Ο κανουναμές (ķânûnnâme) του καζά Ζητουνίου (Izdin, Zeytun)
Ως κανουναμές (τουρκ. Ķânûnnâme) ορίζεται ο νομοθετικός κώδικας, που ρύθμιζε τα φορολογικά ζητήματα μιας επαρχίας (τουρκ. kaza) της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τον συμπλήρωνε ο ισλαμικός νόμος (Sharī ah) και η εξουσία του σουλτάνου. Ετυμολογικά προέρχεται από την αραβική λέξη kanun (αραβ. Qānūn,) και αυτή με τη σειρά της από την ελληνική Κανών=νόμος.
Ένας τέτοιος φορολογικός κώδικας της εποχής του σουλτάνου Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς ( 1494– 1566), τουρκ. Kanuni Sultan Süleyman, οθωμαν. سليمان) αφορά τον καζά του Ζητουνίου, όπως ονομαζόταν η Λαμία μέχρι την 20η Ιουνίου 1836:
Κανουνναμές του Ζητουνίου (τουρκ. Izdin, Zeytun). Άγκυρα-Γενική Διεύθυνση του Κτηματολογίου. Κατάστιχο αριθμ. 157.(Πηγή: Περιοδική Έκδοση ΕΛΛΗΝΙΚΑ 17 (1962), Πίν.2)
Ο φορολογικός κώδικας είναι καταχωρημένος στο κατάστιχο με αριθμό 157, στη Γενική Διεύθυνση του Κτηματολογίου στην Άγκυρα. Στο ίδιο κατάστιχο υπάρχουν και άλλοι κώδικες που αναφέρονται σε γειτονικές περιοχές, επιτρέποντας το σχηματισμό μιας εικόνας για τις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες στην Κεντρική Ελλάδα κατά τον 16ο αιώνα. Στον κανουναμέ του καζά Ζητουνίου γίνεται για πρώτη φορά αναφορά στη λειτουργία πανηγυριού στο Ζητούνι.
Μελέτη για τον κανουνναμέ του Ζητουνίου πρωτοδημοσιεύθηκε το 1962 από τον Τσεχοσλοβάκο καθηηγτή Josef Kabrda (1906-1968). . Στο διαδίκτυο είναι προσβάσιμη και σε μορφή αρχείου pdf.
Ο φόρος που κατέβαλαν οι χριστιανοί και μουσουλμάνοι κάτοικοι του καζά Ζητουνίου, , υπολογιζόταν σε «άσπρα» (τουρκ. Akçe, οθωμαν. آقچه), εθνικό νόμισμα της οθωμανικής αυτοκρατορίας (για τα «άσπρα» περισσότερα βλέπε: τουρκικά νομίσματα). Ο φόρος καταβαλλόταν στον τιμαριούχο (ιδιοκτήτη τσιφλικιού).
Ακολουθεί αναδημοσίευση νεότερης μελέτης του, καταγομένου από τη Λαμία, ερευνητή της Ακαδημίας Αθηνών Ιωάννη Αθ. Καραχρήστου, το πλήρες κείμενο της οποίας έχει ως εξής:
«Το κείμενο που είναι γνωστό ως κανουνναμές του Ζητουνίου έχει πιθανότατα συνταχθεί κατά την εποχή
της κωδικοποιητικής δραστηριότητας του σουλτάνου Σουλεϊμάν Α΄ (1520-1566)[1]. Ανήκει
στην κατηγορία των περιφερειακών επαρχιακών κανουνναμέδων, στα κείμενα δηλαδή
εκείνα που περιέχουν ρυθμίσεις που αφορούσαν στο σύνολο της οθωμανικής
αυτοκρατορίας. Δεν είναι τυχαίο ότι το συγκεκριμένο κείμενο εκδόθηκε στη
συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Εκείνη την εποχή παρατηρήθηκε μια σημαντική
άνθιση της κωδικοποιητικής δραστηριότητας και διαμορφώθηκε σε μεγάλο βαθμό ένα corpus κειμένων, που
ρύθμιζαν κυρίως τις φορολογικές υποχρεώσεις των υπηκόων της αυτοκρατορίας, αλλά
και γενικότερα ζητήματα που αφορούσαν στις σχέσεις τους με την κεντρική
εξουσία, καθώς και με τους κατά τόπους εκπροσώπους της[2].
Πρέπει επίσης να σημειώσουμε ότι οι ρυθμίσεις που περιλαμβάνοντας σε αυτά τα
κείμενα δεν περιορίζονταν στους μη μουσουλμάνους, αλλά αφορούσαν στο σύνολο των ραγιάδων (reaya)[3] της οθωμανικής αυτοκρατορίας, λαμβάνοντας βέβαια
υπόψη το διαφορετικό status της κάθε
ομάδας, όπως αυτό υπαγορευόταν από μία σειρά παραγόντων, όπως το θρήσκευμα, ο
τόπος κατοικίας, προνομιακοί ορισμοί, παροχή υπηρεσιών προς το κράτος.
Η ανάλυση τέτοιου είδους πηγών επιτρέπει την εξαγωγή
συμπερασμάτων σχετικών με τους διοικητικούς και φορολογικούς μηχανισμούς της
οθωμανικής αυτοκρατορίας, την ένταξη των διαφόρων ομάδων, θρησκευτικών,
επαγγελματικών και άλλων σε αυτούς και τις σχέσεις μεταξύ των παραπάνω ομάδων.
Τέλος επιτρέπει την εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων για την οικονομία και τις
κοινωνικές δομές των τοπικών κοινωνιών στις οποίες κάθε φορά αναφέρονται.
Ο κανουνναμές
αφορά στον καζά του Ζητουνίου[4] και περιγράφει σχεδόν αποκλειστικά τις φορολογικού
χαρακτήρα υποχρεώσεις των υπηκόων προς τους τιμαριούχους. Ανάλογα με το είδος
τους οι οφειλόμενοι φόροι είναι δυνατό να χωριστούν σε δύο μεγάλες κατηγορίες:
Τους φόρους που καταβάλλονταν σε είδος
και εκείνους που ήταν πληρωτέοι σε χρήμα.
Στην πρώτη κατηγορία ανήκαν οι δεκάτες επί της αγροτικής παραγωγής: Στο κείμενο
γίνεται λόγος για δεκάτη των δημητριακών, με διαβαθμίσεις ως προς το ύψος της
ανάλογα με το θρήσκευμα και τον τόπο κατοικίας. Οι μουσουλμάνοι κάτοικοι του
Ζητουνίου πλήρωναν ακριβώς το 1/10 της παραγωγής τους σε δημητριακά, ενώ η
δεκάτη επί των δημητριακών για τους μουσουλμάνους της υπαίθρου ανερχόταν στο
12,5%. Η μεγαλύτερη επιβάρυνση όμως αφορούσε στους χριστιανούς ραγιάδες, οι
οποίοι ανεξάρτητα από τον τόπο κατοικίας τους κατέβαλαν στον τιμαριούχο το 13,3%
της παραγωγής τους.
Εκτός από τα δημητριακά με δεκάτη επιβαρύνονταν και
μία σειρά άλλα προϊόντα, όπως το βαμβάκι, ο μούστος, τα μελίσσια, το λινάρι και
το γλυκάνισο[5]. Για το βαμβάκι οι μουσουλμάνοι πλήρωναν 1 μέρος στα
10 ως δεκάτη και οι μη μουσουλμάνοι 2 μέρη στα 15, δηλαδή περίπου 13%. Οι μη
μουσουλμάνοι ήταν υποχρεωμένοι να καταβάλουν στον τιμαριούχο 2 μέρη μούστου
μούστου στα 15 ως δεκάτη. Οι μουσουλμάνοι πλήρωναν για τα αμπέλια τους
χρηματικό φόρο (resm-i dönüm) ύψους 4
άσπρων ανά dönüm (μονάδα μέτρησης επιφανείας, ίση περίπου με 920 m2)[6].
Αναφορικά με τη δεκάτη των μελισσιών δεν υπήρχαν
διαφορές μεταξύ μουσουλμάνων και μη. Και οι μεν και οι δε επιβαρύνονταν με 1
κυψέλη στις 10. Σε αυτό το σημείο παρουσιάζει ενδιαφέρον η σύγκριση με τον
κανουνναμέ των Τρικάλων. Εκεί προβλεπόταν η εναλλακτική δυνατότητα πληρωμής της
δεκάτης των μελισσιών σε χρήμα, ένα άσπρο για κάθε κυψέλη[7],
πρακτική που μαρτυρείται και σε άλλες περιοχές της οθωμανικής αυτοκρατορίας
εκείνη την περίοδο[8]. Πιθανώς η διαδικασία εκχρηματισμού της φορολογίας
δεν είχε προχωρήσει τόσο πολύ όσο αλλού. Οι μη μουσουλμάνοι τέλος πλήρωναν και
2 μέρη στα 15 ως δεκάτη του λιναριού και του γλυκάνισου.
Οι χρηματικοί
φόροι είναι δυνατόν να χωριστούν περαιτέρω σε 2 κατηγορίες: στην πρώτη
ανήκουν οι έγγειοι φόροι, το δικαίωμα βοσκής και ο φόρος αρραβώνων, και στην δεύτερη εκείνοι
που συνοδεύονται με συγκεκριμένες
οικονομικές δραστηριότητες. Ξεκινάμε με την παρουσίαση της πρώτης ομάδας.
Κάθε ενήλικος[9], ικανός προς εργασία πλήρωνε έγγειο φόρο. Για τους μη
μουσουλμάνους ο φόρος αυτός ονομαζόταν ispence και ανερχόταν σε 25 άσπρα ετησίως. Εξαίρεση
αποτελούσαν οι χήρες. Πλήρωναν μόνο 6 άσπρα[10]. Οι μουσουλμάνοι
πλήρωναν έγγειο φόρο, resm-i cift,
ύψους 22 άσπρων ετησίως, εφόσον κατείχαν ολόκληρο cift[11]
και 11 αν κατείχαν μισό. Οι παντρεμένοι, οι οποίοι είχαν στην κατοχή τους λιγότερο
από μισό cift, καθώς και οι άκληροι,
πλήρωναν 11 άσπρα ως resm-i bennak.
Οι ανύπαντροι υποβάλλονταν σε καταβολή 6 άσπρων ετησίως ως resm-i mussered[12].
Οι ενήλικες μη μουσουλμάνοι πλήρωναν 6 άσπρα ετησίως
ως δικαίωμα βοσκής (resm-i otluk)[13].
Οι ανύπαντροι και οι χήρες εξαιρούνταν από το φόρο αυτόν.
Ο φόρος των
αρραβώνων (resm-i arus) βάρυνε
μουσουλμάνους και μη εξίσου. Η διαφοροποίηση που καταγράφεται σε αυτό το σημείο
σχετίζεται με την προηγούμενη οικογενειακή κατάσταση της νύφης. Για τις
γυναίκες που παντρεύονταν για πρώτη φορά ο φόρος ήταν 30 άσπρα, ενώ για τις
χήρες 15. Σύμφωνα με στοιχεία από άλλες περιοχές το φόρο κατέβαλε στον
τιμαριούχο ο πατέρας της νύφης[14].
Όλοι οι ραγιάδες πλήρωναν 4 άσπρα ανά dönüm για φόρο
λαχανόκηπων (resm-i bostan). Πρόκειται
προφανώς για μετεξέλιξη της δεκάτης των λαχανόκηπων σε χρηματικό φόρο. Ο
μούστος των μη μουσουλμάνων επιβαρυνόταν όταν έμπαινε σε βαρέλια, και με
δικαίωμα σπιθαμής, (resm-i karis), το οποίο
ανερχόταν σε 2 άσπρα τη σπιθαμή.
Όλοι οι ραγιάδες πλήρωναν φόρο για τα πρόβατα (adet-i agnam) ένα άσπρο ανά δύο πρόβατα[15]. Ο ίδιος φόρος βάρυνε
και τα κατσίκια. Οι μη μουσουλμάνοι κατέβαλλαν επίσης και ένα άσπρο ανά δύο
χοιρίδια (resm-i hinzir). Αν
επρόκειτο για οικόσιτα χοιρίδια ο φόρος ήταν υψηλότερος, δηλαδή ένα άσπρο για
καθένα από αυτά[16].
Οι βοσκοί, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν τα βοσκοτόπια
ενός χωριού που ανήκε σε τιμάριο, πλήρωναν στον τιμαριούχο 25 άσπρα ανά κοπάδι
ως δικαίωμα νομής χειμαδιού (resm-i otlak ve kislak)[17]. Από την καταβολή αυτού του φόρου εξαιρούνταν οι
κτηνοτρόφοι που ήταν κάτοικοι του συγκεκριμένου χωριού. Σε αυτό το σημείο
προβάλλει το χωριό, ως μονάδα οργάνωσης του χώρου, τα όρια της οποίας όμως δε
συμπίπτουν με το χωριό ως οικιστικό χώρο. Επίσης είναι δυνατό να υποθέσουμε ότι
το χωριό λειτουργούσε ως κοινωνικό μόρφωμα, τα μέλη του οποίου είχαν
συγκεκριμένα δικαιώματα στη χρήση του χώρου[18].
Οι τιμαριούχοι εισέπρατταν επίσης φόρο για τους μύλους
(resm-i asyab) που βρίσκονταν στις εκτάσεις που τους είχαν
παραχωρηθεί. Ο φόρος ήταν ανάλογος με τον τύπο του μύλου, αλλά και με το χρόνο
λειτουργίας του μύλου στη διάρκεια του έτους. Για ένα νερόμυλο που λειτουργούσε
ολόκληρο το έτος ο φόρος που έπρεπε να καταβληθεί ανερχόταν σε 30 άσπρα.
Αντιστοίχως, αν ο μύλος λειτουργούσε μόνο έξι μήνες, ο φόρος που αναλογούσε
ήταν 15 άσπρα. Όπως 15 άσπρα ήταν και ο φόρος που πληρωνόταν για τα μαντάνια[19].
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον ως προς τις σχέσεις εξάρτησης
μεταξύ του τιμαριούχου και των χωρικών παρουσιάζει ένα είδος αποζημίωσης (cift bozan akcesi) που οι χωρικοί ήταν
υποχρεωμένοι να καταβάλουν στον τιμαριούχο σε περίπτωση που εγκατέλειπαν τα
κτήματά τους. Σύμφωνα με το κείμενο του κανουνναμέ το ποσό αυτό ανερχόταν σε 75
άσπρα. Το ποσό αυτό βέβαια έπρεπε να πληρωθεί εφόσον ο ενδιαφερόμενος πρώην
τιμαριούχος ανακάλυπτε τον εν λόγω χωρικό εγκατεστημένο κάπου αλλού. Σε
περίπτωση που ο χωρικός είχε εγκατασταθεί σε άλλο τιμάριο, κατέβαλε την
αποζημίωση στον πρώην τιμαριούχο και τη δεκάτη επί της αγροτικής του παραγωγής
στο νέο τιμαριούχο. Αν στο νέο τόπο εγκατάστασής του δεν ασχολούνταν με την
γεωργία, τότε πλήρωνε στο νέο τιμαριούχο το λεγόμενο φόρο της εστίας (resm-i duhan). Όπως προκύπτει από το συγκεκριμένο κανουνναμέ, αλλά
και από αντίστοιχα κείμενα από άλλες περιοχές της οθωμανικής αυτοκρατορίας, η
πληρωμή της αποζημίωσης αποτελούσε διπλό στόχο. Αφενός εξισορροπούσε κάπως την
απώλεια εισοδήματος που διαφορετικά θα έπρεπε να υποστεί ο πρώην τιμαριούχος
μέχρι να δώσει τη γη σε κάποιον άλλο χωρικό. Αφετέρου λειτουργούσε και
αποτρεπτικά προς τους χωρικούς, ώστε να μην εγκαταλείψουν τη γη τους, αφού
φεύγοντας, εκτός από τους φόρους προς το νέο τιμαριούχο, διακινδύνευαν και την
καταβολή της συγκεκριμένης αποζημίωσης[20]. Παρόλα αυτά όμως η
δυνατότητα του χωρικού να εγκαταλείψει τη γη που του είχε παραχωρηθεί, αν έκρινε
ότι μια τέτοια κίνηση θα απέβαινε τελικά προς το συμφέρον του, παρέμεινε πάντα
ανοιχτή και εξισορροπούσε πιθανές εντάσεις που είχαν δημιουργηθεί σε τοπικό
επίπεδο μεταξύ των χωρικών και εκπροσώπων της διοίκησης[21].
Κλείνοντας την περιγραφή των ρυθμίσεων που
περιλαμβάνονται στο κείμενο του κανουνναμέ του Ζητουνίου θα πρέπει να
αναφερθούμε στην προνομιακή πρόσβαση των τιμαριούχων της περιοχής στην αγορά
του μούστου. Είχαν το δικαίωμα να μονοπωλούν για διάστημα δύο μηνών το μούστο
που συνέλεγαν από τους χωρικούς με τη μορφή της δεκάτης. Στους χωρικούς
επιτρεπόταν να πουλήσουν το δικό τους μούστο μετά την παρέλευση του προαναφερθέντος
χρονικού διαστήματος των δύο μηνών. Οριζόταν επίσης ότι ο μούστος κατά τη
διάρκεια του μονοπωλίου θα πωλείται κατά 2 άσπρα ακριβότερα από τις τρέχουσες
τιμές. Αντίστοιχες πρακτικές εφαρμόστηκαν και σε άλλες περιοχές της οθωμανικής
αυτοκρατορίας[22]. Προβλέπεται επίσης φόρος της αγοράς (bac) για τα προϊόντα που διακινούνταν στην αγορά του
Ζητουνίου[23]. Τα προϊόντα που φαίνεται ότι διακινούνταν στην αγορά
της πόλης ήταν κυρίως είδη διατροφής και ιματισμού. Προέρχονταν από τη γύρω
περιοχή, αλλά και από μακρινούς προορισμούς όπως Προύσα και Ευρώπη. Αναφορά
γίνεται και στην λειτουργία πανηγυριού
στο Ζητούνι.
Συνοψίζοντας
μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι ο κανουνναμές του Ζητουνίου, εκτός από τους
προσωπικούς φόρους, δίνει έμφαση σε αγροτικού και κτηνοτροφικού χαρακτήρα
οικονομικές δραστηριότητες.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει σε αυτό το σημείο η σύγκριση με
κανουνναμέ του Μοριά, ο οποίος εκδόθηκε επίσης στην εποχή της βασιλείας του
Σουλεϊμάν Α΄. Εκεί εκτός από φόρους παρόμοιους με αυτούς που περιγράφονται και
στον κανουνναμέ του Ζητουνίου, ρυθμίζεται και η είσπραξη μιας σειράς φόρων που
αφορούν σε αστικού χαρακτήρα οικονομικές δραστηριότητες, όπως φόρος αγοράς (bac-i pazar). Των σφαγείων (salhane), του niyabet,
λιμενικά τέλη, φόροι που πληρώνονταν στον αγορανόμο (ihtisab)[24]. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι το ύψος του φόρου των
μύλων στην Πελοπόννησο ήταν ακριβώς το διπλάσιο, απ’ ότι στον καζά του
Ζητουνίου. Για ένα μύλο που λειτουργούσε καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους
οφείλονταν 60 άσπρα στην Πελοπόννησο και μόλις 30 στον καζά του Ζητουνίου[25].
Η μεγάλη αυτή διαφορά οφείλεται προφανώς σε διαφορά στην παραγωγή.
Ενδεικτική για τη λειτουργία της αγοράς είναι η
διάρκεια του μονοπωλίου του μούστου από τους τιμαριούχους. Το μονοπώλιο αυτό
στην Πελοπόννησο διαρκούσε μόλις 7 ημέρες[26]. Αντίθετα διαρκούσε 2
μήνες στις περιοχές των σαντζακίων Τρικάλων και Ευρίπου[27].
Η σημαντικά μικρότερη διάρκεια του μονοπωλίου αποτελεί ένδειξη για την ύπαρξη
μιας αρτιότερα οργανωμένης αγοράς. Τα παραπάνω συντείνουν στην υπόθεση ότι η
λειτουργία της αγοράς στην περιοχή του καζά του Ζητουνίου ήταν μάλλον
περιορισμένη και εξυπηρετούσε κυρίως τοπικές ανάγκες, ενώ η περιοχή διατηρούσε
τον κατεξοχήν αγροτικό της χαρακτήρα. Άλλωστε τον χαρακτήρα αυτό διατήρησε και
αργότερα, αφού η κύρια εμπορική δραστηριότητα της πόλης είχε περιορισμένη
χρονική διάρκεια. Αναφερόμαστε στο πανηγύρι που διεξαγόταν εκεί[28].
Από το κείμενο του κανουνναμέ προκύπτουν κάποιες
διαφοροποιήσεις σχετικά με τις διάφορες ομάδες των φορολογουμένων. Η μια αφορά
το θρήσκευμα, αφού σε κάποια σημεία διαφαίνεται μια ευνοϊκή μεταχείριση των
μουσουλμάνων φορολογουμένων έναντι των υπολοίπων. Η άλλη διάκριση αφορά τον
τόπο κατοικίας σε συνδυασμό με το θρήσκευμα. Οι μουσουλμάνοι κάτοικοι της πόλης
αντιμετωπίζονται ευνοϊκά σε σχέση με τους μουσουλμάνους κατοίκους της υπαίθρου.
Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα συνδυασμό θεσμών που προέρχονται από δύο διαφορετικά
συστήματα οργάνωσης του κράτους, Ο πρώτος είναι συμβατός με τη λογική του
οθωμανικού κράτους, όπου η θρησκεία αποτελεί μια από τις βασικές αρχές
οργάνωσής του και κριτήριο για την ενσωμάτωση των υπηκόων σε αυτό. Ο δεύτερος
θεσμός, ο διαχωρισμός των υπηκόων ανάλογα με τον τόπο κατοικίας τους,
παραπέμπει σε πρακτικές φεουδαλικού τύπου.
Σε αυτό το σημείο θεωρούμε σκόπιμο να διατυπώσουμε
κάποιες σκέψεις, σχετικά με την εικόνα που είχε διαμορφωθεί από την πλευρά του
κράτους για την πλήρη φορολογική μονάδα. Η παράμετρος αυτή, σε συνδυασμό με τις
προηγούμενες, επηρέαζε σαφώς το status των
υπηκόων. Όπως προκύπτει από τη μελέτη του κειμένου του κανουνναμέ, ως πλήρης
φορολογική μονάδα καταγραφόταν στα φορολογικά κατάστιχα ο ενήλικος, έγγαμος, ικανός
προς εργασία άνδρας, ο οποίος κατείχε ένα ολόκληρο cift. Πρόκειται για ένα συνδυασμό μιας σειράς παραγόντων,
όπως το φύλο, η ηλικία, η οικογενειακή κατάσταση και έγγεια ιδιοκτησία, Οι
χήρες, τουλάχιστον οι μη μουσουλμάνες, υποκαθιστούσαν στη λογική του συστήματος
τον εκλιπόντα αρχηγό του νοικοκυριού, τύχαιναν όμως ευνοϊκών ρυθμίσεων, τόσο
όσον αφορά τον έγγειο φόρο, όσο και το δικαίωμα βοσκής. Ευνοϊκής μεταχείρισης
τύχαιναν επίσης όσοι κατείχαν μικρότερη έγγεια ιδιοκτησία, οι άκληροι και τέλος
οι ανύπαντροι, με περισσότερο ευνοημένους τους τελευταίους, όπως αποδεικνύεται
από τον έγγειο φόρο των μη μουσουλμάνων ραγιάδων.
Από τη συνολική εξέταση των ρυθμίσεων που
περιλαμβάνονται στον κανουνναμέ του Ζητουνίου προκύπτει μεγαλύτερη συνάφεια με
αντίστοιχα κείμενα από κοντινές περιοχές, όπως τα Τρίκαλα, η Εύβοια, η
Λειβαδειά και η Αθήνα[29]. Όλες οι παραπάνω περιοχές είναι κατά κύριο λόγο
αγροτικές, ενώ σε καμία δεν είχαν αποδοθεί προνόμια. Πέρα λοιπόν από την
παραγωγή γνώσης που αφορά στις συγκεκριμένες περιοχές, η μελέτη της εν λόγω
γεωγραφικής ενότητας μπορεί να αποτελέσει παράδειγμα για την έρευνα της ένταξης
στο διοικητικό μηχανισμό της οθωμανικής αυτοκρατορίας αγροτικών περιοχών, χωρίς
προνόμια. Πρέπει βέβαια να σημειωθεί ότι από τη μελέτη των συγκεκριμένων πηγών
αναδεικνύεται μια μόνο πτυχή του θέματος. Η μελέτη του κανονιστικού λόγου της
κεντρικής διοίκησης, προβάλλει την εικόνα που αυτή είχε διαμορφώσει για τις
συγκεκριμένες περιοχές, καθώς και τις προθέσεις της σχετικά με τον επιβεβλημένο
τρόπο διευθέτησης των ζητημάτων που θίγονται στα κείμενα. Σε ποιο βαθμό όμως η νομοθεσία επηρέασε την πρακτική; Υπήρχαν
αποκλίσεις από το γράμμα του νόμου και αν ναι πότε και κάτω από ποιες συνθήκες
προέκυψαν; Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να αρκεστούμε στην επισήμανση των
ερωτημάτων. Για τη διερεύνησή τους άλλωστε είναι απαραίτητη η ανάλυση άλλου
είδους πηγών, όπως φορολογικά κατάστιχα, ενώ διαφωτιστικές πληροφορίες είναι
δυνατό να προκύψουν και από ιεροδικαστικούς κώδικες.
Παραπομπές
[1] Kabrda J.:“Ο τουρκικός κώδικας (kanunname) της Λαμίας: Συμβολή
στη μελέτη των τουρκικών ιστορικών πηγών των σχετικών με την ιστορία της
Ελλάδας”. Ελληνικά
17 (1962) 205.
[2] Inalcik H., “Suleiman the Lawgiver and Ottoman Law”.
Archivum Ottomanicum 1 (1969) 105-138. Encyclopedic de l’ Islam IV 584-590
Kanunname (H.Fischer). Για κείμενα
κανουνναμέδων Akgunduz A., Osmanli
Kanunnameleri, κωνσταντινούπολη 1990. Για κείμενα κανουνναμέδων από
τον ελλαδικό χώρο Alexander J., Toward
a History of post-Byzantine Greece: Thw Ottoman
Kanunnames for the Greek Lands, circa 1500-circa 1600, Athens 1985, Μπαλτά Ε, “Οι κανουνναμέδες του Μοριά” Ίστωρ 6
(1993) 29-70.
[3] Οι Οθωμανοί χώριζαν
τους υπηκόους τους σε δύο ομάδες, τους reaya και τους askeri. Στην πρώτη ανήκαν όσοι ασχολούνταν με τη γεωργία και
το εμπόριο. Πρόκειται για αυτούς που πλήρωναν φόρους. Η δεύτερη ομάδα
περιελάμβανε όλους εκείνους που βρίσκονταν στην άμεση υπηρεσία του σουλτάνου,
στρατιωτικές ομάδες που δεν ασχολούνταν με την παραγωγή, γραφειοκράτες,
θρησκευτικούς λειτουργούς, καθώς και τις οικογένειές τους, συγγενείς και
δούλους. Υπήρχε και μια ομάδα των “απαλλαγμένων reaya”, οι οποίοι απολάμβαναν κάποιων φοροαπαλλαγών και
κάποιων προνομίων, σε αντάλλαγμα για συγκεκριμένες υπηρεσίες που προσέφεραν στο
κράτος, Οι reaya (ο όρος σημαίνει κοπάδι) μουσουλμάνοι και μη,
θεωρούνταν προστατευόμενοι, τους οποίους ο Θεός είχε εμπιστευτεί στο σουλτάνο,
του οποίου καθήκον, ως αρχηγού της οθωμανικής θρησκευτικής κοινότητας, ήταν να
τους οδηγήσει στο δρόμο του Θεού. Inalcik H., The Ottoman State: Economy and
Society, 1300-1600”
στο Halil-Inalcik-David Quatacrt (εκδ.) An Economic and Social History of the Ottoman Empire, Cambridge 1994, σελ.16-17. Farochi S., “Crisis and Change, 1590-1699” στο Halil-Inalcik-David
Quatacrt (εκδ.) An Economic and Social History
of the Ottoman Empire, Cambridge
1994, σελ.550-551.
[4] Kabrda J., ό.π. σελ. 211.
[5] Η δεκάτη αποτελούσε
τον πυρήνα των φόρων που οι χωρικοί ήταν υποχρεωμένοι να καταβάλουν στον
τιμαριούχο σε είδος. Ταυτόχρονα πρόκειται για τους κατεξοχήν φόρους, τους
οποίους καρπωνόταν ο τιμαριούχος. Συνήθως ονομαζόταν ósór και σπανιότερα harac-I mukaseme. Η καταβολή της δεκάτης βάρυνε μια σειρά αγροτικών
προϊόντων, όπως τα σιτηρά, όσπρια, φυτικές ίνες, ελιές, κηπευτικά, φρούτα,
περιβόλια. Η δεκάτη των δημητριακών, των οσπρίων και των ελιών πληρωνόταν πάντα
σε είδος, ενώ αυτή των υπολοίπων προϊόντων, μετά από κάποιο χρονικό σημείο,
ήτων δυνατό να πληρωθεί και σε χρήμα. Αυτή η δυνατότητα, εφόσον προβλεπόταν για
τη συγκεκριμένη κάθε φορά περιοχή, αναφερόταν στους αντίστοιχους κανουνναμέδες
ή στα σχετικά κατάστιχα. Μουταφτσίεβα Β., Αγροτικές σχέσεις στην οθωμανική
αυτοκρατορία, 15ος-16ος αιώνας (μετάφραση Ουρανία
Αστρινάκη-Ευαγγελία Μπαλτά), Αθήνα 1990, σελ. 268-270.
[6] Με τη νομοθεσία του
σουλτάνου Σουλεϊμάν Α΄ υιοθετήθηκε ο διττός τύπος φορολογίας, σε χρήμα ή σε
είδος, για τη δεκάτη των αμπελιών. Αυτή η πρακτική μαρτυρείται από
κανουνναμέδες περοχών της σημερινής Βουλγαρίας, όπου οι χριστιανοί είχαν τη
δυνατότητα είτε να καταβάλουν τη δεκάτη των αμπελιών σε είδος, είτε να
πληρώνουν στον τιμαριούχο την αξία της σε μετρητά. Μουταφτσίεβα Β., ο.π., σελ.
255-256 και 268-270.
[7] Kabrda J., ό.π. σελ. 215.
[8] Η φορολογία των
μελισσιών επί Μεχμέτ Β΄ καταβαλλόταν σε είδος. Ο Σουλεϊμάν Α΄ επέτρεψε την
πληρωμή του συγκεκριμένου φόρου σε μετρητά. Μουταφτσίεβα Β., ο.π., σελ.
268-270.
[9] Στο κείμενο του
κανουνναμέ αναφέρεται η φράση «που έφτασε στην εφηβική ηλικία» Kabrda J., ό.π. σελ.
212. Η ενηλικίωση ήταν συνδεδεμένη με την εφηβεία. Παρουσιάζονται όμως
σημαντικές τοπικές διαφοροποιήσεις ως προς την ακριβή ηλικία εισόδου στην
εφηβεία.
[10] Σύμφωνα με τον
κανουνναμέ της Αθήνας οι χήρες δεν διαφοροποιούνταν από τους υπόλοιπους
χωρικούς. Kabrda J., ό.π. σελ. 212.
[11] Πρόκειται για έκταση
γης, η οποία ανήκε σε ένα νοικοκυριό (hanc) και
ήταν δυνατό να καλλιεργηθεί από ένα ζευγάρι βοδιών. Ανάλογα με την ποιότητα του
εδάφους η έκτασή της ποίκιλε ανά περιοχή και κυμαινόταν από 5-15 εκτάρια. Inalcik H., The Ottoman State:
Economy and Society, 1300-1600”
στο Halil-Inalcik-David Quatacrt (εκδ.) An Economic and Social History of the Ottoman Empire, Cambridge 1994, σελ.146-147.
[12] Μαζί με την δεκάτη οι
έγγειοι φόροι αποτελούσαν τον πυρήνα των εισοδημάτων των τιμαριούχων. Οι διάφορες
ονομασίες, ispence, resm-i cift, resm-i bennak, resm-i mucerred, αποτελούν διαφορετικές κατά περίπτωση ονομασίες του
έγγειου φόρου που ήταν γνωστός ως harac-i muvazzaf.
Ουσιαστικά πρόκειται για φόρο που κατέβαλαν οι ραγιάδες σε αντάλλαγμα για την
κατοχή και καλλιέργεια δημόσιας γης. Σε κάποιες περιπτώσεις, κάποια σαντζάκια
της Μ.Ασίας, ο έγγειος φόρος κατανέμονταν ανάμεσα στον τιμαριούχο, το ζαΐμη, το
σούμπαση ή το σαντζακμπέη. Μουταφτσίεβα Β., ο.π., σελ. 272-273. Ενδιαφέρον
προκαλεί η απουσία του resm-i cift από
τους κανουνναμέδες του σαντζακίου του Ευρίπου, με εξαίρεση αυτόν του Ζητουνίου.
Alexander J., ό. π.
σελ. 304-332.
[13] Ως προς το ύψος του
φόρου έχουν καταγραφεί σημαντικές τοπικές διαφοροποιήσεις. Στα Τρίκαλα
εισέπρατταν 5 άσπρα ως δικαίωμα βοσκής, ενώ στην Αθήνα 2. Kabrda J., ό.π. σελ.
212.
[14] Μουταφτσίεβα Β.,
ο.π., σελ. 277. Συχνά ο σπαχής μοιραζόταν το δικαίωμα των αρραβώνων με το
διοικητή του σαντζακίου. Κάποτε μάλιστα ο φόρος αυτός κατέληγε στο κρατικό
ταμείο ή σε ταμεία βακουφίων. Kabrda
J., ό.π. σελ. 217. Διαφωτιστική ως προς τις
επικρατούσες πολιτισμικές πρακτικές αναφορικά με το γάμο και τη σεξουαλικότητα
είναι η επισήμανση ότι σε περιοχές του σημερινού ελλαδικού χώρου εφαρμοζόταν
ήδη από τη βυζαντινή περίοδο μία σειρά γαμήλιων δώρων, γνωστών με διάφορα
ονόματα όπως θεώρητρα, αγριλίκι, παληκαριάτικο, όπου υπάρχει επίσης μία σαφής
διαφοροποίηση μεταξύ εκείνων των γυναικών που παντρεύονταν για πρώτη φορά και των
υπολοίπων. Ενώ είναι θεμιτό να πιθανολογήσει κανείς μια πολιτισμική όσμωση ως
προς αυτό το θέμα, θα ήταν επικίνδυνο στη βάση των υπαρχόντων στοιχείων να
υποστηρίξει κάτι τέτοιο με σιγουριά.
[15] Στην εποχή του Μεχμέτ
Β΄ ο φόρος των προβάτων είχε διττό χαρακτήρα: Χρηματικός, οπότε ανερχόταν σε
ένα άσπρο ανά τρία πρόβατα ή σε είδος. Σε αυτή την περίπτωση καταβαλλόταν ένα
πρόβατο ανά πενήντα. Στη νομοθεσία του Σουλεϊμάν Α΄ ο φόρος των προβάτων
προβλέπεται ρητά ως χρηματικός και μάλιστα αυξάνεται το πληρωτέο ποσό σε ένα
άσπρο ανά δύο πρόβατα. Ο δικαιούχος του φόρου δεν είναι σαφώς καθορισμένος. Τον
εισέπραττε ή ο τιμαριούχος ή το κρατικό ταμείο. Μουταφτσίεβα Β., ο.π., σελ.
273-274.
[16] Ήδη από την εποχή του
Μεχμέτ Β΄ ο φόρος αυτός ήταν πάντα χρηματικός και το ύψος του αμετάβλητο. Ο
δικαιούχος παρέμεινε επίσης σταθερός και ήταν πάντα ο τιμαριούχος. Μουταφτσίεβα
Β., ο.π., σελ. 275.
[17] Ουσιαστικά πρόκειται
για μια ομάδα φόρων που αφορούν στη χρήση των βοσκοτόπων ενός τιμαριούχου από
κτηνοτρόφους, οι οποίοι δεν διέμεναν μόνιμα από τιμάριο: Πρόκειται για το φόρο
του χόρτου (resmi-i otlak), το φόρο
για τα θερινά βοσκοτόπια (resmi-i yaylak)
και το φόρο για τα χειμερινά βοσκοτόπια (resmi-i kislak). Και οι τρείς φόροι ήτων πληρωτέοι σε χρήμα και τους
καρπωνόταν πάντα ο τιμαριούχος. Μουταφτσίεβα Β., ο.π., σελ. 274-275. Ως προς το
είδος του φόρου όμως έχουν καταγραφεί εξαιρέσεις. Έτσι στον κανουνναμέ της
Ναυπάκτου προβλέπεται εναλλακτική δυνατότητα καταβολής του φόρου σε είδος ή σε
χρήμα. Kabrda J., ό.π. σελ.
217.
[18] Inalcik H., The Ottoman State: Economy and Society, 1300-1600” στο Halil-Inalcik-David
Quatacrt (εκδ.) An Economic and Social History
of the Ottoman Empire, Cambridge 1994, σελ.173-174.
[19] Κατά την εποχή του
Μεχμέτ Β΄ ο φόρος των μύλων πληρωνόταν σε είδος. Επρόκειτο για κάποια ποσότητα
σιτηρών, ανάλογη με το χρονικό διάστημα λειτουργίας του μύλου κατά τη διάρκεια
του έτους. Ο γενικός κανουνναμές του Σουλεϊμάν Α΄ όριζε σχετικά επίσης τη
φορολογία σε είδος. Σε επαρχιακούς κανουνναμέδες όμως της ίδιας περιόδου
προβλεπόταν η πληρωμή σε χρήμα. Μουταφτσίεβα Β., ο.π., σελ. 276. Και ως προς το
ύψος του συγκεκριμένου φόρου παρατηρούνται σημαντικές τοπικές διαφοροποιήσεις. Kabrda J., ό.π. σελ.
216, Μπαλτά Ε., ό.π. σελ. 44.
[20] Μουταφτσίεβα Β.,
ο.π., σελ. 228-233.
[21] Furoqhi S., «Politics and socio-economic change in the
Ottoman Empire of the sixteenth century” στο Metin Kunt
and Christine Woodhead (εκδ,) Suleyman the
Magnificent and his Age: The Ottoman Empire in the Early Modern World, σελ. 109-110.
[22] Στη Ναύπακτο ο
διοικητής του σαντζακίου είχε δικαίωμα να πουλήσει το μούστο του στη διάρκεια
του μονοπωλίου κατά τέσσερα άσπρα ακριβότερα από τις τρέχουσες τιμές. Kabrda J., ό.π. σελ.
216. Για τις ρυθμίσεις που αφορούσαν σε περιοχές της Κεντρικής Ελλάδας και
συγκεκριμένα στα σαντζάκια τρικάλων και Ευρίπου Alexander J., ό.π. σελ.
268-340.
[23] Για το τμήμα που
αναφέρεται στο φόρο της αγοράς Alexander J., ό.π. σελ. 328-332. Οι
ρυθμίσεις αυτές απουσιάζουν από την έκδοση του Kabrda.
[24] Μπαλτά Ε., ό.π. σελ. 42-43.
[25] Μπαλτά Ε., ό.π. σελ. 44.
[26] Μπαλτά Ε., ό.π. σελ. 45.
[27] Alexander J., ό.π. σελ. 268-332.
[28] Καραχρήστος Ι., “Συμβολή
στη μελέτη της ιστορίας της Φθιώτιδας κατά την ύστερη τουρκοκρατία: Μέσα του 18ου
αιώνα-Δύο πρώτες δεκαετίες του 19ου”. Φθιωτικά Χρονικά 13 (1992)
σελ. 52.
[29] Alexander J., ό.π. σελ. 268-332.»ΠΗΓΗ http://sotosalexopoulos.blogspot.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου