Το
1897 ήταν ένα έτος μεγάλων αναταραχών για την Κρήτη. Το κρητικό ζήτημα
αναζητούσε λύση, με τους Κρήτες να επιζητούν διακαώς της ένωσή τους με
την μητέρα Ελλάδα. Οι Μεγάλες Δυνάμεις, κρίνοντας ότι η ένωση δεν ήταν
ακόμη ώριμη και κάτω από την πίεση της ελληνικής κυβέρνησης που έστειλε
εκστρατευτικό σώμα για να καταλάβει την μεγαλόνησο και να κηρύξει την
ένωσή της με την Ελλάδα, προχώρησαν σε διεθνή κατοχή της Κρήτης, ώστε να
προετοιμαστεί ομαλότερα η αυτονομία της αφού πρώτα εξασφαλισθούν τα
συμφέροντά τους.
Το
Ρέθυμνο κατελήφθη από ρωσικές δυνάμεις, οι οποίες αποβιβάστηκαν στην
πόλη το Μάρτιο του 1897 και αποχώρησαν τον Ιανουάριο του 1909. Την
περίοδο εκείνη η Πολωνία ήταν υποδουλωμένη στην ορθόδοξη Ρωσία. Έτσι,
στις ρωσικές δυνάμεις κατοχής, ανάλογα με τη χρονική περίοδο,
υπηρετούσαν από 200 έως 300 Πολωνοί στρατιώτες, οι οποίοι ήσαν καθολικοί
στο δόγμα.
Ένα
πρόβλημα που αμέσως δημιουργήθηκε ήταν ότι ο μικρός καθολικός ναός που
υπήρχε στο Ρέθυμνο, δεν ήταν αρκετός για να εξυπηρετήσει τις λατρευτικές
ανάγκες των Πολωνών στρατιωτών. Έτσι σε ελάχιστο χρονικό διάστημα,
μικρότερο του ενός έτους, χτίστηκε ο άνετος καθολικός ναός του Αγίου
Αντωνίου της Παδούης, που βρίσκεται στην οδό Μελισσινού και του οποίου η
ωραία αρχιτεκτονική και η νεοκλασική του πρόσοψη κοσμούν την πόλη.
Το
βαθύ θρησκευτικό συναίσθημα των Πολωνών στρατιωτών φαίνεται από την
περιγραφή του Πολωνού καθολικού ιερέα Μάρτσιν Τσερμίνσκι, ο οποίος ήρθε
στο Ρέθυμνο την άνοιξη του 1899, προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες
του ως εξομολόγος στους ομοεθνείς του. Αναφέρει στο βιβλίο του: « Ένας
από τους καθολικούς ιερείς στο Ρέθυμνο ήταν και ο πατήρ Γκβίντ,
καπουτσίνος από τη Σικελία. Χάρηκε πολύ με την άφιξή μου και μου είπε: «Σας έστειλε ο θεός. Έχουμε εδώ πολλούς Πολωνούς που θέλουν να εξομολογηθούν κι εγώ δεν τους καταλαβαίνω».
Στην κανονισμένη ώρα η εκκλησία γέμισε με τις άσπρες στολές των
αξιωματικών του ρώσικου στρατού. Όταν τους μίλησα πολωνικά άρχισαν να
κλαίνε σαν μωρά παιδιά από συγκίνηση και χαρά. Μετά, άλλοι έκαναν
προετοιμασία για την εξομολόγηση, άλλοι διάβαζαν προσευχές, άλλοι
έψαλλαν και άλλοι, στις διάφορες γωνιές του ναού προσεύχονταν σιωπηλά».
Στη
διάρκεια της ρώσικης κατοχής του Ρεθύμνου, πέθαναν ή σκοτώθηκαν
αρκετοί, τόσο Ρώσοι, όσο και Πολωνοί στρατιώτες. Για τους Ρώσους δεν
υπήρχε πρόβλημα, αφού ενταφιάζονταν στο ορθόδοξο κοιμητήριο. Για τους
Πολωνούς όμως, που ήσαν καθολικοί, δημιουργήθηκε ξεχωριστό κοιμητήριο,
καθολικό, το οποίο επικράτησε να ονομάζεται Πολωνικό. Αυτό βρίσκεται στη
συμβολή των οδών Τιμολέοντος Βάσσου και Κριάρη. Μέσα βρίσκονται 21
μνήματα, 18 εκ των οποίων ανήκουν σε Πολωνούς στρατιώτες που υπηρετούσαν
στο 13ο σύνταγμα τυφεκιοφόρων και βρέθηκαν στο Ρέθυμνο από
το 1897 έως το 1905. Οι υπόλοιποι τάφοι ανήκουν σε άλλους καθολικούς,
απλούς πολίτες που απεβίωσαν στο Ρέθυμνο και ενταφιάστηκαν στο μοναδικό
καθολικό κοιμητήριο της πόλης.
Δεν
υπάρχουν γραπτές μαρτυρίες σχετικά με τα αίτια και τον τόπο θανάτου των
Πολωνών στρατιωτών. Πάντως, η παράδοση αναφέρει ότι το 1905 έχασαν τη
ζωή τους τρεις Πολωνοί στρατιώτες σε μάχες που έγιναν στο Ατσιπόπουλο
καθώς και στην ευρύτερη περιοχή του Μυλοποτάμου.
Το
1933 τοποθετήθηκε μακρόστενη αναθηματική πλάκα από πωρόλιθο, στην
εσωτερική πλευρά του ανατολικού τοίχου του νεκροταφείου, η οποία
διασώζεται έως σήμερα. Στην κορφή της φέρει τον πολωνικό θυρεό, ενώ από
κάτω είναι χαραγμένη στα πολωνικά και στα ελληνικά, με κεφαλαία γράμματα
η επιγραφή: «Η ΑΝΑΓΕΝΝΗΘΕΙΣΑ ΠΟΛΩΝΙΑ ΣΤΑ ΠΕΣΟΝΤΑ ΤΕΚΝΑ ΤΗΣ». Στη
συνέχεια ακολουθούν τα ονόματα των 18 Πολωνών που βρίσκονται
ενταφιασμένοι στο νεκροταφείο καθώς και οι ημερομηνίες θανάτου τους, από
το 1897 έως το 1905. Στη βάση της πλάκας υπάρχει στα πολωνικά η φράση
«ΑΝΑΠΑΥΘΕΙΤΕ ΕΝ ΕΙΡΗΝΗ» και η ημερομηνία 1933.
Στις
16/6/1935, πραγματοποιήθηκε επιμνημόσυνη δέηση στο χώρο του
κοιμητηρίου, από τον εφημέριο της καθολικής εκκλησίας Ιωσήφ Γκοντράν.
Στη συνέχεια, ο τότε Δήμαρχος Ρεθύμνου Τίτος Πετυχάκης, παρέδωσε στον
απεσταλμένο της πολωνικής κυβέρνησης μαρμάρινη υδρία η οποία περιείχε
χώμα από τους τάφους των Πολωνών στρατιωτών για να το μεταφέρει στη
γενέτειρά τους.
Στις
8/4/1974, η πολωνική πρεσβεία στην Αθήνα έκανε προσπάθεια να
επαναληφθεί το μνημόσυνο, αλλά το δικτατορικό καθεστώς των Αθηνών δεν
επέτρεψε να συμβεί αυτό.
Το
Μάϊο του 1976, ο Χριστόφορος Σταυρουλάκης, συνταγματάρχης εν
αποστρατεία και πρόεδρος της ΙΛΕΡ (Ιστορική & Λαογραφική Εταιρεία
Ρεθύμνου), έστειλε επιστολή στον Πολωνό πρέσβη στην Αθήνα. Σε αυτή τον
ενημέρωνε για την κατάσταση του πολωνικού νεκροταφείου και τον καλούσε
να επαναλάβουν την επιμνημόσυνη δέηση, αφού το δικτατορικό καθεστώς είχε
πέσει. Το μνημόσυνο έγινε στις 30/10/1976, στο πλαίσιο της «Γιορτής των
Νεκρών» που γιορτάζεται κάθε 1η Νοεμβρίου στην Πολωνία. Πριν
από τη δέηση έγιναν τα αποκαλυπτήρια της μαρμάρινης πλάκας που
βρίσκεται δίπλα στην είσοδο του νεκροταφείου και αναγράφει σε τρεις
γλώσσες, Πολωνικά, Ελληνικά, Αγγλικά τα εξής: «ΤΟΠΟΣ ΑΙΩΝΙΑΣ ΑΝΑΠΑΥΣΗΣ
ΤΩΝ ΠΟΛΩΝΩΝ ΣΤΡΑΤΙΩΤΩΝ ΠΟΥ ΕΠΕΣΑΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
1897-1905».
Στη
συνέχεια οι επίσημοι μπήκαν στο χώρο του κοιμητηρίου υπό τους ήχους του
πένθιμου εμβατηρίου του Σοπέν το οποίο παιάνιζε η μπάντα του Δήμου
Ρεθύμνης. Η επιμνημόσυνη δέηση εψάλη από καθολικό ιερέα, ενώ στέφανα
κατέθεσαν ο Πολωνός πρέσβης Γιαν Μπίτσιγκα, ο Νομάρχης Ρεθύμνου, ο
Δήμαρχος Ρεθύμνου Μανώλης Καλαϊτζάκης, ο πρόεδρος της ΙΛΕΡ Χριστόφορος
Σταυρουλάκης, άλλοι επίσημοι, καθώς και εκπρόσωποι Πολωνών εργαζομένων
στα Λινοπεράματα Ηρακλείου.
Ο
Δήμος Ρεθύμνου, έναντι ευνοϊκού τιμήματος εξαγόρασε, από την καθολική
εκκλησία το συγκεκριμένο χώρο για να παραδώσει στους δημότες του μια
ακόμη πλατεία, που τόσο έχει ανάγκη η πόλη. Βέβαια, η παρουσία και η
ενθύμηση των Πολωνών στρατιωτών που έπεσαν για την ελευθέρια της Κρήτης
και της Ελλάδας γενικότερα, θα είναι έντονη λόγω του μνημείου πεσόντων
που θα στηθεί στο χώρο, για να θυμίζει σε Έλληνες και ξένους αυτή την
περίοδο, που οι λαοί μας βρέθηκαν τόσο κοντά, παρόλο που του χωρίζει μια
μεγάλη χιλιομετρική απόσταση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου