Η
Δημητσάνα υπήρξε ανέκαθεν τόπος
επαγγελματικής παραγωγής μπαρούτης. Σε αυτό συνηγορούν πολλές
γραπτές πηγές, αλλά και η τοπική παράδοση. Είναι ήδη γνωστό σύμφωνα
με πολλές πηγές και μαρτυρίες, ότι τα ύστερα προεπαναστατικά και
τα επαναστατικά χρόνια η Δημητσάνα υπήρξε κέντρο ανεφοδιασμού
σε πυρίτιδα που παραγόταν στους 14 μύλους που λειτουργούσαν με
τα νερά του κεφαλαριού
του Αγίου Ιωάννη στην κατωφέρεια του φαραγγιού
του Λούσιου που σχηματίζεται κάτω από αυτόν.
Αν
και δεν υπάρχουν επαρκείς λεπτομερείς μαρτυρίες αναφορικά με τη
χρονική αφετηρία της επαγγελματικής αυτής απασχόλησης των Δημητσανιτών,
είναι βέβαιο ότι η Δημητσάνα παρήγε μπαρούτι ήδη από την πρώτη
Τουρκοκρατία, αν όχι από την υστεροβυζαντινή περίοδο. Η μπαρούτη
χρησιμοποιείτο για πολεμική και για εκρηκτική χρήση και συχνά
και για λογαριασμό των Τούρκων.
Η
κατασκευή μπαρούτης από μπαρουτόμυλους συνέχισε σύμφωνα με μαρτυρίες
και κατά την Ενετική περίοδο (τέλη 17ου - αρχές 18ου αι.) μέχρι
και τα επαναστατικά χρόνια . Σύμφωνα
με εξακριβωμένες τοπικές μαρτυρίες, φαίνεται ότι τα πρώτα χρόνια
η επαγγελματική παραγωγή μπαρούτης γινόταν σε μικρές ποσότητες
από μερικές οικογένειες (με απασχόληση μελών τους) για εξασφάλιση
πρόσθετου εισοδήματος και βασιζόταν σε πρωτόγονες τεχνικές επεξεργασίας.
Το είδος αυτό παραγωγής ενδεχομένως να χρησιμοποιήθηκε και αργότερα
(όπως κατά την επανάσταση του 21), για την κάλυψη αυξημένων αναγκών
ζήτησης. Το παραγόμενο μπαρούτι χρησιμοποιείτο για πολεμικούς
σκοπούς, για κατασκευή φουρνέλων και για το κυνήγι.
Αλλά
αυτό που έχει αναμφίβολα ενδιαφέρον είναι πως και που οι ντόπιοι
παραγωγοί μαρούτης - κοινώς μπαρουξήδες (ή μπαρουτάδες)
σύμφωνα με τη δημητσανίτικη έκφραση -, επρομηθεύοντο το δισεύρετο
νίτρο (νιτρικό κάλιο), το οποίο αποτελεί και τη βασική πρώτη ύλη.
Δεδομένου επίσης ότι η παραγωγή μπαρούτης απαιτεί μια ιδιαίτερη
πολύπλοκη και λεπτή επεξεργασία, εξ' ίσου ενδιαφέρον παρουσιάζει
φυσικά και ο τρόπος κατεργασίας που χρησιμοποιήθηκε από τους Δημητσανίτες
μπαρουξήδες.
Η
αναζήτηση των πρώτων υλών
Οι
απαιτούμενες πρώτες ύλες για την παραγωγή μπαρουτιού είναι το
θειάφι, το κάρβουνο και το νίτρο (νιτρικό κάλιο) - κοινώς βερτζιλές
-, σε ποσοστά πρόσμιξης 10%, 15% και 75% αντίστοιχα. Όσον αφορά
στην εξεύρεση τους, πρόβλημα υπήρχε ασφαλώς μόνον με το τελευταίο,
αφού το κάρβουνο εύκολα μπορούσε να παραχθεί με καύση ξύλων (κληματόβεργες,
σφάκες), ενώ το θειάφι μπορούσε να μεταφερθεί από τα ηφαιστειογενή
νησιά του Αιγαίου.
Σύμφωνα
με μαρτυρίες (Μιχαήλ Οικονόμου κ.ά.) το απαραίτητο νίτρο οι Δημητσανίτες
παραγωγοί συνέλεγαν από σπηλιές και από περιοχές των οποίων τα
εδάφη είχαν ειδική σύσταση, όπως ήταν η Αττική και η Μονεμβασιά.
Ειδικότερα
όμως, τοπικές παραδόσεις και πηγές αναφέρουν ότι ποσότητα νίτρου
παραγόταν επίσης μετά από ειδική κατεργασία ξεραμένης κοπριάς
που συσσωρευόταν σε σπηλιές του Λούσιου και της Πελοποννήσου,
όπου οι τσοπάνηδες συνήθιζαν να χειμαδιάζουν με τα κοπάδια τους.
Με τη συλλογή της κοπριάς -βοτάνι του μπαρουτιού κατά τη
δημητσανίτικη έκφραση - ασχολούνταν μερικοί Δημητσανίτες, οι βοταναραίοι,
οι οποίοι μετακινούνταν ειδικά για το σκοπό αυτό. Μάλιστα για
την προέλευση αυτή του νίτρου, συνηγορούν εμμέσως αρκετές μαρτυρίες
που επικεντρώνονται κυρίως στην αγορά από τους επιτρόπους του
Ναού της ’γιας Κυριακής (1795, Κώδικας Καθεδρικού Ναού Αγίας Κυριακής)
καθώς και σε πράξεις ενοικίασης σε βοταναραίους της περιοχής, ειδικών εργαλείων (σιδερόφτυαρων με
μακριά δυνατή λαβή), απαραίτητων για τη συλλογή της σκληρής μάζας
του βοτανιού. Το ενοίκιο καταβαλλόταν συνήθως σε οκάδες νίτρου.
Η
κατεργασία του βοτανιού για παραγωγή νίτρου, αν και δεν είναι
πλήρως γνωστή, βασιζόταν στο βράσιμο κοπριάς (γιδοφούσκι) σε ειδικά
καζάνια, η οποία τελικά έδινε στο πάνω μέρος της την λευκή κρυσταλλική
ύλη του νίτρου. Η ύλη αυτή μαζευόταν κατόπιν με ειδικές διάτρητες
κουτάλες ("κεψές") για να απλωθεί για ξήρανση στον ήλιο.
Μπαρουτόμυλοι
και επεξεργασία της μπαρούτης
Τα
προεπαναστατικά χρόνια, όταν η ζήτηση μπαρούτης άρχισε να αυξάνεται,
δεδομένου μάλιστα του ότι και οι Τούρκοι εφοδιαζόντουσαν με δημητσανίτικο
μπαρούτι, οι Δημητσανίτες μπαρουξήδες οδηγήθηκαν σταδιακά στη
χρήση της υδροκίνησης, δηλαδή στη κατασκευή των πρώτων υδρόμυλων-μπαρουτόμυλων,
με την εκμετάλλευση της υδατόπτωσης που εξασφάλιζε η κατωφέρεια
που εκτείνεται από το κεφαλάρι
του Αγίου Ιωάννη προς το Παλαιοχώρι.
Όπως
και ο αλευρόμυλος, ο μπαρουτόμυλος βασίζεται στη υδροκίνητη λειτουργία
ενός ειδικού μηχανισμού, δηλαδή στην κίνηση που προκαλείται από
υδατόπτωση (κρέμαση) νερού το οποίο διοχετεύεται με ορμή μέσα
από ειδικά βαγένια. Η κατωφέρεια του Αγίου Ιωάννη επέτρεπε τη
διαδοχική δημιουργία και λειτουργία τέτοιων μύλων, με δυνατότητα
εκμετάλλευσης και νέας υδατόπτωσης κάτω από την αρχική. Αυτό εξηγεί
και τη σταδιακή κατασκευή αρκετών μπαρουτόμυλων.
Ο
μπαρουτόμυλος ήταν πετρόκτιστο κτίριο, συνήθως ορθογώνιο, κεραμοσκεπές
και εξοπλισμένο, με χωμάτινο δάπεδο, παράθυρα, βαθουλώματα και
εξωτερικά πεζούλια. Αν και η τεχνική επεξεργασίας βελτιώθηκε με
την πάροδο των χρόνων, τα βασικά μέρη του μηχανισμού σε συνδυασμό
με την περιγραφή λειτουργίας του εν συντομία είναι:
Η
επεξεργασία της πυρίτιδας, όπως περιγράφεται παραπάνω, από την
υδροκίνητη λειτουργία του μπαρουτόμυλου, αποτελεί και την κύρια
φάση κατεργασίας της. Όλες οι φάσεις της κατεργασίας της για την
κατασκευή του τελικού προϊόντος συνοψίζονται:
Πλήρης
αναπαράσταση της λειτουργίας των μπαρουτόμυλων και της παραγωγής
μπαρούτης δίνεται στον αποκατεστημένο μπαρουτόμυλο του Υπαίθριου
Μουσείου Υδροκίνησης της Δημητσάνας.
Υπολογίζεται
ότι ένας τέτοιος μύλος με 8 χαβάνια απέδιδε σε 24 ώρες 25 οκάδες
καθαρό μπαρούτι. Στα μεταγενέστερα χρόνια η λειτουργία των μπαρουτόμυλων
εκσυγχρονίσθηκε με την αντικατάσταση του συστήματος με τα κόπανα
και τα γουδιά από σύστημα που βασιζόταν στην περιστροφική κίνηση
πάνω σε μικρό κτιστό αλώνι ενός μεγάλου κωνικού λιθαριού. Το λιθάρι
αυτό ήταν προσαρμοσμένου στο κέντρο του αλωνιού, περιστρεφόταν
γύρω από κάθετο άξονα, και συνέθλιβε το μείγμα των πρώτων υλών
που ήταν απλωμένο από κάτω.
Με
τον παραπάνω τόπο φαίνεται να λειτούργησαν οι 14 μπαρουτόμυλοι
κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα
του 21, που πολλά προσέφερα σ' αυτόν. Μετά την απελευθέρωση
η Δημητσάνα διατήρησε τιμητικά το προνόμιο της παραγωγής και εμπορίας
πυρίτιδας. Από το 1910 επεβλήθη φορολογία στους βιοτέχνες μπαρούτης.
Από
τότε μέχρι και σήμερα, η Δημητσάνα παράγει συνεχώς μπαρούτη διαφόρων
μορφών. Οι παλιοί μύλοι φυσικά έχουν εκσυγχρονισθεί. Σήμερα λειτουργεί
με ηλεκτρική πλέον ενέργεια ένας μεγάλος μπαρουτόμυλος, σαν οργανωμένη
ιδιωτική βιομηχανική μονάδα, η οποία συμβάλει στην οικονομία της
Δημητσάνας.
|
Ο ΜΠΑΡΟΥΤΟΜΥΛΟΣ ΤΟΥ ΜΑΥΡΙΛΟ
Στην είσοδο του χωριού Μαυρίλο υπάρχει ο ανακαινισμένος μπαρουτόμυλος
ο οποίος αποτελεί μουσείο (είναι μουσειακό αντίγραφο του αρχικού
μπαρουτόμυλου). Η κατασκευή ξεκίνησε το 2002 από τον πρώην Δήμο Αγίου
Γεωργίου και εγκαινιάστηκε το 2008.
Παραδοσιακά οι μπαρουτόμυλοι ήταν λιθόκτιστα κτίρια διαστάσεων
6-8 μέτρα μήκος, 3-5 μέτρα πλάτος και 3 μέτρα ύψος. Σε μερικούς
μπαρουτόμυλους λειτουργούσε παράλληλα (σε διπλανό κτίριο) αλευρόμυλος
και νεροτριβίο (μαντάνι - για πλύσιμο υφασμάτων-χαλιών). Η μαυριλιώτικη
μπαρούτη περιείχε 12,5% θειάφι, 12,5% ξυλοκάρβουνο, 75% νιτρικό κάλλιο
(τζερβιτζιλέ το ονομάζανε) και ανάλογο νερό. Ο μηχανισμός των
μπαρουτόμυλων διέφερε από αυτήν των νερόμυλων (για άλεσμα σιτηρών) στο
ότι η κυκλική κίνηση δεν γύριζε μυλόπετρα αλλά μετατρέπονταν σε
παλιδρομική. Τα παλληκάρια (έτσι ονομάζονταν τα κάθετα ξύλινα παλούκια
που περιείχε ο μπαρουτόμυλος) με αυτό το τρόπο ανεβοκατέβαιναν και στο
κάτω μέρος η ημισφαιρική άκρη τους (ονομάζονταν στούμπος) κοπανούσε το
μείγμα υλικών μέσα σε ένα ξύλινο γουδί (το γουδί το ονόμαζαν τσούμα ή
γούβα). Το μείγμα υλικών (θειάφι, ξυλοκάρβουνο, νιτρικό κάλιο και νερό)
κοπανιόντουσαν ρυθμικά για 5-6 ώρες μέχρι να πάρουν την μορφή ζυμαριού
(σαν ζυμάρι ψωμιού). Για την αποφυγή εκρήξεων σε όλα τα στάδια
επεξεργασίας της μπαρούτης τα γουδιά (στούμες) καθώς και τα παλληκάρια
με τις ημισφαιρικές άκρες ήταν ξύλινα . Απαγορεύονταν μεταλλικά υλικά ή
πετραδάκια μέσα στα γουδιά ώστε να αποφεύγεται η ανάφλεξη που θα
μπορούσε να προκαλέσει τυχαία σπίθα από τις τριβές.
Οι μπαρουτόμυλοι λειτούργησαν για 200 περίπου χρόνια (1700-1914) και συντέλεσαν στην οικονομική άνθιση του χωριού αλλά και στην Ελληνική Επανάσταση του 1821. Στο χωριό υπήρχαν 12 ή 15 μπαρουτόμυλοι (από την πηγή Γκούρα μέχρι την θέση Τούρνια) και η τεχνογνωσία κατασκευής μπαρούτης εικάζεται ότι ήρθε είτε από Μαυριλιώτες της Κωνσταντινούπολης, είτε από το χωριό Δημητσάνα Αρκαδίας όπου και εκεί υπήρχαν μπαρουτόμυλοι. Υπάρχουν αναφορές για 4-5 χειρώνακτες μπρατουτοτεχνίτες. Επίσης σώζονται 2 επιστολές του Αθανάσιου Διάκου για προμήθεια πυρομαχικής ύλης από το χωριό: «Ο προσκυνητής προς τους άρχοντες της Λεβαδειάς. Απέρκουσα Ομέρ Βρυώνην εις Πατρατζίκι (Υπάτη), ήδη μεταβαίνω εις Λαμίαν. Αποστείλετε δυναμένους κρατήσουν όπλα και βόλια άφθονα. Μαύρην ύλην επρομηθεύθην εκ Μαρυίλου.» (Αθανάσιος Διάκος - Επιστολή)
ΠΗΓΕΣ 1) http://www.dimosmakrakomis.gov.gr
|
Blog με θέματα από την Ελληνική ιστορία. Γίνεται προσπάθεια να αναπτυχθούν θέματα που δεν είναι γνωστά στο ευρύ κοινό.
Τετάρτη 29 Μαΐου 2013
ΜΠΑΡΟΥΤΟΜΥΛΟΙ Α' ΜΕΡΟΣ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου