ΑΝΑΔΙΠΛΩΣΗ
Ο Εμμανουήλ Παπάς (Σχέδιο του γλύπτη Κ. Παλαιολόγου, Αθήνα, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο)
Στα μέσα Ιουνίου του 1821 ο Μπαϊράμ πασάς κτύπησε το σώμα του Εμμανουήλ Παπά στα στενά της Ρεντίνας και το απώθησε εύκολα. Ο Παπάς μέσω των βουνών κατέφυγε στον Πολύγυρο, ενώ το τουρκικό ιππικό (3.000 άνδρες) με απηνή καταδίωξη εξολόθρευσε την οπισθοφυλακή του. Στη συνέχεια ο Μπαϊράμ πασάς μετέβη στη Θεσσαλονίκη, όπου κήρυξε γενική επιστράτευση. Συγκεντρώθηκε μια εντυπωσιακή δύναμη 30.000 πεζών και 5.000 ιππέων. Με τους Τούρκους συνέπραξαν και ορισμένοι Εβραίοι από την πολυάριθμη κοινότητα τους στη Θεσσαλονίκη.
Επόμενος στόχος των Τούρκων θα ήταν τα Βασιλικά. Οι επαναστάτες επιχείρησαν να εκκενώσουν την κωμόπολη από τα γυναικόπαιδα. Ωστόσο ο Αχμέτ μπέης των Γενιτσών πρόλαβε την κίνηση τους. Εισβάλλοντας στα Βασιλικά τα πυρπόλησε (μόνο τρία σπίτια σώθηκαν) και έσφαξε τον πληθυσμό.
Ο καπετάν Χάψας με 200 μόλις άνδρες επεδίωξε να οργανώσει γραμμή άμυνας μπροστά στον προελαύνοντα Μπαϊράμ πασά στους πρόποδες του όρους Βουζιάρη, έξω από τα Βασιλικά. Ύστερα από σκληρότατη σύγκρουση οι επαναστάτες κάμφθηκαν. Εξήντα δύο από αυτούς, μεταξύ των οποίων ήταν και ο καπετάν Χάψας, έπεσαν ηρωικά στο πεδίο της μάχης. Σε εκατοντάδες ανήλθαν οι απώλειες των Τούρκων. Με την κατάρρευση του μετώπου η κεντρική Χαλκιδική παραδόθηκε στο εκδικητικό τους μένος. Σε αναφορά του ο Μπαϊράμ πασάς επαιρόταν ότι κατέστρεψε 42 χωριά των «απίστων», μεταξύ αυτών τη Γαλάτιστα και τον Πολύγυρο. Μεγάλος αριθμός γυναικόπαιδων κατέληξε στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής. Οι διασωθείσες επαναστατικές δυνάμεις κατέφυγαν στις χερσονήσους της Κασσάνδρας, της Σιθωνίας και του Αγίου Όρους, φυσικές οχυρές θέσεις. Τους ακολούθησαν 5.000 περίπου απελπισμένοι πρόσφυγες. Ειδικότερα την Κασσάνδρα, που εξελίχθηκε σε επαναστατικό κέντρο, υπερασπίζονταν 2.700 ένοπλοι. Σε αυτούς προστέθηκαν 400 άνδρες υπό τους Κωνσταντίνο Μπίνο και Μήτρο Λιάκο, που απέστειλε ο Διαμαντής Νικολάου. Λίγο αργότερα κατέφθασε και ο ίδιος ο Νικολάου με 200 ακόμα άνδρες. Τις ακτές επιτηρούσαν δύο ψαριανά πλοία, ένα τοπικό και ένα προερχόμενο από τη Λήμνο. Οι Ψαριανοί κατόρθωσαν να εντοπίσουν δύο τουρκικά πλοία που θα διενεργούσαν αποβατική ενέργεια στην Κασσάνδρα και τα καταδίωξαν. Το ένα από αυτά εξόκειλε στο ακρωτήριο της Συκιάς, στη Σιθωνία. Οι Ψαριανοί το πυρπόλησαν, αφού πρώτα αφαίρεσαν τα πυροβόλα του. Το δεύτερο πλοίο εξόκειλε στις ακτές του Αγίου Όρους. Οι Τούρκοι ναύτες επιχείρησαν να το υπερασπισθούν, αλλά μάταια. Τελικά πυρπολήθηκε και αυτό. Ο Παπάς οχύρωσε τη διώρυγα της Ποτίδαιας, που χώριζε την Κασσάνδρα από την υπόλοιπη Χαλκιδική, και τοποθέτησε πυροβόλα τα οποία προμηθεύτηκε από τους Ψαριανούς. Στην απέναντι ακτή ο Γιουσούφ μπέης είχε συγκεντρώσει 8.000 άνδρες. Στις αρχές Ιουλίου οι Τούρκοι εκτόξευσαν ισχυρή επίθεση και διέβησαν τη διώρυγα. Καθώς, όμως, κατευθύνονταν προς το χωριό Πινάκα, ο Διαμαντής Νικολάου, με ευφυή ελιγμό, απέκλεισε τη διώρυγα στα μετόπισθεν τους. Ταυτόχρονα ασκήθηκε ισχυρή πίεση στην εμπροσθοφυλακή τους. Τότε τους κατέλαβε πανικός και οδηγήθηκαν σε άτακτη φυγή. Πίσω τους άφησαν 500 νεκρούς, επτά σημαίες και άφθονα κιβώτια με πυρομαχικά. Επίσης κατέφθασαν 11 ψαριανά πλοία τα οποία έπληξαν με τα πυροβόλα τους το εχθρικό στρατόπεδο και άφησαν πολεμοφόδια. Παρά τις θεαματικές αυτές επιτυχίες, ο Παπάς δεν έτρεφε αυταπάτες. Οι δυνάμεις του, αποκομμένες από τις υπόλοιπες επαναστατικές εστίες, απαιτούσαν συνεχή ροή μεγάλου όγκου εφοδίων.
Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΑΓΩΝΑΣ
Ο Δημήτριος Υψηλάντης
Η κατάσταση στην Κασσάνδρα με την πάροδο του χρόνου εκτραχυνόταν. Πείνα και επιδημίες ταλαιπωρούσαν τους μαχητές και τους πρόσφυγες. Ο Παπάς άρχισε νέο κύκλο επαφών προς αναζήτηση βοήθειας. Ο Διαμαντής Νικολάου επέστρεψε στον Όλυμπο για συνεννοήσεις με τους τοπικούς οπλαρχηγούς. Οι τελευταίοι έστειλαν στην Κασσάνδρα ως πληρεξούσιους τον Κωνσταντίνο Νικολάου, αδελφό του Διαμαντή, και τον Νικόλαο Κασομούλη(6), οι οποίοι ζήτησαν από τον Εμμανουήλ Παπά συστατικές επιστολές για να μεταβούν στην Πελοπόννησο. Ο Παπάς τους τις έδωσε, μαζί με προσωπικές του επιστολές απευθυνόμενες στον Δημήτριο Υψηλάντη και στους προύχοντες της Ύδρας και των Σπετσών. Ο Κασομούλης πριν αναχωρήσει, επιθεωρώντας τις οχυρώσεις, αντιλήφθηκε το χαμηλό ηθικό των υπερασπιστών της Κασσάνδρας. Έγραψε χαρακτηριστικά στα απομνημονεύματα του για την «αγανάκτησιν αυτών από τας ελλείψεις».Τον Σεπτέμβριο του 1821 ο Παπάς υπέστη βαρύ πλήγμα: το σώμα του Μήτρου Λιάκου τον εγκατέλειψε. Παρόλα αυτά αποφάσισε την αποστολή 600 ανδρών στα νώτα του τουρκικού στρατοπέδου, με τολμηρή αποβατική επιχείρηση. Ήλπιζε έτσι να ανακουφίσει προσωρινά την πολύπαθη Κασσάνδρα. Δυστυχώς η επιχείρηση προδόθηκε και κατέληξε στον όλεθρο του αποβατικού σώματος. Οι Τούρκοι αποκεφάλισαν τους αιχμαλώτους μαχητές και έστειλαν τα κεφάλια τους σαν τρόπαια στη Θεσσαλονίκη. Έπειτα από αυτή την αποτυχία αναχώρησαν και οι υπόλοιποι μαχητές του Ολύμπου, καθώς και τα ψαριανά πλοία, επειδή στα πληρώματα τους δεν παρέχονταν τρόφιμα και μισθοί. Στον Παπά απέμειναν μόλις 430 άνδρες. Τότε συνέλαβε το σχέδιο να μεταβεί στην περιοχή του Ολύμπου, για να την υποκινήσει σε επανάσταση. Επρόκειτο για μια απέλπιδα απόπειρα αντιπερισπασμού. Τελικά, γνωρίζοντας ότι εκεί επικρατούσε έλλειψη εφοδίων, αποφάσισε να παραμείνει στην Κασσάνδρα. Στο μεταξύ έλαβε την απαντητική επιστολή του Δημητρίου Υψηλάντη. Ο τελευταίος τον διόριζε επίσημα πληρεξούσιο αρχηγό και διοικητή του Αγίου Όρους, της Κασσάνδρας και της Θεσσαλονίκης. Του εξηγούσε, όμως, ότι δεν υπήρχαν πολλά διαθέσιμα εφόδια στην Πελοπόννησο, καθώς μαινόταν η πολιορκία της Τριπολιτσάς. Θα του παρείχε βοήθεια στο μέλλον και του συνιστούσε υπομονή. Ήταν προφανές ότι η Κασσάνδρα βρισκόταν στο έλεος των Τούρκων. Ανάλογη ήταν η κατάσταση που επικρατούσε στο Αγιο Όρος. Επιστολές στον Δημήτριο Υψηλάντη και στην Ύδρα απέστειλαν και οι ηγούμενοι, για να λάβουν την απάντηση ότι οι ίδιοι όφειλαν να στηρίξουν οικονομικά τον αγώνα με τα κειμήλια και τα αφιερώματα των μοναστηριών τους. Ο Υψηλάντης τους έγραψε χαρακτηριστικά ότι «το Έθνος εκινήθη κατά του τυράννου όχι με βασιλικούς θησαυρούς, αλλά με συνεισφοράς ιδιαιτέρας». Μεταξύ των μοναχών επικράτησε διαφωνία για το μέλλον της επανάστασης. Τελικά διόρισαν «αρχηγό και υπερασπιστή του Ελληνικού στρατεύματος» τον οπλαρχηγό Ρήγα Μάνθο, τον οποίο ο Παπάς είχε αποστείλει νωρίτερα ως αντιπρόσωπο του, και άρχισαν την κατασκευή τάφρου. Ο Παπάς ήταν αντίθετος με τον διορισμό, καθώς εκείνος φαινόταν να του στερεί τη γενική αρχηγία. Λίγο αργότερα, σε σύσκεψη στο Αγιο Όρος, ο Μάνθος μίλησε υβριστικά στον Παπά. Ο τελευταίος, εξοργισμένος, διέταξε την εκτέλεση του. Ως νέο αντιπρόσωπο του όρισε τον μοναχό Νικηφόρο Ιβηρίτη. Ενώ συνέβαιναν αυτά τα θλιβερά γεγονότα στους κόλπους των επαναστατών, ο σουλτάνος διόρισε νέο διοικητή της Θεσσαλονίκης τον Μεχμέτ Αβδούλ Αμπούδ, με τη ρητή εντολή να συντρίψει τους επαναστάτες. Ο Μαχμούτ Β' επειγόταν να ξεκαθαριστεί η κατάσταση στη Μακεδονία ώστε να μπορούν να διέρχονται απερίσπαστα τα στρατεύματα του με κατεύθυνση τις κύριες επαναστατικές εστίες της Στερεάς Ελλάδας και της Πελοποννήσου. Ο Αβδούλ Αμπούδ (= ο ροπαλοφόρος) αποτελούσε άριστη επιλογή, αφού συνδύαζε πολεμικές και διπλωματικές ικανότητες. Επικεφαλής 14.000 ανδρών κινήθηκε εναντίον της Κασσάνδρας. Παράλληλα φρόντισε να αποστείλει ισχυρό απόσπασμα 3.500 ανδρών στο ¶γιο Όρος. Μπροστά στη διώρυγα της Ποτίδαιας αφιέρωσε λίγες ημέρες στην κατόπτευση των οχυρών θέσεων των επαναστατών. Έπειτα διενήργησε έφοδο, την οποία οι Έλληνες απέκρουσαν με θάρρος. Τότε πρότεινε την παράδοση τους με αντάλλαγμα γενική αμνηστία. Η πρόταση απορρίφθηκε. Έτσι οι Τούρκοι επιτέθηκαν πάλι, νωρίς το πρωί της 30ής Οκτωβρίου 1821. Αρχικά η επίθεση περιορίστηκε στο ένα άκρο της διώρυγας. Ωστόσο επρόκειτο για παραπλανητική ενέργεια. Σύντομα εκδηλώθηκε έφοδος και στο άλλο άκρο, η οποία συνάντησε ελάχιστη αντίσταση. Μεταξύ διασταυρούμενων πυρών τα τρία τέταρτα των Ελλήνων μαχητών έχασαν ηρωικά τη ζωή τους. Διακόσιες ελληνικές οικογένειες έσπευσαν τότε να διαφύγουν με καράβια στη Σκιάθο, στη Σκόπελο και στη Σκύρο. Αρχικά ο Αβδούλ Αμπούδ διέταξε τα στρατεύματα του να μη βλάψουν τους εναπομείναντες Έλληνες. Η διαλλακτική αυτή στάση συνέβαλε στην άμεση παράδοση της Σιθωνίας και στη συνέχεια του Αγίου Όρους. Αργότερα, όμως, ο Αβδούλ Αμπούδ απεκάλυψε το αληθινό του πρόσωπο, όταν παρέδωσε την Κασσάνδρα σε ένα όργιο αίματος και λεηλασιών. Ο Εμμανουήλ Παπάς μόλις και μετά βίας διέφυγε στο ¶γιο Όρος. Εκεί επιχείρησε να οργανώσει εκ νέου αντίσταση. Πολλοί μοναχοί ανταποκρίθηκαν και ξεκίνησαν οχυρωματικά έργα στις μονές. Ταυτόχρονα οι πρόσφυγες φυγαδεύθηκαν με ψαριανά πλοία. Οι ηγούμενοι, όμως, είχαν ήδη έλθει σε επαφή με τον Αβδούλ Αμπούδ και επιθυμούσαν να διαπραγματευθούν. Σε ένδειξη καλής θέλησης προς τους Τούρκους, απελευθέρωσαν τον αιχμάλωτο ζαμπίτη και σχεδίαζαν μυστικά να συλλάβουν τον ευρισκόμενο στην Ιερά Μονή Εσφιγμένου Εμμανουήλ Παπά. Εκείνος, απογοητευμένος, επιβιβάστηκε μαζί με τους συνεργάτες του, λαϊκούς και μοναχούς σε πλοίο και αναχώρησε για την Πελοπόννησο. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού η κακή ψυχολογική του κατάσταση συνετέλεσε στο να υποστεί καρδιακή προσβολή και να πεθάνει. Η σορός του ενταφιάσθηκε με τιμές στην Υδρα.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Η επανάσταση της Χαλκιδικής έληξε οριστικά με την παράδοση του Αγίου Όρους, τον Ιανουάριο του 1822. Οι όροι που επιβλήθηκαν στους μοναχούς ήταν βαρύτατοι. Μεταξύ αυτών ήταν η αποστολή ομήρων στην Κωνσταντινούπολη, η εγκατάσταση τουρκικής φρουράς και η καταβολή διπλάσιων των καθυστερημένων φόρων. Το τέλος της επανάστασης έβρισκε τη Χαλκιδική ερειπωμένη. Συνολικά 78 χωριά και 59 αγιορείτικα μετόχια καταστράφηκαν. Ο ηρωικός αγώνας όμως δεν πήγε χαμένος. Οι επαναστάτες επί έξι περίπου μήνες απασχόλησαν μεγάλο αριθμό τουρκικών δυνάμεων. Έτσι δόθηκε ο απαραίτητος χρόνος για να εδραιωθεί η Επανάσταση στη Στερεά Ελλάδα και στην Πελοπόννησο. Εξίσου σημαντικός ήταν ο ηθικός αντίκτυπος. Η επανάσταση της Χαλκιδικής ενέπνευσε ολόκληρες γενιές Μακεδόνων στους μετέπειτα αγώνες για ελευθερία. Ειδικότερα, ο Εμμανουήλ Παπάς άφησε λαμπρή παρακαταθήκη. Αποτελεί διαχρονικό πρότυπο αγνού μαχητή. Διέθεσε το σύνολο της περιουσίας του (500.000 περίπου γρόσια) για τις ανάγκες της Επανάστασης. Ακόμη πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι δεν δίστασε να θυσιάσει την ίδια του την οικογένεια. Με την έναρξη της εξέγερσης η σύζυγος και τρία από τα παιδιά του, που βρίσκονταν στις Σέρρες, φυλακίστηκαν υπό την απειλή της εκτέλεσης. Τελικά με παρέμβαση του μητροπολίτη Σερρών η ποινή μετατράπηκε σε ισόβια. Η οικογένεια του πλήρωσε βαρύ φόρο αίματος. Πέντε από τους εννέα γιους του θυσιάστηκαν στον βωμό της ελευθερίας. Συγκεκριμένα, ο Αλέξανδρος έχασε τη ζωή του στο Μεσολόγγι, μαχόμενος με το σώμα του Μάρκου Μπότσαρη, ο Αθανάσιος συνελήφθη σε μάχη στην Αταλάντη και αποκεφαλίστηκε στη Χαλκίδα, ο Δημήτριος συνελήφθη στο Νεόκαστρο και απαγχονίστηκε. Την ίδια τύχη είχε και ο Γεώργιος. Ο Ιωάννης, ο οποίος είχε συμπαρασταθεί στον πατέρα του στη Χαλκιδική, έπεσε μαχόμενος στο Μανιάκι, δίπλα στον Παπαφλέσσα.
(6) Ο Νικόλαος Κασομούλης, με καταγωγή από την Κοζάνη, είχε πλούσια στρατιωτική δράση κατά τη διάρκεια της Επανάστασης. Συμμετείχε, εκτός των άλλων, στην εξέγερση του Ολύμπου, στην πολιορκία του Μεσολογγίου και στην εκστρατεία του Καραϊσκάκη στον Πειραιά. Αποτύπωσε τις εμπειρίες του στο έργο «Ενθυμήματα Στρατιωτικά», ένα από τα σημαντικότερα απομνημονεύματα αγωνιστών του 1821.
ΠΗΓΗ http://www.serrelib.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου