη θέση.


Δομικά, Αρχιτεκτονικά, Οχυρωματικά Στοιχεία

Η πρώτη οχύρωση του οικισμού έχει τοποθετηθεί χρονικά στα μέσα του 4ου αιώνα και περιλάμβανε μια περίπου πεντάπλευρη ακρόπολη και έναν περίβολο που περιέκλειε το ΝΔ τμήμα του λόφου. Η προσπέλαση γινόταν μέσω δύο πυλών: η κύρια πύλη ήταν στο δυτικό τμήμα του τείχους και η δευτερεύουσα στο νότιο. Μια στενή πυλίδα ανοιγόταν δίπλα στη δυτική πύλη. Στο εσωτερικό του κάστρου ερευνήθηκαν δύο μικρές υπόγειες δεξαμενές, μία στη βάση πύργου δίπλα στη ΒΔ γωνία του τείχους και μία άλλη στην ακρόπολη, για την εξασφάλιση νερού στη μικρή φρουρά των υπερασπιστών του φρουρίου.

Η αρχική αυτή οχύρωση ενισχύθηκε τουλάχιστον 4 ακόμη φορές σε ισάριθμες μεταγενέστερες περιόδους.
Κατά την εποχή του Ιουστινιανού , η οχύρωση ενισχύθηκε σε ύψος και προστέθηκε ένας ημικυκλικός πύργος στο νότιο σκέλος του τείχους. Τότε κατασκευάστηκε και η μεγάλη δεξαμενή στο πλάτωμα της ακρόπολης. Κατά τον 10ο αιώνα, με τη μεταφορά της έδρας της επισκοπής Λητής στη Ρεντίνα και με την ίδρυση του οικισμού, τα τείχη τόσο της ακρόπολης όσο και της κάτω πόλης ενισχύθηκαν με ορθογώνιους πύργους στις γωνίες και σε ευπαθή σημεία που χρειάζονταν αντιστήριξη. Επιπλέον, τότε κατασκευάστηκε και ένα τριγωνικό τείχος που περιέκλεισε τμήμα του λόφου από την ανατολική πλευρά, πάνω στο φρύδι των απότομων βράχων. Στο εσωτερικό του ανατολικού τείχους δεν φαίνεται να υπήρξαν ποτέ κτίρια· πιθανότατα το τείχος αυτό χρησίμευε για τη συγκέντρωση των ποιμνίων των κατοίκων σε καιρούς πολιορκίας.


Ο ακρόπυργος αυτού του τείχους ήταν στο εσωτερικό του, γεμισμένος με επάλληλα ξύλινα πλαίσια μεταξύ επιχώσεων, τα ξύλα των οποίων χρονολογήθηκαν με τη μέθοδο του άνθρακα 14 (C14) γύρω στο 980 μ.Χ. Ένας ημιυπόγειος σκεπαστός διάδρομος από τη βάση του πύργου οδηγούσε σε υπόγεια δεξαμενή, με διπλό προθάλαμο, που στεγαζόταν με εκφορικά κτισμένους θόλους. Η δεξαμενή αυτή συγκέντρωνε νερό από γειτονικό χείμαρρο και χρησίμευε είτε για τη συγκέντρωση πόσιμου νερού είτε ως υπόγειο εργαστήριο για την παραγωγή ή τη συλλογή χρήσιμων ή πολύτιμων προϊόντων.

Ο πύργος αυτός δεν άντεξε για πολύ, επειδή το σημείο έδρασής του ήταν εξαιρετικά επικλινές. Τον 12ο αιώνα ο πύργος εγκαταλείφθηκε και μαζί του εγκαταλείφθηκαν και οι δύο κλάδοι του ανατολικού τείχους, οπότε ο λόφος από την ανατολική πλευρά προστατεύτηκε από δύο ισχυρούς τοίχους που κατέβαιναν προς τους πρόποδες του λόφου από το πίσω μέρος της ακρόπολης. Οι ισχυροί αυτοί τοίχοι ενισχύθηκαν εξωτερικά από επένδυση-επιδερμίδα σε λίγο μεταγενέστερη περίοδο. Τότε ίσως καταργήθηκε και η νότια πύλη του τείχους για μεγαλύτερη ασφάλεια.



Οι Φράγκοι, μετά το 1204, ενίσχυσαν το τείχος της ακρόπολης με επιδιορθώσεις στο βόρειο ορθογώνιο πύργο και στο βόρειο εξωτερικό περίβολο, που είχε ιδρυθεί σε θέση σχετικά απρόσβλητη. Τον 13ον αιώνα, μάλλον μετά την κατάληψη του κάστρου από τις δυνάμεις του Ιωάννη Βατάτζη (1242), κτίστηκε νέος ακρόπυργος, στο σημείο όπου οι δύο ισχυροί διπλοί τοίχοι που κατέβαιναν ως τους πλάγιους κλάδους του αρχικού ανατολικού περιβόλου, συναντιούνταν στα ανατολικά της ακρόπολης, για την εξασφάλιση της φρουράς και των κατοίκων. Τα τείχη, όπως και ολόκληρος ο οικισμός, εγκαταλείφθηκαν μετά τα μέσα του 14ου αιώνα. 


ΠΗΓΗ :http://www.kastra.eu

Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2014

Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΣΚΡΑ (ΜΑΪΟΣ 1918)

Από τις 5/18 Απριλίου προωθήθηκε στην πρώτη γραμμή από την περιοχή του Πολυκάστρου όπου βρισκόταν και η Μεραρχία Σερρών, υπό τον Υποστράτηγο Επαμεινώνδα Ζυμβρακάκη, αποτελούμενη από τα 2ο και 3ο Συντάγματα Σερρών. Στη Μεραρχία αυτή ανατέθηκε ο υποτομέας Αρχαγγέλου, στο αριστερό της Μεραρχίας Αρχιπελάγους, στην οποία και υπήχθη από τακτικής απόψεως.Έναντι της 1ης Ομάδας Μεραρχιών ο εχθρός διέθετε την 5η Βουλγάρική Μεραρχία της 1ης Στρατιάς με έξι συντάγματα δικά της και ένα της 3ης Βουλγαρικής Στρατιάς. Οι εχθρικές θέσεις είχαν οργανωθεί από το Δεκέμβριο του 1917 σε δεσπόζοντα εδαφικά σημεία και ήταν ενισχυμένες με ανθεκτικά καταφύγια και συρματοπλέγματα. Από απόψεως πυροβολικού οι Βούλγαροι διέθεταν, όπως διαπιστώθηκε από αεροπορική αναγνώριση, 88 πυροβόλα στην περιοχή του χωριού Ούμα και 52 στην περιοχή της Γευγελής. Επίσης είχαν ενισχύσει τις εφεδρείες τους, που περιλάμβαναν ένα Γερμανικό και δύο έως τέσσερα Βουλγάρικα Συντάγματα.

Ο Στρατηγός Γκυγιωμά έθεσε ως αντικειμενικό σκοπό της 1ης Ομάδας Μεραρχιών το ύψωμα Σκρά (ύψόμετρο 1097), γιατί αποτελούσε μια εξέχουσα της εχθρικής διατάξεως σε έδαφος που δέσποζε της περιοχής, ήταν ισχυρά οργανωμένο και είχε εξοπλιστεί με πολυβόλα και όλμους. Τα συμμαχικά παρατηρητήρια στο όρος Πάϊκο παρείχαν καλή θέα προς τις Βουλγαρικές οργανώσεις. Επιπλέον, η διαμόρφωση του εδάφους επέτρεπε την ανάπτυξη και κάλυψη πολλών συμμαχικών πυροβολαρχιών, καθώς και την συγκέντρωση των πυρών τους στην περιορισμένης εκτάσεως εξέχουσα του Σκρά.

Η απόφαση του Αρχιστρατήγου να επιτεθεί η 1η Ομάδα Μεραρχιών κατά του υψώματος Σκρά στηρίχθηκε κυρίως στην ανάγκη να βελτιωθεί η διάταξη των Ελληνικών στρατευμάτων και στην ελπίδα του για μία επιτυχία που θα εξύψωνε το ηθικό και τη μαχητική τους ικανότητα.


Η διαταγή που δόθηκε στο διοικητή της 1ης Ομάδας Μεραρχιών, στις 27 Μαρτίου/9 Απριλίου, ήταν να μελετήσει ενέργεια για την κατάληψη του υψώματος του Σκρά και των ανατολικά απ’αυτό Βουλγαρικών θέσεων. Ταυτόχρονα, τον ενίσχυσε με τρεις μοίρες ελαφρύ πυροβολικού, πέντε πυροβολαρχίες βαριές και μία πυροβολαρχία χαρακωμάτων. Ο Στρατηγός Ζερόμ υπέβαλε τις προτάσεις του μετά δύο ημέρες, ενώ ταυτόχρονα κοινοποίησε αυτές και στη Μεραρχία Αρχιπελάγους, για να τις μελετήσει και να έχει ετοιμότητα να αναλάβει την εκτέλεση της επιθέσεως.

Το σχέδιο προέβλεπε επίθεση σε δύο χρόνους. Κατά τον πρώτο θα καταλαμβάνονταν το ύψωμα Σκρά και κατά το δεύτερο χρόνο η γραμμή των υψωμάτων Τουμουλούς-Σερφ Βολάν(2). Κατά τον πρώτο χρόνο θα ενεργούσε ένα σύνταγμα που θα καλυπτόταν με ένα τάγμα από τα αριστερά, ενώ στο δεύτερο χρόνο θα συνέχιζε άλλο σύνταγμα. Η ενέργεια θα υποστηριζόταν από τα ανατολικά με ένα σύνταγμα της Μεραρχίας Κρήτης που θα ενεργούσε για την κατάληψη των υψωμάτων αμέσως βόρεια του χωριού Σκρά και θα επιδίωκε να συνδεθεί με την αριστερά της Μεραρχία Αρχιπελάγους. Η επίθεση της Μεραρχίας Αρχιπελάγους θα υποστηριζόταν με 122 συνολικά ελληνικά και συμμαχικά πυροβόλα από τα οποία τα 46 βαριά.

Στις 2/15 Απριλίου ο Αρχιστράτηγος ενέκρινε το σχέδιο επιθέσεως με την παρατήρηση ότι το διάστημα μεταξύ των δύο χρόνων έπρεπε να ελαχιστοποιηθεί. Επιπλέον, αύξησε το πυροβολικό, που αρχικά είχε διαθέσει για ενίσχυση, σε τέσσερεις μοίρες ελαφρού, δώδεκα πυροβολαρχίες βαρέως και δύο πυροβολαρχίες χαρακωμάτων. Ως χρόνο επιθέσεως καθόρισε το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Μαΐου 1918.

Με το σχέδιο αυτό διαφώνησε ο Αντισυνταγματάρχης Πυροβολικού Δημήτριος Καθενιώτης, που ήταν αντιπρόσωπος της επιτελικής Υπηρεσίας στον Αρχιστράτηγο. Στην αναφορά του υποστήριζε ότι η απόφαση ήταν ατυχής, γιατί εφάρμοζε κατά γράμμα τα πορίσματα του Δυτικού Μετώπου που είχε διαφορετικά χαρακτηριστικά. Επειδή η κύρια βουλγάρική γραμμή άμυνας ήταν πίσω από το ύψωμα Σκρά, η κατάληψη του δε θα οφελούσε σε τίποτε και οι θυσίες θα ήταν άσκοπες. Πρότεινε συνεπώς η ενέργεια αυτή να συνδυαστεί με ευρεία επίθεση στα δυτικά από το χωριό Λαγκαδιά προς το χωριό Ούμα και από τις νοτιοανατολικές αντιρίδες της, Τζένας προς το ύψωμα Μάλα Ρούπα. Το επιτελείο του Αρχιστρατήγου απάντησε ότι η άποψη είναι σωστή, αλλά δεν υπήρχαν τα μέσα, ιδιαίτερα πυροβολικό, για να υποστηρίξει την προτεινόμενη ενέργεια.

Στο μεταξύ είχε αρχίσει η υλοποίηση των προκαταρκτικών ενεργειών και γινόταν η μετακίνηση του πυροβολικού. Η 16η Γαλλική Αποικιακή Μεραρχία στο μέτωπο του Εριγώνα διέθετε μία μοίρα ορειβατική και τρεις μοίρες πεδινές, η 76η Γαλλική Μεραρχία στο Μοναστήρι μία μοίρα πεδινή, η Γαλλίκή Στρατιά Ανατολής οκτώ βαριές πυροβολαρχίες, η 2η Σερβική Στρατιά δύο βαριές πυροβολαρχίες και ως γενική εφεδρεία πυροβολικού είχε τηρηθεί μία βαριά μοίρα. Ο Αρχιστράτηγος εξασφάλισε συνδρομή και από το βρετανικό πυροβολικό, το οποίο κατά την επίθεση θα έκανε επιδεικτικές βολές μεταξύ Αξιού και Δοϊράνης και βολές αντιπυροβολικού δυτικά του Αξιού.
Ταυτόχρονα, όλες οι μονάδες που θα λάμβαναν μέρος στην επίθεση στάλθηκαν σε στρατόπεδο, νότια του χωριού Σκρά, για τη συμπλήρωση της εκπαιδεύσεως και την αναπλήρωση σε άντρες και υλικά. Από τις ελληνικές δυνάμεις στάλθηκαν τα τρία συντάγματα της Μεραρχίας Αρχιπελάγους και το 7ο Σύνταγμα της Μεραρχίας Κρήτης.


Στις 7/20 Μαΐου 1918, ο Διοικητής της 1ης Ομάδας Μεραρχιών Στρατηγός Ζερόμ εξέδωσε τη διαταγή επιθέσεως. Σύμφωνα με αυτή το Σώμα Στρατού Εθνικής Άμυνας είχε ως αποστολή να καταλάβει το ύψωμα Σκρά και προωθηθεί 1.500 μέτρα βόρεια της γραμμής Τουμουλούς – Σερφ Βολάν, καταλαμβάνοντας ταυτόχρονα και ολόκληρη την ανατολικότερα, μέσα στη ζώνη του, προωθημένη βουλγαρική γραμμή. Η κύρια επίθεση κατά του υψώματος Σκρά ανατέθηκε στη Μεραρχία Αρχιπελάγους και θα συνδυαζόταν με δευτερεύουσα ενέργεια ενός συντάγματος της Μεραρχίας Κρήτης, προς το ύψωμα 789. Άλλη μονάδα της ίδιας Μεραρχίας θα ενεργούσε ανατολικότερα εναντίον του υψώματος 459 (Λαντιγέ)(1)

Η Μεραρχία Σερρών με ελαφρά τμήματα θα καταλάμβανε τα υψώματα ανατολικά του χωριού Λαγκαδιά, προκειμένου να καλύψει το δυτικό πλευρό της Μεραρχίας Αρχιπελάγους που θα ενεργούσε προς το ύψωμα Σκρά. Οι Σέρβικές και Βρετανικές δυνάμεις θα εκδήλωναν ανάλογες ενέργειες αντιπερισπασμού, εναντίον των εχθρικών θέσεων εκατέρωθεν της κύριας επιθέσεως. Η Συμμαχική Αεροπορία θα βομβάρδιζε τα μετόπισθεν του εχθρού. Η προπαρασκευή του πυροβολικού θα άρχιζε από την προπαραμονή της επιθέσεως. Εφεδρεία θα ήταν το 1ο Σύνταγμα Αφρικανών στον Αρχάγγελο και δύο συντάγματα της 122ης Γαλλικής Μεραρχίας, το ένα στον Αρχάγγελο και το άλλο στην Αξιούπολη. Το 1ο Σύνταγμα Αφρικανών από την έναρξη της επιθέσεως θα υπαγόταν στην Μεραρχία Αρχιπελάγους. Τέλος, η Μεραρχία Κρήτης διατάχθηκε να έχει ετοιμότητα να αναλάβει τη συνέχιση της επιθέσεως μετά την κατάληψη των κύριων αντικειμενικών σκοπών.
ΧΑΡΤΗΣ ΤΟΥ ΜΕΤΩΠΟΥ


Στις 13/26 Μαΐου, ο διοικητής της Μεραρχίας Αρχιπελάγους εξέδωσε τη διαταγή επιχειρήσεων με την οποία την κύρια προσπάθεια αναλάμβαναν το 1ο Σύνταγμα Σερρών και τα 5ο και 6ο Αρχιπελάγους, η Διλοχία Μηχανικού, δυο ουλαμοί πυροβολικού του 1ου Συντάγματος Αφρικανών και ένας Γαλλικός λόχος Φλογοβόλων. Αντικειμενικός σκοπός ήταν η κατάληψη της γραμμής των υψωμάτων Τουμουλούζ – Σερφ Βολάν σε σύνδεσμο με τη δεξιά Μεραρχία Κρήτης και τη σταθεροποίηση στις νέες αυτές θέσεις.
Η ζώνη ενέργειας της Μεραρχίας χωρίστηκε σε τρεις τομείς που ανατέθηκαν από αριστερά προς τα δεξιά αντίστοιχα στα 5ο, 1ο και 6ο Συντάγματα, τα οποία και ενισχύθηκαν ως εξής:

* Το 5ο Σύνταγμα Αρχιπελάγους, με έναν ουλαμό Μηχανικού, δύο πυροβόλα και έναν ουλαμό Φλογοβόλων.

* Το 1ο Σύνταγμα Σερρών, με δύο ουλαμούς Μηχανικού, δύο πυροβόλα και έναν ουλαμό Φλογοβόλων.

* Το 6ο Σύνταγμα Αρχιπελάγους, με έναν ουλαμό Μηχανικού, δύο πυροβόλα και έναν ουλαμό Φλογοβόλων.


Ο ίδιος ο Βενιζέλος δίνει την σημαία στο διοικητή της μεραρχίας Σερρών
Επίσης ορίστηκε και η διάταξη επιθέσεως των συνταγμάτων αυτών. Τα 5ο και 6ο είχαν από ένα τάγμα εμπρός, ένα ως εφεδρεία και ένα για την κάλυψη του αριστερού και του δεξιού τους πλευρού αντίστοιχα, ενώ το 1ο είχε δύο τάγματα εμπρός και ένα ως εφεδρεία. Το 1ο Σύνταγμα Αφρικανών θα αναλάμβανε την οργάνωση του εδάφους που θα καταλαμβανόταν από τις ελληνικές δυνάμεις. Τα χαρακώματα εξορμήσεως θα εξασφάλιζε το 3ο Τάγμα του 3ου Συντάγματος Σερρών. Παρόμοιες διαταγές εξέδωσαν και οι Μεραρχίες Κρήτης και Σερρών.

Ο Αρχιστράτηγος στις 14/27 Μαΐου επισκέφθηκε το Στρατηγείο της 1ης Ομάδας Μεραρχιών στο χωριό Πηγή Βόρεια της Αξιουπόλεως(1), όπου με το Στρατηγό Ζερόμ αποφάσισαν η επίθεση να αρχίσει στις 17/30 Μαΐου, μετά από έντονη προπαρασκευή πυροβολικού. Η 122η Γαλλική Μεραρχία θα πραγματοποιούσε ταυτόχρονα επιθετικό εγχείρημα στην περιοχή της Ειδομένης.
Στις 16/29 Μαΐου το πυροβολικό άρχισε δράση, η οποία συνεχίστηκε και στη διάρκεια της νύχτας με βολές παρενοχλήσεως και καταστροφής. Οι Βρετανοί πραγματοποίησαν το βράδυ της ημέρας αυτής επιθετικό εγχείρημα δυτικά της Δοϊράνης. Καταδρομική ενέργεια με απόσπασμα της 122ης Γαλλικής Μεραρχίας στην Ειδομένη δε σημείωσε επιτυχία.


Γεώργιος Κονδύλης
Το πρωί της 17ης/30ης Μαΐου είχαν ολοκληρωθεί όλες οι προετοιμασίες και τα τμήματα πεζικού είχαν προωθηθεί στη γραμμή εξορμήσεως. Από τις 04.30 το πυροβολικό άρχισε σφοδρή προπαρασκευή μικρής διάρκειας, ενώ από τις 04.55 εκτόξευσε την προβλεπόμενη, για την προστασία του πεζικού, βολή κινητού φραγμού. Την ίδια ώρα ακριβώς άρχισε και η εξόρμηση του πεζικού. Το απόκρημνο του εδάφους, η απόσταση που χώριζε τις διαδοχικές γραμμές και η ισχυρή οργάνωση των εχθρικών θέσεων με ανθεκτικά πολυβολεία και σκέπαστρα επέτειναν τις δυσχέρειες της επιχειρήσεως. Ωστόσο, αυτή εξελίχθηκε σύμφωνα με το σχέδιο.

Στο κέντρο η Μεραρχία Αρχιπελάγους, στην οποία είχε ανατεθεί η κύρια προσπάθεια, επιτέθηκε και με τα τρία συντάγματά της στην πρώτη γραμμή, ακολουθώντας τον κινητό φραγμό του πυροβολικού.
Τα 5ο Σύνταγμα αριστερά υπό τον Αντισυνταγματάρχη Ευθύμιο Τσιμικάλη, επιτέθηκε προς το ύψωμα Τουμουλούς, καλύπτοντας ταυτόχρονα τη Μεραρχία από τα δυτικά. Η εξόρμηση του Συντάγματος άρχισε με τα 1ο (Ταγματάρχης Βασίλειος Παπαγιάννης) και 2ο (Λοχαγός Ιωάννης Ντόζης) Τάγματα στην πρώτη γραμμή, ενώ το 3ο Τάγμα (Ταγματάρχης Κωνσταντίνος Μπάμπαλης) ακολουθούσε ως εφεδρεία. Παρά τη σθεναρή αντίσταση του εχθρού και τη σφοδρότητα των πυρών πυροβολικού που προκαλούσαν μεγάλες απώλειες, το Σύνταγμα πέτυχε να καταλάβει διαδοχικά τα υψώματα Σκρά και Τουμουλουζ. Αμέσως επακολούθησε ανασυγκρότηση του Συντάγματος και συγχωνεύθηκαν τα 2ο και 3ο τάγματα, εξαιτίας των απωλειών. Επίσης αποκρούστηκαν πολλές εχθρικές αντεπιθέσεις με σοβαρές μάλιστα απώλειες για τον αντίπαλο.

Το 1ο Σύνταγμα Σερρών στο κέντρο, υπό τον Αντισυνταγματάρχη Γεώργιο Κονδύλη, διέθετε τα 1ο (Ταγματάρχης Γεώργιος Ψαράς) και 2ο (Λοχαγός Ιωάννης Σκαλτσογιάννης) Τάγματα του στην πρώτη γραμμή και το 3ο Τάγμα (Ταγματάρχης Θεόδωρος Βαχάρογλου) ως εφεδρεία. Η εξόρμηση άρχισε στις 05.45 κάτω από σφοδρά πυρά του εχθρού. Οι λόχοι του αριστερά 2ου Τάγματος είχαν σοβαρές απώλειες, όπως και ο λόχος του 3ου Τάγματος που ακολουθούσε. Προκλήθηκε κάποια σύγχυση, χωρίς όμως αυτό να επιδράσει αποφασιστικά στο ηθικό των αντρών και στην παραπέρα εξέλιξη της μάχης. Με δύο άλματα καταλήφθηκαν οι εχθρικές θέσεις στα υψώματα Μπαστιόν Ουέστ και στο Μπαστιόν ντι Σέγ, ενώ συνελήφθησαν πολλοί αιχμάλωτοι. Μετά την επιτυχία αυτή εισήλθαν στον αγώνα και το 3ο Τάγμα και μέχρι τις 07.00 καταλήφτηκε το ύψωμα 1034 (Πιτόν Ντενυντέ) που ήταν και ο τελικός αντικειμενικός σκοπός του Συντάγματος. Οι απώλειες από τα εχθρικά πυρά, αλλά και από το φίλιο πυροβολικό, λόγω της εισόδου των λόχων πρώτου κλιμακίου του 1ου Τάγματος στο φραγμό του, ήταν σοβαρές. Στη διάρκεια της νύχτας το 2ο Τάγμα αποσύρθηκε από την πρώτη γραμμή και τη θέση του πήρε το εφεδρικό 3ο Τάγμα.


Το 6ο Σύνταγμα δεξιά, υπό τον Αντισυνταγματάρχη Κωνσταντίνο Εξαρχάκη, επιτέθηκε με το 3ο Τάγμα (Ταγματάρχης Νικόλαος Πλαστήρας) μπροστά και το 2ο Τάγμα (Ταγματάρχης Βασίλειος Καρκούρας) ως εφεδρεία, Το 1ο Τάγμα (Ταγματάρχης Νικόλαος Τσιτούρας) είχε αναλάβει το σύνδεσμο ανατολικά με τη Μεραρχία Κρήτης. Τα τμήματα μέσα σε δεκαπέντε λεπτά της ώρας κατέλαβαν τους πρώτους αντικειμενικούς σκοπούς μέχρι το ύψωμα Ουβραζ Μπλαν, όπου και ανέκοψαν για λίγο την κίνηση τους. Ο εχθρός δεν πρόφτασε να αντιδράσει και εξοντώθηκε ή παραδόθηκε, ενώ ελάχιστες αντιστάσεις που παρέμειναν περικυκλώθηκαν και εξουδετερώθηκαν.
Μετά την ταχεία ανασύνταξη των τμημάτων τα 1ο και 3ο Τάγματα συνέχισαν την επίθεση, ακολουθούμενα από το 2ο Τάγμα. Παρά την σφοδρότητα του εχθρικού πυροβολικού, τα ελληνικά τμήματα πέτυχαν μέχρι τις 06.40 να κάμψουν την αντίσταση του αντιπάλου και να καταλάβουν τους τελευταίους αντικειμενικούς τους σκοπούς, που ήταν τα υψώματα Σερφ Βολάν και Τετ ντε Σιέν.
Τη νύχτα 17/30 προς 18/31 Μαΐου το 2ο Τάγμα αντικατέστησε το 3ο Τάγμα, το οποίο αποτέλεσε την εφεδρεία του Συντάγματος. Επίσης, αντικαταστάθηκε και ο αριστερά λόχος του 1ου Τάγματος από λόχο του 1ου Συντάγματος Αφρικανών. Στη συνέχεια όλα τα τμήματα ασχολήθηκαν με την οργάνωση της τοποθεσίας.

Η διλοχία Μηχανικού της Μεραρχίας μέσα σε πέντε ώρες από τις 06.00 της 17ης/30ης Μαΐου κατασκεύασε τα απαραίτητα ορύγματα συγκοινωνίας προς τα υψώματα Σκρά και Μπαστιόν Ουέστ. Στη συνέχεια μαζί με το πεζικό οργάνωσε τις θέσεις στα υψώματα 1034 και Σερφ Βολάν.
Οι Διαβιβάσεις της Μεραρχίας οργάνωσαν άριστες επικοινωνίες με την αεροπορία, το πυροβολικό και το πεζικό Κι διευκόλυναν τη διεύθυνση και το συντονισμό της επιθέσεως.
Ο ανεφοδιασμός σε τρόφιμα και πυρομαχικά υπήρξε υποδειγματικός και όλα τα τμήματα έλαβαν θερμό συσσίτιο.
Η Μοίρα Τραυματιοφορέων, μετέφερε περίπου 1.800 τραυματίες στην ομάδα χειρουργείων στο χωριό Κούπα κάτω από δυσμενείς καιρικές συνθήκες, χάρη στην έντονη προσπάθεια των αντρών της.
Η Μεραρχία Αρχιπελάγους συνέλαβε 1.835 αιχμαλώτους και κυρίεψε άφθονο πολεμικό υλικό και 44 πυροβόλα διαφόρων τύπων. Οι απώλειες όμως της Μεραρχίας ήταν σοβαρές και ανήλθαν σε 338 νεκρούς, μεταξύ οποίων και ο Διοικητής του 1ου Τάγματος του 5ου Συντάγματος Ταγματάρχης Βασίλειος Παπαγιάννης, 1.777 τραυματίες και 164 αγνοούμενους. Οι απώλειες του εχθρού ήταν επίσης πολύ μεγάλες. Μόνο στις θέσεις που καταλήφθηκαν είχαν εγκαταλειφτεί περισσότεροι από 400 νεκροί.

Στις 04.00 της 18ης/31ης Μαΐου το 1ο Τάγμα του 5ου Συντάγματος Σερρών αντικαταστάθηκε από Τάγμα του 1ου Συντάγματος Αφρικανών και παρέμεινε ως εφεδρεία του Συντάγματος στο ύψωμα Μπαστιόν ντι Σεγ.
Επίσης διατέθηκαν δύο τάγματα του 1ου Συντάγματος Αφρικανών, αντίστοιχα ανά ένα στα υψώματα Σκρά και Σερφ Βολάν, για την οργάνωση του εδάφους.
Η Μεραρχία Κρήτης στα δεξιά, ενισχυμένη με ένα Τάγμα του 45ου Γαλλικού Συντάγματος, είχε ως αποστολή να επιτεθεί και να καταλάβει το ύψωμα 789 και στη συνέχεια, ανάλογα με την εξέλιξη της καταστάσεως, το ύψωμα 459.
Η Μεραρχία ανέθεσε την κατάληψη του υψώματος 789 στο 7ο Σύνταγμα Κρητών, με κύρια προσπάθεια προς το ύψωμα Μόσιο (Καγιού Μπαν). Την κατάληψη του υψώματος 459 ανέθεσε στο 8ο Σύνταγμα Κρητών. Το 29ο Σύνταγμα Πεζικού, υπό τον Ταγματάρχη Βασίλειο Τυπάλδο, δυνάμεως ενάμισι τάγματος θα κάλυπτε το δεξιό της Μεραρχίας σε επαφή με την 122η Γαλλική Μεραρχία. Το 3ο Τάγμα που τηρήθηκε ως εφεδρεία της Μεραρχίας.


Η εξόρμηση άρχισε στις 04.55 της 17ης/30ης Μαΐου, μετά από προπαρασκευή πυροβολικού από την προηγούμενη ημέρα. Τα επιτιθέμενα τμήματα ακολουθούσαν τον κινητό προστατευτικό φραγμό πυροβολικού.
Το 7ο Σύνταγμα Κρητών αριστερά, υπό τον Αντισυνταγματάρχη Παναγιώτη Γαρδίκα, επιτέθηκε με τα 1ο (Ταγματάρχης Εμμανουήλ Τζανακάκης) και 3ο (Ταγματάρχης Παναγιώτης Τσιμπουράκης) Τάγματα στην πρώτη γραμμή. Το 2ο Τάγμα, μείον τον 6ο Λόχο και τη πολυβολαρχία του που είχαν ενισχύσει το 1ο Τάγμα, τηρήθηκε ως εφεδρεία. Το 1/45 Γαλλικό Τάγμα, αμέσως μετά την εξόρμηση του 7ου Συντάγματος, κατέλαβε τις θέσεις του στη συμμαχική γραμμή.
Μέχρι τις 05.40 είχαν καταληφθεί όλοι οι αντικειμενικοί σκοποί του Συντάγματος εκτός από το υψόμετρο Μπάρα (Μποσέτ), γιατί ο 6ος Λόχος που ακολουθούσε το 1ο Τάγμα και έπρεπε να ενεργήσει κατ’ αυτού αμέσως μετά την κατάληψη του υψώματος Μπος, έχασε την επαφή και βράδυνε να προωθηθεί.

Το 8ο Σύνταγμα Κρητών, υπό τον Αντισυνταγματάρχη Δημήτριο Σταυριανόπουλο, διέθεσε αριστερά το 2ο Τάγμα (Ταγματάρχης Νικόλαος Ζουδιανός) με αντικειμενικό σκοπό το ύψωμα Ταμπλέτ. Δεξιά διέθεσε το 3ο Τάγμα (Ταγματάρχης Ιωσήφ Βλαστός), ενισχυμένο με τον 1ο Λόχο και την πολυβολαρχία του 29ου Συντάγματος, με αποστολή την κατάληψη των υψωμάτων 459 και Πετίτ Τρανσέ Μπρυνέ. Το 1ο Τάγμα τηρήθηκε ως εφεδρεία.


Μέχρι τις 05.40 το 2ο Τάγμα κατέλαβε το ύψωμα Ταμπλέτ, χωρίς να συναντήσει σοβαρή εχθρική αντίσταση. Στη συνέχεια, ο 5ος Λόχος του εφεδρικού 2ου Τάγματος του 7ου Συντάγματος, με διαταγή του Διοικητή της Μεραρχίας επιτέθηκε και κατέλαβε το ύψωμα Μπάρα. Το 3ο Τάγμα εκδήλωσε την επίθεση του περίπου στις 14.00 και μέσα σε ελάχιστο χρόνο κατέλαβε, σχεδόν χωρίς αντίσταση του εχθρού, το ύψωμα 459 και το Πετίτ Τρανσέ Μπρυνέ. Μετά την κατάληψη όλων των αντικειμενικών σκοπών, τα τμήματα σταθεροποιήθηκαν επ’ αυτών και άρχισε η αμυντική οργάνωση του εδάφους.
Ο ασύρματος της Μεραρχίας, εξαιτίας του εχθρικού βομβαρδισμού, και τα οπτικά μέσα, εξαιτίας της νεφώσεως, δε λειτούργησαν. Επίσης το αεροσκάφος που διατέθηκε για το σύνδεσμο καταρρίφθηκε από τον εχθρό. Ωστόσο, η διεύθυνση και ο συντονισμός του αγώνα εξασφαλίστηκαν ικανοποιητικά με τα άλλα μέσα επικοινωνίας. Όλοι οι ανεφοδιασμοί, η αναχορηγία πυρομαχικών, καθώς και οι διακομιδές λειτούργησαν αποτελεσματικά.

Συνελήφθησαν 210 αιχμάλωτοι και κυριεύτηκε πολύ υλικό, μεταξύ του οποίου και τρία πολυβόλα. Οι απώλειες της Μεραρχίας Κρήτης ήταν σχετικά μικρές και ανήλθαν σε 71 νεκρούς και 314 τραυματίες. Στη Μεραρχία Σερρών, στο αριστερό, είχε ανατεθεί η κατάληψη της γραμμής χωριό Λαγκαδιά – ύψωμα Σαγράδα (Μποά ντε Μπολγκάρ) – ύψωμα Μπλοκ Ροσέ.
Ο διοικητής της Μεραρχίας ανέθεσε στο 2ο Σύνταγμα Σερρών, υπό τον Αντισυνταγματάρχη Χαράλαμπο Τσερούλη, να καταλάβει τη γραμμή αυτή με τους 6ο και 7ο Λόχο του 2ου Τάγματος (Λοχαγός Παύλος Παλλίδης), ενώ με το 1ο Τάγμα (Λοχαγός Νεόκοσμος Γρηγοριάδης) θα τηρούσε το σύνδεσμο μεταξύ του χωριού Λαγκαδιά και του υψώματος Σαγράδα. Με το 3ο Σύνταγμα Σερρών υπό τον Ταγματάρχη Νικόλαο Καλομενόπουλο και το 2ο Τάγμα (Λοχαγός Μιχαήλ Καλονάρος) θα εξασφάλιζε το σύνδεσμο με την αριστερά Σέρβικη Μεραρχία Τίμοκ. Ως εφεδρεία η Μεραρχία τήρησε μια διλοχία του 3ου Τάγματος του 2ου Συντάγματος και μία διλοχία του 1ου Τάγματος του 3ου Συντάγματος. Το 1ο σύνταγμα Σερρών και το 3ο Τάγμα του 3ου Συντάγματος είχαν διατεθεί στη Μεραρχία Αρχιπελάγους.

Στις 04.55 της 17ης/30ης Μαΐου τα τμήματα του 2ου Συντάγματος επιτέθηκαν και μέχρι τις 06.15 είχαν καταλάβει όλους τους αντικειμενικούς τους σκοπούς χωρίς σοβαρή εχθρική αντίσταση. Ο σύνδεσμος με τη Μεραρχία Αρχιπελάγους δεν επιτεύχθηκε, εξαιτίας του σκληρού αγώνα του εκεί 5ου Συντάγματος της Μεραρχίας Αρχιπελάγους που δεχόταν αλλεπάλληλες εχθρικές αντεπιθέσεις. Για την ενίσχυση του η Μεραρχία Σερρών απέστειλε την εφεδρική διλοχία 3ου Τάγματος του 2ου Συντάγματος και ένα Λόχο Μηχανικού, που συνέβαλαν αποφασιστικά στην απόκρουση του εχθρού.
Οι επικοινωνίες της Μεραρχίας Σερρών, όπως και οι διακομιδές, η περίθαλψη, οι ανεφοδιασμοί και η αναχορηγία πυρομαχικών, λειτούργησαν ικανοποιητικά. Παρουσιάστηκαν όμως δυσκολίες στην αναχορηγία πυρομαχικών πεζικού, λόγω της κοινής αποθηκεύσεώς τους με την Μεραρχία Αρχιπελάγους. Οι απώλειες της Μεραρχίας ήταν 32 νεκροί και 113 τραυματίες.
Την ημέρα της επιθέσεως ο καιρός ήταν νεφελώδης και βροχερός και ευνόησε την επίθεση, γιατί τύφλωσε τα εχθρικά παρατηρητήρια. Το φίλιο πυροβολικό πέτυχε καλά αποτελέσματα στην καταστροφή των εχθρικών οργανώσεων. Διασώθηκαν μόνο ορισμένα πολυβολεία και σε μερικά σημεία δεν πραγματοποιήθηκαν τα προβλεπόμενα ρήγματα στα εχθρικά συρματοπλέγματα. Το ηθικό και η γενναιότητα των αντρών προκάλεσαν το θαυμασμό των Συμμάχων και εξασφάλισαν την εμπιστοσύνη τους.

Ο Αρχιστράτηγος των συμμαχικών δυνάμεων Γκυγιωμά στην υπ’ αριθμόν 71 διαταγή του τόνιζε σχετικά:

¨Χάρις εις την απαράμιλλον ανδρείαν του και την υπέροχον αυτού ορμητικότητα, το Ελληνικόν πεζικόν του Στρατηγού Ζυμβρακάκη εν στενώ συνδέσμω μετά του πυροβολικού και της αεροπορίας άτινα, παρά τας δυσμενείς καιρικάς συνθήκας, επέτυχον να εκτελέσωσιν απάσας τας αποστολάς αυτών, υπερενίκησεν άπαντα τα εφ’ ενός των πλέον ανωμάλων εδαφών συσσωρευόμενα εμπόδια και επέτυχε την διά περιλάμπρου ενεργείας κατάληψιν των Βουλγαρικών θέσεων, επί μετώπου 12 χιλιομέτρων, συλλαβόν πλέον των 1.700 αιχμαλώτων και κυριεύσαν σημαντικόν υλικόν.¨
Επιπλέον, ο Αρχιστράτηγος εξέφρασε τα συγχαρητήρια του με ειδική διαταγή προς τη Μεραρχία Αρχιπελάγους, η οποία είχε και το βάρος της κυρίας επιθέσεως.
Η απήχηση της νίκης αυτής ήταν πολύ μεγάλη σε όλη την Ελλάδα. Οι Έλληνες λησμόνησαν προσωρινά τα πολιτικά τους πάθη και γέμισαν από εθνική υπερηφάνεια. Το φρόνημα στις μονάδες εξυψώθηκε και οι άντρες με αδημονία και υπερηφάνεια ανέμεναν να αναμετρηθούν με τον εχθρό και να δοξάσουν για μία ακόμη φορά τα ελληνικά όπλα, όπως είχαν πράξει και κατά τις ένδοξες ημέρες των νικηφόρων Βαλκανικών Πολέμων 1912-1913.


ΠΗΓΗ http://www.istorikathemata.com

Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2014

ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ: Ο ΤΟΡΠΙΛΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΑΤΜΟΠΛΟΙΟΥ "ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ"




Απόσπασμα από το βιβλίο του Νίκου Πηγαδά ΕΘΕΛΟΝΤΕΣ ΣΤΑ ΚΟΝΒΟΪ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ (Οι Έλληνες ναυτικοί στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο)


       Τετάρτη 4 Οκτωβρίου 1939. Μόλις 34 ημέρες μετά την έκρηξη του πολέμου. Η ώρα είναι 5:30 το απόγευμα όταν, στο απόμερο ιρλανδικό λιμανάκι Βέντρι, κοντά στο ψαροχώρι Μπάλιμορ, διαδραματίζονται απίστευτες σκηνές. Συγκεκριμένα, ένα γερμανικό υποβρύχιο εν αναδ΄ύσει πλησιάζει πολύ κοντα στην ακτή. Ακινητοποιείται και, με μια φουσκωτή λέμβο, αρχίζει να αποβιβάζει, ανά δύο κάθε φορά, κάποιους ταλαιπωρημένους άνδρες, 28 συνολικά. Οι πρώτοι Ιρλανδοί, που υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες και δεν πίστευαν στα μάτιατους για τα όσα έβλεπαν, ήσαν ο 11χρονος Τζίμι Φέντον, ο γεωργός Σον Κλίρι και ο τελωνειακός Ρούνεϊ. Κωπηλάτης στη λέμβο ήταν ο Walter Kalabuch μέλος του πληρώματος του U35. Η λέμβος πραγματοποίησε δεκατέσσερις φορές το δρομολόγιο από το υποβρύχιο στην ακτή και αντίστροφα, αρκετοί κάτοικοι της περιοχής πρόλαβαν κάποιες από τις τελευταίες φάσεις του πρωτοφανούς περιστατικού. Η αρχική τους κατάπληξη για την εμφάνιση του Γερμανικού υποβρυχίου στο στόμα του λύκου - παρότι η Ιρλανδία ήταν τότε ουδέτερη - μετατράπηκε σε συμπάθεια, αν όχι σε θαυμασμό, όταν:
   Ένας από τους 28 απρόσκλητους επισκέπτες αφήγήθηκε μια ιστορία σαν παραμύθι. Τους είπε, δηλαδή, ότι ήταν ο Πανάγος Πατέρας πλοίαρχος του "Διαμαντής" ενός ελληνικού πλοίου που τορπιλλίστηκε και βυθίστηκε την προηγουμένη από ένα υποβρύχιο.
    "Βρισκόμαστε περίπου 60 μίλια από το Λαντς Εστ (περιοχή της νοτιοδυτικής Αγγλίας), ενώ επικρατούσε θαλασσοταραχή. Ξαφνικά το υποβρύχιο αναδύθηκε και μας έκανε σινιάλο να σταματήσουμε, το οποίο και κάναμε, γιατί ήξερα τι μας περίμενε αν δεν υπακούαμε. Ρίξαμε μια βάρκα και με δυσκολία κατάφερα να επιβιβαστώ στο υποβρύχιο μαζί με όλα τα χαρτιά μου. Ο κυβερνήτης του υποβρυχίου, σε άπταιστα αγγλικά, μου είπε πως σκόπευε να βυθίσει το πλοίο και πως έπρεπε τα μέλη του πληρώματος να μπουν αμέσως στις σωσίβιες λέμβους. Το πλήρωμά μου υπάκουσε αλλά ήταν φανερό ότι οι βάρκες μας δεν θα άντεχαν σ' αυτή την κακοκαιρία. Προς μεγάλη μας ανακούφιση, ο κυβερνήτης αποφάσισε να επιβιβάσει όλο το πλήρωμά μας στο υποβρύχιο. Αφού επιβιβαστήκαμε όλοι, το υποβρύχιο αμέσως καταδύθηκε. Δεν μπορέσαμε να δούμε τίποτε, αλλά ακούσαμε εκρήξεις από τρεις τορπίλες, που χτύπησαν το πλοίο μας.
Το U35 επιστέφοντας από την πρώτη πολεμική περιπολία
Αργότερα, ο κυβερνήτης μας είπε, ότι το πλοίο βυθίστηκε μέσα σε λίγα λεπτά. Χάσαμε τα πάντα. Χαρτιά, χρήματα, τα πάντα χαμένα... Αργότερα ο κυβερνήτης μας είπε ότι είχε αναγκασθεί να καταδυθεί, γιατί φάνηκαν στον ορίζοντα βρετανικά αεροσκάφη.  Παραμείναμε εν καταδύσει για τρεις περίπου ώρες, πριν επιστρέψουμε στην επιφάνεια. Μας φρουρούσαν συνεχώς, αλλά μας φέρθηκαν πολύ ευγενικά. όλη την ώρα είχαμε την εντύπωση ότι το υποβρύχιο έπαιζε κρυφτό με τα βρετανικά πολεμικά αεροσκάφη και πλοία. Καταδυόμαστε και αναδυόμαστε σε τακτά χρονικά διαστήματα. Στις 28 ώρες (1:30 το μεσημέρι της 3ης Οκτωβρίου μέχρι τις 5:30 της επομένης) τρώγαμε όταν έτρωγε και το πλήρωμά του. Ήσαν αρκετά καλά γεύματα. Επίσης μας έδωσαν γερμανικά τσιγάρα. Κάποια στιγμή, ο κυβερνήτης μας είπε ότι βρισκόμαστε κοντά στις ακτές της Ιρλανδίας και ότι σκοπεύει να μας αποβιβάσει. Πλησιάσαμε περίπου εξήντα γιάρδες από την ακτή και μέλη του πληρώματος του 
Ο καπετάνιος και μέλη του πληρώματος μετά την περιπέτεια

υποβρυχίου μας μετέφεραν για αποβίβαση σε μια "φουσκωτή" βάρκα. όταν ήρθε η στιγμή να αποβιβαστώ, ο γερμανός κυβερνήτης μου έδωσε το χέρι, λέγοντας καλή τύχη. Όταν αποβιβαστήκαμε όλοι, στάθηκε στον πυργίσκο του υποβρυχίου και μας αποχαιρέτησε κουνώντας το χέρι του."
       Η αποβίβαση έγινε παρουσία 30 περίπου ντόπιων που ειδοποίησαν την πολιτοφυλακή. Το "Διαμαντής", ένα πλοίο 8000 τόννων και φορτίο σιδηρομετάλλευμα είχε προορισμό το Μπάροου - ιν - Φουρνές όταν συναντήθηκε με το U35.      
        Ο κυβερνήτης του U35 Βέρνερ Λοτ (Werner Lott)
Ο κυβερνήτης του U35 Werner Lott (1907-1997)
διακινδύνευσε τα πάντα, ο ίδιος και το πλήρωμά του, για να σώσουν 28 Έλληνες. Παρόμοιο περιστατικό, δηλαδή υποβρύχιο να φιλοξενεί, παρά τις πάγιες διαταγές και κανονισμούς του γερμανικού ναυαρχείου, τους ναυαγούς του πλοίου που το ίδιο βύθισε, δεν πρέπει να σημειώθηκε σε όλη τη διάρκεια του εξαετούς πολέμου. Κατάπληξη επίσης προκαλεί το πώς ένα υποβρύχιο, που δεν είναι δα και υπερωκεάνιο, επανδρωμένο με 43 άτομα , κατάφερε να φιλοξενήσει άλλα 28. Σε τελευταία ανάλυση, τούτη η έκρηξη ανθρωπιάς του κυβερνήτη Λοτ ήταν ένα φωτεινό μετέωρο για εκείνα τα μαύρα χρόνια του παγκόσμιου μακελειού.
Το πλήρωμα του U35 (Κίελο 1937)

       Ο Λοτ δέχθηκε αυστηρές επιπλήξεις από τους προϊσταμένους του, επειδή έθεσε σε κίνδυνο τόσο το υποβρύχιο όσο και το πλήρωμά του. Επιπλέον επειδή παραβίασε την ουδετερότητα της Ιρλανδίας. Το Δεκέμβριο του 1939 το U35 βυθίστηκε από αγγλικά αντιτορπιλικά και ο Λοτ με το πλήρωμά του πέρασαν το υπόλοιπο του πολέμου στην αιχμαλωσία.
        Αλγεινή εντύπωση προκάλεσε η αντίθεση της μεταπολεμικής γερμανικής κυβέρνησης στη βράβευση του Λοτ από την Ελλάδα. Προφανώς, ο Λοτ ήταν ένας στιγματισμένος Γερμανός στα μάτια κάποιων συμπατριωτών του, επειδή έδειξε σπάνια ευαισθησία απέναντι σε 28 ανθρώπους που πνίγονταν.

                                          ΤΟ ΠΛΗΡΩΜΑ ΤΟΥ "ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ"          

  Panagos Pateras (Πανάγος Πατέρας), Master.
Zannis Lemos (Ζαννής Λεμός), Chief Officer.
Petros Pontikos (Πέτρος Ποντικός), Second Officer.
Damianos Tsigaris (Δαμιανός Τσίγαρης), Deck Cadet
Constantinos Valasis (Κωνσταντίνος Βαλάσης), Radio Officer
Constantinos Monselas (Κωνσταντίνος Μονσελάς), Chief Engineer
Petros Pontikos (Πέτρος Ποντικός), Second Engineer.
Nicolaos Galinos (Νικόλαος Γαληνός), Third Engineer
Nicolaos Psarelis (Νικόλαος Ψαρέλης), Third Engineer.
Diamantis Pontikos (Διαμαντής Ποντικός), Boatswain / Bosun.
Panagiotis Syrichis (Παναγιώτης Συρίκ), Steward
Georgios Pontikos (Γεώργιος Ποντικός), Cook.
Antonios Spyrou (Αντώνιος Σπύρου), Donkey / Dockman
Themistoklis Tsarnas (Θεμιστοκλής Τσαρνάς), Able Seaman.
Pantelis Kypreos (Παντελής Κυπραίος), Able Seaman
Nicolaos Karvelis (Νικόλαος Καρβέλης), Able Seaman
Ioannis Zagorianos (Ιωάννης Ζαγοριανός), Able Seaman
Dimitrios Dimopoulos (Δημήτριος Δημόπουλος), Able Seaman
Michail Loizos (Μιχαήλ Λοΐζος), Able Seaman
Michail Fotinos (Μιχαήλ Φωτεινός), Deck Boy
Theodoros Matrozos (Θεόδωρος Ματρόζος), Fireman
Nicolaos Karagiozis (Νικόλαος Καραγκιόζης), Fireman
Georgios Koutsouras (Γεώργιος Κουτσουράς), Fireman
Georgios Markakis (Γιώργος Μαρκάκης), Fireman
Ioannis Stamboulis (Ιωάννης Σταμπουλής), Fireman.
Nicolaos Goumanis (Νικόλαος Γουμάνης), Collier
Michail Romspoglou (Μιχαήλ Ρομσπόγλου), Collier
Dimitrios Kapiris (Δημήτριος Καπίρης), Collier.
 



Το ατμόπλοιο ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

                                Η  ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΟΥ  "ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ"
general
nationality greek
purpose transport
type cargo ship
propulsion steam
date built 1917
status


details
weight (tons) 4990  grt
dimensions 121.9 x 16 x 8.5 m
engine 3 cyl. triple expansion engine, single shaft, 1 screw, 3115 nrt
power 476  n.h.p.
speed 11  knots
yard no. 239
IMO/Off. no. 137266
call sign
SVBZ  
SVBZ
about the loss
cause lost torpedo
date lost 03/10/1939  [dd/mm/yyyy]
casualties 0
about people
builder
Bartram & Sons Ltd., Sunderland
engine by
Dickinson, John & Sons, Sunderland
last owner
[1]Pateras D. J. & Sons - Diamantis J. Pateras

SS Diamantis [+1939]

period 1934 ~ 1939

IMO/Off. no.: 137266

call sign: 
SVBZ
prev. owners
[2]Furness Withy & Co. Ltd. (Neptune Steam Nav. Co., Norfolk & North American Steam Shipping Co., Hessler Shipping Co.), London

SS Korean Prince

period 1918 ~ 1934
[3]Common Bros. Ltd. - Hindustan S. S. Co. Ltd., Newcastle-Upon-Tyne

SS Hindustan

period 1917 ~ 1918
captain Pateras, Panagos
no. of crew 28



 Το U35 ήταν ένα υποβρύχιο κλάσης VIIA. Ναυπηγήθηκε από τα ναυπηγεία  F. Krupp Germaniawerft AG του Κιέλου.
Η παραγγελία δόθηκε 25/3/35. Η τρόπιδα τέθηκε 2/3/36. Καθελκύσθηκε 29/9/36. Σε υπηρεσία από τις 14/10/36.
Βυθίστηκε στις 29/11/39 κοντά στις ακτές της Νορβηγίας.
Το U35 βυθίζεται έχοντας εγκαταληφθεί από το πλήρωμά του
 ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ VIIC (ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ VIIA KAI VIIB)

General characteristics (Type VIIC)
Displacement: 769 tonnes (757 long tons) surfaced
871 t (857 long tons) submerged[2]
Length: 67.1 m (220 ft 2 in) o/a[1]<
50.5 m (165 ft 8 in) pressure hull[1]
Beam: 6.2 m (20 ft 4 in) (o/a)[1]
4.7 m (15 ft 5 in) (pressure hull)[1]
Height: 9.60 m (31 ft 6 in)[1]
Draft: 4.74 m (15 ft 7 in)[1]
Propulsion: 2 × supercharged 6-cylinder 4-stroke diesel engines totalling 2,800–3,200 hp (2,100–2,400 kW). Max rpm: 470-490[1]
Speed: 17.7 knots (32.8 km/h; 20.4 mph) surfaced[1]
7.6 knots (14.1 km/h; 8.7 mph) submerged[1]
Range: 8,500 nautical miles (15,700 km; 9,800 mi) at 10 kn (19 km/h) surfaced[1]
80 nautical miles (150 km; 92 mi) at 4 knots (7.4 km/h; 4.6 mph) submerged[1]
Test depth: 230 m (750 ft)[1]
Calculated crush depth: 250–295 m (820–968 ft)[1]
Complement: 44-52 officers & ratings[1]
Armament: 5 × 53.3 cm (21 in) torpedo tubes (4 bow, 1 stern)[1]
14 × torpedoes or 26 TMA or 39 TMB mines
1 × 8.8 cm SK C/35 naval gun[3] with 220 rounds
Various antiaircraft weaponry


Ολοκληρώθηκαν 703 σκάφη αυτού του τύπου VII







ΠΗΓΗ: ΝΙΚΟΥ ΠΗΓΑΔΑ, ΕΘΕΛΟΝΤΕΣ ΣΤΑ ΚΟΝΒΟΪ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΟΝΤΙΚΙ               http://www.u-35.com
             http://www.wrecksite.eu
http://en.wikipedia.org/wiki/German_Type_VII_submarine

Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2014

ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΑΡΤΑΣ



 
Είναι το πιο αντιπροσωπευτικό δείγμα της σημαντικής μεσαιωνικής ιστορίας της Άρτας. Ο λοφίσκος στον οποίο είναι κτισμένο, θεωρήθηκε στρατηγική θέση κι απ' τους αρχαίους Αμβρακιώτες, γι' αυτό εκτός απ' το φρούριο της ακρόπολης που είχαν στο λόφο Περάνθη, περιέβαλαν και την κάτω πόλη με τείχος που περνούσε παρόχθια στη βόρεια καμπή του Αράχθου. Το κάτω μέρος αυτού του τείχους σώζεται στην ανατολική και βόρεια πλευρά του κάστρου και οι κολοσσιαίοι λαξευμένοι λίθοι του προκαλούν το θαυμασμό. Πάνω στα θεμέλια και σε τμήμα της ανωδομής αυτού του αρχαίου τείχους της Αμβρακίας υψώθηκε το νεότερο κάστρο στα χρόνια του Δεσποτάτου της Ηπείρου

Ιστορία

Το κάστρο είναι χαρακτηριστικό δείγμα βυζαντινής οχυρωματικής τέχνης και χτίστηκε τον 13ο αιώνα από τους Κομνηνούς, τους άρχοντες του Δεσποτάτου της Ηπείρου, για να ενισχύσουν την αμυντική ικανότητα της πρωτεύουσάς τους. Στο βορειοανατολικό του τμήμα είναι χτισμένο πάνω στα στιβαρά τείχη της αρχαίας Αμβρακίας που έχουν μεγαλώσει σε ύψος και έχουν ενισχυθεί με οχυρούς πύργους σύμφωνα με τα μεσαιωνικά πρότυπα.

Κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας το κάστρο έχασε τη σημασία του γι' αυτό δεν του έγιναν ιδιαίτερες επεμβάσεις και προσθήκες. Για μεγάλο χρονικό διάστημα χρησιμοποιήθηκε ως φυλακή. Σε αυτό φυλακίστηκε μάλιστα ένας από τους ήρωες της επανάστασης, ο στρατηγός Μακρυγιάννης.
Σύμφωνα με τις περιγραφές περιηγητών, έξω από το κάστρο - στο χώρο που απλώνεται μπροστά απ' την κύρια είσοδό του - υπήρχε απ' τα βυζαντινά χρόνια και εξακολουθούσε να λειτουργεί στα χρόνια της τουρκοκρατίας αγορά - το "Εμπόριο" κατά το χρονικό των Tocco - γι' αυτό και η περιοχή προσέλκυσε από νωρίς (12ο αιώνας) Εβραίους, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν εκεί, έδωσαν το όνομα στη συνοικία - Εβραίικα - και η συναγωγή τους υπήρχε και λειτουργούσε στο χώρο αυτό ως τον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο.
Στο επίσης εντυπωσιακό εσωτερικό του κάστρου είχε χτιστεί παλιότερα ξενοδοχείο Ξενία, που σήμερα είναι ερειπωμένο σε χειρότερη κατάσταση από το Κάστρο. Κάθε καλοκαίρι το Κάστρο της Άρτας φιλοξενεί διάφορες πολιτιστικές εκδηλώσεις.


Δομικά, Αρχιτεκτονικά, Οχυρωματικά Στοιχεία

Αποτελείται από 3 μέρη: 1) το κυρίως φρούριο 2) δύο μικρά εξωτερικά περιτειχίσματα κτισμένα σε χαμηλότερο επίπεδο - απ' τα οποία το δυτικό είναι ενισχυτικό του κυρίως φρουρίου και εκτείνεται από την κεντρική πύλη ως τον πύργο του Ρολογιού, ενώ το βόρειο, πνιγμένο σήμερα απ' τα σπίτια της συνοικίας των Ταμπακιάδων, προστάτευε την κρυφή βόρεια πύλη του κάστρου - και 3) το εσωτερικό οχυρό ή Ακρόπολη που βρίσκεται στα αριστερά της κεντρικής πύλης, και για το οποίο θα γίνει ιδιαίτερος λόγος. Το σχήμα του κάστρου είναι ακανόνιστο πολύγωνο (μεγίστου μήκους 280μ. και πλάτους 175μ.) το οποίο διακόπτεται ανά 25μ. από ημικυκλικούς, τριγωνικούς ή πολυγωνικούς πύργους. Μόνο στο ανατολικό τμήμα που στηρίζεται πάνω στο αρχαίο τείχος, δεν υπάρχουν πύργοι. Απ' αυτούς μερικοί, στη δυτική και νότια πλευρά, δεν είναι βυζαντινοί αλλά πολύ μεταγενέστεροι, όπως δείχνει η τεχνική της κατασκευής τους. Δηλαδή, είναι κατασκευασμένοι με διαφορετικά υλικά, έχουν σχήμα τριγωνικό ή πολυγωνικό, λείπουν παντελώς οι πλίνθοι και έχουν στο πάνω μέρος μεγάλα παραθυροειδή
ανοίγματα που προορίζονταν για την τοποθέτηση τηλεβόλων. Τέτοια τεχνική συναντάμε σε ενετικά κάστρα, γι' αυτό θεωρείται πιθανότατο οι Τούρκοι να κάλεσαν Ενετούς μηχανικούς για την ενίσχυση του φρουρίου. Το πάχος του τείχους είναι 2,50 μέτρα, το δε ύψος του φτάνει τα 10 μέτρα και στέφεται από επάλξεις, πίσω απ' τις οποίες υπάρχει ο περίδρομος για τους πολεμιστές. Η τοιχοδομή του είναι απλή, με ακανόνιστα λαξευμένες μικρές πέτρες και παρεμβολή πλίνθων, αόρατων στο μεγαλύτερο μέρος του τείχους, επειδή καλύφθηκαν από μεταγενέστερο κονίαμα. Ιδιαίτερα καλή ισόδομη πλινθοπερίβλητη βυζαντινή τοιχοποιία εμφανίζεται στο πάνω τμήμα της δυτικής πλευράς του κάστρου, καθώς και στην ανατολική πλευρά του εσωτερικού οχυρού, όπου υπάρχει και πλίθινη διακόσμηση.

Το σημερινό λοιπόν μνημείο σχηματίστηκε σε τρεις περιόδους: Πάνω στα απομεινάρια του αρχαίου τείχους (5ος - 4ος π.χ. αιώνας) κτίστηκε κατά τη βυζαντινή εποχή (13ος αιώνας) το νεότερο κάστρο, το οποίο 100 χρόνια αργότερα επισκευάστηκε και στην περίοδο της τουρκοκρατίας (18ος αιώνας) με τις βελτιώσεις και προσθήκες που έγιναν, πήρε την τελική του μορφή. Το κάστρο υπήρξε το διοικητικό και στρατιωτικό κέντρο της πόλης και ολόκληρου του Δεσποτάτου.

Ο πανύψηλος πύργος του ρολογιού μπροστά απ' το κάστρο κτίστηκε στα χρόνια της Τουρκοκρατίας (1875) με πολύ ευαισθησία, ώστε να φαντάζει ως φυσική προέκταση του τείχους.


ΠΗΓΗ: http://www.kastra.eu

Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2014

ΟΙ ΙΤΑΛΙΚΕΣ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΠΡΙΝ ΤΗΝ 28Η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940

1940 
Ιωάννης Σ. Θεοδωράτος
Δημοσιογράφος – Αμυντικός Αναλυτής

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Στρατοί και Τακτικές,
 τ. 5, σελ. 32, Αύγουστος 2010, Αιγίς Εκδοτική.



Πριν από τον τορπιλισμό του ευδρόμου «Έλλη» στην Τήνο στις 15 Αυγούστου 1940, η Ιταλία είχε πραγματοποιήσει σειρά σοβαρών προκλήσεων κατά της Ελλάδας, οι οποίες ήσαν κανονικές επιθέσεις κατά των πλοίων του τότε Ελληνικού Βασιλικού Ναυτικού (ΒΝ). Με τη συμπλήρωση 70 ετών από την επέτειο της βύθισης της «Ελλης» παρουσιάζουμε μέσα από τα επίσημα αρχεία του ΒΝ όλες τις άγνωστες πτυχές των ιταλικών προκλήσεων, από τις οποίες από καθαρή τύχη δεν προξένησαν υλικές ζημιές ή θύματα.
  Όταν η Ιταλία κατέλαβε την Αλβανία (7-12 Απριλίου 1939) η τότε ηγεσία του Βασιλικού Ναυτικού (ΒΝ) θεώρησε σκόπιμο να λάβει έγκαιρα μέτρα. Σύμφωνα με τα επίσημα αρχεία της Υπηρεσίας Ιστορίας του Πολεμικού Ναυτικού οι Έλληνες επιτελείς είχαν αντιληφθεί εγκαίρως ότι η Ιταλία που κατείχε τα Δωδεκάνησα και είχε συγκροτήσει ισχυρό πολεμικό στόλο, σύντομα θα κινείτο κατά της χώρας μας. Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά μετά την λήξη του Β΄ΠΠ ο αντιναύαρχος Ι. Καββαδίας (τότε Αρχηγός Στόλου κατά την περίοδο 1939-1942, ο οποίος έφερε τον βαθμό του υποναυάρχου) είχαν ήδη ληφθεί μέτρα από την περίοδο 1937-38 με στόχο την αστυνόμευση των ελληνικών θαλασσών, λόγω των διαφόρων υποστηρικτών των αντιμαχομένων μερίδων στο πλαίσιο του Ισπανικού Εμφυλίου. Τα σύννεφα του πολέμου πλήθυναν και οι αξιωματικοί του ΒΝ ενεργώντας σύμφωνα με την έγγραφη προειδοποίηση του πρωθυπουργού Ιωάννη Μεταξά (παράγραφος 52), ξεκίνησε ο καθένας να προπαρασκευάζει την υπηρεσία του για πόλεμο. Το 1938 η στάση της Ρώμης ήταν πια απειλητική, ενώ οι Ιταλικές Ένοπλες Δυνάμεις πραγματοποιούσαν μικρές αρχικά προκλήσεις, στις οποίες περιλαμβανόταν η υπέρπτηση αεροσκαφών από ελληνικά εδάφη (νησιά, ξηρά) σε συνδυασμό με την ανίχνευση και κατασκόπευση των παράκτιων οχυρώσεων, των ορμητηρίων του στόλου με επίκεντρο τον Ναύσταθμο Σαλαμίνας. Πολλά πρόσωπα διαφόρων εθνικοτήτων χρησιμοποιήθηκαν σε αυτές τις αποστολές και μάλιστα ένας εξ αυτών ήταν Ιάπωνας! Όλοι σχεδόν συνελήφθηκαν από την πανταχού παρούσα ασφάλεια του ναυστάθμου (μαζί και ο ιαπωνικής καταγωγής κατάσκοπος). Το σοβαρότερο επεισόδιο έλαβε χώρα τον Χειμώνα του 1937 όταν κρατήθηκε από τις αρχές για κατασκοπεία ο γραμματέας της ιταλικής πρεσβείας στην Αθήνα, ο οποίος τραβούσε φωτογραφίες των πλοίων και των εγκαταστάσεων για τουριστικούς (!) λόγους. Με παρέμβαση του Ι. Μεταξά το επεισόδιο θεωρήθηκε λήξαν και οι Ιταλοί προειδοποιήθηκαν να μη συνεχίσουν ανάλογες δραστηριότητες.
   Τη Μεγάλη Παρασκευή του 1939 ιταλικά στρατεύματα αποβιβάστηκαν στην Αλβανία, παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις του Μπενίτο Μουσολίνι. Το ΒΝ ήταν έτοιμο να αντιμετωπίσει με ψυχραιμία και αποφασιστικότητα οποιαδήποτε επιθετική ενέργεια της Ρώμης κατά της ελληνικής κυριαρχίας, ακόμη και κατά τη διάρκεια του Πάσχα. Αναφέρει δε χαρακτηριστικά ο Καββαδίας ότι όταν πληροφορήθηκε ο στόλος για τα γεγονότα στην Αλβανία, κατά τη διάρκεια περιφοράς του Επιταφίου, πραγματοποιήθηκαν αθόρυβα σειρά κινήσεων: «… και χωρίς να διακοπεί η τελετή, εκτελέσθηκαν πάντα τα αναγκαία, ταχύτατα και το τέλος αυτής βρήκε τα αντιαεροπορικά πυροβολεία επανδρωμένα, τα βοηθητικά υπ΄ ατμόν και τις περιπολίες εντός της περιοχής από θάλασσα και από ξηρά, γιατί από τότε είχαμε σκεφθεί και φοβούμεθα αλεξιπτωτιστές. Ανάλογα μέτρα είχαν ληφθεί και οι λοιπές ναυτικές υπηρεσίες, το δε λαμπρό ηθικό του Ναυτικού φάνηκε έκτοτε από τις αθρόες και αυθόρμητες επιστροφές των αδειούχων του Πάσχα».
  Παρά τις ιταλικές διαβεβαιώσεις περί σεβασμού της ελληνικής ουδετερότητας όλα τα επίπεδα διοίκησης (πολιτικά και στρατιωτικά) ανέμεναν την εκδήλωση πολέμου. Ο Ι. Μεταξάς διέταξε μάλιστα τη φρουρά της Κέρκυρας, σε περίπτωση επίθεσης, να αντισταθεί μέχρις εσχάτων. Επίσης, θα αποστέλλονταν δύο αντιτορπιλικά με εντολή να επιτεθούν κατά του Ιταλικού Στόλου, γνωρίζοντας ότι αυτό πρακτικά δεν θα είχε κάποιο αποτέλεσμα αλλά θα γινόταν «για την τιμή των όπλων». Ήταν πλέον σαφές ότι ο εχθρός θα αποφάσιζε μόνο το χρόνο της επίθεσης, καθότι ο τόπος είχε καθορισθεί και ήταν η Αλβανία. Οι Ιταλοί κατασκεύασαν τον Ιούνιο του 1940 μια νέα πρόκληση με στόχο την προσβολή της αξιοπιστίας της χώρας. Κατηγόρησαν την ελληνική πλευρά ότι ήταν υπεύθυνη για τη δολοφονία του Νταούτ Χότζα, το πτώμα του οποίου βρέθηκε στην Αλβανία και αποδόθηκε στη δράση μυστικών πρακτόρων της Αθήνας. Επρόκειτο για προβοκάτσια η οποία χρησιμοποιήθηκε ως δικαιολογία για τον εξοπλισμό αλβανικών παραστρατιωτικών δυνάμεων με σκοπό την δήθεν αντιμετώπισης πιθανής ελληνικής εισβολής.

Οι προκλήσεις τον Ιούλιο του 1940 σε Ελλάδα και Μέση Ανατολή

 Οι Ιταλικές Ένοπλες Δυνάμεις σχεδίαζαν προσεκτικά τα επόμενα βήματα σε επίπεδο προκλήσεων στοχεύοντας στην εκτέλεση μεθοδευμένων πράξεων με αντικειμενικό σκοπό την εκδήλωση θερμής ελληνικής αντίδρασης. Στις 3 Ιουνίου 1940 κατέπλευσε στη Μήλο στολίσκος βοηθητικών του Ιταλικού Στόλου, όπου ήδη ναυλοχούσε μοίρα αντιτορπιλικών του ΒΝ, υπό τη διοίκηση του Αρχηγού Στόλου υποναυάρχου Ι. Καββαδία. Επρόκειτο για το αλιευτικό Girene, μια φορτηγίδα, δύο ρυμουλκούμενα και ένα πλοίο με γερανό υπό τη διοίκηση Ιταλού υποπλοιάρχου. Τα πλοία είχαν αποπλεύσει από το λιμάνι του Τάραντα με προορισμό τη Λέρο, αλλά επειδή ξέσπασε καταιγίδα αναγκάστηκαν να ζητήσουν καταφύγιο στη Μήλο. Την επομένη ημέρα ο στολίσκος απέπλευσε και επανήλθε μετά από έξι ημέρες, όπου παρέμεινε στο νησί για λίγες ώρες. Το συμβάν αποδεικνύει τη στάση των ελληνικών αρχών, οι οποίες ουδέποτε δημιούργησαν πρόβλημα ή θέλησαν να προκαλέσουν τους Ιταλούς, σε αντίθεση με την πολιτική της Ρώμης. Όμως όπως θα αποδειχθεί στη συνέχεια, οι Ιταλοί «αναγνώρισαν» τα τέσσερα αντιτορπιλικά τύπου Dardo που ναυλοχούσαν στον Αδάμαντα της Μήλου ως βρετανικά, παρότι από την 1η Ιουνίου η ιταλική κυβέρνηση είχε ειδοποιηθεί επίσημα! Εκτός αυτού σε καθημερινή βάση ιταλική αεράκατος εκτελούσε δύο διελεύσεις προκειμένου να ελέγχει την παρουσία των πολεμικών πλοίων. Το πιο πασιφανές στοιχείο προερχόταν από τον διοικητή του ιταλικού στολίσκου, ο οποίος είχε τελέσει πλοηγός στα ναυπηγεία Οντέρνο-Τέρνι και γνώριζε άριστα τα ιταλικής κατασκευής αντιτορπιλικά τύπου Dardo του ΒΝ που ναυλοχούσαν εκεί.
Και ενώ τα γεγονότα στην Ευρώπη εξελίσσονταν με ταχύτατο ρυθμό, μετά από την επιτυχή γερμανική εισβολή σε Βέλγιο, Ολλανδία, Γαλλία και Δανία, με παράλληλη επικράτηση κατά των συμμάχων στη Νορβηγία, η Ιταλία εξήλθε στον πόλεμο στο πλευρό της Γερμανίας. Στις 10 Ιουνίου ο Μουσολίνι κήρυξε τον πόλεμο κατά της ψυχορραγούσας Γαλλίας και της Βρετανίας, εκτιμώντας ότι το τέλος του πολέμου στην Ευρώπη ήταν κοντά. Η απρόσμενη επιτυχία του γερμανικού Blitzkrieg ενισχύει τις γεωπολιτικές φαντασιώσεις της Ιταλίας. Η Ρώμη εκτιμά ότι σύντομα η Ανατολική Μεσόγειος θα περάσει στη σφαίρα επιρροής της. Μοναδικό εμπόδιο αποτελεί η Ελλάδα και τα υπό βρετανική κατοχή νησιά Κύπρος και Μάλτα. Βασικός στόχος της αυτοκρατορικής νεορωμαϊκής διπλωματικής πολιτικής ορίζεται η απόδειξη της «μυστικής» ελληνοβρετανικής στρατιωτικής συνεργασίας. Στις 18 Ιουνίου του 1940 η Αθήνα κατηγορείται ότι επέτρεψε την παραμονή στην Κρήτη βρετανικών πολεμικών πλοίων, πάνω από το προβλεπόμενο εικοσιτετράωρο. Το ιταλικό Υπουργείο των Εξωτερικών γνώριζε ωστόσο από την πρεσβεία στην Αθήνα ότι ουδέποτε έλαβε χώρα τέτοιο συμβάν. Ο γενικός πρόξενος της Ιταλίας διέψευσε κατηγορηματικά τη χονδροειδέστατη ψευδή πληροφορία. Οι αναφορές προήλθαν από ιταλικά αναγνωριστικά αεροσκάφη, τα οποία είτε σκοπίμως είτε λόγω αγνοίας δεν μπορούσαν να διακρίνουν τα ελληνικά αντιτορπιλικά κλάσης Greyhound από τα αντίστοιχα βρετανικά. Η σκυτάλη των προκλήσεων είχε στο μεταξύ περάσει στα χέρια του Υπουργείου Λαϊκής Επιμόρφωσης. Οι ιταλικές εφημερίδες ξεκίνησαν τη δημοσίευση εμπρηστικών ανθελληνικών άρθρων, ενώ το πλήθος γοητευόταν από τους νέους χάρτες οι οποίοι παρουσίαζαν τη νέα ρωμαϊκή αυτοκρατορία, στις κτήσεις της οποίας περιλαμβάνονταν η Κέρκυρα, η Κρήτη και η Κύπρος! Στις 24 Ιουνίου η Γαλλία παραδόθηκε στο Γ΄ Ράιχ και στην Ιταλία, η οποία αποκόμισε περιορισμένα εδαφικά κέρδη μεταξύ των δύο χωρών. Η Βρετανία απέμεινε μόνη να συνεχίσει τον πόλεμο, ενώ ήταν πλέον πρόδηλο ότι επέκειτο ιταλικό «θερμό επεισόδιο», ως προπομπός του αναμενόμενου πολέμου.
  Ο τότε Α/ΓΕΝ υποναύαρχος Α. Σακελαρίου (1938-1941) ενημερωνόταν τακτικά από τους επιτελείς του για τις κινήσεις του Ιταλικού Στόλου. Η πρώτη πραγματικά θερμή πρόκληση εκδηλώθηκε στις 12 Ιουλίου και αφορούσε στην επίθεση ιταλικών αεροσκαφών κατά του βοηθητικού ναρκοβόλου-πλοίου φάρων «Ωρίων», το οποίο ανεφοδίαζε το φάρο της Γραμβούσας. Συγκεκριμένα τις πρωινές ώρες σμήνος τριών αεροσκαφών προσέβαλλε ανεπιτυχώς με βόμβες την περιοχή που βρισκόταν το πλοίο «Ωρίων», χωρίς ευτυχώς να προκληθούν άλλες ζημιές ή θύματα. Η επίθεση γνωστοποιήθηκε μέσω ραδιογραφήματος, με συνέπεια να διαταχθεί ο απόπλους του αντιτορπιλικού κλάσης Dardo «Ύδρα» (D97), το οποίο εκτελούσε χρέη πλοίου σκοπούντος, προς τη Γραμβούσα. Όταν το πλοίο έφθασε στην περιοχή (στις 10 το πρωί), δέχθηκε επίθεση από σμήνος ιταλικών αεροσκαφών, τα οποία πραγματοποίησαν δύο διελεύσεις ρίχνοντας βόμβες με στόχο τη βύθιση του «Ύδρα». Ο κυβερνήτης του αντιτορπιλικού αντιπλοίαρχος Πεζόπουλος αντιλήφθηκε εγκαίρως τις προθέσεις των αεροσκαφών και διέταξε βολή των αντιαεροπορικών, ενώ το πλοίο εκτέλεσε ελιγμούς αποφυγής βομβών. Τα ιταλικά αεροσκάφη δεν πέτυχαν το στόχο τους, ενώ κατά τη δεύτερη διέλευση το ελληνικό αντιτορπιλικό ήταν καλύτερα προετοιμασμένο, εκτελώντας εύστοχα αντιαεροπορικά πυρά, αναγκάζοντας έτσι τους Ιταλούς να σπάσουν τον σχηματισμό τους. Τα εχθρικά βομβαρδιστικά πετούσαν σε ύψος 500 μέτρων – σύμφωνα με την αναφορά του κυβερνήτη του «Ύδρα» -, γεγονός  το οποίο αμφισβητήθηκε από το Αρχηγείο Στόλου. Οι Έλληνες επιτελείς θεώρησαν ότι τα ιταλικά αεροσκάφη έπρεπε να πετούσαν σε μεγαλύτερο ύψος, συνεκτιμώντας ότι το πλήρωμα του πλοίου δεν μπόρεσε να αναγνωρίσει με σαφήνεια τον τύπο τους, καθώς και ότι οι βόμβες που ρίφθηκαν αστόχησαν. Στην αναφορά του ο Πεζόπουλος σημείωσε ότι κατά την εκτίμησή του ένα αεροσκάφος κτυπήθηκε στην πτέρυγα από τα αντιαεροπορικά, ενώ διατείνετο ότι ήταν μάρτυρας μεγάλου πίδακα νερού που σηκώθηκε σε μεγάλη απόσταση, όταν (κατά τη γνώμη του) το πληγέν βομβαρδιστικό συνετρίβη στην επιφάνεια της θάλασσας.
Οι επιτελείς του ΒΝ, εξετάζοντας όλα τα διαθέσιμα στοιχεία, θεώρησαν ότι κάτι τέτοιο δεν συνέβη και ότι ο πίδακας οφειλόταν στην ρίψη βόμβας σε μια προσπάθεια να ελαφρύνει το βάρος του αεροσκάφος. Μετά την επίθεση, το Αρχηγείο Στόλου ήταν έτοιμο να διατάξει τον απόπλου τριών πολεμικών, αλλά το Υπουργείο Ναυτικών παρενέβη αναστέλλοντας όλες τις προετοιμασίες. Για να συμβάλλει στην υποχώρηση της έντασης διέταξε την ανάκληση του «Ύδρα» και του «Ωρίων» τοποθετώντας μάλιστα στη θέση του κυβερνήτη μάχιμο αξιωματικό του ΒΝ. Ωστόσο, η ελληνική κυβέρνηση ζήτησε από τον Α/ΓΕΝ να καλέσει τους ναυτικούς ακολούθους για να τους ενημερώσει για το συμβάν. Ο Ιταλός ακόλουθος αρνήθηκε βέβαια ότι η χώρα του είχε οποιαδήποτε σχέση με την επίθεση, ανέφερε όμως ότι, σε αντίθεση με τη διεθνή νομιμότητα, ένα βρετανικό πετρελαιοφόρο ανεφοδιαζόταν στη Γραμβούσα. Με την τήρηση της συγκεκριμένης στάσης η Ιταλία συντηρούσε τη φημολογία περί παραβίασης της ουδετερότητας προς όφελος της Βρετανίας. Στις 3 Ιουλίου, εννέα ημέρες πριν από την επίθεση, ο κόμης Τσιάνο, γαμπρός του Μουσολίνι και υπουργός των Εξωτερικών της Ιταλίας, σημείωνε στο ημερολόγιό του ότι: «…βρετανικά πολεμικά, ίσως και αεροσκάφη βρίσκουν κατάλυμα και ανεφοδιάζονται στην Ελλάδα. Ο Μουσολίνι έχει εξαγριωθεί, αποφάσισε να δράσει». Η δυσπιστία από πλευράς των Ιταλών για την ελληνική ουδετερότητα προωθείτο σε όλα τα επίπεδα. Την ίδια ημέρα κάλεσε τον Έλληνα πρεσβευτή, στον οποίο απευθύνθηκε σε ιδιαίτερα έντονο και σκληρό ύφος λέγοντάς του ότι κατείχε στα χέρια του αποδείξεις πως η Αθήνα παρείχε στις βρετανικές ναυτικές και αεροπορικές δυνάμεις σειρά διευκολύνσεων, επιτρέποντας τη χρήση των χωρικών υδάτων για την πραγματοποίηση επιθέσεων κατά των ιταλικών ναυτικών δυνάμεων. Ο κόμης Τσιάνο στήριξε την επιθετική επιχειρηματολογία του σε έκθεση του ιταλικού Γενικού Επιτελείου Ναυτικού, βάσει της οποίας σημειωνόταν ότι:
α) στις 28 και 29 Ιουνίου πραγματοποιήθηκε κοινή επιχείρηση Ελλήνων και Βρετανών δυτικά των Επτανήσων με τη συμμετοχή αεροσκαφών και αντιτορπιλικών, με στόχο τη προσβολή δύο ιταλικών υποβρυχίων, εκ των οποίων το ένα μάλλον είχε βυθιστεί,
β) στις 30 Ιουνίου και 1 Ιουλίου εντοπίστηκαν τέσσερα βρετανικά αντιτορπιλικά να ναυλοχούν στη Μήλο. Ο Έλληνας πρέσβης αντέδρασε έντονα ζητώντας αποδείξεις περί των ιταλικών κατηγοριών, ενώ σημείωσε ότι στη Μήλο βρίσκονταν από τις αρχές Ιουνίου τέσσερα ελληνικά αντιτορπιλικά, ακριβώς για να τονίσουν και να περιφρουρήσουν την ελληνική ουδετερότητα. Η Αθήνα επιβεβαίωσε τους φόβους της ότι η Ρώμη επεδίωκε με κάθε τρόπο τη δημιουργία θερμού επεισοδίου και, προκειμένου να το πετύχει, δεν θα δίσταζε μπροστά σε τίποτα…

   Η πρόκληση ήταν πολύ σοβαρή και φανέρωσε την πρόθεση των Ιταλών να προξενήσουν απώλειες σε έμψυχο και άψυχο υλικό. Οι ελληνικές αρχές υπογράμμισαν επίσης ότι τα «άγνωστα» αεροσκάφη δεν έφεραν διακριτικά, συνεπώς επρόκειτο για μια καλοσχεδιασμένη ειδική επιχείρηση των Ιταλών με σκοπό να εμπλέξουν και τους Βρετανούς. Φυσικά, οποιαδήποτε υπόθεση βρετανικής εμπλοκής έπρεπε να απορριφθεί, δεδομένου ότι μόνον οι Ιταλοί διέθεταν το πλεονέκτημα αλλά και την επιχειρησιακή δυνατότητα χρησιμοποίησης αεροσκαφών, τα οποία απογειώθηκαν από βάσεις στα Δωδεκάνησα. Αυτό όμως που δεν γνώριζε η ελληνική κυβέρνηση ήταν ότι η Ιταλία μαζί με τη Γερμανία είχαν λάβει συγκεκριμένες αποφάσεις οι οποίες αν υλοποιούντο θα μετέβαλλαν το status quo της Μέσης Ανατολής, προς όφελός τους. Χρησιμοποιώντας ως ορμητήριο τη Δωδεκάνησο, τα ιταλικά βομβαρδιστικά σύντομα θα επιχειρούσαν κατά απομακρυσμένων βρετανικών στόχων στη Μέση Ανατολή. Στα μέσα Ιουλίου, λίγες ημέρες μετά την αποτυχημένη επίθεση κατά των ελληνικών πλοίων στη Γραμβούσα, ιταλικά βομβαρδιστικά προσέβαλλαν την Παλαιστίνη, το έδαφος της οποίας βρισκόταν υπό την Βρετανική Εντολή. Βομβαρδίστηκαν το Τελ Αβίβ και η Χάιφα και στη συνέχεια ακολούθησε η παράκτια πόλη Ακρ. Στις 29 Ιουλίου κυκλοφόρησε το περιοδικό Time, στο οποίο περιλαμβανόταν για πρώτη φορά η είδηση του βομβαρδισμού των παλαιστινιακών πόλεων από ιταλικά αεροσκάφη. Αντικειμενικός σκοπός της επιχείρησης ήταν ο τερματικός σταθμός του πετρελαιαγωγού, ο οποίος μετέφερε πετρέλαιο από την Μοσούλη στο Βόρειο Ιράκ, καθώς και το παρακείμενο διυλιστήριο.
Συνολικά μετείχαν 10 βομβαρδιστικά τα οποία επιχείρησαν από τα Δωδεκάνησα, πέταξαν νοτίως της Κύπρου και έρριψαν 50 περίπου βόμβες, αιφνιδιάζοντας την βρετανική αεράμυνα. Οι εγκαταστάσεις που επλήγησαν καίγονταν για ημέρες, σημείωνε το δημοσίευμα. Ο αιφνιδιασμός ήταν απόλυτος καθότι τα αεροσκάφη της RAF που στάθμευαν σε αεροδρόμιο κοντά στο όρος Κάρμηλος, δεν κατάφεραν ούτε καν να εντοπίσουν τα ιταλικά βομβαρδιστικά, που κτύπησαν αποφασιστικά και απομακρύνθηκαν ταχύτατα. Ο συντάκτης προσδιόρισε επίσης ότι η επιχείρηση είχε λάβει χώρα τουλάχιστον μια εβδομάδα νωρίτερα. Την επιτυχή προσβολή των πόλεων, σύμφωνα με το περιοδικό, δεν αρνήθηκαν οι Βρετανοί. Αξίζει να αναφερθεί ότι οι βομβαρδισμοί πόλεων στην Παλαιστίνη συνεχίστηκαν και τους επόμενους μήνες, ενώ στις 9 Σεπτεμβρίου μια επιδρομή κατά του Τελ Αβίβ προκάλεσε τον θάνατο 137 αμάχων.  
  Η αποτυχία των Ιταλών να βυθίσουν κάποιο ελληνικό πολεμικό πλοίο δεν τους πτόησε και στο τέλος Ιουλίου τέθηκε σε εφαρμογή νέα πρόκληση. Στις 16 Ιουλίου το πρωί τέσσερα υποβρύχια που βρίσκονταν στον όρμο της Ιτέας στον Κορινθιακό δέχτηκαν την επίθεση σμήνους βομβαρδιστικών προερχόμενων από τα Δωδεκάνησα. Τα πλοία αιφνιδιάστηκαν, αλλά όλες οι βόμβες αστόχησαν. Δέκα ημέρες αργότερα δέκα ιταλικά αεροσκάφη παραβίασαν τον ελληνικό εναέριο χώρο στην Ήπειρο πετώντας πάνω από το Μέτσοβο, Καλπάκι και το Χάνι Δελβινακίου.
Στις 30 Ιουλίου ναυλοχούσαν στον όρμο της Ναυπάκτου υπό τη διοίκηση του τότε Διοικητού Αντιτορπιλικών πλοιάρχου Μεζεβύρη τα αντιτορπιλικά «Βασιλεύς Γεώργιος» (D14), το οποίο χρησιμοποιήθηκε από την παραλαβή του ως έδρα της Διοίκησης Αντιτορπιλικών, και το «Βασίλισσα Όλγα» (D15), αμφότερα της κλάσης Greyhound, καθώς και δύο υποβρύχια. Με απόφαση της κυβέρνησης διατάχθηκε η λήψη μέτρων, βάσει των οποίων εκτός της αποστολής τεσσάρων αντιτορπιλικών στη Μήλο, δύο αντιτορπιλικά μαζί με δύο υποβρύχια θα στάθμευαν στη Ναύπακτο. Χωρίς προειδοποίηση, εμφανίστηκε στις 06.50 ένα αεροσκάφος, το οποίο αναγνωρίστηκε ως ιταλικό,
Το αντιτορπιλλικό ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΟΛΓΑ
πραγματοποιώντας πτήση πάνω από τον χώρο που βρίσκονταν τα τέσσερα πολεμικά του ΒΝ. Χρησιμοποιώντας ως κάλυψη τα βουνά της περιοχής της Ναυπάκτου, το ιταλικό βομβαρδιστικό προχώρησε στην άφεση τεσσάρων βομβών και, χωρίς να μείνει για να δει το αποτέλεσμα, απομακρύνθηκε με ταχύτητα έχοντας κατεύθυνση προς το νότο. Όπως αναφέρει μεταπολεμικά ο αντιναύαρχος Καββαδίας, ήταν τόσο μικρός ο χρόνος της επίθεσης, ώστε κανένα πλοίο δεν πρόλαβε να απαντήσει. Ευτυχώς όλες οι βόμβες αστόχησαν ενώ η ανησυχία για επικείμενη μείζονα ιταλική πρόκληση κατέλαβε την κυβέρνηση και την ηγεσία του ΒΝ. Λίγες ημέρες μετά, στις 2 Αυγούστου, σημειώθηκε νέα πρόκληση με στόχο την τελωνειακή ακτοφυλακίδα Α6, η οποία έπλεε στο Σαρωνικό Κόλπο, μεταξύ της Αίγινας και της Λαγούσας. Παρά την κατ’ εξακολούθηση νέα αποτυχία των εχθρικών αεροσκαφών, το ΓΕΝ – όπως και ο Ι. Μεταξάς – δεν είχαν πλέον καμία αμφιβολία για τον σκοπό όλων αυτών των κατά σειράν προκλήσεων. Ο Καββαδίας αναφέρει χαρακτηριστικά ότι στόχος των Ιταλών ήταν ο εκνευρισμός της ελληνικής πλευράς, ώστε να εξαναγκαστεί να λάβει εχθρική στάση κατά της Ιταλίας. Η κυβέρνηση προχώρησε σε διαβήματα, αλλά η Ρώμη αρνιόταν τα πάντα, την ίδια στιγμή που ο εδώ ναυτικός ακόλουθος «συμβούλευε» τους Έλληνες συναδέλφους του να προσέχουν την λυκοφιλία των Βρετανών.
   Ωστόσο οι ιταλικές προκλήσεις κατάφεραν να δημιουργήσουν εσωτερική προστριβή μεταξύ του Αρχηγού Στόλου και του Διοικητού Αντιτορπιλικών, ιδιαίτερα μετά από το επεισόδιο στη Ναύπακτο. Αίτιο ήταν η έκδοση διαταγής του ΔΑ πλοιάρχου Μεζεβύρη, η οποία σύμφωνα με τον ΑΣ υποναύαρχο Καββαδία ήταν υπερβολική, χαρακτηρίζοντάς την μάλιστα περίπου ως «διαταγή επιχειρήσεων». Η τεταμένη κατάσταση ζημίωσε το ηθικό των αξιωματικών, από τους οποίους άλλοι τη θεώρησαν ένδειξη επικείμενου πολέμου, ενώ άλλοι την ειρωνεύτηκαν. Οι ενδείξεις ότι κάτι θα συνέβαινε σύντομα πλήθαιναν και για τον σκοπό αυτό το Αρχηγείο Στόλου πρότεινε την απομάκρυνση των πολεμικών πλοίων από όλους τους εκτεθειμένους όρμους. Η παρουσία τους εκεί δεν θα συνέβαλε στην άμυνα της χώρας, ενώ ο εχθρός θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει με μεγάλη ευκολία υποβρύχια, τα οποία δεν εντοπίζονται και εξαπολύοντας τορπίλες να τα βυθίσουν. Η τορπιλική επίθεση θα απέκρυβε την ταυτότητα του επιτιθέμενου. Το ΒΝ τότε αποφάσισε την αποστολή των πολεμικών «Αετός» (D01) και «Έλλη» στην Μήλο, τα οποία είχαν τεθεί σε ενέργεια από την εφεδρεία. Για το εύδρομο «Έλλη» μάλιστα ο Αρχηγός Στόλου σκεφτόταν να χρησιμοποιηθεί ως ναυαρχίδα. Οι υποψίες περί των ιταλικών προθέσεων έμελλε να αποδειχθούν βάσιμες.     
Το εύδρομο ΕΛΛΗ
   Στις 11 Αυγούστου ο Μουσολίνι είχε λάβει τελικές αποφάσεις για την Ελλάδα. Ο ίδιος προσδιόριζε το τέλος Σεπτεμβρίου για την υλοποίηση μιας επιχείρησης τύπου Blitzkrieg με στόχο την κατάληψη της χώρας. Ο Ιταλός ηγέτης είχε επίσης οραματιστεί μια παράλληλα εισβολή κατά της Γιουγκοσλαβίας, η οποία δεν μπόρεσε τελικά να εκτελεστεί λόγω ελλείψεων σε υλικό αλλά κυρίως εξαιτίας της κάθετης γερμανικής αντίδρασης. Αντιλαμβανόμενος ο Αρχηγός Στόλου υποναύαρχος Καββαδίας την έκρυθμη κατάσταση, προσπάθησε να περιορίσει τις απώλειες από την αναμενόμενη – πλέον – δράση των Ιταλών, συγκεντρώνοντας όλα τα πολεμικά πλοία στην ασφάλεια του Ναυστάθμου Σαλαμίνας.
Τα μόνα πολεμικά που έμειναν εκτεθειμένα στην Μήλο ήταν ο βετεράνος των Βαλκανικών Πολέμων, ένα από τα επονομαζόμενα Θηρία, το αντιτορπιλικό «Αετός» και το εύδρομο «Έλλη». Επειδή πλησίαζε η εορτή της 15 Αυγούστου, το πλοίο διετάχθη να πλεύσει με μεγάλη προσοχή στο λιμάνι της Τήνου, προκειμένου να συμμετάσχει στους εορτασμούς. Οι εντολές που είχαν δοθεί ήταν σαφείς. Το πλοίο θα αγκυροβολούσε σε απόσταση 550 μέτρων από τον λιμενοβραχίονα, τηρώντας κλειστά τα στεγανά (όπως και εν πλω), διατηρώντας τον ένα λέβητα υπό πλήρη πίεση, τα αντιαεροπορικά οπλισμένα και το πλήρωμα σε αυστηρή επαγρύπνηση. Στην προκαθορισμένη θέση έφθασε το πρωί της 15ης Αυγούστου στις 06.25. Ένα αεροσκάφος φάνηκε να κατοπτεύει την περιοχή, δίνοντας την εντύπωση ότι μπορεί να ακολουθήσει εναέρια επίθεση. Όμως το ιταλικό σχέδιο είχε αλλάξει. Αφού τα βομβαρδιστικά δεν μπορούσαν να προσβάλλουν με επιτυχία κινούμενες ή εβρισκόμενες σε όρμο ναυτικές μονάδες, θα παρέδιδαν τη σκυτάλη στο κατεξοχήν επιθετικό όπλο του ναυτικού τους. Ένα υποβρύχιο, το «Delfino» είχε αναλάβει να φέρει σε πέρας την πιο ιταμή αποστολή στην ιστορία του Ιταλικού Ναυτικού. Δύο ώρες αργότερα στις 08.25 μια έκρηξη συγκλόνισε το πλοίο. Ο τορπιλισμός του ευδρόμου «Έλλη» ήταν το ποτήρι που, όπως θα διαπίστωναν οι Ιταλοί, θα ξεχείλιζε από την οργή των Ελλήνων. Όμως θα περίμεναν μέχρι τις 28 Οκτωβρίου του 1940… Το ίδιο απόγευμα, στις 18.20, το επιβατηγό «Φρίντων» δέχθηκε την επίθεση δύο ιταλικών αεροσκαφών και ενώ βρισκόταν στη θέση Μπάλι της Κρήτης, σε απόσταση μόλις 2 μιλίων από την ακτή. Οι τρέχουσες εξελίξεις ανάγκασαν την Αθήνα να καλέσει τον ναυτικό ακόλουθο Μαρίν, ο οποίος αρνήθηκε
Το υποβρύχιο DELPHINO
οποιαδήποτε ανάμειξη της χώρας του. Στις 16 Αυγούστου η Ιταλία ενημερώθηκε ότι θα έπλεαν στην Τήνο τα αντιτορπιλικά «Βασιλεύς Γεώργιος» και «Βασίλισσα Όλγα». Όμως, παρότι είχε γνωστοποιηθεί στους Ιταλούς με ακρίβεια η θέση και η πορεία τους, τα πλοία δέχθηκαν εναέριο βομβαρδισμό από μεγάλο ύψος. Συγκεκριμένα, σειρά βομβών έπεσαν κοντά στο αντιτορπιλικό «Βασιλεύς Γεώργιος», χωρίς όμως επιτυχία και ενώ έπλεε κοντά στο νησί Γιούρα. Όταν έφθασαν στην Τήνο, επιβιβάστηκαν, το πλήρωμα του «Έλλη», καθώς και τα τμήματα των τορπιλών που είχαν πλήξει το σκάφος, στα οποία διακρίνονταν καθαρά η ιταλική προέλευση και τα γράμματα
RM (Regia Marina). Ο αρχηγός στόλου διαβίβασε άμεσα με κρυπτογράφημα στον πρωθυπουργό Ι.Μεταξά τα στοιχεία που επιβεβαίωναν την ιταλική πρόκληση. Μέσα σε λιγότερο από 20 λεπτά έλαβε ως απάντηση: «Λόγω ύψιστων εθνικών συμφερόντων, επιβαλλόταν απόλυτη εχεμύθεια σχετικά με την εθνικότητα των τορπιλών».