Τρίτη 11 Ιουνίου 2013

ΤΑ ΝΑΥΤΙΚΑ ΚΑΝΟΝΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ '21

    

Τα εμπορικά πλοία (σιτοκάραβα) δεν ήταν φτιαγμένα για πόλεμο. Η ελαφρά κατασκευή τους και η διάταξη τους δεν ευνοούσαν τροποποιήσεις. Τα κανόνια τοποθετούνταν στο ανώτερο κατάστρωμα εκτεθειμένα στις καιρικές συνθήκες καθώς και το ίδιο εκτεθειμένο ήταν και το πλήρωμα τους κατά τις συμπλοκές. Ο πολύ μικρότερος αριθμός κανονιών των ελληνικών πλοίων σε σχέση με τα τουρκικά, καθιέρωσε τα πυρπολικά σαν σημαντικότερο όπλο τους. Χαρακτηριστικό ομοίωμα-μοντέλο σπετσιώτικου εμπορικού πλοίου που μετατράπηκε σε πολεμικό υπάρχει στο Μουσείο Μπουμπουλίνας. Το πλοίο αυτό είναι η ναυαρχίδα της Μπουμπουλίνας ο «Αγαμέμνων» με 18 κανόνια. Μετά την απελευθέρωση τα κανόνια περνούν σε δεύτερη μοίρα. Τα πλοία πλέον αποκτούν και πάλι τον αρχικό τους ρόλο σαν εμπορικά. Τα περισσότερα κανόνια βγαίνουν στη στεριά και λίγα παραμένουν στα πλοία για λόγους εθιμοτυπίας. Από αυτά που βγαίνουν έξω τα καλύτερα φυλάσσονται στα σπίτια των καραβοκυραίων με την προσδοκία της απελευθέρωσης της υπόλοιπης Ελλάδας. Τα υπόλοιπά γίνονται δέστρες στα λιμάνια του νησιού ή εγκαταλείπονται σε αυτά.
Κανόνι στην οικία Μπούκουρη-Αλταμούρα
Κανόνι στην οικία Μπούκουρη-Αλταμούρα
Σήμερα τα συναντάμε στα μουσεία, σε μερικά αρχοντικά, στο δημαρχείο, στα κανονιοστάσια του νησιού (Ντάπια, Άγιος Μάμμας, Άγιος Νικόλας και Φάρος) καθώς και σαν δέστρες στο Παλιό λιμάνι και στην Ζωγεριά.
Τα κανόνια εμφανίστηκαν στις αρχές του 14ου αιώνα. Αρχικά ήταν λίθινα αργότερα μπρούτζινα και έπειτα από χυτοσίδηρο. Τα πρώτα σιδερένια κανόνια χύθηκαν στην Αγγλία τον 16ο αιώνα. Είχαν μειονεκτήματα έναντι των μπρούτζινων αλλά στοίχιζαν πολύ λιγότερο, γιατί η τιμή του σιδήρου ήταν μεταξύ του ενός δεκάτου και του ενός πέμπτου της τιμής του μπρούντζου. Από τον 18ο αιώνα σταμάτησε η κατασκευή μπρούντζινων κανονιών. Τα κανόνια ήταν όπλα που χρησιμοποιούσαν τη δύναμη της εκτονώσεως των αερίων που παράγονταν από την καύση της πυρίτιδας για βολή οβίδων. Αποτελούνταν από το σωλήνα (το μπροστινό μέρος ονομαζόταν προτομή ή μπούκα και το πίσω πυγαίο) και τον κιλλίβαντα (λέτο, κανονοκρέβατο ή κανονάμαξα). Ήταν λειόκανα, εμπροσθογεμή και χρησιμοποιούσαν μαύρη πυρίτιδα. Χαρακτηρίζονταν ανάλογα με το βάρος της μπάλας που έβαλλαν σε γαλλικές λίτρες. Οι Έλληνες χαρακτήριζαν τις μπάλες σε οκάδες ( 1 οκά = 2 λίτρες, 1 λίτρα = 12 ουγγιές). Αργότερα κατά τον 19ο αιώνα, χαρακτηρίζονταν ανάλογα με το διαμέτρημα και το μήκος του σωλήνα μετρούμενο σε διαμετρήματα (π.χ. ένα κανόνι με διάμετρο σωλήνα 12 εκ. και μήκος σωλήνος 168 εκ. χαρακτηρίζεται ως 12/14). Επίσης ανάλογα με τη χρήση τους χωρίζονταν σε κατηγορίες: α) κάμπου, πεδινά πυροβόλα, β) βουνίσια, ορειβατικά, γ) κάστρων ή μετεριζιών, φρουριακά πυροβόλα, δ) καραβιών, επινήϊα πυροβόλα, ε) παλγεμέζια, τοπομαχικά πυροβόλα, στ) χαβάνια, όλμοι. Η πρώτη ναυμαχία στη Μεσόγειο με κανόνια έγινε το 1333 μεταξύ των πλοίων του Μπέη της Τύνιδας και των πλοίων του Βασιλιά της Σεβίλλης.
Είδη ναυτικών κανονιών
Στις Σπέτσες συναντάμε ναυτικά πυροβόλα των παρακάτω τύπων: α) κανόνια, β) καρονάδες, γ) κανονέτα και δ) όλμους.
Κανόνια, κουλουμπρίνες ή κατζαδούρικα. Μακριά τηλεβόλα κανόνια για βολές μεγάλων αποστάσεων. Χαρακτηρίζονταν ως κανόνια διώξεως και τοποθετούνταν σε κιλλίβαντες. Το μέγιστο βεληνεκές τους στα ελληνικά πλοία δεν υπέρβαινε τα 1800μ ενώ το δραστικό βεληνεκές τους κυμαίνετο μεταξύ 900μ έως 1100μ, ανάλογα με το διαμέτρημα του κανονιού. Αρχικά το διαμέτρημα τους αντιστοιχούσε σε μπάλες των 4, 6, 8, 12, 24, 36 λίτρων και αργότερα 22, 32, 52, 68 και 70 λίτρων. Είναι ο πιο συνηθισμένος τύπος κανονιού που συναντάμε στις Σπέτσες. Τα κανονιοστάσια του Αγίου Νικολάου, του Αγίου Μάμμα και του Φάρου είναι αποκλειστικά οπλισμένα με κανόνια. Δύο πολύ καλά διατηρημένα κανόνια βρίσκονται έξω από την οικία Μπούκουρη-Αλταμούρα στην περιοχή της Κουνουπίτσας. Επίσης στην είσοδο του μουσείου Μπουμπουλίνας υπάρχουν δυο κανόνια, που είναι τοποθετημένα σε κιλλίβαντες.
Καρονάδα στο κανονιοστάσιο της Ντάπιας στις Σπέτσες
Καρονάδα στο κανονιοστάσιο της Ντάπιας στις Σπέτσες

Καρονάδες. Βραχύκαννα κανόνια. Εφευρέθηκαν από τον στρατηγό Robert Melville στα τέλη του 1770, από την ανάγκη του ναυτικού για ένα κανόνι με μεγάλο όγκο πυρός σε μικρή απόσταση. Οι πρώτες κατασκευάστηκαν από την Carron Ironworks Comp. που βρίσκονταν στο Carron της Σκωτίας απ’ όπου πήραν και το όνομα τους. Από το 1762 η εταιρία άρχισε να παράγει βαρύ πυροβολικό και πυρομαχικά που τα εκτιμούσαν ο στρατός και το ναυτικό. Η καρονάδα ήταν σχεδιασμένη ειδικά για το ναυτικό το οποίο την υιοθέτησε το 1779. Όπλο μικρής απόστασης, προκαλούσε σοβαρότατες ζημιές στα εχθρικά πλοία και πληρώματα κυρίως τη στιγμή πριν την εμβολή. Τις τοποθετούσαν στο ανώτερο κατάστρωμα πάνω σε ξύλινα βάθρα (sabate) που είχαν δύο μόνο τροχούς μπροστά. Ήταν βοηθητικό πυροβολικό στα μεγαλύτερα πλοία και κυρίως στα μικρότερα. Τα πλεονεκτήματά της καρονάδας ήταν ότι είχε το 1/3 του βάρους του αντίστοιχου σε διαμέτρημα μακρού πυροβόλου, ήταν κοντύτερη, το σχήμα του στομίου της βοηθούσε στο γρήγορο γέμισμα, άρα ευκολότερη στη χρήση της κατά τη μάχη και απαιτούσε μόνο 3-4 άνδρες για το χειρισμό της. Χρειάζονταν πολύ λιγότερη γόμωση (για παράδειγμα ένα κανόνι των 68 ήθελε 10 κιλά μπαρούτι ενώ μια καρονάδα ήθελε μόνο 2,5 κιλά), είχε μικρότερη ανάκρουση που ελέγχονταν από το χαλινωτήριο (ένα χονδρό σχοινί που περνούσε από την πόρπη του πηγαίου και οι δύο άκρες του δένονταν σε κρίκους πάνω στο κατάστρωμα). Σαν ελαφρύτερες κόστιζαν λιγότερο, και μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και από μικρότερα σκάφη, όπως οι Βαρκοκανονιέρες (Υπάρχει μια χαρακτηριστική απεικόνιση που δείχνει τη Μπουμπουλίνα με την καρονάδα της στην πλώρη μιας τέτοιας βάρκας κατά την πολιορκία του Ναυπλίου). Στις Σπέτσες συναντάμε καρονάδες στο κανονιοστάσιο της Ντάπιας (το 4ο, 5ο, 6ο και 8ο κανόνι από Α προς Δ), στο Μουσείο Σπετσών (δεξιά της προτομής του Χατζηγιάννη Μέξη) και την καρονάδα της Μπουμπουλίνας στην είσοδο του παλιού λιμεναρχείου.
Κανονέτα ή καβαλέτα. Μικρά μπρούτζινα κανόνια που στηρίζονταν σε σιδερένια διχάλα (φουρκάδα) και το πηγαίο τους κατέληγε σε κυρτή ουρά σαν χειρολαβή για να χρησιμοποιείται στην σκόπευση. Τα τοποθετούσαν στις κουπαστές των πλοίων, σε μικρά σκάφη και σε εξοπλισμένες βάρκες. Έριχναν βολίδες ή σφαιρικά βλήματα σε μικρές αποστάσεις και για αυτό χρησιμοποιούνταν κατά το ρεσάλτο. Χρησιμοποιούνταν επίσης για χαιρετισμό. Στο Μουσείο Σπετσών υπάρχει ένα ολλανδικό κανονέτο.
Όλμοι. Πολύ μικρά κανόνια σε σχήμα γουδιού γι’ αυτό ονομάζονταν και χαβάνια, λέγονταν επίσης και μορτάρια ή μορτάγια (mortaio) ή λουμπάρδες (lumbarda), καμιά φορά και από το είδος του βλήματος που εκτόξευαν, κουμπαράδες, βόμβες ή οβούζια. Προορίζονταν για βολή με μεγάλη γωνία ανυψώσεως και σε αποστάσεις που δεν ξεπερνούσαν τα 800 μέτρα με καμπύλη τροχιά (επισκεπτική βολή) εναντίον χαρακωμάτων, φρουρίων ή πίσω από παραπετάσματα. Οι έλληνες αγωνιστές ονόμαζαν τις βολές των όλμων κάθετο πυροβολισμό, σε αντίθεση με τον συνήθη οριζόντιο. Οι όλμοι χρησιμοποιούντο μόνο στην στεριά σε πολιορκίες φρουρίων. Στη θάλασσα ήταν άχρηστοι λόγω του μικρού βεληνεκούς και της επισκεπτικής βολής που δεν ήταν εφικτή σε πλοία. Παρ’ όλα αυτά κατασκευάστηκαν στην Γαλλία ολμοφόρες γαλιότες για την προσβολή φρουρίων και χρησιμοποιήθηκαν επιτυχώς το 1682 στις επιχειρήσεις του γαλλικού στόλου κατά του Αλγερίου. Στο Μουσείο Σπετσών υπάρχει ένας μικρός όλμος.
Γομώσεις
Βαρκοκανονιέρα της Μπουμπουλίνας
Βαρκοκανονιέρα της Μπουμπουλίνας
Μπαρουτόβολα λέγονταν γενικά οι μπάλες και η αντίστοιχη γόμωση με μαύρη πυρίτιδα. Γέμισμα ή φυσέκι λέγονταν η γόμωση από μπαρούτι σπειρωτό (χονδρόκοκκη πυρίτιδα), το οποίο είχε πλεονέκτημα αυξημένης δύναμης εκρήξεως, ταχύτητα κατακαύσεως και ανάπτυξη μικρότερων θερμοκρασιών. Το γέμισμα του κανονιού γίνονταν αρχικά με μπακιρένια χουλιάρα (σέσουλα, για αποφυγή εκρήξεων λόγω σπινθήρων) αφού είχαν μεταφέρει το βαρέλι με την πυρίτιδα κοντά στο κανόνι, λίγο πριν τη μάχη. Αργότερα είχαν έτοιμους μικρούς σάκους από ύφασμα με την ανάλογη ποσότητα πυρίτιδας, αποφεύγοντας έτσι την τοποθέτηση του βαρελιού δίπλα στο κανόνι που εγκυμονούσε κίνδυνο εκρήξεως. Έτσι επιτύγχαναν ταχυβολία τριών βολών έναντι μιας. Γενικά κατά τη διάρκεια της επιβίβασης και της αποβίβασης της πυρίτιδας παίρνονταν αυστηρά μέτρα ασφαλείας. Έστρωναν μουσαμάδες σε όλη τη διαδρομή του καταστρώματος μέχρι την πυριτιδαποθήκη και μετά τους τίναζαν στη θάλασσα και έπλεναν με νερό το κατάστρωμα. Μέσα στην πυριτιδαποθήκη απαγορεύονταν να μπαίνουν άνδρες με σιδερένια πέλματα ή καρφιά στα παπούτσια τους. Οι γομώσεις για τις καρονάδες και τους όλμους ήταν το 1/4 του βάρους της μπάλας, για τις κουλουμπρίνες ήταν ίσο προς το 1/3. Η ελάχιστη χρησιμοποιούμενη γόμωση ήταν το 1/12 και χρησιμοποιούνταν για την εκσφενδόνιση βλημάτων αρπάγων για την προσκόλληση των πυρπολικών. Η αγορά της πυρίτιδας γίνονταν κυρίως από τη Μάλτα λόγω καλύτερης ποιότητας από την τουρκική. Η έμφραξη (βισμάτωση) γίνονταν με άχυρα, πανιά ή ξύλινο πέλμα (sabot), το οποίο βρεγμένο χρησιμοποιούταν για ερυθροπυρωμένες μπάλες. Στα μακριά κανόνια (κατζαδούρικα) που χρησιμοποιούσαν μεγαλύτερη γόμωση η έμφραξη έπρεπε να ήταν ισχυρότερη για να αποδίδει μεγαλύτερη αρχική ταχύτητα. Η μετάδοση της φωτιάς γινόταν με τις θρυαλλίδες ( άπτρες, φυτιλιές, ή μίκιες) που τις έβαζαν στην οπή πυροδοτήσεως.
Μπάλες κανονιών
Μπάλα. Ήταν συμπαγής από χυτοσίδηρο, το βάρος της οποίας σε λίτρες χαρακτήριζε και το κανόνι. Χρησιμοποιούνταν κυρίως για να συντρίψουν τη γάστρα του εχθρικού πλοίου. Τα μεγάλα πολεμικά πλοία είχαν κάμινους για ερυθροπυρώνουν τις μπάλες και καθώς τις έριχναν προκαλούσαν πυρκαγιά στα εχθρικά πλοία. Η τακτική αυτή όμως εγκαταλείφθηκε γιατί πολλές φορές επέβαινε μοιραία για το ίδιο το πλοίο. Κατά την Επανάσταση μόνο οι Τούρκοι είχαν αυτή τη δυνατότητα.
Κανονέτο και όλμος στο Μουσείο Σπετσών
Κανονέτο και όλμος
Καρτέζια. Ήταν δύο μικρές μπάλες συνδεδεμένες με αλυσίδα ή δύο ημισφαίρια συνδεδεμένα με ράβδο. Καθώς βάλλονταν αποκτούσαν περιστροφική κίνηση λόγω του άνισου της αντίστασης με αποτέλεσμα να προκαλούν ζημιές στον εξαρτισμό του πλοίου. Επειδή το βλήμα ήταν μικρότερο του διαμετρήματος του κανονιού η βολή δεν ήταν ακριβής και χρησιμοποιούνταν μόνο σε κοντινές αποστάσεις. Ανάλογες μπάλες με αλυσίδα, το ένα μέρος της οποίας ήταν δεμένο μονίμως στο πλοίο βάλλονταν από τα πυρπολικά, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η σύνδεση με το εχθρικό πλοίο.
Βόμβες ή μπόμπες. Ήταν κοίλες σιδερένιες μπάλες γεμισμένες με εκρηκτική ύλη και θρυαλλίδα. Βάλλονταν όταν τα πλοία είχαν έρθει σε κοντινή απόσταση κατά του πληρώματος.
Μπάλα – μισδράλια. Δώδεκα ή περισσότερες μικρές μπάλες μέσα σε μεταλλικό δοχείο που έσπαγε όταν βαλλόταν και διασκορπίζονταν στο κατάστρωμα του εχθρικού πλοίου.
Βολίδες ή μακάσια. Μικρές μπάλες συσκευασμένες σε μικρό σάκο από μουσαμά που βάλλονταν λίγο πριν την εμβολή για να ακρωτηριάζουν και να σκοτώνουν τους άνδρες στο κατάστρωμα του εχθρικού πλοίου.
Εργαλεία
Κάθε κανόνι είχε διάφορα παρελκόμενα του, χρήσιμα για το γέμισμα και την συντήρηση του. Αυτά ήταν :
Μαναβέλα ή μανέλα. Ξύλινος μοχλός που χρησίμευε για την μετατόπιση του κιλλίβαντος και την ανύψωση του σωλήνος προς τη διεύθυνση σκόπευσης.
Μπακιρένια σέσουλα. Για το γέμισμα του κανονιού με μπαρούτι.
Εμβολέας ξύλινος. Ξύλινο κοντάρι για την έμφραξη του βύσματος.
Σιδερένιος διώστης. Κοντάρι σιδερένιο οξύ από τη μια άκρη διχαλωτό από την άλλη, που χρησίμευε για το σφήνωμα της μπάλας στο βάθρο του κοίλου και για τον χειρισμό των ερυθροπυρωμένων βλημάτων.
Διαστομωτήρια. Τρεις βέργες δύο ξύλινες και μια σιδερένια, για τον καθαρισμό της οπής πυροδοτήσεως από τα κατάλοιπα της θρυαλλίδας.
Μάκτρον ή μαλακτάρι. Κοντάρι με σφουγγάρι βρεμένο για να σβήνει τα κατάλοιπα της πρώτης βολής για την επαναγόμωση, χωρίς κίνδυνο πυροδοτήσεως, της επόμενης βολής.
Φανός μάχης. Λαδοφάναρο που άναβε μόνο μετά την πρώτη κρούση κλήσεως της μάχης. Απ’ αυτόν έπαιρναν τη φωτιά για να πυροδοτήσουν.
Μίτσα ή μπουταφόγκου. Ξύλινη ράβδος που στο ένα άκρο της είχε άπτρα για να μεταδίδει τη φωτιά από το φανό μάχης στη θρυαλλίδα.
Πώμα στομίου, για προστασία του σωλήνα όταν δεν χρησιμοποιείτο.
Πλήρωμα κανονιού
Κανόνι σε κιλλίβαντα στο Μουσείο Μπουμπουλίνας
Κανόνι σε κιλλίβαντα στο Μουσείο Μπουμπουλίνας
Το πλήρωμα (κανονιαραίοι) ενός μακρού κανονιού αποτελούνταν συνήθως από έξι άτομα. Αρχηγός, υπαρχηγός, γεμιστής, καθαριστής, βοηθός γεμιστή, βοηθός καθαριστή. Σε μεγαλύτερα κανόνια χρειάζονταν περισσότερα άτομα για την επανάταξη μετά την ανάκρουση και το γέμισμα.
Σκόπευση
Στα ελληνικά πλοία κατά την επανάσταση οι κανονιέρηδες έπαιρναν σημάδι εντελώς χοντρικά τοποθετούμενοι πίσω από το πηγαίο. Οι βολές εκτιμούνταν από την προσωπική πείρα των πυροβολητών. Στόχαστρα δεν υπήρχαν. Η καθ’ ύψος σκόπευση ήταν υποτυπώδης (με σφήνες) μέχρι τα τέλη του 18ου που εισήχθη η βίδα ως κοχλίας ανυψώσεως. Η κατά διεύθυνση σκόπευση συντελείτο ακόμα πιο εμπειρικά με τη μετακίνηση του κιλλίβαντος δεξιά και αριστερά με τη μανέλα. Οι κανόνες για τη σκόπευση ήταν απλοί. Σε απόσταση 600 μέτρων σημάδευαν το σκάφος, κάτω από τα 600 τα ίσαλα και πάνω από τα 600 την ιστιοφορία. Τη στιγμή της πυροδοτήσεως εάν το βλήμα δεν πετύχαινε το στόχο, λόγω της ανυψώσεως του πλοίου, θα προξενούσε ζημιά στην ιστιοφορία. Βολές πάνω των 1500 μέτρων δε ρίχνονταν λόγω της αβεβαιότητας της βολής. Η ευστοχία μειώνονταν σε περίπτωση θαλασσοταραχής, λόγω κλυδωνισμών του πλοίου, καθώς επίσης με δυνατό άνεμο, με αποτέλεσμα την εκτροπή του βλήματος.
Βολή εξοστρακισμού. Σε νηνεμία το κοντινότερο κανόνι προς τη θάλασσα έριχνε και η μπάλα αναπηδούσε στο νερό σε πολύ μεγαλύτερη απόσταση απ’ ότι σε συνήθη βολή. Ένα κανόνι των 32 λίτρων με ανύψωση μιας μοίρας έφτανε σε απόσταση 800 γιαρδών, ενώ με βολή εξοστρακισμού μπορούσε να φθάσει στις 2900 γιάρδες μετά από μερικές αναπηδήσεις.
Βολή
Βολίδες ή μακάσια
Βολίδες ή μακάσια

Κατά την πολεμική έγερση οι κανονιέρηδες έφερναν στο κανόνι τα απαραίτητα πυρομαχικά και εργαλεία. Έσερναν πίσω το κανόνι χαλαρώνοντας τα παλάγκα για να το γεμίσουν. Τοποθετούσαν πρώτα τη πυρίτιδα, έβαζαν την βισμάτωση και έφραζαν τη γόμωση και τέλος τη μπάλα. Άνοιγαν την μπουκαπόρτα, το τραβούσαν μπροστά και σκόπευαν. Είχαν συνεχώς το εχθρικό πλοίο στη «μπούκα» και όταν έπαιρναν διαταγή πυροδοτούσαν το κανόνι. Αυτό έβαλλε και η μπάλα έφευγε και πυκνός καπνός γέμιζε την ατμόσφαιρα, με αποτέλεσμα οι πυροβολητές να γίνονται μαύροι σαν την πίσσα. Η δύναμη της ανάκρουσης το έφερνε πίσω έτοιμο για αναγόμωση. Αυτή ήταν η επιτυχία του κιλλίβαντα που συντελούσε στην ταχυβολία. Μετά το τέλος της μάχης καθαρίζονταν ο σωλήνας, έφραζαν το στόμιο και πρόσδεναν καλά το κανόνι. Γιατί σε περίπτωση θαλασσοταραχής ένα αδέσποτο κανόνι προκαλούσε σοβαρότατες ζημιές και τραυματισμούς σε πλοίο και πλήρωμα. Περιγράφει ο Βίκτωρ Ουγκώ στο βιβλίο του «Ενενήντα-τρία» τι συμβαίνει σ’ ένα πολεμικό πλοίο όταν λυνόταν ένα κανόνι λόγω θαλασσοταραχής:
«Μόλις είχε συμβεί κάτι τρομακτικό. Είχε λυθεί μιά από τις καρονάδες, των εικοσιτεσσάρων λίτρων. Τίποτε το χειρότερο δεν μπορεί να πάθει ένα πολεμικό μεσοπέλαγα με τρικυμία. Το κανόνι που σπάει τα δεσμά του γίνεται ξαφνικά ένα υπερφυσικό τέρας. Ο όγκος τρέχει στις ρόδες του, κατρακυλά όταν γέρνει το πλοίο, βουτά όταν βουτάει, πάει, έρχεται, σταματά, δείχνει να σκέφτεται, ξαναφεύγει απότομα, πάει σαν βέλος από τη μιά άκρη του πλοίου στην άλλη, περιστρέφεται, συγκρούεται, συντρίβει, σκοτώνει, εξοντώνει. Το φριχτό κανόνι πετιέται παντού, προχωρεί, υποχωρεί, βαράει δεξιά κι αριστερά, ξεφεύγει, κοροϊδεύει, κομματιάζει τα εμπόδια και λιώνει τους άνδρες σαν τις μύγες».
Συμπλοκή
Εχθρός εν όψει. Οι αντίπαλοι προσπαθούσαν ν΄ αποκτήσουν το πλεονέκτημα του ανέμου, να έχουν την προσήνεμη θέση, ώστε να είναι αυτοί ρυθμιστές της απόστασης μάχης. Ακόμα και σήμερα χρησιμοποιούμε την έκφραση, μη σου πάρουν τον αέρα, ή μη σου πάρουν το σοφράνο (προσήνεμο). Η πρόβλεψη του καιρού ήταν πολύ σημαντική για την έκβαση της μάχης. Έπρεπε να προβλέπουν τι άνεμος θα επικρατήσει αργότερα ώστε να διατηρούν το πλεονέκτημα της θέσεως τους. Σε περιπτώσεις νηνεμίας αναγκάζονταν να κατεβάσουν τις βάρκες του πλοίου για να το κινήσουν. Όταν πλησίαζε η ώρα της μάχης, έριχναν άμμο στο κατάστρωμα, για να μη γλιστράνε οι ναύτες πάνω στα αίματα, και έβαζαν μπουγέλα με νερό πλάι στα κανόνια για να βρέχουν τα σφουγγάρια και να σβήνουν τις φωτιές. Κρεμούσαν δίχτυα ανάμεσα στα κατάρτια για να πιάνουν τα ξάρτια και τις αντένες που έσπαγαν και πέφτανε. Κάθε ξύλινο αντικείμενο που δεν χρειαζόταν στη μάχη – βαρέλια, κασέλες, πάγκους – το έβαζαν στο αμπάρι ή το έριχναν στη θάλασσα, από το φόβο πως κάποιο βόλι θα τα μετατρέψει σε σκλήθρες και σχίζες. Επίσης κρεμούσαν έξω από τις κουπαστές, μάλλινα στρώματα και σχοινιά, για να ανακόπτουν την ταχύτητα των μπάλων που ίσως προσέκρουαν. Οι πυροβολητές παίρνουν τις θέσεις τους, ενώ το υπόλοιπο πλήρωμα περίμενε προστατευμένο κάτω απ΄ το κατάστρωμα την εντολή για ρεσάλτο.
Κανόνι με τον εξοπλισμό του
Κανόνι με τον εξοπλισμό του
Σε απόσταση τηλεβόλου. Από μακριά προσπαθούσαν με τα μεγάλα κανόνια τους να καταστρέψουν ιστούς και πανιά. Σκοπός συνήθως δεν ήταν να βυθίσουν το πλοίο. Αποφεύγαν να καταστρέψουν την γάστρα του, ώστε να το αιχμαλωτίσουν όσο το δυνατόν άθικτο. Οι πολεμιστές πάντα παρακινούνταν από τη σκέψη της λαφυραγωγίας. Η καλύτερη τεχνική για ένα επιτιθέμενο πλοίο ήταν να περάσει από την πρύμνη του αντιπάλου, ρίχνοντας με όλα τα κανόνια στο κατάστρωμα του. Με τον τρόπο αυτό, εκτός χειρισμών ο εχθρός δεν μπορούσε να φέρει τον κυρίως οπλισμό του σε θέση βολής και είχε μεγάλες απώλειες σε άνδρες και οπλισμό.
Πριν την εμβολή. Σ’ αυτή τη φάση οι καρονάδες είχαν τον πρώτο λόγο, ρίχνοντας καρτέζια και μισδράλια, καταστρέφοντας έτσι ιστούς, εξαρτισμό και υπερκατασκευές του αντιπάλου. Αυτός αδυνατούσε να μανουβράρει και να ανταποδώσει πυρά, οπότε ερχόταν η στιγμή της εμβολής. Καθώς τα πλοία πλησίαζαν, τα πληρώματα ανέβαιναν στο κατάστρωμα έτοιμα για το ρεσάλτο. Ρίχνονταν οι τελευταίες βολές από καρονάδες και κανονέτα με βολίδες, για να μειώσουν όσο μπορούσαν τον αριθμό του πληρώματος.
Εμβολή. Στο εξής ο φορητός οπλισμός θα αποφάσιζε για την έκβαση της μάχης. Τα μουσκέτα είχαν είδη ρίξει καθώς τα πλοία ζύγωναν, τώρα ήταν η σειρά των τρομπονιών, κατόπιν οι πιστόλες, σπάθες και τσεκούρια. Μεγάλες απώλειες προξενούσαν επίσης οι γρανάτες, είδος χειροβομβίδων, γυάλινες ή μεταλλικές με ακίδες για να καρφώνονται στο πλοίο. Επίσης τα τσεγγέλια (σάκοι γεμάτοι εκρηκτικά) που τα πετούσαν οι άνδρες από τα θωράκια των ιστών (κόφες), στο κατάστρωμα του εχθρικού πλοίου.
Βλάβες πλοίων
Όπως προαναφέραμε, σημαντικό ήταν να αιχμαλωτίσουν το αντίπαλο πλοίο. Γι’ αυτό προσπαθούσαν με τις βολές τους, να καταστρέψουν την ιστιοφορία και το τιμόνι του εχθρικού πλοίου, έτσι ώστε να μην μπορεί να μανουβράρει. Με βολές στο κατάστρωμα προσπαθούσαν να αχρηστέψουν τα κανόνια του. Η επόμενη κίνηση ήταν να μειώσουν όσο μπορούσαν το πλήρωμα του εχθρικού πλοίου, ώστε να συναντήσουν μικρότερη αντίσταση κατά το ρεσάλτο.
Τραυματισμοί πληρώματος
Στο πρώτο μέρος της συμπλοκής, τον μεγαλύτερο κίνδυνο διέτρεχαν οι πυροβολητές του ανωτέρου καταστρώματος. Τραυματίζονταν συνήθως από την πτώση μερών του εξαρτισμού καθώς και από μπάλες που έπεφταν επάνω τους, προκαλώντας τους ακόμα και ακρωτηριασμούς. Τραυματισμοί υπήρχαν επίσης και κατά τη διάρκεια του ρεσάλτου από φορητό οπλισμό, χειροβομβίδες και εκρηκτικά. Η κυριότερη αιτία θανάτου ή τραυματισμού, ήταν τα θραύσματα και οι σκλήθρες. Οι μπάλες του κανονιού θρυμμάτιζαν τα ξύλα, και οι κοφτερές σχίζες που σκόρπιζαν τριγύρω ήταν πιο θανάσιμες από την ίδια τη μπάλα. Υπήρχαν και τα τραύματα από πυροβολισμούς, από τα μυδράλια που σκορπούσαν καρφιά. Το αποτέλεσμα ήταν βαθιά κοψίματα και αιμορραγία, κατάγματα, διάσειση, ακόμα και ακρωτηριασμοί. Κάποιοι είχαν πρακτικές γνώσεις και ήξεραν να χειριστούν το πριόνι, τον καθετήρα και τη λαβίδα, και να δένουν επιδέσμους. Στους πυροβολητές και στους πυρπολητές ήταν συνήθη τα εγκαύματα. Για τις πρώτες βοήθειες είχαν διάφορα γιατροσόφια: λιναροσπορέλαιο, ασβεστόνερο, ελαιόλαδο, στουπέτσι. Στα βαθιά εγκαύματα έριχναν μέλι και έβαζαν επιδέσμους ποτισμένους με ξύδι. Αναισθητικά δεν υπήρχαν παρά μόνο κάποιο πιοτό ή αφιόνι. Ήταν συνήθης η μόλυνση των τραυμάτων, με πυόρροια και φλεγμονή. Οι πιο επικίνδυνες επιπλοκές ήταν η γάγγραινα και ο τέτανος. Χαρακτηριστική εικόνα τραυματισμών που έχει μείνει μέχρι σήμερα είναι αυτή του παλιού θαλασσινού με το ξύλινο πόδι, το κομμένο χέρι με γάντζο, με το ένα μάτι και γεμάτος ουλές.
Από τον ανέκδοτο 2ο τόμο «Σπετσιώτες ναυμάχοι» του Ανδρέα Κουμπή, βλέπουμε ότι στις Σπέτσες κατά την Επανάσταση υπήρχε ο πρακτικός ιατρός Μπέλεσης Ιωάννης που φρόντιζε και θεράπευε αμισθί όσους πληγώνονταν. Από τις σημειώσεις του αναφέρουμε κάποια ονόματα, με το είδος του τραύματος και τις μέρες ανάρρωσης των τραυματιών:
  1. Κυπριώτης Κων/νος, κομμένο δεξί χέρι, 2 μήνες και 9 ημέρες.
  2. Καρβελούζης Θεόδωρος, κομμένο μεγάλο δάκτυλο, 2 μήνες και 15 ημέρες.
  3. Γερακίτης Δημήτριος, τραύμα στο δεξί χέρι από βόλι, 27 ημέρες.
  4. Κιοσσέ Σταύρος, κομμένο δεξί χέρι από βόλι, 4 μήνες.
  5. Ψαριανός Θεόδωρος, τραύμα στο δεξί πόδι και στην κοιλιά από μισδράλι, 1 μήνα και 3 ημέρες.
  6. Ψαριανός Γεώργιος, τραύμα στο δεξί πόδι από φωτιά, 23 ημέρες.
Αντιθέτως, τα βρετανικά πολεμικά, όταν πήγαιναν για ναυμαχία, είχαν ένα χειρούργο στο κάθε καράβι. Τέτοια πολυτέλεια δεν υπήρχε στα ελληνικά. Σημειώνει ο αντιναύαρχος Γεώργιος Σαχτούρης στο ημερολόγιο του (εκστρατεία υπέρ Ψαρών, 8 Ιουλίου 1824): «Δυστυχία! Είναι τω όντι άξιον λύπης να βλέπεις ένα ολόκληρον στόλον από 50 πλοία χωρίς να έχη ένα ιατρόν καθώς πρέπει.»


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου