Στις αρχές του καλοκαιριού του 1342, στη Θεσσαλονίκη, μια ομάδα πολιτών, οι επονομαζόμενοι Ζηλωτές, έχοντας την υποστήριξη των χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων, εκδιώκουν βίαια το διοικητή της Θεσσαλονίκης Θεόδωρο Συναδηνό, τμήμα της φρουράς και ένα μεγάλο αριθμό μελών της τοπικής αριστοκρατίας. Σύντομα η εξέγερση γενικεύεται και ο «δήμος» της Θεσσαλονίκης, όπως αποκαλούνται στις πηγές σα φτωχά λαϊκά στρώματα, στρέφεται με ιδιαίτερο μένος εναντίον της αριστοκρατίας. Στις ταραχές που ακολουθούν αναφέρονται λεηλασίες και φόνοι σε βάρος ευγενών. Σταδιακά οι Ζηλωτές εδραιώνονται στην αρχή της πόλης και εγκαθιδρύουν το ιδιόμορφο καθεστώς τους. Παρά τις κρίσεις που διέρχεται, το ζηλωτικό καθεστώς αποδεικνύεται ανθεκτικό, καθώς οι Ζηλωτές παραμένουν στην εξουσία μέχρι το 1349.
Τα παραπάνω γεγονότα εξελίσσονται στην ιστορική συγκυρία του εμφυλίου πολέμου της περιόδου 1341-1347. 0 θάνατος του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Γ’ Παλαιολόγου και η αδυναμία του εννιάχρονου διαδόχου του Ιωάννη Ε’ να αναλάβει άμεσα τα βασιλικά του καθήκοντα, λόγω της νεαρής ηλικίας του, είχε ως αποτέλεσμα τη διαμόρφωση δύο αντιπάλων στρατοπέδων στους κόλπους της βυζαντινής αριστοκρατίας. Επικεφαλής του ενός στρατοπέδου υπήρξε ο ευγενής Ιωάννης Καντακουζηνός, ο οποίος κατόρθωσε να συσπειρώσει το μεγαλύτερο τμήμα της αριστοκρατίας. Ωστόσο, η αντίπαλη παράταξη, με ισχυρούς άνδρες το μεγάλο δούκα Αλέξιο Απόκαυκο και τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννη Καλέκα, εκμεταλλευόμενη την απουσία του Καντακουζηνού από την Κωνσταντινούπολη το Σεπτέμβριο του 1341, κατόρθωσε να επιβληθεί στην πρωτεύουσα.
Η «αντιβασιλεία της Κωνσταντινούπολης», όπως ονομάστηκε η αντίπαλη στον Καντακουζηνό παράταξη, μην μπορώντας να αντιπαρατεθεί άμεσα στρατιωτικά μαζί του, με αριστοτεχνικούς χειρισμούς εκμεταλλεύθηκε τα αντιαριστοκρατικά αισθήματα των λαϊκών στρωμάτων της Αυτοκρατορίας, τα οποία, συμφωνά με τα κείμενα της εποχής, είχαν περιπέσει σε κατάσταση απόλυτης ένδειας λόγω της αύξησης του βαθμού εκμετάλλευσης από τους ευγενείς. Άνθρωποι της αντιβασιλείας υποδαύλιζαν το μένος των κατώτερων τάξεων εναντίον της αριστοκρατίας, που φανερά στο μεγαλύτερο μέρος της ταυτιζόταν με τον Καντακουζηνό. Σύντομα σε διάφορες περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης ξέσπασαν δυναμικές λαϊκές εξεγέρσεις εναντίον των ευγενών.
Στην Αδριανούπολη -όπου το πνεύμα της εξέγερσης διατηρήθηκε μέχρι το 1345- το Πάμφιλον, τη Βήρα, τη Ρεντίνα, το Διδυμότειχο και αλλού η αριστοκρατία βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση. Τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα που εξεγείρονται εναντίον της δείχνουν να προσβλέπουν στην κυβέρνηση της πρωτεύουσας, κάνοντας σημαία στις εξεγέρσεις τους την αφοσίωση τους στο νόμιμο διάδοχο Ιωάννη Ε’. Ταυτίζονται με την αντιβασιλεία της Κωνσταντινούπολης, καθώς θεωρούν ότι, εφ’ όσον μάχεται τον Καντακουζηνό, στρέφεται και κατά της αριστοκρατίας. Αυτό όμως δεν ισχύει στην πραγματικότητα, καθώς ονόματα αριστοκρατικών οικογενειών πλαισιώνουν και το επιτελείο της αντιβασιλείας.
Τα γεγονότα του 1342 στη Θεσσαλονίκη εντάσσονται και αυτά στην αλυσίδα των παραπάνω εξεγέρσεων, Η ειδοποιός διαφορά βρίσκεται στην ύπαρξη ανεξάρτητης από την αντιβασιλεία της Κωνσταντινούπολης ηγεσίας και μάλιστα με στόχο την κατάληψη της αρχής της πόλης. Λίγα πράγματα γνωρίζουμε για τους Ζηλωτές, οι οποίοι με τον καιρό φαίνεται ότι είχαν αποκτήσει ισχυρά ερείσματα στο «δήμο» της Θεσσαλονίκης, επικαλούμενοι τα αντιαριστοκρατικά του αισθήματα.
Σε μια πρώτη φάση μετά την εξέγερση, η Θεσσαλονίκη ελέγχεται από αυτοκρατορικά στρατεύματα από την Κωνσταντινούπολη, προκειμένου να ενισχυθεί η άμυνα της πόλης εναντίον του Καντακουζηνού και του στρατού του, που βρίσκονταν στην περιοχή. Με τη σταδιακή αποχώρηση των στρατευμάτων αυτών οι Ζηλωτές φαίνεται να αποκτούν όλο και μεγαλύτερο λόγο στη διοίκηση της Θεσσαλονίκης.
Αρχικά διοικητής της Θεσσαλονίκης ορίστηκε ο Μιχαήλ Μονομάχος, πρώην έπαρχος της Θεσσαλίας, ο οποίος την άνοιξη του 1343 με τη βοήθεια των Ζηλωτών συνέβαλε αποφασιστικά στην άμυνα της πόλης απέναντι στον Καντακουζηνό. Το καλοκαίρι του ίδιου έτους ο Καντακουζηνός πραγματοποίησε μια δεύτερη προσπάθεια, έχοντας, επί πλέον, και τη συνδρομή του συμμάχου του, εμίρη του Αϊδινίου, Ομούρ, ο οποίος κατέπλευσε από την Ασία με σημαντική στρατιωτική δύναμη. Αυτή τη φορά οι Ζηλωτές έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην άμυνα και τη διοίκηση της Θεσσαλονίκης, καθώς απουσιάζει από τις πηγές το όνομα του Μιχαήλ Μονομάχου ή κάποιου άλλου αξιωματούχου διορισμένου από την Κωνσταντινούπολη.
Και στις δύο περιπτώσεις ο Καντακουζηνός ήλπιζε στη Βοήθεια των οπαδών του που είχαν παραμείνει στην πόλη. Ωστόσο, οι Ζηλωτές οργάνωσαν ένοπλες ομάδες περιφρούρησης από μέλη του «δήμου» και δεν δίστασαν να προχωρήσουν ακόμη και σε πράξεις τρομοκρατίας εναντίον της αριστοκρατίας, προκειμένου να αποτρέψουν το ενδεχόμενο συνωμοτικών ενεργειών υπέρ του Καντακουζηνού. Οι Ζηλωτές στην πρώτη αυτή φάση χρησιμοποιούν έντονη αντιαριστοκρατική ρητορική, που βρίσκει απήχηση τόσο στα φτωχά στρώματα της πόλης όσο και στους εξαθλιωμένους πληθυσμούς της αγροτικής ενδοχώρας, που συρρέουν στη Θεσσαλονίκη, προκειμένου να βρουν καταφύγιο από τις συνεχείς μετακινήσεις και λεηλασίες των εχθρικών στρατευμάτων.
■ Οι Ζηλωτές εκπροσωπούσαν τα κατώτερα στρώματα της βυζαντινής Θεσσαλονίκης.
Εργαστήριο υφαντικής από μικρόνραφο του 14ου αιώνα (Βιβλιοθήκη του Βατικανού).
Ηγέτης των Ζηλωτών αναδεικνύεται ο Μιχαήλ Παλαιολόγος, που αναγνωρίζεται από την Κωνσταντινούπολη ως «συνάρχων» του διορισμένου διοικητή της Θεσσαλονίκης Ιωάννη Απόκαυκου, γιου του ισχυρού άντρα της αντιβασιλείας Αλέξιου Απόκαυκου. Οι πηγές αναφέρουν ότι στο πλαίσιο αυτού του ιδιόμορφου καθεστώτος δυαρχίας ο ηγέτης των Ζηλωτών αποτελούσε τον πραγματικό διοικητή της πόλης, σε αντίθεση με τον Ιωάννη Απόκαυκο, που δυσανασχετούσε, καθώς η εξουσία του φάνταζε «κενόν όνομα». Παρ’ όλο που οι πηγές, στο σύνολο τους επικριτικές απέναντι στους Ζηλωτές, κατηγορούν τον Μιχαήλ Παλαιολόγο ως δεινό διώκτη της αριστοκρατίας, αυτός δεν φαίνεται να ακολούθησε τη σκληρή πολιτική των πρώτων χρόνων μέχρι το 1343, γεγονός που έδωσε την ευκαιρία στον Ιωάννη Απόκαυκο να συσπειρώσει την αριστοκρατική αντιπολίτευση.
Την άνοιξη του 1345 ο Ιωάννης Απόκαυκος παρέσυρε με δόλο τον Μιχαήλ Παλαιολόγο σε μια απόμερη περιοχή της Θεσσαλονίκης, όπου ο ηγέτης των Ζηλωτών έπεσε νεκρός από τα χτυπήματα των ανδρών της συνοδείας του Ιωάννη Απόκαυκου. Ο «δήμος» δεν αντέδρασε στη δολοφονία του Μιχαήλ Παλαιολόγου και ο Ιωάννης Απόκαυκος, αφού εξαπέλυσε διωγμό εναντίον των Ζηλωτών, ανέλαβε τα ηνία της Θεσσαλονίκης. Η αδράνεια όμως του «δήμου» δεν σήμαινε και αντιστροφή του αντιαριστοκρατικού κλίματος στις τάξεις του. Αυτό το γνώριζε καλά ο Απόκαυκος και, ξαφνιάζοντας τους αριστοκράτες συμμάχους του, επέβαλε πρόστιμα σε βάρος τους, προφανώς για να ικανοποιήσει τα αντιαριστοκρατικά αισθήματα των λαϊκών στρωμάτων. Μετά όμως τη δολοφονία του πατέρα του Αλέξιου Απόκαυκου στην Κωνσταντινούπολη τον Ιούνιο του 1345 από οπαδούς του Καντακουζηνού, αποφάσισε να αλλάξει τακτική, θεωρώντας πλέον σίγουρη τη νίκη του Καντακουζηνού, συμμάχησε εκ νέου με τους αριστοκράτες οπαδούς του τελευταίου στη Θεσσαλονίκη και σχεδίαζε ανοικτά την προσχώρηση της πόλης στο καντακουζηνικό στρατόπεδο. Οι Ζηλωτές, ωστόσο, δεν είχαν πει την τελευταία τους λέξη. Με νέο ηγέτη τον Ανδρέα Παλαιολόγο, αρχηγό της μαχητικής συντεχνίας των «παραθαλασσίων», την οποία αποτελούσαν άτομα χαμηλής κοινωνικής προέλευσης που εργάζονταν στο λιμάνι, ανασυγκροτήθηκαν και καλούσαν το «δήμο» της Θεσσαλονίκης να εξεγερθεί εναντίον της αριστοκρατίας. Τα εξεγερτικά μηνύματα βρήκαν απήχηση στην αντιαριστοκρατική συνείδηση των λαϊκών στρωμάτων. Ο «δήμος», καθοδηγούμενος από τους Ζηλωτές, κατευθύνθηκε προς την ακρόπολη της Θεσσαλονίκης, όπου είχε στήσει το αρχηγείο του ο Απόκαυκος και είχαν καταφύγει αρκετά μέλη της αριστοκρατίας. Η φρουρά της Θεσσαλονίκης αρνήθηκε να υψώσει τα όπλα εναντίον των συμπατριωτών τους και το οργισμένο πλήθος, αφού έβαλε φωτιά στις πύλες, εισέβαλε στην ακρόπολη. Ο Ιωάννης Απόκαυκος και περίπου εκατό υποστηρικτές του συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν. Την επόμενη μέρα διαδόθηκε η φήμη ότι οι φυλακισμένοι είχαν αποδράσει και είχαν θέσει υπό τον έλεγχο τους την ακρόπολη.
Ο δήμος εξοργισμένος πήρε τα όπλα και άρχισε να κατευθύνεται προς τα εκεί με άγριες διαθέσεις. Η επίδειξη των αιχμαλώτων, γυμνών και ταπεινωμένων πάνω στα τείχη, δεν ήταν ικανή να κατασιγάσει την οργή των εξεγερθέντων. Με πρώτο τον Απόκαυκο οι αιχμάλωτοι ρίχτηκαν από τα τείχη, για να κατακρεουργηθούν στη συνέχεια από το μανιασμένο πλήθος. Ο Ανδρέας Παλαιολόγος παρά την αντίθεσή του αδυνατούσε να ελέγξει την κατάσταση. Οι ταραχές συνεχίστηκαν σε όλη την πόλη, όπου αναφέρονται φόνοι και λεηλασίες σε βάρος της αριστοκρατίας.
Οι Ζηλωτές σχετικά γρήγορα ανέκτησαν τον έλεγχο της κατάστασης και με επικεφαλής τον Ανδρέα Παλαιολόγο επανήλθαν στην εξουσία, ενώ η Κωνσταντινούπολη απέστειλε λίγο αργότερα ως συνδιοικητή του τον Αλέξιο Μετοχίτη.
Για τα επόμενα χρόνια και μέχρι την πτώση τους οι Ζηλωτές κυβέρνησαν τη Θεσσαλονίκη ως σχεδόν αυτόνομη πολιτεία, Σε αυτό συνετέλεσε η χαλαρή σύνδεση της πόλης με το αυτοκρατορικό κέντρο, εξαιτίας αφ’ ενός της σερβικής επέκτασης που συντελείται το ίδιο διάστημα στη Μακεδονία και αφ’ ετέρου της προέλασης του Καντακουζηνού στη Θράκη. Ωστόσο, η τάση για αυτονόμηση φαίνεται να ήταν και πολιτική επιλογή της ζηλωτικής διοίκησης τουλάχιστον μετά το 1347, οπότε ο Καντακουζηνός εισήλθε θριαμβευτής στην Κωνσταντινούπολη και κατέλαβε ιη θέση του συμβασιλέα στο πλευρό του νεαρού αυτοκράτορα Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγου.
Ο Γρηγόριος Παλαμάς, μετέπειτα άγιος της Ορθοδοξίας, εμποδίστηκε, παρά την εκλογή του, να καταλάβει τη θέση του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης και κατηγορήθηκε ως άνθρωπος του Καντακουζηνού, μια ενέργεια σαφώς δηλωτική για τις αυτονομιστικές προθέσεις των Ζηλωτών. Παράλληλα οι Ζηλωτές επιδίδονται σε ένα λεπτό διπλωματικό παιχνίδι υποσχέσεων και απειλών, προκείμενου να κρατήσουν σε απόσταση από την επικράτειά τους τόσο τούς Σέρβους, που έχουν πλέον υπό την κυριαρχία τους όλη την υπόλοιπη Μακεδονία, όσο και τον Καντακουζηνό. Αργότερα ο Καντακουζηνός προσπάθησε να προσεγγίσει τους Ζηλωτές αναγνωρίζοντας τον Ανδρέα Παλαιολόγο ως άρχοντα της Θεσσαλονίκης και προσφέροντας προνόμια για την πόλη και τούς διοικούντες. Ωστόσο, ο ηγέτης των Ζηλωτών σε δημοσία τελετή κατέκαψε τα έγγραφα που παραχωρούσαν τις παραπάνω ευεργεσίες, δίνοντας ένα σαφές μήνυμα.
Σταδιακά, ωστόσο, οι Ζηλωτές χάνουν τα ερείσματα τους στο «δήμο» της πόλης. Η μακρόχρονη αποκοπή της Θεσσαλονίκης από την αγροτική ενδοχώρα της, λόγω της σερβικής περικύκλωσης, θα πρέπει να είχε αρνητική επίπτωση στο βιοτικό επίπεδο των λαϊκών στρωμάτων, που έπαψαν πλέον να ελπίζουν στους Ζηλωτές, Ο Αλέξιος Μετοχίτης, θεωρώντας αδιέξοδη την πολιτική των Ζηλωτών, άρχισε να ενεργεί για την ανατροπή τους! Αφού κέρδισε τη στήριξη σης αριστοκρατικής αντιπολίτευσης και της φρουράς, στα τέλη του 1349 επιτέθηκε αιφνιδιαστικά εναντίον του Ανδρέα Παλαιολόγου και της συντεχνίας των παραθαλασσίων, που αποτελούσαν τη δύναμη κρούσης των Ζηλωτών. Έπειτα από σύντομη μάχη επικράτησε και ο Ανδρέας Παλαιολόγος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Θεσσαλονίκη. Οι Ζηλωτές συνέχισαν για ένα διάστημα να παίζουν ρόλο στα κοινά και μάλιστα καταγγέλλονται από τον Καντακουζηνό ότι ενεργούσαν για την παράδοση της πόλης στους Σέρβους. Το φθινόπωρο του 1350 ο Καντακουζηνός με τη συνοδεία του Ιωάννη Ε’ εισήλθε στη Θεσσαλονίκη και προχώρησε σε οριστική εκκαθάριση των Ζηλωτών. Διέταξε τη φυλάκιση των πιο επιφανών Ζηλωτών, ενώ οι υπόλοιποι απελάθηκαν από την πόλη.
Το «κίνημα των Ζηλωτών», όπως έχει επικρατήσει να ονομάζονται στη σύγχρονη βιβλιογραφία τα παραπάνω γεγονότα, αποτελεί μια από τις πιο ενδιαφέρουσες περιπτώσεις ταξικής πάλης στο πλαίσιο της βυζαντινής ιστορίας. Οι λαϊκές τάξεις της Θεσσαλονίκης συγκρούονται συνεχώς με την αριστοκρατία και, για περίπου οκτώ χρόνια, δρομολογούν τις εξελίξεις στη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Αυτοκρατορίας. Η εξουσία των Ζηλωτών, λόγω έλλειψης οργανωμένης στρατιωτικής δύναμης, βασίστηκε κυρίως στην υποστήριξη των κοινωνικά χαμηλών στρωμάτων.
Όποτε ο «δήμος» αίρει την υποστήριξη του, το καθεστώς των Ζηλωτών κλονίζεται και οι ηγέτες τους υιοθετούν εκ νέου αντιαριστοκρατική ρητορική και πρακτική, προκείμενου να ξανακερδίσουν την εμπιστοσύνη του. Οι ηγέτες των Ζηλωτών, όμως, δεν ανήκουν στις κατώτερες τάσεις. Αντίθετα, υπάρχουν στοιχεία στις πηγές που μας υπαγορεύουν να τους κατατάξουμε στην αριστοκρατία της Θεσσαλονίκης. Άλλωστε, η πολιτικά αδιαμόρφωτη αντιαριστοκρατική αντίληψη των λαϊκών στρωμάτων, ίδιον του Μεσαίωνα, δεν επέτρεπε την αυτόνομη οργάνωση τους και κατά συνέπεια τη διαμόρφωση ενός προγράμματος μεταρρυθμίσεων. Οι Ζηλωτές προσπαθούν να περιορίσουν το ρόλο της αριστοκρατικής αντιπολίτευσης που στέκεται εμπόδιο στην εξουσία τους, δεν επιδιώκουν, όμως, την ανατροπή της τάξης πραγμάτων. Ο ρόλος της αριστοκρατίας ως άρχουσας τάξης δεν αμφισβητείται. Όταν η αριστοκρατία δέχεται ουσιαστικό και καθολικό πλήγμα το 1345, αυτό δεν γίνεται κατόπιν εντολής του Ανδρέα Παλαιολόγου, αλλά ακριβώς γιατί ο έλεγχος της κατάστασης ξεφεύγει από τα χέρια του τελευταίου.
ΠΗΓΗ http://spacezilotes.wordpress.com
Μπράβο για τις πληροφορίες ...καλό είναι να διαβάζουμε ιστορία!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλημέρα και καλό μήνα!!!