Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2013

Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΚΗ ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΠΑΥΛΟΥ ΚΟΥΝΤΟΥΡΙΩΤΗ


Τα Προπύλαια του Δημαρχιακού Μεγάρου, λίγο μετά την επίθεσηΤα Προπύλαια του Δημαρχιακού Μεγάρου, λίγο μετά την επίθεση

Το πρωί της 30ης Οκτωβρίου 1927 ο απόστρατος ναύαρχος και ήρωας των Βαλκανικών Πολέμων, Παύλος Κουντουριώτης (1855-1935), που κατείχε το αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας από το 1924, είχε μεταβεί στο Δημαρχείο της Αθήνας για να απευθύνει χαιρετισμό στο συνέδριο των Δημάρχων της χώρας. Μετά το πέρας της εναρκτήριας τελετής εξήλθε του Δημαρχιακού Μεγάλου και επιβιβάσθηκε στο προεδρικό αυτοκίνητο που τον ανέμενε μπροστά από τα Προπύλαια του Δημαρχιακού Μεγάρου επί της οδού Αθηνάς.
ΠΑΥΛΟΣ ΚΟΥΝΤΟΥΡΙΩΤΗΣ

Τη στιγμή εκείνη ένας νεαρός άνδρας διέλαθε της προσοχής της φρουράς του Προέδρου, έφθασε κοντά στο αυτοκίνητό του από την πίσω δεξιά πλευρά και πυροβόλησε μία φορά με περίστροφο κατά του Κουντουριώτη, που καθόταν στην μπροστινή δεξιά θέση του οχήματος και ανταπέδιδε τον χαιρετισμό στο συγκεντρωμένο πλήθος. Η σφαίρα άνοιξε μία μεγάλη οπή στο τζάμι της πίσω πόρτας, λοξοδρόμησε λίγο και βρήκε ξυστά στη δεξιά κροταφική χώρα τον ανώτατο άρχοντα της χώρας και στη συνέχεια κατέπεσε μπροστά στα πόδια του.
Αμέσως, οι άνδρες της προσωπικής του φρουράς αφόπλισαν τον δράστη και τον συνέλαβαν, ενώ το αγανακτισμένο πλήθος επιζητούσε να τον λιντσάρει. Κάποιοι θερμόαιμοι, μάλιστα, κατόρθωσαν να τον αποσπάσουν για λίγο από τους αστυνομικούς και να τον χτυπήσουν με κλωτσιές και μπουνιές. Ο Κουντουριώτης, παρότι το αίμα έρεε άφθονο από το κεφάλι του, διατήρησε την ψυχραιμία του και συνέχισε να συνδιαλέγεται με το πλήθος.
Ο Παύλος Κουντουριώτης, φέρων τους επιδέσμους του τραύματός του.
Τάχιστα, όμως, διακομίστηκε στην Πολυκλινική Αθηνών, όπου δέχθηκε τις περιποιήσεις του διευθυντού της και καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών, Νικολάου Αλιβιζάτου. Το ιατρικό ανακοινωθέν που εκδόθηκε αργά το απόγευμα ανέφερε: «Ο κ. Πρόεδρος της Δημοκρατίας υπέστη τραύμα κατά την δεξιάν κροταφικήν χώραν. Η σφαίρα προκάλεσε κάκωσιν των μαλακών μορίων, ελαφρώς θίξασα το οστούν. Ο κύριος πρόεδρος υπέστη την εγχείρισιν μετά μεγάλης ψυχραιμίας. Κατάστασις Αρίστη».Αμέσως μόλις έγινε γνωστό το συμβάν έσπευσε στην κλινική σχεδόν ολόκληρο το υπουργικό συμβούλιο για να πληροφορηθεί από πρώτο χέρι για την υγεία του προέδρου. Ο ίδιος δεν μπορούσε να κατανοήσει το κίνητρο του δράστη: «Κάποιος ανισόρροπος με χτύπησε. Πρέπει να είναι ανισόρροπος, διότι εγώ γυρίζω όλη την ώρα έξω μόνος μου και μπορούσε να με χτυπήσει όπου αλλού ήθελε. Για μένα είναι ανεξήγητο» έλεγε σε κάποιους υπουργούς από το κρεβάτι της κλινικής.
Εν τω μεταξύ, ο δράστης είχε μεταφερθεί στο Γ' Τμήμα Ασφαλείας Αθηνών, όπου ανακρινόταν υπό την εποπτεία εισαγγελέα. Στους ανακριτές του δήλωσε αρχικά ότι ήταν κωφός κι επομένως η όλη διαδικασία θα γινόταν με γραπτές ερωτοαπαντήσεις. Στη συνέχεια δήλωσε τα στοιχεία του: ονομαζόταν Ζαφείριος Γκούσιος, ήταν 25 ετών, καταγόταν από τα Αμπελάκια Λάρισας και δούλευε ως σερβιτόρος στο εστιατόριο Αβέρωφ της Λάρισας. Στην Αθήνα είχε έλθει στις 18 Οκτωβρίου και κατέλυσε στο ξενοδοχείο Όλγα στην οδό Αγίου Κωνσταντίνου. Σ’ έρευνα που έγινε στο δωμάτιό του βρέθηκε μια βαλίτσα που περιείχε, μεταξύ άλλων, 10 φύλλα της εφημερίδας Ριζοσπάστης και βιβλία των Νίτσε, Σοπεγχάουερ και του ιστορικού Γιάννη Κορδάτου (γ.γ. του ΚΚΕ από το 1920 έως το 1924).
Ο δράστης της απόπειρας, Ζαφείριος Γκούσιος
Από τους μάρτυρες που παρέλασαν κατά την ανάκριση, ουσιώδης κρίθηκε η κατάθεση ενός εκ των συνταξιδιωτών του, ονόματι Γκόλαντα. Αυτός κατέθεσε ότι όταν ο Γκούσιος τον είδε να διαβάζει μία εφημερίδα στο τρένο, του άνοιξε συζήτηση: «Δεν ντρέπεσαι να διαβάζεις αστικές εφημερίδες; Αυτά που γράφουν είναι όλα ψέματα και υποβολιμιαία». Κατόπιν του ανέπτυξε την κομμουνιστική κοσμοθεωρία του και όταν ο Γκόλαντας τον ρώτησε για ποιο σκοπό έρχεται στην Αθήνα αυτός του απάντησε: «Πάω να βρω δουλειά, αλλά έχω να εκτελέσω σοβαρές αποφάσεις μου. Κάποιον θα σκοτώσω». Όπως εξακριβώθηκε από την ανάκριση, ο Γκούσιος, προτού προβεί στην απονενοημένη πράξη του, είχε ζητήσει ακρόαση από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για να του εκθέσει τα προβλήματα που αντιμετώπιζε και να του ζητήσει βοήθεια. Το αίτημα του δεν έγινε δεκτό κι έτσι αποφάσισε να τον σκοτώσει. Μετά την απολογία του προφυλακίστηκε, με σύμφωνη γνώμη ανακριτή και εισαγγελέα. Οι αστυνομικές και εισαγγελικές αρχές εξακολουθούσαν να τον θεωρούν κομουνιστή και μάλιστα η ασφάλεια Λάρισας πίστευε ότι ήταν μέλος του ΚΚΕ, που εκείνη την περίοδο άρχισε να κάνει αισθητή την παρουσία του στα πολιτικά πράγματα της χώρας, δημιουργώντας πονοκεφάλους στα συστημικά κόμματα. Ο ίδιος στις επίμονες ερωτήσεις των δημοσιογράφων που τον επισκέφθηκαν στη φυλακή αρνήθηκε ότι είναι κομμουνιστής ή αναρχικός και περιέγραψε τον εαυτό του ως εξής: «Είμαι ένα ονειροπόλος, ένας απλούς ανθρωπιστής, επιθυμών την ευτυχίαν παντός ανθρώπου». Ήταν ιδιαίτερα μορφωμένος για την εποχή του (απόφοιτος σχολαρχείου) και με πνευματικές ανησυχίες, όπως έγραψε ο τύπος της εποχής, αλλά αντιμετώπιζε ψυχολογικά προβλήματα, εξαιτίας της κωφότητάς του, η οποία προερχόταν από μία παιδική μηνιγγίτιδα κι ενός προβλήματος στη μύτη.
Η δίκη του Γκούσιου άρχισε και τελείωσε μέσα σε μία ημέρα, στις 20 Νοεμβρίου 1928, στο Κακουργιοδικείο Αθηνών. Στην απολογία του, αφού ζήτησε συγγνώμη για την πράξη του, τόνισε ότι «για όλα φταίει η κατηραμένη κώφωσίς μου. Είναι σαν μου τρύπησαν το μυαλό και να μου έχυσαν στο μυαλό λιωμένο μολύβι». Στην αγόρευσή του ο εισαγγελέας Μαλούχος έπαιξε το κομουνιστικό χαρτί: «Ο Γκούσιος υπήρξε το θύμα των νέων ιδεών και της αναγνώσεως των βιβλίων του κομμουνισμού. Εάν δεν τεθεί φραγμός εις τον κομουνισμό, μετά μίαν πενταετίαν, δύναμαι να σας το βεβαιώσω από της θέσεως ταύτης, ότι δεν θα υπάρχει αστικόν καθεστώς». Τελικά, το δικαστήριο καταδίκασε τον Γκούσιο σε πρόσκαιρα δεσμά 14 ετών για απόπειρα ανθρωποκτονίας, αναγνωρίζοντάς του το ελαφρυντικό της μετρίας συγχύσεως. Ακόμη, του επέβαλε ποινές φυλάκισης 3 μηνών για οπλοχρησία και 45 ημερών για παράνομη οπλοφορία.
Ο Γκούσιος θεώρησε την ποινή υπέρμετρα αυστηρή και την επομένη προσπάθησε να αυτοκτονήσει, καταπίνοντας μεγάλη ποσότητα κινίνου. Οι γιατροί κατόρθωσαν να του σώσουν τη ζωή, αλλά από εκείνη την ημέρα τα ίχνη του χάθηκαν.

ΠΗΓΗhttp://www.sansimera.gr

Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2013

ΔΙΑΦΟΡΑ ΕΚ ΛΑΦΥΡΩΝ ΥΠΟΠΟΛΥΒΟΛΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ.


Α. Γενικά περί υποπολυβόλων εκ λαφύρων.

   Στην ταραχώδη δεκαετία 1940-1950, πολλά αυτόματα, εκτός από τα προαναφερθέντα, χρησιμοποιήθηκαν στον ελληνικό χώρο. Αρχικά οι κατακτητές χρησιμοποίησαν όλη την ποικιλία των αυτομάτων που διέθεταν, ακόμη και υποδειγμάτων όχι τόσο γνωστών, ορισμένα από τα οποία περιήλθαν στην κατοχή των ανταρτών και χρησιμοποιήθηκαν από αυτούς, τόσο κατά την Αντίσταση, όσο και κατά τον Εμφύλιο. Αλλά οι αντάρτες απέκτησαν κατά την Κατοχή και αριθμό σοβιετικών αυτομάτων, τα οποία περιήλθαν σε αυτούς εκ λαφύρων από σοβιετικές μονάδες (κυρίως Τατάρων), που είχαν αυτομολήσει στους Γερμανούς με τον οπλισμό τους και πολέμησαν στο πλευρό τους. Κατά τον Εμφύλιο, οι αντάρτες χρησιμοποίησαν μεγαλύτερο αριθμό σοβιετικών αυτομάτων, που προέρχονταν από τις αποστολές τέτοιων όπλων από τους βόρειους γείτονές μας προς αυτούς.
   Τα αυτόματα των υποδειγμάτων αυτών, σε σχέση με το σύνολο των αυτομάτων που χρησιμοποίησαν οι αντάρτες κατά την Κατοχή και τον Εμφύλιο, ήταν μικρό μόνον ποσοστό, ουδέποτε δε έγιναν παραδεκτά ή χρησιμοποιήθηκαν από τις ΕΔ ή τα ΣΑ. Η αναφορά τους εδώ γίνεται μόνον για λόγους ερευνητικής πληρότητας  της εργασίας αυτής, δεδομένου ότι υπάρχουν στοιχεία (φωτογραφίες, κείμενα κλπ.), που επιβεβαιώνουν, τόσο την ύπαρξη, όσο και τη χρήση τους. Τέτοια αυτόματα είναι τα αναφερόμενα παρακάτω.



Β. Τα υποπολυβόλα Bergmann υποδ. MP34/I και MP35/I, διαμ. 9 χιλ. Para.
Bergmann υποδ. MP34/I

   Το αυτόματο Bergmann σχεδιάστηκε από τους μηχανικούς Mueller και T. Bergmann και κατασκευάστηκε αρχικά στην Δανία το 1932, για αποφυγή των περιορισμών της συνθήκης των Βερσαλλιών του 1919, κατόπιν δε από από τις γερμανικές εταιρίες Walther Waffenfabrik AG (Maschinenpistole 34/I - MP34/I) και Junker und Ruh AG (MP35/I). Από το αυτόματο MP34/I κατασκευάσθηκε μικρός μόνον αριθμός, ενώ το MP35/I υιοθετήθηκε ως κύριο αυτόματο Waffen SS.
Bergmann υποδ. MP35/I
Συνολικά κατασκευάστηκαν περίπου 40.000 αυτόματα Bergmann MP35/I για τα SS. Στην Ελλάδα τα αυτόματα αυτά χρησιμοποιήθηκαν κατά την Κατοχή από διάφορες μονάδες των SS και το 18ο Συν/μα Ορεινών Κυνηγών της Αστυνομίας, που έδρασε στην περιοχή της Κεντρικής και Δυτικής Στερεάς Ελλάδας, απ' όπου και τα λάφυρα των ανταρτών.




Γ. Το υποπολυβόλο Shpagin PPSh 41 διαμ. 7,62 χιλ. Tokarev.

   Το αυτόματο αυτό σχεδιάστηκετο 1940 από τον Georgi Samyenovich Shpagin και έγινε αποδεχτό το 1942 από το Σοβιετικό Στρατό ως Pistolet- Pulemet Shpagina obr. 1941 G διαμ. 7.62 χιλ. Tokarev (7,62x25). Κατασκευάστηκαν πάνω από 5 εκατ. τέτοια αυτόματα κατά τον Β' ΠΠ. Το όπλο αυτό λειτουργούσε με το σύστημα της οπισθοκρούσεως και είχε αποσβεστήρα
υποπολυβόλο Shpagin PPSh 41
κραδασμών στο πίσω μέρος του κλείστρου. Ετροφοδοτείτο από τυμπανοειδή γεμιστήρα των 71 φυσιγγίων (ή κάθετο γεμιστήρα των 35 φυσιγγίων), είχε επιλογέα βολής, μεγάλη ταχυβολία (900 β/λ) και ήταν κατασκευασμένο από πρεσσαριστά χαλύβδινα μέρη. Ήταν φθηνό, αξιόπιστο και δυνατό όπλο και έγινε γνωστό ως "Μπαλαλάικα", λόγω της ομοιότητάς του με το σοβιετικό αυτό μουσικό όργανο. Στην Ελλάδα χρησιμοποιήθηκε από τους αντάρτες, κυρίως κατά τον Εμφύλιο, και προερχόταν από την βοήθεια που έδιναν σε αυτούς οι βόρειοι γείτονές μας. Μερικά ανακαλύφθηκαν και από τις δυνάμεις ασφαλείας μέσα σε κρύπτες οπλισμού των ανταρτών. Οι ΕΔ και τα ΣΑ ουδέποτε το χρησιμοποίησαν.




Δ. Το υποπολυβόλο Sudarev PPS 43 διαμ. 7,62 χιλ. Tokarev.

   Κατά την πολιορκία του Leningrad το 1942, λόγω εξαντλήσεως των αποθεμάτων οπλισμού, ο μηχανικός Aleksei Ivanovich Sudarev κατασκεύασε ένα πολύ απλό, φθηνό, αξιόπιστο και εύκολο στην κατασκευή αυτόματο, το οποίο προς τιμήν του ονομάστηκε Pistolet - Pulemet Sudavera obr 1943 G διαμ. 7,62 χιλ. Tokarev σύστημα του αυτομάτου PPSh 41, αλλά ετροφοδοτείτο μόνον από κάθετο γεμιστήρα των 35 φυσιγγίων. Συνολικά κατασκευάστηκαν πάνω από 1 εκατ. τέτοια όπλα. Στην Ελλάδα,
υποπολυβόλο Sudarev PPS 43
μικρός αριθμός τέτοιων όπλων χρησιμοποιήθηκε από τους αντάρτες κατά την Κατοχή, μάλιστα, ένας τουλάχιστον από τους "μαυροσκούφηδες" του Άρη έφερε τέτοιο όπλο. Το ίδιο συνέβη και κατά τον Εμφύλιο.




Ε. Το υποπολυβόλο ZK 383 διαμ. 9 χιλ. Para.
υποπολυβόλο ZK 383


   Το αυτόματο αυτό κατασκευάσθηκε το 1933 από την τσεχοσλαβική εταιρία Ceckoslovenska zbrojovka, Brno και αποτέλεσε το κύριο αυτόματο του Βουλγαρικού Στρατού κατά και μετά τον Β' ΠΠ, μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1960. Χρησιμοποιήθηκε, επίσης, από την Γ/Β και από τα Waffen SS στο Ανατολικό Μέτωπο. Το αυτόματο Kulometna Pistole ZK/383 διαμ. 9 χιλ. Para είχε ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, που θα μπορούσαν να το κατατάξουν και στην κατηγορία των οπλ/λων. Ειδικότερα, είχε δίποδα, σύστημα ταχείας αλλαγής της κάνης, επιλογέα βολής και ρυθμιζόμενη ταχυβολία, με την προσθαφαίρεση βάρους από το κλείστρο. Λειτουργούσε με σύστημα της οπισθοκρούσεως (blowback) και ετροφοδοτείτο από γεμιστήρα των 30 φυσιγγίων, ήταν δε καλοκατασκευασμένο και αξιόπιστο όπλο. Στην Ελλάδα, αριθμός τέτοιων αυτομάτων χρησιμοποιήθηκε από τους αντάρτες κατά τον Εμφύλιο. Μερικά ανακαλύφθηκαν από τις δυνάμεις ασφαλείας μέσα σε κρύπτες του οπλισμού των ανταρτών, όλα δε προέρχονταν από τη βουλγαρική προς αυτούς βοήθεια. Ένα από τα αυτόματα εκτίθεται στο Πολεμικό Μουσείο Αθηνών και ένα στη ΣΣΕ.


ΠΗΓΗ 1. ΧΡΗΣΤΟΥ Ζ. ΣΑΖΑΝΙΔΗ "ΤΑ ΟΠΛΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ" ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1995.

Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2013

ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΜΥΤΙΛΗΝΗΣ ΚΑΙ Η ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΩΝ ΟΘΩΜΑΝΩΝ ΤΟ 1462






Στο βόρειο μέρος της πόλης της Μυτιλήνης, ανάμεσα σ’ ένα καταπράσινο πευκώνα και στη θάλασσα, υψώνονται τα απομεινάρια του κάστρου της Μυτιλήνης. Διατηρείται σε αρκετά καλή κατάσταση και είναι ένα από τα μεγαλύτερα κάστρα της Μεσογείου καλύπτοντας έκταση 60 στρεμμάτων. Η οικοδόμηση του και η ανοικοδόμησή του έγινε σε διάφορες χρονικές περιόδους.

Τοποθεσία & Στρατηγική Σημασία

Το κάστρο της Μυτιλήνης καταλαμβάνει το υψηλότερο σημείο της χερσονήσου στο βορειοανατολικό άκρο της πόλης. Στην αρχαιότητα και μέχρι τους πρώτους βυζαντινούς χρόνους η σημερινή χερσόνησος ήταν νησί, που χωριζόταν από την υπόλοιπη Λέσβο με τον λεγόμενο «Εύριπο των Μυτιληναίων, το κανάλι που διατρέχοντας περίπου το δρόμο της σημερινής αγοράς ένωνε τα δύο λιμάνια της πόλης.


Το βυζαντινό κάστρο έχει καταλάβει τη θέση της αρχαίας ακρόπολης, η μορφή της οποίας μας είναι άγνωστη κατά την περίοδο της κλασσικής, ελληνιστικής και ρωμαϊκής αρχαιότητας.


Ιστορία

Η παλαιότερη φάση κατασκευής του κάστρου ανάγεται στον 6ο αιώνα και στην ευρεία οικοδομική δραστηριότητα του αυτοκράτορα Ιουστινιανού, ωστόσο τα λιγοστά ιστορικά και ανασκαφικά στοιχεία δεν μας επιτρέπουν την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων.
Η πρώτη μνεία για την ύπαρξη του κάστρου προέρχεται από μια πατριαρχική συνοδική απόφαση του 1324, η οποία αναφέρει ένα μετόχι της μονής των Οσίων Πατέρων Δαφνέας μέσα στο Κάστρο της Μυτιλήνης.
Από τη βυζαντινή φάση σώζονται σήμερα μόνο τρία τμήματα: μία βυζαντινή πυλίδα στη βόρεια πλευρά των τειχών, ο ανατολικός τοίχος του κεντρικού οχυρωματικού περιβόλου και η δεξαμενή στο μεσαίο κάστρο.
Στα 1355 η Λέσβος παραχωρείται ως προίκα στην αδελφή του αυτοκράτορα Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου, κατά τον γάμο της με τον Γενοβέζο Francisco Gattelusio. Η ηγεμονία του οίκου των Gattelusi θα διαρκέσει μέχρι το 1462.

Από τα πρώτα έργα που πραγματοποιούν οι νέοι ηγεμόνες είναι η ανακαίνιση του κάστρου, το 1373, όπως μας πληροφορεί η λατινική επιγραφή που είναι εντοιχισμένη πάνω από τη Μεσαία (Δυτική) πύλη. Η νέα οχύρωση ακολουθεί σε γενικές γραμμές την προϋπάρχουσα βυζαντινή. Ο χώρος διαρθρώνεται σε δύο τμήματα, το σημερινό Πάνω και το Μεσαίο Κάστρο, ενώ ο ντόπιος πληθυσμός κατοικεί στο οχυρωμένο προάστιο του Μελανουδίου.
Κατά την περίοδο της ηγεμονίας του Φραγκίσκου Γατελούζου πιστεύεται ότι η Μυτιλήνη ήταν ένα από τα πιο ισχυρά κάστρα. Μέσα σ’ αυτό βρισκόταν και τo παλάτι του , που ονομάζεται “Πύργος της Βασίλισσας”.
Ο δυνατός σεισμός του 1384 υπήρξε καταστροφικός για την πόλη και το κάστρο. Από τη βασιλική οικογένεια επιβίωσε μόνο ο μικρότερος γιος Giacomo.

Μέχρι και το 1403 δεν φαίνεται να αποκαταστάθηκαν οι ζημιές που προκάλεσε εκείνος ο σεισμός. Οι δύο τελευταίοι Γατελούζοι, ο Δομένικος (1445-1458) και ο αδερφός του Νικόλαος (1458-1462) πραγματοποίησαν εργασίες ενίσχυσης του. Επί Δομένικου τοποθετήθηκαν τα πρώτα κανόνια ενώ επί Νικολάου διαμορφώθηκαν προμαχώνες και ενισχυτικά τείχη, πολεμίστρες, τάφροι και παρατηρητήρια. Από την γενουατική φάση του κάστρου σώζονται σήμερα ο κεντρικός οχυρωματικός περίβολος (Donjon) και τα ερείπια της εκκλησίας του Αγ. Ιωάννη.

                   Η ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΟΘΩΜΑΝΟΥΣ

 Την 1η Σεπτεμβρίου 1462, 60 οθωμανικά πολεμικά πλοία τα οποία συνόδευαν επτά μεγάλα φορτηγά και πλήθος μικρότερων βοηθητικών που μετέφεραν εφόδια, κατέπλευσαν από την Καλλίπολη στο παλαιό λιμάνι της Μυτιλήνης, που ήταν γνωστό ως Απάνω Σκάλα. Επικεφαλής των τουρκικών δυνάμεων ήταν ο βεζίρης Μαχμούτ πασάς (Έλληνας αρνησίθρησκος). Οι εισβολείς αποβίβασαν τις δυνάμεις τους και ξεκίνησαν την πολιορκία του κάστρου από ξηρά και θάλασσα.  Την ίδια εποχή χερσαίες δυνάμεις 20000 ανδρών με επικεφαλής τον ίδιο τον σουλτάνο, οδηγήθηκαν από την Πόλη στην ακτή της Τροίας απέναντι από τη νήσο. Από εκεί, στην περιοχή Αγιασμάτι επιβιβάστηκαν σε πλοία και αποβιβάστηκαν σε άλλες περιοχές του νησιού, επεκτείνοντας το θέατρο των επιχειρήσεων.

   Στην Μυτιλήνη εκείνη την εποχή, βρίσκονταν χριστιανικές δυνάμεις 5000 ανδρών υπό τον ηγεμόνα Νικόλαο Γατελούζο. Πολλοί από αυτούς ήταν καλά εξοπλισμένοι μισθοφόροι, κυρίως Καταλανοί και ιππότες της Ρόδου, πολύ γνωστοί αμφότεροι για την πολεμική ικανότητά τους. Η αντίστασή τους στους Οθωμανούς ήταν αρχικά σκληρή. Ο Νικόλαος ζήτησε τη συνδρομή του Βενετικού στόλου, που ναυλοχούσε τότε στη γειτονική Χίο. Όταν όμως ο Βενετός ναύαρχος αρνήθηκε οποιαδήποτε ανάμιξη, το ηθικό των χριστιανών κατέρρευσε και μαζί του και η άμυνα του νησιού. Ο Νικόλαος ήρθε σε διαπραγματεύσεις με τον Μωάμεθ, 16 μόλις ημέρες μετά την εισβολή, και συμφώνησε σε ειρηνική παράδοση όλων των φρουρίων της νήσου (Μολύβου, Ερεσού, Αγίων Θεοδώρων κ.α.) με αντάλλαγμα την εξασφάλιση της ζωής και της τιμής τόσο των στρατιωτών όσο και των κατοίκων.
       Οι Οθωμανοί, ωστόσο είχαν τη δική τους αντίληψη σχετικά με τις δεσμεύσεις που αναλάμβαναν. Όταν ολοκληρώθηκε η παράδοση, καταπάτησαν τη συνθήκη και επιδόθηκαν σε σφαγές και λεηλασίες, κατά τις οποίες φόνευσαν όλους σχεδόν τους μισθοφόρους πολεμιστές που υπερασπίστηκαν το νησί, εξανδραπόδισαν πολλά νεαρά αγόρια και κορίτσια και τέλος, ανάγκασαν 10000 Έλληνες κατοίκους να μετακομίσουν στην Κωνσταντινούπολη προκειμένου να ενισχυθεί ο πληθυσμός της.         
        

 Το 1501, επί Σουλτάνου Bayezid και μετά τις καταστροφές που υπέστη το Κάστρο κατά τη διάρκεια του Ενετοτουρκικού Πολέμου (1499-1504), επισκευάστηκαν οι κατεστραμμένες οχυρώσεις του βόρειου λιμανιού, κατασκευάστηκαν δύο μεγάλοι στρογγυλοί οχυρωματικοί πύργοι με κανονιοθυρίδες και αναπτύχθηκαν νέα τείχη.
Νέες κατασκευές εκσυγχρονισμού του κάστρου αναλήφθηκαν το 1643/44 από τον Μπεκήρ πασά, επί των ημερών του σουλτάνου Ιμπραήμ Χαν, ίσως εν όψει του Κρητικού πολέμου είτε εξαιτίας καταστροφής από σεισμό. Πραγματοποιήθηκαν επισκευές των τειχών και ανέγερση ενός νέου τείχους μπροστά από το υφιστάμενο μεσαιωνικό. Μπροστά από τις νέες αυτές κατασκευές δημιουργήθηκε μια βαθιά και πλατιά τάφρος.
Το 1756 ο ναύαρχος Κουραματζής πρόσθεσε ένα πολυγωνικό πύργο κοντά στο λιμάνι της Επάνω Σκάλας.
Νέες εκτεταμένες επισκευαστικές εργασίες πραγματοποιήθηκαν, ύστερα από σεισμό, στα 1765/66.
Στη διάρκεια του 19ου αιώνα η λειτουργία και ο χαρακτήρας του κάστρου είχαν πλέον μεταβληθεί. Το κάστρο προσέλαβε περισσότερο στρατιωτικό χαρακτήρα, όπως υποδεικνύουν οι στρατώνες που κατασκευάστηκαν κοντά στον μενδρεσέ και η γειτονική πυριτιδαποθήκη.
Η Λέσβος περιήλθε στο Ελληνικό κράτος στις 8 Νοεμβρίου του 1912. Το εντός των τειχών τμήμα συνέχισε να κατοικείται μέχρι και λίγο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στο Κάτω Κάστρο μάλιστα ήταν εγκατεστημένοι οι οίκοι ανοχής! Μέχρι πρόσφατα, μέσα από το κάστρο περνούσε και ο περιφερειακός δρόμος από Φυκιότρυπα προς την Επάνω Σκάλα, ο οποίος όμως τώρα έχει κλείσει.

Δομικά, Αρχιτεκτονικά, Οχυρωματικά Στοιχεία

Από μορφολογικής απόψεως, το κάστρο διαιρείται σε τρία τμήματα:
  • Την Ακρόπολη ("Επάνω Κάστρο") στο βόρειο και ψηλότερο σημείο του λόφου
  • Την κυρία περίβολο ("το Μεσαίο Κάστρο") το μεγαλύτερο σε έκταση τμήμα που διαμορφώθηκε από τους Γατελούζους
  • "Το Κάτω Κάστρο" στη βορειοδυτική πλευρά που ως επί το πλείστον διαμορφώθηκε επί Τουρκοκρατίας
Διασώζεται το παλάτι των Γατελούζων, ένας τετράγωνος πέτρινος πύργος με εντοιχισμένη πλάκα, όπου με ευδιάκριτα ανάγλυφα σχήματα παριστάνεται το οικόσημο των Γατελούζων και παραστάσεις Ρωμαϊκών μονομαχιών.

Επίσης, στην εξωτερική πύλη υπάρχει πλάκα με το οικόσημο των Παλαιολόγων. Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας έγιναν προσθετικές εργασίες και κατασκευάστηκε επίσης ένα Τούρκικο Ιεροδιδασκαλείο, κτίσμα που σώζεται μέχρι σήμερα.
Μέσα στο κάστρο σώζονται υπόγειες στοές, που λειτούργησαν ως καταφύγιο για τα γυναικόπαιδα της πόλης σε περιόδους πολέμου, καθώς και υδατοδεξαμενή χωρητικότητας 4.000κ.μ.
Σήμερα χρησιμοποιείται ως χώρος διεξαγωγής πολιτιστικών εκδηλώσεων κατά τους θερινούς μήνες.

ΠΗΓΗ http://www.kastra.eu 
            ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΕΥΧΟΣ 202

Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2013

Η ΘΥΣΙΑ ΤΗΣ 181 ΜΟΙΡΑΣ ΠΕΔΙΝΟΥ ΠΥΡΟΒΟΛΙΚΟΥ, ΚΥΠΡΟΣ 22 ΙΟΥΛΙΟΥ 1974



Η 181 Μοίρα Πεδινού Πυροβολικού συγκροτήθηκε την 2α Ιουλίου 1964 και ήταν η πρώτη Μοίρα Πυροβολικού της Εθνικής Φρουράς.

Τους πρώτους μήνες μετά τη συγκρότηση της έδρευε στη περιοχή Αθαλάσσας στο χώρο της Διοίκησης Πυροβολικού ΓΕΕΦ και ακολούθως μετακινήθηκε στη μόνιμη έδρα της στο Στρατόπεδο ¨ Γιαννή Στυλλή ¨ στο χωριό Τρίκωμο της επαρχίας Αμμοχώστου.

Στη Μοίρα διατέθηκαν τότε δώδεκα πυροβόλα 25 λιβρών (87.6 χιλ) Αγγλικής προελεύσεως, ενταγμένα σε τρεις πυροβολαρχίες των τεσσάρων πυροβόλων η κάθε μια και τέσσερα αντιαεροπορικά πυροβόλα των 0,50 της ίντσας καθώς και δύο αντιαεροπορικά πυροβόλα των 14,5 χιλιοστών για την εγγύς αντιαεροπορική της άμυνα.Το Σεπτέμβριο του 1973 τη Διοίκηση της Μοίρας ανέλαβε ο Αντισυνταγματάρχης Πυροβολικού Καλμπουρτζής Στυλιανός. Πρώτο μέλημα του νέου Διοικητή ήταν η αύξηση της πολεμικής ικανότητας της Μοίρας, η εμπέδωση της πειθαρχίας του προσωπικού, καθώς και η καλυτέρευση των συνθηκών διαβίωσης των οπλιτών.
Υποδιοικητής τότε της Μοίρας ήταν ο Λοχαγός Πυροβολικού Λαλιώτης Σπυρίδων.

Μέχρι το καλοκαίρι του 1974 η Μοίρα είχε φθάσει σε ψηλά επίπεδα οργάνωσης και πολεμικής ικανότητας, και ήταν πασιφανές ότι θα μπορούσε να εκτελέσει με επιτυχία οποιαδήποτε πολεμική αποστολή θα μπορούσε να της ανατεθεί.

Με βάση τον τότε σχεδιασμό του ΓΕΕΦ, για την Άμυνα της Κύπρου, η 181 Μοίρα Πεδινού Πυροβολικού, αναλάμβανε αποστολή άμεσης υποστήριξης της Ι ΑΤΔ Αμμοχώστου με χώρο ευθύνης τη περιοχή της επαρχίας Αμμοχώστου. Ο σχεδιασμός αυτός ενεργοποιούνταν σε περίπτωση αποβατικής ενέργειας της Τουρκίας στη περιοχή του κόλπου Αμμοχώστου. Χώροι τάξεως της Μοίρας είχαν καθοριστεί στις περιοχές, Έγκωμης, Αχερίτου και Στύλλων.

Σε περίπτωση εκδήλωσης Τουρκικής αποβατικής ενέργειας στις βόρειες ακτές της Κύπρου, η Μοίρα αναλάμβανε αποστολή άμεσης υποστήριξης της ΙΙΙ ΑΤΔ στη Κερύνεια, και αποστολή ενίσχυσης της 182 Μοίρας Πεδινού Πυροβολικού που θα επιχειρούσε στις περιοχής βορείως του Πενταδάκτυλου. Σαν χώρος τάξεως της Μοίρας είχε καθοριστεί η περιοχή του χωριού Βουνό.

Με την εκδήλωση του πραξικοπήματος κατά της νόμιμης κυβέρνησης του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, την 15η Ιουλίου 1974, η Μοίρα παρέμεινε στο στρατόπεδο της, χωρίς να έχει ιδιαίτερη εμπλοκή στις επιχειρήσεις. Ο Διοικητής της Μοίρας Αντισυνταγματάρχης Καλμπουρτζής Στυλιανός, απαγόρευσε τις εξόδους των στρατιωτών προς αποφυγή εμπλοκής τους σε επεισόδια αντεκδικήσεων και προς το σκοπό αυτό ενεργοποίησε περίπολα περιμετρικά του Στρατοπέδου αλλά και εντός του Τρικώμου. Γενικά θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος, ότι η Μοίρα όπως σχεδόν και όλες οι Μοίρες Πυροβολικού δεν είχε εμπλοκή στο Πραξικόπημα.

Την 18η Ιουλίου 1974, κατόπιν τηλεφωνικής εντολής, ο Διοικητής της Μοίρας μετέβη στη Διοίκηση Πυροβολικού στην Αθαλάσσα για ενημέρωση για τη δημιουργηθείσα κατάσταση αλλά και τη λήψη διαταγών ενόψει της πιθανότητας εκδήλωσης Τουρκικής Εισβολής. Μετά από τρίωρη παραμονή ο Διοικητής αναχώρησε για την έδρα της Μοίρας. Κατά την επιστροφή του δίδει εντολή στον οδηγό του για διέλευση από την Αρχιεπισκοπή για να σχηματίσει μία προσωπική εκτίμηση για τις καταστροφές του πραξικοπήματος. Εκεί, βλέποντας τη λεηλασία του κτιρίου της Αρχιεπισκοπής διατάζει τον οδηγό του για άμεση αναχώρηση για το Τρίκωμο. Φθάνοντας στο στρατόπεδο αναφέρει στους αξιωματικούς της Μοίρας, το τι αντίκρισε στην Αρχιεπισκοπή και τους λέει επί λέξει ότι « δεν μπορούσε να πιστέψει ότι Έλληνες ήταν αυτοί που έκαναν αυτές τις επαίσχυντες πράξεις ».

Οι επόμενες ώρες ήταν δραματικές τόσο για τη Μοίρα όσο και για τον ίδιο το Διοικητή Αντισυνταγματάρχη Καλμπουρτζή. Η κίνηση του Τουρκικού στόλου σε δύο άξονες, με παράλληλη παραπλανητική κίνηση προς το Ακρωτήριο Αποστόλου Ανδρέα, δημιούργησε μία αβεβαιότητα, όσο αφορούσε τη τελική αποστολή της σε περίπτωση σύρραξης. Η αποστολή της όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, θα μπορούσε να ήταν η ενίσχυση της άμυνας στις Ανατολικές ακτές της Κύπρου ή στις βόρειες ακτές με διαφορετικούς χώρους τάξεως στη κάθε περίπτωση. Στη δεύτερη περίπτωση λόγω του απομακρυσμένου και αγνώστου της περιοχής από το προσωπικό οι κίνδυνοι ήταν πολλαπλάσιοι, τόσο κατά τη κίνηση όσο και κατά την εκτέλεση των βολών.

Η 19η Ιουλίου 1974, βρίσκει το Διοικητή και τους αξιωματικούς της Μοίρας να εκτελούν διακριτικά προπαρασκευαστικές εργασίες, αναμένοντας την ενεργοποίηση των σχεδίων άμυνας. Από το απόγευμα της 19ης Ιουλίου, ενεργοποιείται, το σχέδιο μερικής επιστράτευσης και στο στρατόπεδο παρουσιάζονται γύρω στους 50 εφέδρους κρίσιμων ειδικοτήτων. Με τη συμπλήρωση της προσέλευσης των εφέδρων γύρω στα μεσάνυχτα, διατάσσεται από το Διοικητή η φόρτωση των πυρομαχικών και των υλικών, και οι πυροβολαρχίες οργανώνονται σε φάλαγγες εντός του στρατοπέδου με άμεση ετοιμότητα αναχώρησης. Ενεργοποιείται επίσης το σχέδιο αντιαεροπορικής άμυνας της Μοίρας.

Περί την 06:00 της 20ης Ιουλίου 1974, ελήφθη τηλεφωνικά από τη Διοίκηση Πυροβολικού διαταγή για την αναχώρηση της Μοίρας και ενεργοποίηση των σχεδίων με αποστολή της Μοίρας την άμεση υποστήριξη της ΙΙΙ ΑΤΔ στη περιοχή Κερύνειας. Η διαταγή καθόριζε επίσης τη προώθηση της ΓΆ Πυροβολαρχίας της Μοίρας, υπό τον Υπολοχαγό Πυροβολικού Κούκουρα Δημήτριο, στη περιοχή του χωριού Στύλλοι με αποστολή άμεσης υποστήριξης της Ι ΑΤΔ στις πολεμικές επιχειρήσεις στη περιοχή Αμμοχώστου. Η ΓΆ Πυροβολαρχία αναχώρησε προς το χώρο τάξεως της περί τη 07:00 και κινούμενη μέσω του νέου δρόμου Λευκωσίας Αμμοχώστου προσέγγισε το χώρο γύρω στις 07:30.

Η Μοίρα ( πλην της ΓΆ Πυροβολαρχίας ) αναχώρησε, από το Τρίκωμο γύρω στις 07:30, με προορισμό το χώρο τάξεως Π112 στη περιοχή Ασιεντρούσα μεταξύ των χωριών Συγχαρί και Μπέλλα Παΐς κινούμενη μέσω του νέου δρόμου Λευκωσίας Αμμοχώστου. Κατά τη διαδρομή κυρίως μεταξύ Τρικώμου και Αμμοχώστου στη Μοίρα εντάχτηκε αριθμός εφέδρων. Αξίζει να σημειωθεί ότι μία ώρα μετά την αναχώρηση της Μοίρας το στρατόπεδο της υπέστη σφοδρό βομβαρδισμό από τη Τουρκική αεροπορία.

Στη συνέχεια, η Μοίρα ( πλην της ΓΆ Πυροβολαρχίας ) συνεχίζει το δρομολόγιο της προς τη καθορισθείσα θέση. Μια ώρα μετά την αναχώρηση της και όταν η φάλαγγα βρισκόταν στο ύψος του χωριού Αγκαστίνα, παρατηρήθηκαν κοντά στο δρόμο πυρκαγιές οι οποίες κατά πάσα πιθανότητα είχαν τεθεί από Τουρκοκύπριους των γύρω χωριών για τη επιβράδυνση της κίνησης των Μονάδων της Εθνικής Φρουράς προς τη περιοχή της αποβάσεως. Μετά από διαταγή του Διοικητή η φάλαγγα ακινητοποιήθηκε και εκτελέστηκαν αναγνωρίσεις προς τις περιοχές των πυρκαγιών κυρίως για την διερεύνηση της περίπτωσης της ύπαρξης ενεδρών.

Μετά την επιβεβαίωση της μη ύπαρξης ενεδρών, η φάλαγγα κινήθηκε και πάλι και μέσω του δρόμου παρά τη Μια Μηλιά, κατευθύνθηκε προς το χωριό Συγχαρί.


Με τη άφιξη της φάλαγγας στο χωριό Συγχαρί, ο Διοικητής της Μοίρας κατευθύνθηκε προς το σταθμό Διοικήσεως του 361 Τάγματος Πεζικού και ενημερώθηκε για τη πολεμική κατάσταση καθώς και για τις
Ο Αν/χης (ΠΒ) Στυλιανός Καλμπουρτζής
εχθρικές ενέργειες από το Διοικητή του τάγματος Αντισυνταγματάρχη Χάντζο Δημήτριο. Ακολούθως, μέσω της χωμάτινης οδού προς Μπέλλα Παΐς αναχώρησε για τη τελική της θέση στη περιοχή Ασιεντρούσα.

Περί τις 10:30, και ενώ η φάλαγγα, βρισκόταν έξω από το χωριό Συγχαρί, προσβλήθηκε από δύο Τουρκικά αεροπλάνα με αποτέλεσμα το θάνατο δύο υπαξιωματικών, του Λοχία Αναστασίου Αναστάσιου, και του Δεκανέα Γιαννή Στυλλή γιου του εκ Τρικώμου Ήρωα της ΕΟΚΑ Γιαννή Στυλλή του οποίου το όνομα έφερε Τιμής Ένεκεν το Στρατόπεδο της Μοίρας στο Τρίκωμο. Από τις ρουκέτες και το μυδραλιοβολισμό των Τουρκικών αεροσκαφών καταστράφηκαν δύο οχήματα γενικής χρήσης, ένα τετράδυμο Αντιαεροπορικό όπλο 0,50 χιλιοστών και τα δύο ελαστικά ενός πυροβόλου 25 Λιβρών.

Μετά τη περισυλλογή των νεκρών και την αποστολή τους με αυτοκίνητο LAND ROVER στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας και αφού απομακρύνθηκε από το δρόμο το καταστραμμένο όχημα, η Μοίρα αναχώρησε για το χώρο τάξεως της.

Τις πρώτες απογευματινές ώρες της 20ης Ιουλίου 1974, η Μοίρα εισήλθε στο χώρο τάξεως της και περί της 15:00 ανέφερε στη Διοίκηση Πυροβολικού ΓΕΕΦ, ετοιμότητα για εκτέλεση βολών.

Χρέη αξιωματικού επιχειρήσεων εκτελούσε ο Υποδιοικητής της Μοίρας Λοχαγός Λαλιώτης Σπυρίδων. Χρέη Διοικητή Πυροβολαρχίας για την ΑΆ Πυροβολαρχία εκτελούσε ο Υπολοχαγός Ζαφείρης Αριστείδης και για τη ΒΆ Πυροβολαρχία ο Ανθυπολοχαγός Παπαμιχαλόπουλος Τάκης ο οποίος αντικαθιστούσε τον αγνοούμενο σήμερα Ανθυπολοχαγό Γεωργίου Ιωάννη ο οποίος εκτελούσε χρέη Προκεχωρημένου Αξιωματικού Παρατηρητή.

Κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων, το πρωί της 22ας Ιουλίου η Μοίρα παρέλαβε πυρομαχικά από χώρο στη περιοχή Μπέλλα Παΐς και τροφοδοσία από τη περιοχή Συγχαρί. Η υδροδοσία της Μοίρας προβλεπόταν να γίνει από πηγάδι 300 μέτρα βόρεια του χώρου τάξεως αλλά λόγω ακαταλληλότητας του νερού αυτή έγινε από το Μπέλλα Παΐς.

Από τις 16:00 της 20ης Ιουλίου μέχρι τις 16:00 της 22ας Ιουλίου 1974, όταν συμφωνήθηκε η κατάπαυση του πυρός η Μοίρα εκτέλεσε συνεχείς βολές κατά των εχθρικών θέσεων στις περιοχές Αγίου Ιλαρίωνα, Αλωνάγρας, Άσπρης Μούττης και Αγύρτας προκαλώντας στις Τουρκικές δυνάμεις συντριπτικά πλήγματα. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά Τουρκοκύπριου καταδρομέα σε συνέντευξη του στη Τουρκοκυπριακή εφημερίδα ΚΙΠΡΙΣ στις 31/1/1992:
« Οι θέσεις μας υποβλήθηκαν σε έντονο βομβαρδισμό πυροβολικού στις 20-22 Ιουλίου και οι θέσεις μας εξαφανίζονταν η μια μετά την άλλη. Με κάθε πυροβολισμό που ρίχναμε, έπεφτε σε εμάς μία βόμβα. Εν τω μεταξύ είδα τα σώματα μερικών από τους στενότερους φίλους μου να διαμελίζονται από τις βόμβες. Καλύφθηκα σε ένα όρυγμα. Ευχόμουν να ξημερώσει νωρίτερα να δω τι γίνεται γύρω μου. Όταν ξημέρωσε, η εικόνα που είδα ήταν φρικιαστική. Ήταν μια κατάσταση που δεν θα ξεχάσω στη ζωή μου. Τα κομμάτια των διαμελισμένων σωμάτων των συνάδελφων και των φίλων μου ήταν διασκορπισμένα παντού από τις εκρήξεις. Σε δέκα μέτρα απόσταση βρέθηκα αντιμέτωπος με τα πτώματα των Τούρκων που έγερναν το ένα πάνω στο άλλο...».
Αξιοσημείωτο γεγονός ήταν η συνεχής μετακίνηση του Διοικητή της Μοίρας Αντισυνταγματάρχη Καλμπουρτζή μεταξύ υψώματος από το οποίο έδιδε αποστολές βολής και του χώρου τάξεως των πυροβόλων για έλεγχο των βολών και των στοιχείων του Κέντρου Διευθύνσεως Πυρός.

Το πρωί της 21ης Ιουλίου 1974 τέθηκε υπό Διοίκηση της Μοίρας η 191 Πυροβολαρχία Ορεινού Πυροβολικού με Διοικητή το Υπολοχαγό Πυροβολικού Σαββόπουλο Παύλο, η οποία τάχθηκε στο βόρειο όριο του χώρου τάξεως της Μοίρας.

Στις 16:00 της 22ας Ιουλίου 1974, η Μοίρα έλαβε διαταγή κατάπαυσης του πυρός από τη Διοίκηση Πυροβολικού. Λίγο μετά την υλοποίηση της κατάπαυσης του πυρός και μετά από συνεχείς βολές όλμων εκ μέρους των Τούρκων παρατηρήθηκε σύμπτυξη του 399 Τάγματος Πεζικού και της 32 Μοίρας Καταδρομών μονάδες οι οποίες μάχονταν στις περιοχές Αλωνάγρας και Άσπρης Μούττης και υποχώρηση τους προς της έδρα του 361 Τάγματος Πεζικού στο Συγχαρί. Αποτέλεσμα της εγκατάλειψης των θέσεων των δύο αυτών Μονάδων ήταν η άμεση κατάληψη των θέσεων αυτών από τις Τούρκικες Δυνάμεις με συνέπεια η Μοίρα και η Πυροβολαρχία να παραμείνουν ακάλυπτες προ των εχθρικών δυνάμεων.

Ο Διοικητής της Μοίρας προσπάθησε τότε ανεπιτυχώς να έρθει σε επαφή μέσω ασυρμάτου με τη Διοίκηση Πυροβολικού από το Σταθμό Διοικήσεως της Μοίρας για να αναφέρει τη δυσχερή κατάσταση που βρισκόταν η Μοίρα και να ζητήσει διαταγές για τις παραπέρα ενέργειες του. Όταν δεν κατόρθωσε να επικοινωνήσει με τη Διοίκηση Πυροβολικού, μετακινήθηκε προς το Αντιαεροπορικό στοιχείο της Μοίρας που βρισκόταν ταγμένο μεταξύ του χώρου τάξεως της Μοίρας και του χωριού Συγχαρί. Φτάνοντας στο χώρο του Αντιαεροπορικού διαπίστωσε ότι δέκα από τους δώδεκα άνδρες που επάνδρωναν το στοιχείο είχαν εγκαταλείψει το στοιχείο και είχαν φύγει με κατεύθυνση τον Κουτσοβέντη και τον Άγιο Χρυσόστομο.

Αφού δοκίμασε ανεπιτυχώς να επικοινωνήσει με τη Διοίκηση Πυροβολικού με τον ασύρματο που διέθετε το στοιχείο, διέταξε τη μετακίνηση του Αντιαεροπορικού προς το χώρο τάξεως της Μοίρας. Ακολούθως ο ίδιος κινήθηκε προς το στρατόπεδο του 361 Τάγματος Πεζικού στο χωριό Συγχαρί. Από εκεί κατάφερε να επικοινωνήσει τηλεφωνικά με τη Διοίκηση Πυροβολικού στην Αθαλάσσα και ανέφερε στο Διοικητή Πυροβολικού Συνταγματάρχη Πούλλο Γεώργιο τη δυσχερή θέση την οποία βρισκόταν η Μοίρα, μετά τη σύμπτυξη του 399 Τάγματος Πεζικού και της 32 Μοίρας Καταδρομών εφόσον αυτή βρισκόταν πλέον ακάλυπτη προ των Τουρκικών στρατευμάτων. Εξέφρασε δε προς αυτόν την εκτίμηση ότι ήταν θέμα ωρών η περικύκλωση και η εξουδετέρωση της Μοίρας. Ανέφερε επίσης σε αυτόν και τη κατάληψη θέσεων από τους Τούρκους στα γύρω υψώματα, ζήτησε δε από αυτόν την έγκριση του για την άμεση μετακίνηση της Μοίρας σε ασφαλέστερη θέση. Η απάντηση του Διοικητή Πυροβολικού ήταν όπως η Μοίρα παραμείνει στις θέσεις της και ότι οι κινούμενες δυνάμεις στα απέναντι υψώματα ήταν φίλια τμήματα που υποχωρούσαν. Η πρώτη ευκαιρία για τη μετακίνηση και τη σωτηρία της Μοίρας είχε τότε χαθεί.

Το πρωί της 23ης Ιουλίου 1974 συνεχιζόταν η κινητοποίηση των Τούρκων από τη περιοχή της Αλωνάγρας και η κατάληψη θέσεων εγγύτερα της Μοίρας. Παρατηρήθηκε επίσης μεταφορά πολυβόλων και όλμων στα γύρω υψώματα.

Περί την 09:30 της 23ης Ιουλίου, επισκέφθηκε το Σταθμό Διοικήσεως της Μοίρας ο Διοικητής Πυροβολικού Συνταγματάρχης Πούλλος Γεώργιος ο οποίος ενημερώθηκε από το Διοικητή της Μοίρας και τους αξιωματικούς για τη τραγική κατάσταση που βρισκόταν η Μοίρα. Ο Διοικητής Πυροβολικού διέταξε τότε τη παραμονή της Μοίρα στη περιοχή και τη πάση θυσία διατήρηση των θέσεων της, λέγοντας χαρακτηριστικά :
« Ντροπή σ' αυτούς που έχουν φύγει. Εσείς θα μείνετε εις τις θέσεις σας μέχρι ενός. Δεν θα περάσει ουδείς Τούρκος απ' εδώ και κάτω. Οι Τούρκοι προσπαθούν να καταλάβουν όσο το δυνατό περισσότερα εδάφη διότι θα έλθουν τα Ηνωμένα έθνη για να καθορίσουν τη γραμμή μεταξύ των Τούρκων και των Ελλήνων », έκανε δε αναφορά στους Πυροβολητές του Λοχαγού Κοσκινά οι οποίοι έπεσαν όλοι μαχόμενοι πολεμώντας ενάντια στο τούρκικο πεζικό στη Πτολεμαΐδα το 1912. Παρόντες στη συζήτηση αυτή ήταν και οι Υπολοχαγοί πεζικού Κομίνης Νικηφόρος του 361 Τάγματος Πεζικού και Αργυρόπουλος Κωνσταντίνος του διαλυθέντος Λόχου Βαρέων Όπλων επικεφαλής μικρού αριθμού καταδρομέων τους οποίους είχε περισυλλέξει στη περιοχή Μπέλλα Παΐς. Και οι δύο αξιωματικοί ανέφεραν στο Συνταγματάρχη Πούλλο ότι η παραμονή της Μοίρας στη περιοχή θα οδηγούσε στη καταστροφή της. Την ίδια περίπου ώρα επισκέφθηκε το Σταθμό Διοικήσεως της Μοίρας, η σύζυγος του Διοικητή κυρία Ελπίδα Καλμπουρτζή η οποία παρακάλεσε το Συνταγματάρχη Πούλλο να διατάξει τη σύμπτυξη της Μοίρας. Μετά την αποχώρηση της από τη περιοχή η κυρία Καλμπουρτζή πέρασε από την έδρα του 361 Τάγματος πεζικού, όπου συνάντησε το Διοικητή του Τάγματος στον οποίο ανέφερε ότι μόλις συνάντησε τον σύζυγο της αλλά πίστευε ότι αυτή ήταν η τελευταία φορά που τον έβλεπε. Η τελευταία ευκαιρία για τη μετακίνηση και τη σωτηρία της Μοίρας είχε τότε χαθεί.

Αξίζει να σημειωθεί ότι κατά τη διάρκεια της παρουσίας του Συνταγματάρχη Πούλλου στη περιοχή, δύο Τούρκικα αεροσκάφη πραγματοποίησαν αναγνωριστική πτήση και βύθιση στη περιοχή του Σταθμού Διοικήσεως της Μοίρας με αποτέλεσμα ο επικεφαλής ενός αντιαεροπορικού στοιχείου να εκτελέσει βολή κατά των αεροσκαφών. Ο Συνταγματάρχης Πούλλος απαγόρευσε την προσβολή των αεροσκαφών τη στιγμή εκείνη όσο και στο μέλλον εφόσον υφίστατο η κατάπαυση του πυρός.

Μετά την αναχώρηση του Συνταγματάρχη Πούλλου από τη περιοχή και περί τις 12:00 αναφέρθηκε από τους Υπολοχαγούς Ζαφείρη και Σαββόπουλο ότι μπροστά από τη Μοίρα σε απόσταση δύο περίπου χιλιομέτρων κινούντο Τούρκικα τμήματα και ζήτησαν την εκτέλεση άμεσων βολών. Λόγω όμως της κατάπαυσης του πυρός, ο Διοικητής της Μοίρας, ζήτησε από τη Διοίκηση Πυροβολικού την έγκριση της εκτέλεσης των αμέσων βολών. Ο Διοικητής Πυροβολικού όμως απαγόρευσε για ακόμα μια φορά τη προσβολή των Τουρκικών τμημάτων λέγοντας ξανά ότι επρόκειτο για φίλια τμήματα.

Η πληροφορία ότι οι κινούμενες προς τη περιοχή δυνάμεις ήταν Τούρκικες επιβεβαιώθηκε από περίπολο που ο Διοικητής της Μοίρας απέστειλε για αναγνώριση στα απέναντι υψώματα. Το περίπολο αποτελούσαν Ελλαδίτης λοχίας της Μοίρας και Καταδρομείς της 32ας Μοίρας Καταδρομών οι οποίοι καθοδόν προς το στρατόπεδο τους είχαν διανυχτερεύσει τη προηγούμενη νύκτα στο χώρο της Μοίρας.
Τότε ο Διοικητής διέταξε την εκτέλεση βολής με τα αντιαεροπορικά πολυβόλα της Μοίρας, όμως οι Τούρκοι δεν ανταπέδωσαν τα πυρά θέλοντας να μην αποκαλύψουν τις θέσεις και τις προθέσεις τους. Η εκτέλεση των βολών αναφέρθηκε μέσω ασυρμάτου στη Διοίκηση Πυροβολικού.

Μετά την επιστροφή του στη Λευκωσία ο Συνταγματάρχη Πούλλος κατέβαλε απεγνωσμένες προσπάθειες τόσο μέσω του Διευθυντή του 3ου Ε.Γ. Αντισυνταγματάρχη Ξάρχα τόσο και αυτοπροσώπως για να πεισθεί ο Αρχηγός ΓΕΕΦ να διατάξει την μετακίνηση της Μονάδας σε ασφαλέστερη θέση. Μετά από δίωρη προσπάθεια ο Συνταγματάρχης Πούλλος κατόρθωσε να κάμψει την άρνηση του Α/ΓΕΕΦ και να πάρει έγκριση για τη έκδοση διαταγής αναδίπλωσης της Μονάδας περί την 1:30 μετά μεσημβρινή.

Περί τις 14:00, και ενώ οι Τούρκοι ενίσχυαν τις θέσεις τους, και η Μοίρα είχε σχεδόν περικυκλωθεί, ελήφθη διαταγή από τη Διοίκηση Πυροβολικού όπως συμπτυχθεί προς τη πολεμική της θέση στη περιοχή του χωριού Βουνό, μέσω της χωμάτινης οδού προς τη Κλεπίνη. Το δρομολόγιο αυτό είχαν προτείνει προς το Διοικητή σαν οδό διαφυγής και οι Καταδρομείς της 32 Μοίρας Καταδρομών οι οποίοι γνώριζαν τη περιοχή λόγω της γειτνίασης της με τη περιοχή του στρατοπέδου τους. Η διαταγή προέβλεπε ταυτόχρονα τη σύμπτυξη της 191 Πυροβολαρχίας Ορεινού Πυροβολικού προς το στρατόπεδο της στο χωριό Συγχαρί.

Ο Διοικητής της Μοίρας μετά τη λήψη της διαταγής, διέταξε τον Υποδιοικητή και τους Διοικητές των πυροβολαρχιών όπως ετοιμάσουν τη Μοίρα για κίνηση προς τη νέα θέση τάξεως και ο ίδιος μετέβη για αναγνώριση του δρομολογίου προς Κλεπίνη. Κατά την αναγνώριση διαπίστωσε ότι το επιλεγέν δρομολόγιο ήταν αδιάβατο λόγω φυσικών εμποδίων αλλά και κορμών δένδρων τους οποίους κάποιοι απέκοψαν και τοποθέτησαν εντός του δρόμου.

Επιστρέφοντας στο χώρο της Μοίρας, διέταξε τη φάλαγγα η οποία είχε στο μεταξύ συγκροτηθεί να κινηθεί μέσω του δρομολογίου προς Συγχαρί, αναφέροντας το νέο δρομολόγιο στη Διοίκηση Πυροβολικού από την οποία πήρε την έγκριση για τη κίνηση. Ταυτόχρονα διέταξε τα αντιαεροπορικά στοιχεία να είναι σε ετοιμότητα για βολή εν κινήσει. Υπάρχει δε μαρτυρία ότι διέταξε όπως δύο πυροβόλα ( το ένα εκ των οποίων το έχον κατεστραμμένα ελαστικά από τη επίθεση της Τουρκικής Αεροπορίας ) όπως παραμείνουν ταγμένα στο πίσω μέρος της φάλαγγας με δυνατότητα άμεσης βολής.

Ενώ η φάλαγγα της Μοίρας είχε εκκινήσει και περί την 17:00, προσβλήθηκε από καταιγιστικά πυρά ευθυτενούς τροχιάς και όλμους από ενεδρεύοντα Τουρκικά τμήματα που βρίσκονταν σε υψώματα πεντακόσια περίπου μέτρα από το δρόμο καθώς και ανατολικά της Αλωνάγρας και βόρεια του Συγχαρί.

Από τα πυρά των όλμων βλήθηκαν τα προπορευόμενα οχήματα, με αποτέλεσμα η φάλαγγα να ακινητοποιηθεί. Ο διοικητής της Μοίρας διέταξε τότε τη κάθοδο των αξιωματικών και των οπλιτών από τα οχήματα και τη λήψη θέσεων μάχης. Οι βολές των όλμων ήταν καταιγιστικές και προκαλούσαν μια κόλαση πυρός όταν εκρηγνύονταν πάνω στα οχήματα, προκαλώντας εκρήξεις των πυρομαχικών που βρίσκονταν φορτωμένα. Ταυτόχρονα η φάλαγγα δεχόταν βολές από πολυβόλα με σφαίρες ντουμ-ντουμ. Τα αντιαεροπορικά όπλα απαντούσαν με καταιγιστικές βολές που απωθούσαν τους Τούρκους και απέτρεπαν την προσέγγιση τους προς τη φάλαγγα. Οι πυροβολητές της 181 Μοίρας Πεδινού Πυροβολικού και της 191 Πυροβολαρχίας Ορεινού Πυροβολικού με επικεφαλής τον Διοικητή τους Αντισυνταγματάρχη Καλμπουρτζή Στυλιανό, διεξήγαγαν τότε ένα τιτάνιο αλλά άνισο αγώνα που διήρκεσε δύο περίπου ώρες, αρνούμενοι να εγκαταλείψουν τα πυροβόλα τους και πολεμώντας με απαράμιλλο ηρωισμό και αυτοθυσία, πιστοί στο καθήκον μέχρι της τελευταίας τους πνοής.

Η μάχη είχε κριθεί όταν από βολές όλμων καταστράφηκαν τα τετράδυμα αντιαεροπορικά πολυβόλα της Μοίρας και φονεύθηκαν ή τραυματίστηκαν οι χειριστές τους. Μαρτυρίες αναφέρουν την υπεράνθρωπη προσπάθεια που κατέβαλε τις κρίσιμες εκείνες ώρες ο Διοικητής της Μοίρας Αντισυνταγματάρχης Καλμπουρτζής Στυλιανός εκθέτοντας τον εαυτό του σε θανάσιμο κίνδυνο βάλλοντας μόνος από προωθημένη θέση για να καλύψει την ασφαλή αποχώρηση των στρατιωτών του.

Κατά τη μάχη αυτή, πολλοί αξιωματικοί και οπλίτες φονεύθηκαν, άλλοι τραυματίστηκαν και πολλοί αγνοούνται μεταξύ των οποίων και ο Διοικητής της Μοίρας Αντισυνταγματάρχης Καλμπουρτζής Στυλιανός, ο οποίος επέδειξε τότε απόλυτη πίστη στον όρκο του Έλληνα αξιωματικού και στο προπατορικό όρκο « ου καταισχυνώ όπλα τα ιερά ».

Πολλοί αιχμαλωτίσθηκαν και μεταφέρθηκαν στις Τουρκικές Φυλακές μεταξύ των οποίων και ο Υποδιοικητής Λοχαγός Λαλιώτης Σπυρίδων. Αριθμός αξιωματικών και οπλιτών που βρίσκονταν κυρίως στο πίσω μέρος της φάλαγγας κατάφεραν να διαφύγουν.

Κατά τη διάρκεια της μάχης και ενώ το αποτέλεσμα της είχε ήδη κριθεί, ελήφθη μέσω ασυρμάτου διαταγή από τη Διοίκηση Πυροβολικού για ανατίναξη των πυροβόλων και εγκατάλειψη της φάλαγγας. Ήταν όμως πολύ αργά. Η καταστροφή είχε σχεδόν συντελεστεί, και η τραγική μοίρα της Ηρωικής Μονάδας είχε ήδη γραφτεί.

Στην Ελληνική Ιστορία δεν υπάρχει παρόμοιο παράδειγμα αυτοθυσίας, όπου πυροβολητές, να δίνουν τη μάχη εναντίον τάγματος πεζικού και ειδικών δυνάμεων, να μην εγκαταλείπουν τα πυροβόλα τους και να προτιμούν να πεθάνουν πάνω σε αυτά, εκτός από τη πυροβολαρχία του Υπολοχαγού Κοσκινά στη μάχη της Πτολεμαΐδας το 1912.

Αυτοί οι Άνδρες αποτελούσαν την 181 Μοίρα Πεδινού Πυροβολικού οι οποίοι έδωσαν με τη θυσία του ένα λαμπρό παράδειγμα προς μίμηση στις επόμενες γενεές.

Όσο αφορά τη ΓΆ Πυροβολαρχία της Μοίρας υπό το Υπολοχαγό Κούκουρα Δημήτριο, αυτή εκτέλεσε βολές κατά του Τουρκοκυπριακού Θύλακα της εντός των τειχών Αμμοχώστου, από τη περιοχή Στύλλων συντείνοντας με τις βολές της στην εξουδετέρωση του θύλακα. Οι βολές της Πυροβολαρχίας ( μαζί με της 173 Μοίρα Αντιαρματικού Πυροβολικού και της 199 Πυροβολαρχία Πεδινού Πυροβολικού ) ανάγκασαν τους Τουρκοκύπριους υπερασπιστές του Θύλακα να ζητήσουν δύο φορές μέσω των Ηνωμένων Εθνών διαπραγμάτευση παράδοσης του Θύλακα.

Την 22α Ιουλίου μετακινήθηκε προς τη περιοχή Σίντας Λύσης και εκτέλεσε βολές κατά του Τουρκοκυπριακού χωριού Σίντα συντείνοντας στη κατάληψη του από την Εθνοφρουρά. Το απόγευμα της 22ας Ιουλίου επέστρεψε στους Στύλλους.

Την 29η Ιουλίου 1974 η Πυροβολαρχία μετακινήθηκε προς τη περιοχή Βώνης από όπου εκτέλεσε βολές επιβράδυνσης κατά των προελαύνοντων Τουρκικών Αρμάτων στη Μια Μηλιά τη 14η Αυγούστου 1974. Τη 15η Αυγούστου 1974, μετακινήθηκε προς Παλαίκυθρο και Τύμπου συνεχίζοντας να εκτελεί βολές επιβράδυνσης κατά των Τούρκικών Αρμάτων. Το απόγευμα της 15η Αυγούστου 1974 μετακινήθηκε προς τη περιοχή μεταξύ Πιροΐου Κόσιης εκτελώντας βολές ανάσχεσης, συμμετέχοντας στη Επική μάχη του Πιροΐου. Ακολούθως μετακινήθηκε προς τη περιοχή Αβδελλερού Αραδίππου παρά το χώρο τάξεως της 185 Μοίρας Πεδινού Πυροβολικού. Από το χώρο αυτό εκτέλεσε βολές κατά των Τούρκων στις περιοχές Λύσης και Αθηένου. Το τέλος των εχθροπραξιών βρίσκει τη Πυροβολαρχία ταγμένη στη περιοχή Αραδίππου.

Την 22α Αυγούστου 1974 η Πυροβολαρχία μετακινείται προς τη περιοχή Νήσου όπου παραμένει μέχρι την ένταξη της στην 182 Μοίρα Πεδινού Πυροβολικού.

Αξιοσημείωτο γεγονός είναι ότι η Πυροβολαρχία παρ' όλη τη συνεχή εμπλοκή της στις επιχειρήσεις δεν είχε ούτε μία απώλεια είτε σε προσωπικό είτε σε υλικό η δε συμβολή της στη αμυντική προσπάθεια της Εθνικής Φρουράς στο ανατολικό μέτωπο ήταν σημαντική.

Στις επιχειρήσεις για την απόκρουση της Τουρκικής Εισβολής η Μοίρα έχει δώσει τέσσερις ( 4 ) ηρωικά πεσόντες οπλίτες και τριανταεπτά ( 37 ) αγνοούμενους.

  Πατήστε εδώ για πληροφορίες για τους αγνοούμενους 


Ηρωικά Πεσόντες :

 

· Λχιας ( ΠΒ ) Αναστασίου Αναστάσιος

 

· Δνεας ( ΠΒ ) Στυλιανού Ιωάννης

 

· Στρτης ( ΠΒ ) Ψαράς Νίκος

 

· Στρτης ( ΠΒ ) Παύλου Φλουρέντζος

         Χαρακτηριστικά του πυροβόλου 25 λιβρών 87.6 mm

ΒΑΡΟΣ 1,633 kg (3,600 lb)
ΜΗΚΟΣ 4.6 m (15 ft 1 in) (muzzle to towing eye)
ΜΗΚΟΣ ΚΑΝΗΣ 2.47 m (8 ft 1 in)
ΠΛΑΤΟΣ 2.13 m (7 ft) (width at wheel hubs)
ΥΨΟΣ 1.16 m (3 ft 10 in) (trunnion height)
ΠΛΗΡΩΜΑ 6

ΕΙΔΗ ΒΛΗΜΑΤΩΝ ΕΚΡΗΚΤΙΚΟ
Anti-Tank
ΚΑΠΝΟΓΟΝΟ
Shell weight 11.5 kg (25 lb) (HE including fuze)
Calibre 87.6 mm (3.45 in)
Breech Vertical sliding block
Recoil Hydro-pneumatic
Elevation -5° to 45°
(70° with dial sight adapter and digging trail pit or wheel mounds)
Traverse 4° Left & Right (top traverse)
360° (platform)
Rate of fire Gunfire, 6-8 rpm
Intense, 5 rpm
Rapid, 4 rpm
Normal, 3 rpm
Slow, 2 rpm
Very slow, 1 rpm
ΑΡΧΙΚΗ ΤΑΧΥΤΗΣ 198 - 532 m/s
(649 - 1,745 ft/s)
ΒΕΛΗΝΕΚΕΣ 12,253 m (13,400 yd) (HE shell)
Sights Calibrating & reciprocating

ΠΗΓΗhttp://www.pyrovolitis.org.cy
http://en.wikipedia.org 

Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2013

Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΕΛΙΝΙ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΤΗΣ ΚΕΡΚΥΡΑΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΙΤΑΛΟΥΣ, ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 1923



   Στις 27 Αυγούστου 1923, στο δρόμο Ιωαννίνων-Αργυροκάστρου, μέσα στο ελληνικό έδαφος και κοντά στην Κακαβιά, άγνωστοι σκότωσαν τον στρατηγό Ενρίκο Τελίνι και τέσσερα μέλη της ιταλικής επιτροπής, η οποία- μαζί με την αντίστοιχη αλβανική και ελληνική- συμμετείχε στη Διεθνή Επιτροπή για τη χάραξη της ελληνοαλβανικής μεθορίου. Ακολούθησε η κατάληψη της Κέρκυρας από την Ιταλία και ο βομβαρδισμός αμάχων, σε μια κρίση που αποτέλεσε, μεταξύ άλλων, και την «πρεμιέρα» της πολιτικής του Μπενίτο Μουσολίνι στο διεθνές στερέωμα.
Η σκηνή της δολοφονίας

   Η δολοφονία του Ενρίκο Τελίνι και των υπόλοιπων τεσσάρων μελών της ιταλικής επιτροπής (του ταγματάρχη Corti, του υπασπιστή λοχαγού Bonaccini, του οδηγού του αυτοκινήτου και ενός διερμηνέα), έφερε την Ελλάδα στα πρόθυρα μιας νέας πολεμικής σύρραξης, έναν χρόνο μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και μόλις ένα μήνα μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λοζάνης.

   Όσα ακολούθησαν της δολοφονίας είναι αποκαλυπτικά της αδυναμίας της νεοσύστατης τότε Κοινωνίας των Εθνών να παρεμβαίνει και να λειτουργεί αποτρεπτικά σε διεθνείς κρίσεις. Ήταν επίσης ένας κακός οιωνός για το μέλλον καθώς αποτέλεσε την πρόγευση των κρίσεων του Μεσοπολέμου, οι οποίες οδήγησαν στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Οι ιταλικές επιδιώξεις

Από συστάσεώς του, το ιταλικό κράτος επεδίωκε να συμπεριληφθεί μεταξύ των Mεγάλων Δυνάμεων, διευρύνοντας την επιρροή του αλλά ακόμη και την εδαφική του κυριαρχία, αρχικά σε Ήπειρο και Επτάνησο (κυρίως στην Κέρκυρα και στην Κεφαλονιά) και κατόπιν στη Βόρειο Αφρική και στο Αιγαίο.

Είναι χαρακτηριστικό ότι στην Kέρκυρα, το ιταλικό προξενείο διοργάνωσε συλλαλητήρια με αίτημα την «ένωση της νήσου μετά της μητρός Iταλίας» ήδη από το 1866.

Στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η Pώμη εξασφάλισε την άδεια των δυνάμεων της Αντάντ για να αποβιβάσει στρατό στο νησί (μια μεραρχία), που σύντομα μετατράπηκε σε στρατό κατοχής. Εν τέλει, οι Iταλοί αναγκάσθηκαν να φύγουν και από την Kέρκυρα το 1919, προς μεγάλη ανακούφιση των Kερκυραίων.

Η διαχάραξη των αλβανικών συνόρων

Στις 15 Μαΐου 1920, η Ελλάδα και η Αλβανία συμφωνούσαν να αποδεχθούν τον διακανονισμό που θα πρότεινε η Πρεσβευτική Διάσκεψη (ένα νεόκοπο διεθνές όργανο) για τα κοινά τους σύνορα.

Η Διάσκεψη, η οποία άρχισε τις εργασίες της τον Ιανουάριο του 1920, ιδρύθηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις με σκοπό τη ρύθμιση εθνικών διαφορών που θα παρουσιάζονταν από την εφαρμογή των συνθηκών της ειρήνης. Σε αυτή μετείχαν αντιπρόσωποι της Αγγλίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Ιαπωνίας, ενώ ο αντιπρόσωπος των ΗΠΑ παρευρισκόταν μόνο ως παρατηρητής, καθώς το Κογκρέσο είχε αρνηθεί να επικυρώσει τη Συνθήκη των Βερσαλλιών.

Ένα μήνα μετά την ελληνο-αλβανική συμφωνία, η Γαλλία παραχώρησε στην Αλβανία την περιοχή της Κορυτσάς που βρισκόταν υπό γαλλική κατοχή από το 1916. Η Κορυτσά είχε περιληφθεί στα αλβανικά εδάφη από το 1913, αλλά η Ελλάδα πρόβαλλε σοβαρές αντιρρήσεις για την τελική ένταξη, υποδεικνύοντας την ελληνικότητα του πληθυσμού της περιοχής. Εκτός από την Ελλάδα, τον διακανονισμό του 1913 αμφισβητούσε και η Γιουγκοσλαβία και ζητούσε επίσης επανεκτίμηση και των δικών της συνόρων με την Αλβανία.
Η Διάσκεψη ωστόσο εξέδωσε απόφαση να τηρηθούν τα σύνορα του 1913, και μάλιστα όρισε ως σύνορο Ελλάδος και Αλβανίας τα όρια μεταξύ των καζάδων Κορυτσάς και Καστοριάς αντί του υδροκρίτη μεταξύ του άνω ρου του Δέβολη και του άνω ρου του Αλιάκμονα, που περιλαμβανόταν στο πρωτόκολλο της Φλωρεντίας του 1913, με αποτέλεσμα 14 χωριά του καζά της Κορυτσάς που ανήκαν στην Ελλάδα από τότε να περιέλθουν στην Αλβανία.

Στις 7 Μαρτίου 1923 η επιτροπή χάραξης με επικεφαλής τον Ιταλό στρατηγό Tellini έφτασε στην Ήπειρο, αλλά άρχισε τις εργασίες της μόλις τον Μάιο εκείνου του χρόνου.

Η δολοφονία

Στις 27 Αυγούστου 1923, τα μέλη της ιταλικής αντιπροσωπείας στην Επιτροπή Διαχαράξεως των ελληνοαλβανικών συνόρων δολοφονήθηκαν στην Kακαβιά κοντά στην ελληνοαλβανική μεθόριο. Στο άριστα οργανωμένο έγκλημα δεν υπήρχε κανείς αυτόπτης μάρτυς.

H Αθήνα απέστειλε στην περιοχή αστυνομικούς και ανακριτές, ενώ αποκήρυξε τους δράστες. Οι έρευνες απέτυχαν και το τελικό ανακριτικό πόρισμα, παρόλο που υπεδείκνυε κάποιους ως δράστες, δεν είχε επαρκή νομική τεκμηρίωση.

Oι κακές σχέσεις μεταξύ του δολοφονηθέντος στρατηγού Tellini και του επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας αντισυνταγματάρχη Δ. N. Mπότσαρη ήταν δεδομένες, καθώς ο Iταλός στρατηγός υποστήριζε συνήθως τις αλβανικές απόψεις. H Pώμη συσχέτισε το γεγονός αυτό με τη βλάβη του ελληνικού οχήματος και με τη δήλωση ενός Iταλού-μέλους της αλβανικής αντιπροσωπείας περί εμφανίσεως Eλλήνων στρατιωτών στον τόπο του εγκλήματος. Στα παραπάνω σε συνδυασμό με τη σχεδόν επαγγελματική σχεδίαση και εκτέλεση του εγκλήματος «έπεισαν» τους Iταλούς πως ο Mπότσαρης ήταν ο ηθικός αυτουργός της δολοφονίας.

Ωστόσο, η δολοφονία αποδείχτηκε αργότερα ότι ήταν σκηνοθετημένη, για να καλύψει τις επιθετικές πρωτοβουλίες του ιταλικού φασισμού, που είχαν σαν στόχο να δώσουν κύρος και αίγλη στο νεόκοπο φασιστικό καθεστώς του δικτάτορα Μουσολίνι στο εσωτερικό και στο εξωτερικό της χώρας.
Αργότερα κατηγορήθηκε από τον κόμη Σφόρτζα απ' ευθείας ο Μουσολίνι σαν ηθικός αυτουργός, ενώ στην ανακριτική επιτροπή είχε εμπλακεί και ο λήσταρχος Κώτσο Μέμο που είχε υποδείξει σαν ηθικούς αυτουργούς το διευθυντή της Αστυνομίας του Αργυροκάστρου, τον ανθυπασπιστή αδελφό του και τον Αλβανό λοχαγό Δημήτρη Μπέλια.

Τελεσίγραφο Μουσολίνι

H δολοφονία Tellini δεν έμεινε ανεκμετάλλευτη από τον Mουσολίνι, ο οποίος έσπευσε να αποστείλει μια τελεσιγραφική διακοίνωση προς την ελληνική κυβέρνηση, προδικάζοντας την ενοχή της, τη μεθεπομένη κιόλας του εγκλήματος.

Με το τελεσίγραφό του ζητούσε:

Να ζητηθεί συγγνώμη από την ανώτατη ελληνική στρατιωτική αρχή ενώπιον του Ιταλού πρέσβη στην Αθήνα,.

Να τελεστεί μνημόσυνο για τα θύματα, παρουσία του συνόλου του υπουργικού συμβουλίου

Να αποδοθούν τιμές στην ιταλική σημαία την ημέρα του μνημόσυνου

Να διενεργηθεί ανάκριση με τη σύμπραξη του Ιταλού στρατιωτικού ακολούθου, για την προσωπική ασφάλεια του οποίου η Ελλάδα θα αναλάμβανε την απόλυτη ευθύνη

Να καταδικαστούν οι ένοχοι σε θάνατο

Η Ελλάδα να καταβάλει 50 εκατ. ιταλικές λιρέτες, πέντε ημέρες από την επίδοση του τελεσιγράφου,

Να αποδοθούν στρατιωτικές τιμές στις σορούς των θυμάτων κατά τη μεταφορά τους στην Πρέβεζα.

Ο Μουσολίνι απαιτούσε απάντηση εντός 24 ωρών. Η εκπλήρωση των όρων του τελεσιγράφου προϋπέθετε όμως την παραδοχή της ελληνικής ενοχής για τη δολοφονία του Ιταλού στρατηγού και της ομάδας του.

Η κυβέρνηση Πλαστήρα-Γονατά με διακοίνωση της απέρριψε τα περισσότερα από τα ιταλικά αιτήματα, αποδεχόμενη τους τρεις από τους επτά ιταλικούς όρους, ενώ για τους υπόλοιπους δήλωσε πως θα προσέφευγε στην KτE. Kανείς δεν πρόσεξε ότι το ιταλικό κείμενο δεν ανέφερε το τι θα επακολουθούσε εάν η Αθήνα δεν συμβιβαζόταν.

Η ελληνική απάντηση κρίθηκε από την Ιταλία ως απορριπτική των αξιώσεων της φασιστικής κυβέρνησης και βάσει αυτού διετάχθει ο βομβαρδισμός της Κέρκυρας, τέσσερις μόλις ημέρες αργότερα, στις 31 Αυγούστου του 1923.

Η κατάληψη και ο βομβαρδισμός

Ιταλός στρατιώτης στον «Σταυρό» του Παλαιού Φρουρίου (Αρχείο Σπύρου Γαούτση)


Το μεσημέρι της 31ης Αυγούστου 1923 ισχυρή μοίρα του ιταλικού στόλου αγκυροβόλησε ανάμεσα στο λιμάνι του νησιού και της νησίδας Βίδο η οποία βρίσκεται απέναντι από το λιμάνι του νησιού, ενώ υδροπλάνα παραβίαζαν τον εναέριο χώρο της ουδέτερης (από την εποχή της Ένωσης) Κέρκυρας.

Το μεσημέρι ο αρχιεπιστολέας της μοίρας αποβιβάστηκε στο λιμάνι και επέδωσε στο νομάρχη Ευριπαίο έγγραφο του αντιναύαρχου Σολάρι με το οποίο γνωστοποιούνταν η απόφαση του Μουσολίνι να καταλάβει το νησί είτε ειρηνικά είτε δια της βίας (η φρουρά του νησιού περιλάμβανε μόλις 100 στρατιώτες).

Οι Ιταλοί επέβαλαν ταπεινωτικούς όρους για την παράδοση του νησιού και ο νομάρχης Ευριπαίος αποφάσισε να μην προβάλει μεν αντίσταση (που εκ των πραγμάτων ήταν αδύνατη), αλλά και να μην παραδώσει με πρωτόκολλα.

Ειδικότερα, ο νομάρχης ζήτησε προθεσμία για να επικοινωνήσει με την Αθήνα και τον υπουργό Εσωτερικών Γεώργιο Παπανδρέου, ενώ διαμαρτυρήθηκε ενώπιον των ιταλικών αρχών για την παραβίαση της, διεθνώς κατοχυρωμένης από το 1864, ουδετερότητας της Κέρκυρας. Εν αναμονή των οδηγιών από την ελληνική κυβέρνηση, ο Ευριπαίος δήλωνε στους Ιταλούς ότι αρνείται να παραδώσει το νησί, αλλά και ότι δεν θα προέβαινε σε ένοπλη αντίσταση, γνωρίζοντας, άλλωστε, τη στρατιωτική αδυναμία της Κέρκυρας.


Αποβίβαση στη Σπηλιά (Αρχείο Σπύρου Γαούτση)


Καθώς όμως οι Ιταλοί δεν πήραν άμεση απάντηση, άρχισαν να βομβαρδίζουν στις 5 το απόγευμα τα δύο φρούρια και τις παρυφές της πόλης. Στα φρούρια έμεναν Μικρασιάτες πρόσφυγες, οι οποίοι μέτρησαν και τους περισσότερους νεκρούς και τραυματίες του βομβαρδισμού. Στη συνέχεια αποβιβάστηκαν αγήματα από τα πλοία, τα οποία κατέλαβαν την ανοχύρωτη πόλη και τα άδεια πια φρούρια.

Ο Ευστάθιος Αγάθος στο βιβλίο του «Οι Ιταλοί εν Κερκύρα» μας δίνει μια γλαφυρή εικόνα της τότε κερκυραϊκής καθημερινότητας: «Ευθύς άμα τη καταλήψει της Νήσου τα καταστήματα έκλεισαν και όταν ηναγκάσθησαν συνεπεία αυστηρών διαταγών να ανοίξωσι και συνεχίσωσι τας εργασίας των οι καταστηματάρχαι ηρνούντο πολλάκις να πωλήσωσιν είδη εις Ιταλούς αγοραστάς. Από της πρώτης εσπέρας αι μουσικαί της πόλεως έπαυσαν κατά την συνήθειάν των εναλλάξ παιανίζουσαι επί της πλατείας, ως πρότερον. Καθ' όλον το διάστημα της κατοχής ουδείς γάμος εν τη πόλει εγένετο. Ο Ιταλικός θίασος Σαρνέλλα, όστις έπαιζε προ της καταλήψεως της Νήσου εις το θερινόν θέατρον, ηναγκάσθη, μποϋκοταρισθείς, να αναχωρήση εκ Κερκύρας, διότι αι εισπράξεις αυτού εσταμάτησαν αποτόμως. Ουδείς Κερκυραίος από της εσπέρας της καταλήψεως της Νήσου μέχρι της 13ης Σεπτεμβρίου, καθ' ην έπαυσαν αι παραστάσεις, εθεάθη εις αυτό...». Και λίγο παρακάτω:
«Οταν μετά δύο από της καταλήψεως ημέρας ενεφανίσθη εν τη πλατεία "Σπιανάδα" η Ιταλική μουσική όπως παιανίση, οι καθήμενοι και οι περιπατούντες εν τη πλατεία Κερκυραίοι διέρρευσαν, διά των εγκαρσίων προς την πλατείαν οδών, εις την αγοράν μετά μεγάλης ευγενούς επιδείξεως, αφήσαντες πενιχρόν ακροατήριον εξ Ιταλών ναυτών και ακροατών να απολαύση το ωραίον τεμάχιον του "Πιάβε"».

Όπως αποδείχτηκε, τίποτε δεν στάθηκε ικανό να αποτρέψει τον βομβαρδισμό του νησιού, το αποτέλεσμα του οποίου, πέραν του ισχυρού πλήγματος στην εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας, ήταν 15 νεκροί (οι περισσότεροι εκ των οποίων πρόσφυγες), 30 τραυματίες και 2 ακρωτηριασμένοι.

Η αδυναμία της ΚτΕ να αναλάβει δράση

Παρά την ηθική υποστήριξη του μεγαλύτερου μέρους της διεθνούς κοινότητας, η Ελλάδα υποχρεώθηκε να καταβάλει ένα υπέρογκο ποσό ως αποζημίωση στους Ιταλούς προκειμένου να απελευθερωθεί η Κέρκυρα, παρά το γεγονός ότι δεν της απεδόθησαν ευθύνες για τη δολοφονία.

Η Ελλάδα είχε καταφύγει στην Κοινωνία των Εθνών από την 1η Σεπτεμβρίου 1923, ζητώντας από το Συμβούλιο του Οργανισμού να αναλάβει τη διευθέτηση της διαφοράς με την Ιταλία.
Στις 5 Σεπτεμβρίου, ο Ιταλός αντιπρόσωπος απέκρουσε την επέμβαση της ΚτΕ με τον ισχυρισμό ότι η Ελλάδα είχε δηλώσει ότι θα σεβαστεί το πόρισμα της Διάσκεψης και ότι συνεπώς παραδεχόταν την ενοχή της στην υπόθεση της δολοφονίας.
Η ΚτΕ με ανακούφιση εγκατέλειψε την υπόθεση στην κρίση της Πρεσβευτικής Διάσκεψης.
Πρόσφυγες από τον Πόντο στο λιμάνι της Κέρκυρας (Αρχείο Σπύρου Γαούτση)Προσθήκη λεζάντας

Η κατάληψη της Κέρκυρας έληξε όταν η Πρεσβευτική Διάσκεψη, στην οποία η Κοινωνία των Εθνών παρέπεμψε τη διευθέτηση του ζητήματος, υποχρέωσε την Ελλάδα να καταβάλει στην Ιταλία αποζημίωση 50 εκατομμυρίων λιρετών, να τελέσει μνημόσυνο για τους δολοφονηθέντες και να διενεργήσει ανακρίσεις για την ανεύρεση των δραστών, υπό την εποπτεία του διεθνούς παράγοντα.
Τα 50 εκατομμύρια λιρέτες αντιστοιχούσαν με 500.000 λίρες Αγγλίας. Αν λάβει κανείς υπόψη ότι η Ελλάδα με πολλούς κόπους εξασφάλισε από την Τράπεζα της Αγγλίας δάνειο 750.000 λιρών για να αντιμετωπίσει με προσωρινά μέτρα τις ανάγκες των προσφύγων, γίνεται αντιληπτό τι επιπτώσεις είχε η αποζημίωση αυτή στον κρατικό προϋπολογισμό.
Οι έντονες ελληνικές διαμαρτυρίες και οι αναφορές στις αρχές της ηθικής και του δικαίου δεν απέτρεψαν την τελική αποδοχή των όρων. Ο αντιπρόσωπος της Ελλάδος στην ΚτΕ Ι. Πολίτης εισηγήθηκε προσφυγή στο Δικαστήριο της Χάγης, την οποία όμως η κυβέρνηση απέρριψε.
Η αποχή της ΚτΕ από οποιαδήποτε μεσολαβητική ενέργεια θεωρήθηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις προϋπόθεση ειρηνικής ικανοποίησης των ιταλικών απαιτήσεων. Η παρουσία των μικρών χωρών στον Οργανισμό δημιουργούσε κίνδυνο για την Ιταλία να θεωρηθεί η απροκάλυπτη στρατιωτική της επέμβαση κακό προηγούμενο που εγκυμονούσε κινδύνους για όλες τις μικρές χώρες.
Η ναυαρχίδα του στόλου εισβολής θωρηκτό Conte di Cavour


Μολονότι ακούστηκαν αυστηρές κρίσεις εναντίον της Ιταλίας μέσα στην ΚτΕ, ο Οργανισμός στάθηκε αμέτοχος στον διακανονισμό του ζητήματος. Η επιτυχία του Μουσολίνι στην πρώτη του διεθνή αναμέτρηση μεγάλωσε το γόητρό του αλλά και την περιφρόνησή του για τον θεσμό της συλλογικής ασφάλειας.
Οι πραγματικοί δολοφόνοι του στρατηγού Τελίνι δεν βρέθηκαν ποτέ, τουλάχιστον δικαστικά. Επίσης ποτέ δεν έγιναν γνωστά στην ελληνική κυβέρνηση τα αποτελέσματα στα οποία κατάληξε η Διασυμμαχική Ανακριτική Επιτροπή που είχε καταρτίσει η Πρεσβευτική, καθώς επίσης και οι δύο εκθέσεις που υπέβαλε η τελευταία.

ΠΗΓΗ http://www.inews.gr

Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2013

Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΟ 904 ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΣΑΡΑΚΗΝΟΥΣ

Απόσπασμα από το βιβλίο του Ιωάννη Καμινιάτη, "Εις την άλωσιν της Θεσσαλονίκης".

23. […] Τα ξημερώματα της Κυριακής στις είκοσι εννέα Ιουλίου του έτους 6412 (η χρονολόγηση είναι από κτίσεως κόσμου, δηλαδή το 904) έφθασε κάποιος λέγοντας ότι τα πλοία των βαρβάρων πλησίασαν κάπου κοντά στον αυχένα του Εκβόλου που αναφέραμε. Καθώς λοιπόν η φήμη διαδόθηκε αμέσως σ’ ολόκληρη την πόλη, ξεσηκώθηκε παντού θόρυβος και σύγχυση και ταραχή, επειδή ο καθένας έλεγε και σκεφτόταν κι από κάτι διαφορετικό για το γεγονός και όλοι οπλίζονταν όπως μπορούσαν και έτρεχαν στο τείχος.  Δεν είχαν σκορπιστεί ακόμα στις επάλξεις του τείχους και να! φάνηκαν και τα πλοία των βαρβάρων από τη μύτη που είπαμε, έχοντας ανοιγμένα τα πανιά τους. Έτυχε μάλιστα από μια σύμπτωση την ώρα εκείνη να φυσάει άνεμος από πίσω τους, ώστε οι περισσότεροι να φαντάζονται ότι τα πλοία δεν έρχονται πάνω στα νερά αλλά ψηλά μέσα από τον αέρα. Ήταν όπως αναφέραμε, Ιούλιος μήνας, όταν περισσότερο από τις άλλες μέρες φυσάει εδώ δια μέσου του κόλπου ο άνεμος, που ξεκινάει από τις κορυφές του Ολύμπου της Ελλάδας και έρχεται στην πόλη από το πρωί ως την ένατη ώρα κάθε καλοκαιρινή ημέρα ανανεώνοντας την ατμόσφαιρά της. Βρίσκοντας λοιπόν εκείνον ως συνεργό οι εχθροί άραξαν κοντά μας την ώρα που άρχιζε η ημέρα. Αρχικά, φθάνοντας κάπου κοντά στο τείχος, κατέβασαν τα πανιά και παρατηρούσαν με προσοχή την πόλη, πόσο μεγάλη να ήταν. Γιατί δεν επιτέθηκαν μόλις αγκυροβόλησαν, αλλά έμειναν για λίγο αδρανείς και για να πάρουν πρώτα μιαν ιδέα για τη δύναμή μας, ποια είναι η ετοιμασία μας για πολεμικές επιχειρήσεις, και για να ετοιμαστούν γι' αυτό και οι ίδιοι. Στο μεταξύ όμως έμειναν καταφοβισμένοι μη μπορώντας να συγκρίνουν εκείνα που έβλεπαν με τίποτε απ’ όσα είχαν γνωρίσει. Γιατί αντίκριζαν μια πόλη που απλωνόταν σε μεγάλη έκταση και που ολόγυρα στο τείχος της είχε παραταχθεί πλήθος κόσμου. Το γεγονός αυτό τους προκάλεσε ακόμη περισσότερη κατάπληξη και δεν άρχισαν αμέσως τη μάχη, με αποτέλεσμα να πάρουμε κι εμείς λίγο θάρρος και στο διάστημα της απραξίας αυτής να πάει η ψυχή μας στον τόπο της.
Τα δυτικά τείχη της πόλης

 

24. Καθώς λοιπόν εμείς βρισκόμαστε σ’ αυτήν την κατάσταση, ο αρχηγός (1) του βαρβαρικού στρατού αποφάσισε να περάσει μπροστά από όλο το τείχος, όσο βρέχεται από τη θάλασσα Ήταν ένας απαίσιος και παμπόνηρος άνθρωπος που οι πράξεις του ταίριαζαν με το όνομά του, που ήταν όνομα θηρίου, και δεν ήταν καλύτερος από εκείνο στην αγριάδα των τρόπων του και στην αχαλίνωτη ορμή του. Τον γνώρισες(2) οπωσδήποτε κι ο ίδιος από τη φήμη του που έκανε περιβόητη την κακία του. Ποτέ ως τώρα κάποιος από αυτούς που ακούγονται ως ασεβείς δεν έχει φθάσει σε τέτοια μανία, ώστε να μην χορταίνει να βλέπει να χύνεται ανθρώπινο αίμα και να μην ζητάει τίποτε άλλο από τον φόνο των χριστιανών. Γιατί αν και υπήρξε κάποτε κι ο ίδιος χριστιανός και είχε αναγεννηθεί με το σωτήριο βάπτισμα και είχε διδαχτεί τα σχετικά με τη θρησκεία μας, όταν πιάστηκε από τούς βαρβάρους αντάλλαξε την ευλαβική πίστη με την ασέβεια εκείνων και τίποτε άλλο δεν φροντίζει πάντοτε να τους χαρίζει παρά να επιβεβαιώνει το όνομά του με τις πράξεις του και διαπράττοντας έργα ληστή και παραβάτη να περηφανεύεται γι’ αυτά. Αυτός λοιπόν ο ασυγκράτητος και παραβάτης Λέων τριγύριζε με το πλοίο το τείχος από τη θάλασσα, εξετάζοντάς το και μελετώντας με εγκληματική διάθεση από πού να κάνει την έφοδο και να το χτυπήσει. Τα υπόλοιπα πλοία αγκυροβόλησαν σ’ ένα σημείο στο ανατολικό τμήμα της παραλίας και ετοιμάζονταν. Οι κάτοικοι της πόλης μας οπλίζονταν κι αυτοί, μοίραζαν τις επάλξεις και πάσχιζαν να πάρουν θάρρος για τον αγώνα που τους περίμενε. Και ήταν στ’ αλήθεια ένας αγώνας και από τους σημαντικούς αγώνες ο ξακουστός· δεν ήταν αγώνας παλαιστή που θα προκαλούσε τον έπαινο των θεατών για την τακτική με την οποία ένα σώμα αντιστέκεται στον αντίπαλό του, ένας αγώνας που δεν είχε ως έπαθλο κάποια υλικά βραβεία που δίνουν πρόσκαιρη ευχαρίστηση στον νικητή ούτε πάλι η ήττα θα βύθιζε το νικημένο μόνο στην ντροπή, αλλά ή θα αναδείκνυε ως ασύγκριτο βραβείο τη σωτηρία μιας τόσο μεγάλης πόλης ή θα προξενούσε απαρηγόρητο πόνο αν η πόλη αυτή πάθαινε κάτι από όσα την απειλούσαν.

 

25. Αλλά όταν το θηρίο εκείνο επιθεώρησε ολόκληρο το τείχος και την είσοδο ακόμη του λιμανιού και είδε ότι είναι φραγμένη με μια σιδερένια αλυσίδα και με μερικά βυθισμένα πλοία, αποφάσισε ότι ήταν προτιμότερο να επιτεθεί στο σημείο εκείνο που κατάλαβε ότι δεν θα εμπόδιζαν την έφοδο των πλοίων ούτε οι παγίδες από τούς μονόλιθους που είχαμε ποντίσει από πριν έξω από το τείχος, ούτε ακόμη τα πλοία θα αντιμετώπιζαν κάποια ιδιαίτερη πολεμική ενέργεια από ψηλά, από το τείχος δηλαδή που είχαμε ανυψώσει. Αλλά, αφού σημάδεψε τα μέρη όπου το νερό της θάλασσας βαθαίνοντας χτυπάει στο πιο χαμηλό σημείο του τείχους, γύρισε στους συντρόφους του και ξεκίνησε τις εχθροπραξίες. Αυτοί λοιπόν σκορπίστηκαν γρήγορα με τα πλοία στα μέρη που τους υπέδειξαν, και βγάζοντας μια βαρβαρική και άγρια κραυγή όρμησαν πάνω στο τείχος προχωρώντας με τα κουπιά και χτυπώντας, για να μας πανικοβάλουν, τα δερμάτινα τύμπανα και κατατρομάζοντας εκείνους που βρίσκονταν στις επάλξεις με πολλά άλλα φόβητρα. Όσοι όμως ήταν στο τείχος έβγαλαν απαντώντας μια πιο δυνατή φωνή, επικαλούμενοι το σωτήριο όπλο το σταυρού για βοήθεια εναντίον των εχθρών· φωνή τόσο δυνατή, ώστε ακούγοντας οι βάρβαροι τον πολυάνθρωπο εκείνο και φοβερότερο από κάθε άκουσμα αλαλαγμό να ταραχτούν για μια στιγμή και να μην περιμένουν ότι θα κατορθώσουν κάτι, καθώς υπολόγισαν το πλήθος του λαού από το θόρυβο, ούτε ότι θα επιτύχουν,
Χάρτης της Βυζαντινής Θεσσαλονίκης (η Κασσανδρεωτική πύλη αναφέρεται σαν πύλη Καλαμαριάς)
αντιμετωπίζοντας με ευχέρεια τόσο πολλούς που ρίχτηκαν στη μάχη, να εκπορθήσουν εύκολα μία τόσο μεγάλη πόλη που δεν μπορούσαν να την συγκρίνουν με καμιά άλλη. Για να μην φανεί όμως ότι πτοήθηκαν από την πρώτη προσβολή, όχι χωρίς φόβο ούτε πάλι με τη μανία που τους έπιασε ύστερα, αλλά με μία λύσσα ανάμεικτη με φόβο, πλησίασαν και αντιμετώπιζαν τους απέναντί τους με καταιγισμό βελών. Στη συνέχεια ξεθάρρεψαν κάπως και πάσχιζαν να πλησιάσουν πιο κοντά, σαν σκυλιά που γαβγίζουν για να πάρουν κουράγιο, και εξαγριώνονταν με τις επιθέσεις εναντίον τους από το τείχος. Γιατί και οι κάτοικοι της πόλης γνώριζαν καλά τη χρήση του τόξου, ήταν μάλιστα περισσότερο έμπειροι και επιτήδειοι σ’ αυτήν, αφού τοποθέτησαν στα σημεία εκείνα όλους τους Σκλαβήνους (3) που είχαν συρρεύσει από τα κοντινά μέρη· γι’ αυτούς δεν υπήρχε τίποτε πιο εύκολο από το να ευστοχούν και τίποτε δεν μπορούσε να αντέξει τη δύναμη των βελών τους. 

 

26. Έτσι όμως καθώς και η μία και η άλλη πλευρά δεχόταν και έκανε επιθέσεις και η μάχη που διεξαγόταν έμοιαζε ισόπαλη, κάποιοι βάρβαροι, πιο τολμηροί φυσικά από τους υπόλοιπους και με περισσότερο θράσος, ξεχώρισαν και αφού ρίχτηκαν από τα πλοία στη θάλασσα κατεβάζοντας μαζί τους μία ξύλινη σκάλα, την έσπρωχναν κουβαλώντας την στο νερό για ν’ ανέβουν μ’ αυτήν στο τείχος, χωρίς να δίνουν σημασία στα βέλη που τους έριχναν. Ώσπου να πλησιάσουν, σκέπαζαν κολυμπώντας τα σώματά τους στο νερό και κάλυπταν τα κεφάλια τους με ασπίδες. Όταν ζύγωσαν, αφού βγήκαν από το νερό, έδειχναν μεγαλύτερη γενναιότητα αντιμετωπίζοντας τις βολές, έχοντας μόνο τις ασπίδες τους πάνω από το κεφάλι· ύστερα σηκώνοντας γρήγορα τη σκάλα από το νερό στις επάλξεις επιχειρούσαν ν’ ανέβουν μ’ αυτήν και να μπουν μέσα. Αλλά ο θάνατος πρόφτασε το σκοπό τους και πριν να καλοσκεφτούν πώς θα πραγματοποιήσουν το σχέδιο τους έχαναν τη ζωή τους. Μόνο που έβαλαν το πόδι τους στα σκαλοπάτια, και οι πέτρες που ρίχτηκαν σαν πυκνό χαλάζι εναντίον τους τούς αναποδογύρισαν στη θάλασσα και στο χαμό. Την ώρα εκείνη όλα τα πλοία γυρίζουν πίσω μην τολμώντας να επιχειρήσουν τίποτε άλλο παρόμοιο· χτυπούσαν μόνο από μακριά με πυκνά βέλη που σκίαζαν και τον ίδιο τον αέρα· κι αυτοί όμως δέχονταν παρόμοια επίθεση και με τα βέλη που τούς έριχναν εύστοχα και με ελάχιστες αποτυχίες, και με τα βλήματα από τα πετροβόλα που μόνο το σφύριγμά τους στον αέρα έκανε τούς βαρβάρους να τα χάνουν.

 

27. Γιατί και ο Νικήτας (4) που ήδη αναφέραμε, ο απεσταλμένος του βασιλιά, γύριζε όλο το τείχος δίνοντας θάρρος στο λαό·  λέγοντας «άνδρες Θεσσαλονικείς, πριν από το γεγονός αυτό είχα διαφορετική γνώμη για σας και δε σας θεωρούσα τόσο γενναίους και τολμηρούς για τις πολεμικές επιχειρήσεις, επειδή δε δοκιμάσατε ούτε και αντιμετωπίσατε παλαιότερα κάτι παρόμοιο. Τώρα όμως η κορύφωση των γεγονότων μου επέτρεψε να τρέφω για σας τις καλύτερες προσδοκίες. Γιατί βλέπω ότι όλοι έχετε σώματα γεμάτα σφρίγος και ψυχές γεμάτες θάρρος και είστε όλοι σας έτοιμοι γι’ αυτά που μας περιμένουν, εμπαίζετε τους αντιπάλους και ανατρέπετε με γενναιότητα τα σχέδιά τους. Και δεν κάνετε τίποτα που να μην είναι σωστό. Πολεμάτε λοιπόν για σας τους ίδιους που είστε άντρες ξεχωριστοί και στην όψη και στα ψυχικά σας προτερήματα, και για την υπόλοιπη πόλη που τίποτε δεν τη συναγωνίζεται σε λαμπρότητα. Αν επομένως ξεπεράσετε τον παρόντα κίνδυνο, σας οφείλουν όλοι τον έπαινο τους· αν όμως συμβεί κάτι που δε θέλουμε, κάτι από αυτά που απειλούν οι βάρβαροι, δεν είναι δυνατόν να φανταστούμε τη συμφορά ή το μέγεθος της ντροπής. Για το λόγο αυτόν πολεμήστε γενναία φροντίζοντας για τη νίκη και για την πατρίδα και για σας τους ίδιους, και μην υποχωρήσετε μπροστά στη δύναμη των εχθρών και μην αφήσετε να διηγούνται για σας το παράδοξο ότι μιας στιγμής αδιαφορία σας κόστισε έναν τόσο μεγάλο κίνδυνο.» Παρακινώντας το λαό με αυτά τα παρακλητικά λόγια και γεμίζοντας με πολύ θάρρος τις ψυχές όλων έκανε το γύρο του τείχους. Και ο στρατηγός, σαν να είχε ξεχάσει το δικό του ατύχημα από την πτώση που αναφέραμε προηγουμένως, παρόλο που ήταν άσχημο και του προξενούσε πόνο μεγαλύτερο από όσο μπορούσε να αντέξει, όμως ανέβηκε σ’ ένα μουλάρι, όχι καβαλικευτά αλλά στο ένα πλευρό, και όσο του επέτρεπαν οι πόνοι από τα τσακισμένα του μέλη, γύριζε κι αυτός, τοποθετώντας τους πιο πιστούς ταξεώτες (μέλη μόνιμης φρουράς φρουρίου) σε κάποια σημεία του τείχους όπου χρειάζονταν, έτσι ώστε, όσο μπορούσαν οι ίδιοι και προκαλώντας κι όσους ήταν κοντά τους να τους μιμηθούν, να παίρνουν τα απαραίτητα μέτρα για τον πόλεμο.

 

28. Οι βάρβαροι λοιπόν αφού μας επιτέθηκαν όχι μόνο μία αλλά πολλές φορές ολόκληρη εκείνη την ημέρα, υποχώρησαν καθώς τα πλήγματα που δέχτηκαν ήταν όλο και πιο σφοδρά· με ένα πρόσταγμα εγκατέλειψαν τη μάχη από την πλευρά της θάλασσας, γύρισαν πίσω με τα πλοία και αγκυροβόλησαν σε μία παραλία που βρίσκεται ανατολικά της πόλης. Ύστερα βγήκαν από τα πλοία και χτυπούσαν πάλι με βέλη αυτούς που βρίσκονταν στο ψηλό τείχος, όπου εξέχει και κάποια πύλη που ονομάζεται Ρώμη και γειτονεύει με τη θάλασσα. Πολέμησαν εκεί ως αργά τη νύχτα, και, σαν να κουράστηκαν από την προσπάθεια, πήγαν και ησύχασαν στα πλοία κάνοντας ίσως σκέψεις πώς να μας επιτεθούν την επόμενη μέρα και ετοιμάζοντας διαφορετικά σχέδια. Εμείς πάλι, αφού πήραμε κάποια ανάσα από τη μάχη, είχαμε άλλη φροντίδα· να επαγρυπνούν αυτοί που βρίσκονταν στις επάλξεις γύρω - γύρω σ’ ολόκληρη την πόλη και να προσέχουν τους βαρβάρους, μην τύχει και στήσουν στα κρυφά κάποια νυχτερινή παγίδα ή ενέδρα, φθάσουν στο τείχος και δώσουν τέλος σ’ όλα. Γιατί είναι πανέξυπνοι σε κάτι τέτοια και μόλις βάλουν κάτι στο μυαλό τους αμέσως το εφαρμόζουν χωρίς να λογαριάζουν κανένα κίνδυνο, κι έχουν την προσοχή τους στραμμένη σ’ ένα μόνο, ν’ αρχίσουν δηλαδή αυτό που σκέφτηκαν. Κι αν το αποτέλεσμα της προσπάθειάς τους είναι αντίθετο απ’ ό,τι υπολόγιζαν, πιστεύουν ότι αρκεί η φήμη πως τόλμησαν πράγματα που ως τότε φάνταζαν αδύνατα να γίνουν. Για το λόγο αυτόν λοιπόν περάσαμε ολόκληρη εκείνη τη νύχτα επαγρυπνώντας, χωρίς να βρίσκουμε κανένα ψεγάδι στον τρόπο που πολεμήσαμε μέχρι τότε. Γιατί φθάσαμε να έχουμε τόσο θάρρος, ώστε κι ο ίδιος ο αρχηγός των βαρβάρων να τα χάσει και να προσπαθεί ύστερα να μάθει με κάθε τρόπο την αιτία, πώς αντισταθήκαμε σε κάθε επίθεση με τέτοια ανδρεία και πώς προέκυψαν τα αντίθετα απ’ αυτά που είχε ακούσει για μας κι έσβησαν οι ελπίδες του. 
Πύργος του Τριγωνίου


Δεύτερη ημέρα της πολιορκίας.

 

29. Όταν όμως το ξημέρωμα κήρυξε τη δεύτερη ημέρα του πολέμου και οι βάρβαροι σχεδίαζαν τώρα εναντίον μας πράγματα φοβερότερα απ’ αυτά που είχαν ήδη διαπράξει, οι στρατηγοί κατέβαλλαν πάλι κάθε φροντίδα για να δυναμώσουν το θάρρος καθενός από μας και να δείξουν και το δικό τους ζήλο. Μόλις λοιπόν οι ακτίνες του ήλιου φώτισαν τον αέρα, οι βάρβαροι βγαίνοντας από τα πλοία τους όρμησαν και πάλι στο τείχος, σκορπισμένοι σε διάφορα σημεία και χωρισμένοι σε φάλαγγες οι περισσότεροι μαζεύτηκαν μπροστά στις πύλες και έβαζαν σε ενέργεια όλη την πολεμική παρασκευή τους. Άλλοι απ’ αυτούς χρησιμοποιούσαν τα τόξα κι άλλοι εκσφενδόνιζαν πέτρες που μπουμπούνιζαν σχίζοντας τον αέρα· άλλοι καθισμένοι στα πετροβόλα έριχναν από ψηλά πολύ πυκνό χαλάζι από πέτρες. Ο θάνατος λοιπόν που μας απειλούσε είχε πολλές μορφές και καθώς μας χτυπούσε απ’ όλες τις μεριές, ήταν μία φοβερή εμπειρία για όσους τους πετύχαινε. Γιατί μόνο εναντίον της πύλης που αναφέραμε, έστησαν επτά πετροβόλα σκεπασμένα από παντού που τα έφτιαξαν όταν περνούσαν από τη Θάσο, για μία παρόμοια περίπτωση. Αφού έφεραν στο τείχος απέναντι από τα πετροβόλα μερικές ξύλινες σκάλες, προσπαθούσαν να ανεβούν μ’ αυτές, όντας ασφαλείς με τις πέτρες που εκσφενδόνιζαν τα πετροβόλα·  γιατί ρίχνοντας αδιάκοπα δεν άφηναν να προβάλει κανένας ψηλά από το τείχος χωρίς να πάθει κάτι. Και καθώς είχαν σηκώσει τη σκάλα στις επάλξεις του προτειχίσματος, θα είχαν  πραγματοποιήσει τα σχέδιά τους, αν κάποια θεϊκή δύναμη δεν έδινε θάρρος σε μερικούς τολμηρούς άντρες να πηδήξουν κάτω στο μέρος εκείνο· αυτοί χτυπώντας με τα δόρατα τους βαρβάρους τούς γκρέμισαν μαζί με τη σκάλα προς τα πίσω. Και έτσι όταν είδαν ότι και τούτο το επινόημά τους δεν έβγαλε πουθενά και το έβαλαν στα πόδια έτσι που να εγκαταλείψουν και τη σκάλα, πήραμε τόσο πολύ θάρρος ώστε και να γελάμε σε βάρος τους και να χρησιμοποιούμε τα βέλη και τις πέτρες από τα πετροβόλα με μεγαλύτερη προθυμία από την προηγούμενη ημέρα και να μην τους αφήνουμε ούτε και για λίγο να πλησιάσουν στο τείχος, παρόλο που θέριευε η μανία τους και έτριζαν σαν αγριογούρουνα τα δόντια τους και θα ήθελαν, αν ήταν δυνατό, να μας κατασπαράξουν ζωντανούς. Πόσο φοβερό ήταν να τους ακούμε να μανιάζουν εναντίον μας! Πώς έδειχναν την υπερβολική τους οργή και ούρλιαζαν από το βάθος της ψυχής τους και πώς φανέρωναν την παραφορά τους με τούς αφρούς που έβγαζαν από το στόμα τους! Όλη εκείνη την ημέρα δε θέλησαν ούτε τροφή να πάρουν, αλλά πολεμούσαν ασταμάτητα μέσα στην ανυπόφορη ζέστη και χωρίς να νιώθουν ότι έχουν σώματα που και η κούραση τα καταβάλλει και καίγονται από τον ήλιο πάνω από τα κεφάλια τους. Τούτο μόνο είχαν για φροντίδα τους, ή να εκπορθήσουν την πόλη και να χορτάσουν την οργή τους για μας ή, αν αυτό δεν γινόταν, να απαρνηθούν και τη ζωή τους και να σκοτωθούν με τα όπλα τους. Γιατί όταν η βαρβαρική οργή φουντώσει μία φορά, η αλόγιστη ορμή που την παρακινεί δε θα σταματήσει νωρίτερα, παρά την ώρα που θα δει να χύνεται ή το δικό της αίμα ή το αίμα του εχθρού της.

 

30. Αλλά επειδή η προσέγγιση στο τείχος δεν ήταν ακίνδυνη, μας πολεμούσαν μόνο με βέλη και πετροβόλα. Μπήκαν στη γραμμή και απομακρύνθηκαν τόσο όσο χρειαζόταν ώστε οι βολές τους να χτυπούν την πόλη χωρίς να χάνουν τη δύναμή τους, καλύφθηκαν με τις ασπίδες τους και επιδόθηκαν ολοκληρωτικά στον αγώνα· στέκονταν λοιπόν σαν ανδριάντες με σώματα που ήταν καμωμένα από χαλκό ή από κάποιο άλλο πιο στέρεο υλικό, υπομένοντας μία φοβερή και ανεκδιήγητη ταλαιπωρία και πασχίζοντας ο ένας να φανεί καλύτερος από τον άλλο στον πόλεμο. Καθώς ο ήλιος έδειχνε μεσημέρι, τη στιγμή που πυρώνει με τις ακτίνες του τον αέρα πιο πολύ από τις άλλες ώρες, η μεγάλη κάψα σαν να άναψε περισσότερο τη λύσσα που ένιωθαν και ερεθίζοντας την παράλογη εκείνη ορμή τους με τις αποκοτιές τους, έβαλαν σε ενέργεια έναν διαφορετικό τρόπο πολιορκίας (και δες πώς ήταν τρομερός). Υπήρχαν τέσσερις πύλες στο ανατολικό μέρος της πόλης· σκέφτηκαν λοιπόν να βάλουν φωτιά στις δύο απ’ αυτές, και στη Ρώμη(5) και σ’ αυτήν που λεγόταν Κασσανδρεωτική(6) έχοντας στο μυαλό τους ότι αν μπορέσουν, καθώς θα καίγονταν οι εξωτερικές πύλες, να περάσουν μέσα από το προτείχισμα και να χωθούν κάτω από το ψηλό τείχος,  δε θα έχουν κανένα φόβο για να καταστρέψουν και τις εσωτερικές πύλες και να ορμήσουν στην πόλη όλοι μεμιάς, αφού τοποθετήσουν στην απέναντι πλευρά εύστοχους και ικανούς τοξότες, έτσι που τα πυκνά βέλη να μην αφήσουν κανέναν να ξεπροβάλει από μέσα χωρίς κίνδυνο.

 

31. Έτσι λοιπόν έβαλαν σε ενέργεια το σχέδιο τους. Αφού βρήκαν κάποιες άμαξες, τοποθέτησαν πάνω τους ανάποδα τα πλοιάρια που τα χρησιμοποιούσαν οι ψαράδες μας για να πιάνουν ψάρια, και επιπλέον μερικά άλλα ξύλα και σωρό από φρύγανα· αυτά τα ράντισαν με πίσσα και θειάφι, χώθηκαν κάτω από τις άμαξες και γύριζαν τους άξονες τους και τις προχωρούσαν με τα χέρια, έως ότου έφθασαν ως τις ίδιες τις πύλες. Ύστερα βάζοντας φωτιά στο υλικό αυτό και βαδίζοντας προς τα πίσω σκεπασμένοι με τις ασπίδες υποχώρησαν προς τους τοξότες και κατάφεραν να πραγματοποιήσουν το σκοπό τους χωρίς να το καταλάβουμε. Γιατί η φωτιά αγκάλιασε το υλικό και φουντώνοντας περισσότερο από τα προσανάμματα πύρωσε την εξωτερική επιφάνεια των πυλών που ήταν ολόκληρη επενδυμένη με σίδερο, και μετοχετεύοντας την πύρινη γλώσσα προς το εσωτερικό κατάφερε να κάψει ολοκληρωτικά τις πύλες, ώστε ύστερα από λίγο να σωριαστούν κάτω και να μας κάνουν να παραλύσουμε όλοι μας τελείως. Μόνο που έγινε γνωστό σ’ ολόκληρη την πόλη το κάψιμο των πυλών, ήταν σαν να πέρασε από τις καρδιές όλων μας κάποιο ξίφος. Έτσι, γεμίσαμε αγωνία και τρόμο, άλλαξε η όψη μας και χάσαμε μεμιάς κάθε ελπίδα. Τώρα όσοι πριν από λίγο πηδούσαν στα τείχη και αντιστέκονταν στους εχθρούς και παρακινούσαν ο ένας τον άλλον να αγωνιστούν πολεμώντας, φαίνονταν στ’ αλήθεια πιο αδύναμοι κι από τους λαγούς. Το γεγονός τούτο, ότι δηλαδή εκείνο το σχέδιο πέτυχε, έκανε τις ψυχές όλων να μαντεύουν το τέλος. Μόλις όμως κάηκαν οι εξωτερικές πύλες, εμείς ασφαλίσαμε γρήγορα τις εσωτερικές μ’ ένα νεόκτιστο τειχίο,  προνοήσαμε να μεταφέρουμε νερό στις επάλξεις σε κάποια σκεύη και παραφυλάγαμε πότε τυχόν θα ορμήσουν και σ’ αυτές οι εχθροί για να μπορέσουμε να τα βάλουμε με τη φωτιά όταν και πάλι επιχειρήσουν τα κακούργα σχέδιά τους, και να προστατεύσουμε τις πύλες από την επιβουλή τους. Πράγμα που εκείνοι το κατάλαβαν και δεν έβαλαν πια σ’ ενέργεια παρόμοια κακόβουλα σχέδια· επρόκειτο όμως με κάποια άλλα φοβερότερα και σκληρότερα να επιτύχουν την καταστροφή μας, από την οποία δε θα μπορούσαμε να ξεφύγουμε με κανέναν τρόπο από ’δω και πέρα, επειδή ήταν πια μπροστά μας και ξεπερνούσε κάθε σχέδιό μας. Όταν ωστόσο με τον τρόπο αυτόν έσβησε η φωτιά, την υπόλοιπη μέρα μας χτυπούσαν με τα πετροβόλα και τα τόξα ως την ώρα που το σκοτάδι της νύχτας διαδέχθηκε το φως και αναγκάστηκαν, παρόλο που δεν το ήθελαν, να διακόψουν τις προσπάθειες.

 

Νυχτερινές προετοιμασίες.

 

32 Ύστερα, μόλις σταμάτησαν να πολεμούν, μπήκαν στα πλοία, ησύχασαν για λίγο και άρχισαν το έργο που είχαν με πανουργία σκεφθεί από νωρίτερα. Κι αυτό ήταν να κάνουν μια προσπάθεια τέτοια ώστε αν με αυτή κατόρθωναν να καταλάβουν την πόλη, θα ήταν όλα καλά, επειδή τίποτε άλλο από εκείνα που βοηθάνε την πολιορκία δεν είχε τις δυνατότητες του συγκεκριμένου σχεδίου, και μάλιστα όταν η μάχη γίνεται από τη θάλασσα και δεν μεσολαβεί κάποια ξηρά που να διακόπτει το κακόβουλο σχέδιο. Αν όμως και τούτο όπως και οι προηγούμενες ενέργειές τους δεν τους βοηθούσε σε τίποτα, θα εκτελούσαν εκείνους που τους παρακίνησαν για την επιχείρηση αυτή και τους παραπλάνησαν να κάνουν ένα τόσο μεγάλο ταξίδι, κι έτσι θα ξαναγύριζαν στα σπίτια τους. Πήραν λοιπόν αυτήν την απόφαση στην αρχή ακόμη της νύχτας και έβαλαν σε εφαρμογή το περίπλοκο και πολύμορφο εκείνο σχέδιο τους. Άναψαν παντού φώτα και τοποθέτησαν τα πλοία τους ανά δύο, το ένα δίπλα στο άλλο, και έδεσαν τις πλευρές του ενός με του άλλου με κάποια γερά παλαμάρια και σιδερένιες αλυσίδες για να μην
Χρήση υγρού πυρός
απομακρύνονται εύκολα· έπειτα σήκωσαν με τα ξάρτια που κρέμονται στον αέρα από την πλώρη τα ξύλα που βρίσκονται στη μέση, αυτά που οι ναυτικοί τα λένε κατάρτια. Ύστερα κρέμασαν πάνω τους, κάπου στη μέση τους, ψηλά με τα σκοινιά που είναι κουλουριασμένα στην πλώρη, τα πηδάλια και των δύο πλοίων, έτσι που το πλατύ μέρος των πηδαλίων να ξεπερνάει στη διάμετρο τα πλοία, και πραγματοποίησαν με τον τρόπο αυτόν ένα παράξενο και αλλόκοτο τέχνασμα. Γιατί όταν, καθώς είπα, κρεμάστηκαν στον αέρα τα πηδάλια, έβαλαν πάνω σ’ αυτά, στηρίζοντας τα, μερικά μακριά ξύλα στη σειρά το ένα δίπλα στο άλλο· και αφού με το διαβολεμένο αυτό σχέδιο δημιούργησαν στον ενδιάμεσο χώρο ένα δάπεδο και έφραξαν καλά τα άκρα από παντού με σανίδες και στερέωσαν τις άκρες των τιμονιών που βρίσκονταν προς το μέρος της πρύμνης με άλλα πιο δυνατά δεσίματα, κατασκεύασαν λοιπόν με το επινόημα μερικούς πύργους πιο χρήσιμους από εκείνους που υπήρχαν στη στεριά πάνω στο τείχος. Πάνω σ’ αυτούς ανέβασαν ένοπλους βάρβαρους, όσους ξεχώριζαν για τη δύναμη των σωμάτων τους και τον τολμηρό τους χαρακτήρα, για να επιχειρήσουν εναντίον μας την ύστατη, την τελευταία κακόβουλη ενέργειά τους. Τους έδιναν λοιπόν την εντολή άλλοι απ’ αυτούς να ρίχνουν με τα τόξα εναντίον όσων στέκονταν μέσα από το τείχος, κι άλλοι να πετούν πέτρες μεγάλες όσο μπορούσαν να κρατήσουν στα χέρια τους· σ’ άλλους, εξοπλισμένους με ένα είδος φωτιάς, κι αυτής τεχνητής, που την είχαν βάλει από πριν σε μερικά πήλινα σκεύη, έδιναν την εντολή να τη ρίχνουν σ’ εκείνους που έστεκαν απέναντί τους. Και όλα τούτα ήταν γι’ αυτούς χρήσιμα και αποτελεσματικά, επειδή οι ενέργειές τους δε γίνονταν στο ύψος του εδάφους, αλλά καθώς, χάρη στο διαβολικό τους τέχνασμα, στέκονταν ψηλότερα από το κτίσμα του τείχους, κάθε κακόβουλη ενέργειά τους απέβαινε χρήσιμη γιατί την πραγματοποιούσαν από ψηλά.
Η Βυζαντινή αυτοκρατορία τον 10-11 αιώνα

 


 

Τρίτη ημέρα της πολιορκίας. Η άλωση.

 

33. Καθώς οι ασεβείς πραγματοποίησαν όλα τα σχέδιά τους εκείνη τη νύχτα, στο μεταξύ όμως καμιά από τις ενέργειές τους δεν πέρασε απαρατήρητη επειδή, όπως είπαμε, είχαν πολλά φώτα και η παραλία όπου κουβέντιασαν και πήραν τις αποφάσεις τους ήταν κοντά, μείναμε κατάπληκτοι και καταφοβισμένοι και δεν ξέραμε με ποιον τρόπο να παραμείνουμε ασφαλείς στη συνέχεια. Όλος ο κόσμος —μπορούσες να το δεις— ήταν ταραγμένος και τα είχε χαμένα, καθώς κινδύνευε η ζωή τους και δεν γνώριζαν τι να πράξουν. Κανένας δεν φρόντιζε πώς να αντιμετωπίσει τον επικείμενο κίνδυνο, αλλά γυρόφερνε στο μυαλό του πώς και με πόσο πόνο θα πεθάνει. Δεν ήταν πια εύκολο ούτε ασφαλές να φύγει κάποιος, επειδή οι βάρβαροι βρίσκονταν γύρω - γύρω στο τείχος και στέκονταν μπροστά στις πύλες. Ο προφανής κίνδυνος πάλι δεν τους άφηνε περιθώρια να περιμένουν. Έχοντας χάσει κάθε ελπίδα σωτηρίας τριγύριζαν στο τείχος σαν χαμένοι, μη ξέροντας από το μέγεθος της συμφοράς τι να κάνουν. Μερικοί όμως που δεν είχε σβήσει τελείως μέσα τους το φιτίλι της ανδρείας αποφάσισαν καθώς περίμεναν τους βαρβάρους, να ετοιμάσουν από πριν στο τείχος κάποια πράγματα για την απόκρουση του εχθρού. Αυτά ήταν πίσσα, δαδιά και ασβέστης και μερικά άλλα με τα οποία φουντώνουν γρήγορα οι φλόγες, που τα έβαλαν σε πήλινα σκεύη για να τα χρησιμοποιήσουν εξακοντίζοντας τα ανάμεσα στους εχθρούς, όταν τυχόν θα εφορμούσαν τα πλοία, ώστε να μην πετύχουν τίποτε και μ’ αυτήν τους την επιχείρηση. Καθώς όμως και αυτά ήταν έργα και σκέψεις ανθρώπων που τα είχαν χαμένα και το φως της ημέρας σκόρπιζε πια το νυχτερινό σκοτάδι, να λοιπόν και τα πλοία όπως ήταν αρματωμένα, χωρίστηκαν και πλησίασαν σε πολλά σημεία του τείχους δείχνοντας σ’ όλους ένα πρωτοφανές και παράδοξο θέαμα. Γιατί κάθε τους ζευγάρι έφερε πάνω του την τεχνητή εκείνη κατασκευή από τους ξυλόχτιστους πύργους που ξεπερνούσε κατά πολύ το ύψος του τείχους, και πάνω τους βαρβάρους που χοροπηδούσαν σαν αγριεμένοι ταύροι και μας φοβέριζαν όλους με καταστροφή. Τότε λοιπόν, τότε κάποιοι από το λαό της πόλης καταφρονώντας το θάνατο που ήταν αναπόφευκτος και κρεμόταν, για να το πω έτσι, πάνω από τα κεφάλια τους,
Η εκκλησία της Αχειροποιήτου
ρίχτηκαν στον αγώνα και μεταβάλλοντας την κορύφωση του κινδύνου σε επίδειξη ανδρείας στάθηκαν πολεμώντας γενναία στη μάχη και καθένας έκανε ό,τι μπορούσε. Γιατί δεν επέτρεπαν να πλησιάζουν τελείως τα πλοία, αλλά αφενός με τα πυκνά βέλη και αφετέρου με τα αναμμένα αντικείμενα τα εμπόδιζαν να έρθουν κοντά στο τείχος και να πραγματοποιήσουν το σκοπό τους. Όσοι όμως κυριεύτηκαν από δειλία και δεν άντεχαν ούτε να βλέπουν το κακό που τους περίμενε χωρίς να μπορούν να αντιδράσουν, αφού αποτραβήχτηκαν σιγά σιγά από το τείχος, έφευγαν προς τις άκρες της πόλης και έδιναν έτσι κι άλλο θάρρος στους εχθρούς. Κι αυτοί μόλις είδαν ότι σε κάποιο σημείο το κτίσμα του τείχους ήταν περισσότερο διαλυμένο, εκεί που είχαμε στήσει από πριν τους ξύλινους πύργους, και κατάλαβαν ότι και το νερό της θάλασσας σ’ εκείνο το μέρος πήγαινε σε βάθος, έφεραν εκεί ένα ζευγάρι πλοία απ’ αυτά που είχαν ενώσει και το έσπρωχναν σιγά σιγά με τα κουπιά ως τη στιγμή που έφθασαν κοντά στις ίδιες τις επάλξεις πλησιάζοντάς τες με την πλώρη των πλοίων. Ύστερα, καθώς όσοι ήταν πάνω στους ξύλινους πύργους επιχειρούσαν να τους χτυπήσουν με πέτρες, οι βάρβαροι που στέκονταν πάνω στις κατασκευές που είπαμε έβγαλαν μιαν άγρια και δυνατή κραυγή κι έριξαν και πέτρες που δεν ήταν δυνατό από τον όγκο τους να τις κρατούν στα χέρια τους αλλά πάρα πολύ μεγάλες και που κανένας δεν μπορούσε ν’ αντέξει την ορμή τους, κι έριξαν φωτιά από τον αέρα με τους σιφώνες(7) και εξακόντισαν μέσα στο τείχος και κάποια άλλα σκεύη κι αυτά γεμάτα φωτιά· προκάλεσαν έτσι τέτοια έκπληξη και φόβο σ’ εκείνους που ήταν στους πύργους, ώστε να πηδήξουν γρήγορα κάτω και να τρέξουν να φύγουν και να εγκαταλείψουν έρημο ολόκληρο το διάδρομο που περιέτρεχε το τείχος. Όταν είδαν ότι το σχέδιο τους πραγματοποιήθηκε (γιατί όλοι τους, σαν φύλλα από τον άνεμο, έπεφταν στο έδαφος, κι όχι από τις σκάλες αλλά όπως τους ανάγκαζε ο φόβος), άφησαν στις επάλξεις κάποιον τολμηρό βάρβαρο και φυσικά πιο ορμητικό από τους υπόλοιπους, Αιθίοπα στο χρώμα. Αυτός λοιπόν στριφογυρίζοντας το μαχαίρι που κράταγε στα χέρια του και πηδώντας πάνω στο τείχος στεκόταν και παρακολουθούσε τη φυγή του πλήθους, αν ήταν οριστική κι όχι για να τους ξεγελάσει. Γιατί υποπτεύονταν βέβαια μήπως οι κάτοικοι τής πόλης έχουν στήσει κάποια ενέδρα στους δρόμους με την οποία, όπως αυτοί θα ήταν χωρισμένοι σε πολλές ομάδες, θα τους εξόντωναν με δόλιο τρόπο· και στο μεταξύ δίσταζαν να μπουν έτσι ξαφνικά στην πόλη και να πραγματοποιήσουν τα σχέδιά τους. Καθώς όμως με τα στριφογυρίσματα του βαρβαρικού μαχαιριού άστραφτε ο αέρας και φανέρωνε πέρα για πέρα την είσοδο των εχθρών (ήταν η τρίτη ώρα της ημέρας), τότε όλοι βλέποντας ότι έγινε το κακό έτρεχαν άλλος εδώ κι άλλος εκεί, όπως τους οδηγούσε ο θάνατος. Κι εκείνος στεκόταν μπροστά τους και δεν τους άφηνε πια κανέναν τρόπο για να τον αποφύγουν. Ύστερα, μόλις οι βάρβαροι είδαν ότι ερήμωσε ολόκληρο το τείχος κι ότι εξαιτίας της ασυγκράτητης φυγής του κόσμου ήταν ασφαλείς, βγαίνοντας γρήγορα από τα καράβια και πηδώντας μέσα από τις επάλξεις κι ανοίγοντας τις πύλες έκαναν γνωστό και στα άλλα πλοία το τέλος των επιχειρήσεων· κι εκείνα έσπευσαν να αγκυροβολήσουν κοντά στις πύλες, κι έστειλαν στην πόλη τους βαρβάρους που είχαν γυμνά τα σώματα τους, κάλυπταν μόνο με ένα μικρό πανί την περιοχή γύρω από τα γεννητικά τους όργανα, κρατώντας στα χέρια τους τα μαχαίρια. Αυτοί μπήκαν μέσα και σκότωσαν αμέσως όσους βρήκαν να τριγυρνούν ακόμα στο τείχος, είτε επειδή φοβήθηκαν και δεν μπορούσαν να κινηθούν καθώς από το φόβο παρέλυσε το σώμα τους, είτε πάλι επειδή είχαν τραυματιστεί πέφτοντας, όπως αναφέραμε, και δεν μπορούσαν πια να φύγουν· ύστερα σκορπίστηκαν στους μεγάλους δρόμους. Ο λαός της πόλης χωρισμένος σε πολλές ομάδες ξεφώνιζε και σπρωχνόταν μη έχοντας πού να σωθεί, πού να ξεφύγει από τη συμφορά. Μπορούσες τότε να δεις τους ανθρώπους να περιφέρονται σαν ακυβέρνητα πλοία εδώ κι εκεί  ελεεινό θέαμα, άνδρες, γυναίκες, νήπια· να πέφτει ο ένας πάνω στον άλλον, να κρέμεται ο ένας από τον άλλον, να δίνει ο ένας στον άλλον τον πιο θλιβερό και τελευταίο ασπασμό. Αν ανάμεσα τους βρισκόταν και κάποιος πατέρας ηλικιωμένος, πέφτοντας στο λαιμό του παιδιού του θρηνούσε γοερά μη αντέχοντας το χωρισμό, αλλά σφίγγοντας το κορμί του γιου του καθώς, προτού να τρυπηθεί από το ξίφος, τον πλήγωνε ο πατρικός του πόνος, θρηνούσε τη μοίρα του…



1)Πρόκειται για το Λέοντα Τριπολίτη. Καταγόταν από την Αττάλεια και εξισλαμίστηκε όταν αιχμαλωτίστηκε. Είναι γνωστός ως Τριπολίτης, επειδή είχε εγκατασταθεί στην Τρίπολη της Συρίας. Το 904 επικεφαλής ναυτικής δύναμης λεηλατεί τα παράλια τής Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Ο δρουγγάριος των πλωίμων Ευστάθιος δεν τόλμησε να τον αντιμετωπίσει και ο Λέων φθάνει ως τα στενά του Ελλησπόντου. Ο πρωτοασηκρήτης Ιμέριος που αντικατέστησε τον Ευστάθιο απέφυγε να αντιμετωπίσει το Λέοντα που ναυλοχούσε στη Θάσο. Έτσι ο Λέων ανενόχλητος έρχεται, πολιορκεί και καταλαμβάνει τη Θεσσαλονίκη. Αργότερα (Οκτώβριος 911), στη Σάμο, ο λογοθέτης Ιμέριος, ναύαρχος όντας των Ρωμαίων, ηττήθηκε από το Λέοντα. Τέλος το 921 922, ο τελευταίος βρίσκεται στη Λήμνο. Εκεί του επιτέθηκε αιφνιδιαστικά ο πατρίκιος και δρουγγάριος των πλωίμων Ιωάννης Ραδηνός, με αποτέλεσμα να καταστραφεί σχεδόν ολοκληρωτικά η δύναμη του εξωμότη και να σωθεί μόνον αυτός.
2) Ο Ιωάννης Καμινιάτης γράφει το βιβλίο Εις την άλωσιν της Θεσσαλονίκης, κατόπιν "παραγγελίας" κάποιου Γρηγορίου που γνώρισε τον καιρό που περίμενε στην Τρίπολη της Συρίας για την ανταλλαγή των αιχμαλώτω
3) Με τον όρο Σκλαβήνοι οι Βυζαντινοί ονόμαζαν τα διάφορα σλαβικά φύλα που είχαν με άδεια εγκατασταθεί στα εδάφη της αυτοκρατορίας

        4)Ο Νικήτας ήταν στρατηγός. Είχε προηγηθεί ο Πετρωνάς, ο οποίος είχε φέρει και την αγγελία της επικείμενης πολιορκίας και πρώτος οργάνωσε την άμυνα της πόλης ρίχνοντας στο Θερμαϊκό κόλπο λαξευμένους τάφους, για να εμποδιστούν τα πλοία να πλησιάσουν στα τείχη. Ακολούθησε ο στρατηγός Λέων Χατζιλάκης που σταμάτησε το έργο του Πετρωνά και διέταξε να ολοκληρωθεί το χτίσιμο του παραθαλάσσιου τείχους. Δυστυχώς τραυματίστηκε πέφτοντας από το άλογό του.
5)  Η πύλη Ρώμη  ήταν ή πρώτη πύλη από τη θάλασσα προς τα πάνω στο ανατολικό τείχος, δίπλα στον Λευκό Πύργο.  6) Η Κασσανδρεωτική πύλη ήταν η δεύτερη πύλη του ανατολικού τείχους, ύστερα από την πύλη Ρώμη στο ύψος του συντριβανίου (οδός Εγνατία).
7) Σιφώνες ήταν τα εργαλεία με τα οποία εκτόξευαν το "υγρό πυρ"


ΠΗΓΗhttp://users.sch.gr