Άρθρο του Βλάση Βλασίδη
Οι περισσότερες μελέτες που δημοσιεύονται σχετικά με τον Μακεδονικό Αγώνα (1904-1908) ασχολούνται κυρίως με τη δράση των ελληνικών σωμάτων που προσπαθούσαν να υπερασπίσουν τους ελληνικούς πληθυσμούς της Μακεδονίας από την πίεση των Βουλγάρων κομιτατζήδων. Αντίθετα σπανίζουν οι μελέτες που προσπαθούν να ρίξουν φως στην οργάνωση του Μακεδονικού Αγώνα και να ερευνήσουν τα ζητήματα επιμελητείας, όπως εκείνο του οπλισμού που χρησιμοποιήθηκε από τους άντρες των ανταρτικών σωμάτων αλλά και από τους εντόπιους Έλληνες. Το άρθρο αυτό θα προσπαθήσει να δώσει κάποιες πληροφορίες για τα όπλα των Ελλήνων και τη δημιουργία δικτύου μεταφοράς οπλισμού και πυρομαχικών από το ελληνικό κράτος στην υπόδουλη Μακεδονία.
Οι άντρες των ελληνικών σωμάτων ήταν συνήθως οπλισμένοι με τυφέκιο, περίστροφο, μαχαίρι, μια ή δυο χειροβομβίδες και αρκετά
φυσίγγια. Το τυφέκιο ήταν συνήθως Gras 11 χλστ. Το τυφέκιο αυτό είχε κατασκευαστεί για πρώτη φορά το 1874. Χρησιμοποιήθηκε από το γαλλικό στρατό στο διάστημα 1874-1886. Ο ελληνικός στρατός άρχισε να εξοπλίζεται με το τυφέκιο αυτό το 1877. Αποτέλεσε το βασικό όπλο των ελληνικών σωμάτων κατά το Μακεδονικό Αγώνα επειδή ήταν φτηνό και χρησιμοποιούνταν από τον ελληνικό στρατό.
Τα Gras μπορεί να ήταν φτηνά, αλλά δεν αποτελούσαν την καλύτερη επιλογή για τα ανταρτικά σώματα. Το τυφέκιο αυτό στις αρχές του 20ου αι. θεωρούνται ήδη παρωχημένης σχεδίασης με πολλά μειονεκτήματα σε σχέση με άλλα αντίστοιχα τυφέκια της εποχής. Τα κυριότερα ήταν:
Μικρά πυροβόλα όπλα δεν διέθεταν όλοι οι άντρες. Οι οπλαρχηγοί διέθεταν περίστροφα ή αυτόματα όπλα. Τα περισσότερα περίστροφα ήταν γαλλικά, Modele d' Ordonnance M1873 και M1874, ίδια με αυτά που χρησιμοποιούσε ο ελληνικός στρατός. Στα πιστόλια υπήρχε μεγαλύτερη ποικιλία. Πάντως τα πιο διαδεδομένα πιστόλια μεταξύ των Μακεδονομάχων ήταν το Luger M1901 και το Browning M1900.
Ο οπλισμός των αντρών των ελληνικών σωμάτων συμπληρωνόταν από μαχαίρι και χειροβομβίδα. Τα μαχαίρια συνήθως ήταν πολύ κακής ποιότητας, ενώ πολλά παράπονα ακούγονταν και για την ποιότητα των χειροβομβίδων. Οι χειροβομβίδες πάθαιναν συχνά αφλογιστία, κάτι που οφειλόταν τόσο στην κακή ποιότητα κατασκευής, όσο και στην υγρασία που εισχωρούσε στο εσωτερικό της χειροβομβίδας με αποτέλεσμα την αχρήστευσή της. Όταν όμως δούλευαν κανονικά, η έκρηξη που προκαλούσαν δημιουργούσε μεγάλο φόβο τόσο στους κομιτατζήδες, όσο και στα αποσπάσματα του τουρκικού στρατού.
Οι ντόπιοι Πατριαρχικοί, που ζούσαν στα χωριά και στις πόλεις, τον πρώτο καιρό ήταν οπλισμένοι με παλιά όπλα που διέθεταν από τις προηγούμενες εξεγέρσεις στη Μακεδονία, αλλά και με ό,τι λογής οπλισμό μπορούσαν να προμηθευτούν από τους λαθρεμπόρους. Σταδιακά εφοδιάστηκαν από το ελληνικό δίκτυο, κυρίως με τυφέκια Gras, σε κάποιες περιπτώσεις με Mannlicher και περίστροφα ποικίλης προέλευσης. Στις περιπτώσεις εκείνες που κάποιο πατριαρχικό χωριό δεν μπορούσε να παραλάβει όπλά από το ελληνικό Προξενείο Θεσσαλονίκης, τότε οι κάτοικοί του χρησιμοποιούσαν ακόμη και αυτοσχέδια όπλα.
Από τα πιο σημαντικά ζητήματα που είχε ν' αντιμετωπίσει η ελληνική πλευρά ήταν η μεταφορά του οπλισμού από το ελληνικό βασίλειο στη Μακεδονία, η φύλαξή του, η διανομή του στα κατάλληλα πρόσωπα και ο εφοδιασμός των ανταρτικών σωμάτων. Το έργο αυτό έγινε ακόμη πιο δύσκολο από τη στιγμή που αποφασίστηκε, πέραν του τακτικού εφοδιασμού των σωμάτων, ο εξοπλισμός όλων όσων ήθελαν να συνεισφέρουν στην ελληνική υπόθεση.
Το απαραίτητο δίκτυο για τη μεταφορά του στρατιωτικού υλικού άρχισε να δημιουργείται το 1904, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι μέχρι τότε δεν εισέρχονταν όπλα στη Μακεδονία. Το ελληνικό βασίλειο αποτελούσε τον καλύτερο προμηθευτή των κατοίκων της Μακεδονίας, λόγω της πλήρους ελευθερίας εισαγωγής, πώλησης και κατοχής όπλων στην ελληνική επικράτεια.
Τα ελληνικά σώματα που άρχισαν να εισχωρούν στη Μακεδονία φυσικά δεν μπορούσαν να στηρίζουν τον ανεφοδιασμό τους στους λαθρεμπόρους. Έπρεπε να δημιουργηθεί ένα δίκτυο ανεφοδιασμού με οργανωτικό κέντρο στη Μακεδονία, το οποίο θα κατέγραφε τις ανάγκες σε στρατιωτικό υλικό και θα φρόντιζε για την διεκπεραίωσή του σε συνεργασία με το Μακεδονικό Κομιτάτο. Τη ευθύνη για τον όλο σχεδιασμό της επιχείρησης εισαγωγής του πολεμικού υλικού στη Μακεδονία είχε το προξενείο Θεσσαλονίκης και προσωπικά ο ίδιος ο Λάμπρος Κορομηλάς.
Τα πολεμοφόδια που συγκεντρώνονταν στο ελληνικό βασίλειο προωθούνταν στη μεθόριο, είτε σιδηροδρομικώς, είτε ακτοπλοϊκώς. Αρκετές φορές οι αποστολές συνοδεύονταν για μεγαλύτερη ασφάλεια από Μακεδονομάχους που ακολουθούσαν το ίδιο δρομολόγιο, για να φτάσουν μέχρι τα ελληνοτουρκικά σύνορα. Τα όπλα συγκεντρώνονταν κυρίως στα Τρίκαλα και στη Λάρισα, όσα προορίζονταν για τη δυτική Μακεδονία και για την περιοχή Κατερίνης ή στο Βόλο και στις Σποράδες όταν προορίζονταν για την κεντρική και την ανατολική Μακεδονία. Για την καλύτερη διεκπεραίωση των όπλων και των ανταρτικών ομάδων είχαν τοποθετηθεί στα Τρίκαλα οι αξιωματικοί Οικονομίδης και Λαμπίρης και στο Βόλο ο Μάνος.
Στην αρχή η ανυπαρξία του κατάλληλου δικτύου υποδοχής, οδήγησε τον Κορομηλά να εμπιστευτεί τη διακίνηση του οπλισμού σε Εβραίους λαθρεμπόρους. Τα όπλα όμως δεν έφταναν πάντοτε στον προορισμό τους λόγω προδοσίας και κατάσχεσης των φορτίων από τις οθωμανικές αρχές.
Οι πρώτες δαπανηρές και χρονοβόρες αποτυχίες οδήγησαν τον Κορομηλά στη δημιουργία εντόπιου δικτύου υποδοχής, σε συνεργασία με τις κατά τόπους προξενικές αρχές, και στο σχεδιασμό καλά μελετημένων και ασφαλών δρομολογίων. Στην κεντρική και την ανατολική Μακεδονία η μεταφορά των όπλων γινόταν από τη θάλασσα. Τα παράλια της Μακεδονίας ήταν εκτεταμένα, επομένως η παρακολούθηση και η σύλληψη των εφοδιοπομπών θα ήταν ιδιαίτερα δύσκολη. Οι αποστολές ξεκινούσαν από τα ελληνικά νησιά, κυρίως από τις Σποράδες και από το χωριό Τσάγεζι, στις εκβολές του ποταμού Πηνειού. Έπειτα με καϊκια προωθούνταν στα παράλια της Μακεδονίας. Προσφιλή μέρη για την αποβίβαση των όπλων και των πυρομαχικών ήταν οι εκβολές των ποταμών ή άλλα ερημικά μέρη κοντά σε μεγάλες πόλεις και οι ακτές του Αγίου Όρους.
Τα όπλα μεταφέρονταν προσωρινά από ολιγομελείς ομάδες εντοπίων σε σπίτια, μύλους, αποθήκες, καφενεία και χάνια που βρίσκονταν κοντά στους τόπους αποβίβασης και ανήκαν σε έμπιστους ανθρώπους, μυημένους στον Αγώνα. Στις παραλλαγές αυτές μετείχαν συχνά και υπάλληλοι των ελληνικών προξενείων που ήταν υπεύθυνοι για την ασφαλή παραλαβή των όπλων και τη γρήγορη προώθησή τους στον τόπο του προορισμού τους. Μολονότι η μεταφορά από θαλάσσης θεωρούνταν σε γενικές γραμμές ασφαλής, ωστόσο υπήρχαν περιπτώσεις που η αποβίβαση των πυρομαχικών έπεφτε στην αντίληψη των τουρκικών αρχών, με αποτέλεσμα τη ματαίωση της αποστολής, τη σύλληψη ων μεταφορέων ή στη χειρότερη περίπτωση και των υπαλλήλων των ελληνικών προξενείων.
Η μεταφορά όπλων και πυρομαχικών στη δυτική και στην κεντρική Μακεδονία ήταν πιο δύσκολη εξαιτίας του δύσβατου εδάφους και των εξαρχικών χωριών που παρεμβάλλονταν μεταξύ των άλλων αστικών κέντρων του βορρά και των συνόρων του ελληνικού κράτους. Έτσι, για περισσότερη ασφάλεια, αποφασίστηκε η μεταφορά των πολεμοφοδίων προς τη δυτική και την κεντρική Μακεδονία να γίνεται είτε με εφοδιοπομπές που συνοδεύονταν από ενόπλους Πατριαρχικούς, είτε σιδηροδρομικώς. Στην πρώτη περίπτωση θα αποφεύγονταν τα πεδινά μέρη και θα αξιοποιούνταν η υποστήριξη των νομάδων Βλάχων στα ορεινά. Στη δεύτερη περίπτωση οι αποστολές θα είχαν την υποστήριξη των πολυάριθμων Ελλήνων υπαλλήλων των οθωμανικών σιδηροδρόμων.
Δύο ήταν τα κυριότερα δρομολόγια των εφοδιοπομπών. Το πρώτο, σύμφωνα με το σχέδιο του Κορομηλά, ξεκινούσε από τη Θεσσαλία, περνούσε από την Κατερίνη και διαμέσου των ελληνικών χωριών μεταξύ Κατερίνης και Βέροιας έφθανε στο Βέρμιο, όπου γινόταν η αποθήκευση των όπλων στα πυκνά δάση του βουνού. Το δεύτερο δρομολόγιο θα εξυπηρετούσε τις ανάγκες σε οπλισμό της δυτικής Μακεδονίας. Απόφευγε τα πεδινά και τα εξαρχικά χωριά και περνούσε από τα ελληνικά χωριά Αγιόφυλλο Τρικάλων, Παλαιόκαστρο, Ελεύθερο και Κωσταράζι. Φυσικά, το δρομολόγιο αυτό, όπως και όλα τα άλλα, τροποποιούνταν, άλλοτε λίγο και άλλοτε περισσότερο, ανάλογα με τον τελικό προορισμό των όπλων. Οι μεταφορείς των όπλων ήταν εντόπιοι αγωγιάτες και χωρικοί, που επιφορτίζονταν για το έργο αυτό από τις κατά τόπους εθνικές επιτροπές και τους οπλαρχηγούς.
Εναλλακτική λύση, σε ορισμένες περιοχές της Μακεδονίας, πρόσφερε, όπως αναφέρθηκε το σιδηροδρομικό δίκτυο. Η παρουσία σημαντικού αριθμού Ελλήνων σταθμαρχών και σιδηροδρομικών κίνησης στις γραμμές Μοναστηρίου-Θεσσαλονίκης διευκόλυνε τη μεταφορά όχι μόνο του πολεμικού υλικού, αλλά ακόμη και των ανταρτών μεταμφιεσμένων κατάλληλα σε σιδηροδρομικούς, σε ζωέμπορους και σε χωρικούς.
Σε γενικές γραμμές κρίνοντας από τα αποτελέσματα μπορεί να υποστηριχθεί ότι ο οπλισμός των ελληνικών ανταρτικών σωμάτων και των ντόπιων Πατριαρχικών ήταν πεπαλαιωμένος και κακής ποιότητας, αλλά η μεταφορά και η διακίνηση οπλισμού από το ελληνικό δίκτυο υπήρξε επιτυχημένη. Μετά το 1904 ο εφοδιασμός των ελληνικών σωμάτων ήταν γενικά ικανοποιητικός. Όλα σχεδόν τα χωριά που επιθυμούσαν να εξοπλιστούν εφοδιάστηκαν με τα δέοντα, ενώ παράλληλα δημιουργήθηκαν αποθήκες οπλισμού για την κάλυψη έκτακτων αναγκών. Τα λίγα προβλήματα που εμφανίστηκαν στην πορεία του χρόνου οφείλονταν περισσότερο στις κακές καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν το χειμώνα στη Μακεδονία, παρά στον ανθρώπινο παράγοντα. Οι προδοσίες γενικά ήταν σπάνιες, όπως σπάνιες ήταν και οι περιπτώσεις σύλληψης των μεταφορέων ή της κατάσχεσης των φορτίων από τους Τούρκους, ιδιαίτερα όταν οι Έλληνες παραμέρισαν τους λαθρεμπόρους και ανέλαβαν οι ίδιοι τη μεταφορά του οπλισμού.
ΠΗΓΗ http://www.imma.edu.gr
ΤΟ ΤΥΦΕΚΙΟ MAUSER 1889 |
Οι περισσότερες μελέτες που δημοσιεύονται σχετικά με τον Μακεδονικό Αγώνα (1904-1908) ασχολούνται κυρίως με τη δράση των ελληνικών σωμάτων που προσπαθούσαν να υπερασπίσουν τους ελληνικούς πληθυσμούς της Μακεδονίας από την πίεση των Βουλγάρων κομιτατζήδων. Αντίθετα σπανίζουν οι μελέτες που προσπαθούν να ρίξουν φως στην οργάνωση του Μακεδονικού Αγώνα και να ερευνήσουν τα ζητήματα επιμελητείας, όπως εκείνο του οπλισμού που χρησιμοποιήθηκε από τους άντρες των ανταρτικών σωμάτων αλλά και από τους εντόπιους Έλληνες. Το άρθρο αυτό θα προσπαθήσει να δώσει κάποιες πληροφορίες για τα όπλα των Ελλήνων και τη δημιουργία δικτύου μεταφοράς οπλισμού και πυρομαχικών από το ελληνικό κράτος στην υπόδουλη Μακεδονία.
Οι άντρες των ελληνικών σωμάτων ήταν συνήθως οπλισμένοι με τυφέκιο, περίστροφο, μαχαίρι, μια ή δυο χειροβομβίδες και αρκετά
ΤΟ ΤΥΦΕΚΙΟ GRAS |
φυσίγγια. Το τυφέκιο ήταν συνήθως Gras 11 χλστ. Το τυφέκιο αυτό είχε κατασκευαστεί για πρώτη φορά το 1874. Χρησιμοποιήθηκε από το γαλλικό στρατό στο διάστημα 1874-1886. Ο ελληνικός στρατός άρχισε να εξοπλίζεται με το τυφέκιο αυτό το 1877. Αποτέλεσε το βασικό όπλο των ελληνικών σωμάτων κατά το Μακεδονικό Αγώνα επειδή ήταν φτηνό και χρησιμοποιούνταν από τον ελληνικό στρατό.
Τα Gras μπορεί να ήταν φτηνά, αλλά δεν αποτελούσαν την καλύτερη επιλογή για τα ανταρτικά σώματα. Το τυφέκιο αυτό στις αρχές του 20ου αι. θεωρούνται ήδη παρωχημένης σχεδίασης με πολλά μειονεκτήματα σε σχέση με άλλα αντίστοιχα τυφέκια της εποχής. Τα κυριότερα ήταν:
- Έκανε πολύ θόρυβο
- Έβγαζε λάμψη από την κάνη με αποτέλεσμα οι άντρες των σωμάτων να γίνονται αντιληπτοί τη νύχτα από τους αντιπάλους τους
- Τα φυσίγγια ήταν μεγάλα και βαριά προκαλώντας κούραση στους άντρες στις μεγάλες πορείες. Επίσης
- Ήταν πεπαλαιωμένα και πολυχρησιμοποιημένα με αποτέλεσμα οι εμπλοκές, αλλά και σοβαρότερες βλάβες να παρουσιάζονται με μεγάλη συχνότητα.
Μικρά πυροβόλα όπλα δεν διέθεταν όλοι οι άντρες. Οι οπλαρχηγοί διέθεταν περίστροφα ή αυτόματα όπλα. Τα περισσότερα περίστροφα ήταν γαλλικά, Modele d' Ordonnance M1873 και M1874, ίδια με αυτά που χρησιμοποιούσε ο ελληνικός στρατός. Στα πιστόλια υπήρχε μεγαλύτερη ποικιλία. Πάντως τα πιο διαδεδομένα πιστόλια μεταξύ των Μακεδονομάχων ήταν το Luger M1901 και το Browning M1900.
ΠΕΡΙΣΤΡΟΦΟ Modele d' Ordonnance M1873 |
Ο οπλισμός των αντρών των ελληνικών σωμάτων συμπληρωνόταν από μαχαίρι και χειροβομβίδα. Τα μαχαίρια συνήθως ήταν πολύ κακής ποιότητας, ενώ πολλά παράπονα ακούγονταν και για την ποιότητα των χειροβομβίδων. Οι χειροβομβίδες πάθαιναν συχνά αφλογιστία, κάτι που οφειλόταν τόσο στην κακή ποιότητα κατασκευής, όσο και στην υγρασία που εισχωρούσε στο εσωτερικό της χειροβομβίδας με αποτέλεσμα την αχρήστευσή της. Όταν όμως δούλευαν κανονικά, η έκρηξη που προκαλούσαν δημιουργούσε μεγάλο φόβο τόσο στους κομιτατζήδες, όσο και στα αποσπάσματα του τουρκικού στρατού.
ΠΙΣΤΟΛΙ Browning M1900 |
Οι ντόπιοι Πατριαρχικοί, που ζούσαν στα χωριά και στις πόλεις, τον πρώτο καιρό ήταν οπλισμένοι με παλιά όπλα που διέθεταν από τις προηγούμενες εξεγέρσεις στη Μακεδονία, αλλά και με ό,τι λογής οπλισμό μπορούσαν να προμηθευτούν από τους λαθρεμπόρους. Σταδιακά εφοδιάστηκαν από το ελληνικό δίκτυο, κυρίως με τυφέκια Gras, σε κάποιες περιπτώσεις με Mannlicher και περίστροφα ποικίλης προέλευσης. Στις περιπτώσεις εκείνες που κάποιο πατριαρχικό χωριό δεν μπορούσε να παραλάβει όπλά από το ελληνικό Προξενείο Θεσσαλονίκης, τότε οι κάτοικοί του χρησιμοποιούσαν ακόμη και αυτοσχέδια όπλα.
Από τα πιο σημαντικά ζητήματα που είχε ν' αντιμετωπίσει η ελληνική πλευρά ήταν η μεταφορά του οπλισμού από το ελληνικό βασίλειο στη Μακεδονία, η φύλαξή του, η διανομή του στα κατάλληλα πρόσωπα και ο εφοδιασμός των ανταρτικών σωμάτων. Το έργο αυτό έγινε ακόμη πιο δύσκολο από τη στιγμή που αποφασίστηκε, πέραν του τακτικού εφοδιασμού των σωμάτων, ο εξοπλισμός όλων όσων ήθελαν να συνεισφέρουν στην ελληνική υπόθεση.
Το απαραίτητο δίκτυο για τη μεταφορά του στρατιωτικού υλικού άρχισε να δημιουργείται το 1904, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι μέχρι τότε δεν εισέρχονταν όπλα στη Μακεδονία. Το ελληνικό βασίλειο αποτελούσε τον καλύτερο προμηθευτή των κατοίκων της Μακεδονίας, λόγω της πλήρους ελευθερίας εισαγωγής, πώλησης και κατοχής όπλων στην ελληνική επικράτεια.
Τα ελληνικά σώματα που άρχισαν να εισχωρούν στη Μακεδονία φυσικά δεν μπορούσαν να στηρίζουν τον ανεφοδιασμό τους στους λαθρεμπόρους. Έπρεπε να δημιουργηθεί ένα δίκτυο ανεφοδιασμού με οργανωτικό κέντρο στη Μακεδονία, το οποίο θα κατέγραφε τις ανάγκες σε στρατιωτικό υλικό και θα φρόντιζε για την διεκπεραίωσή του σε συνεργασία με το Μακεδονικό Κομιτάτο. Τη ευθύνη για τον όλο σχεδιασμό της επιχείρησης εισαγωγής του πολεμικού υλικού στη Μακεδονία είχε το προξενείο Θεσσαλονίκης και προσωπικά ο ίδιος ο Λάμπρος Κορομηλάς.
Τα πολεμοφόδια που συγκεντρώνονταν στο ελληνικό βασίλειο προωθούνταν στη μεθόριο, είτε σιδηροδρομικώς, είτε ακτοπλοϊκώς. Αρκετές φορές οι αποστολές συνοδεύονταν για μεγαλύτερη ασφάλεια από Μακεδονομάχους που ακολουθούσαν το ίδιο δρομολόγιο, για να φτάσουν μέχρι τα ελληνοτουρκικά σύνορα. Τα όπλα συγκεντρώνονταν κυρίως στα Τρίκαλα και στη Λάρισα, όσα προορίζονταν για τη δυτική Μακεδονία και για την περιοχή Κατερίνης ή στο Βόλο και στις Σποράδες όταν προορίζονταν για την κεντρική και την ανατολική Μακεδονία. Για την καλύτερη διεκπεραίωση των όπλων και των ανταρτικών ομάδων είχαν τοποθετηθεί στα Τρίκαλα οι αξιωματικοί Οικονομίδης και Λαμπίρης και στο Βόλο ο Μάνος.
Στην αρχή η ανυπαρξία του κατάλληλου δικτύου υποδοχής, οδήγησε τον Κορομηλά να εμπιστευτεί τη διακίνηση του οπλισμού σε Εβραίους λαθρεμπόρους. Τα όπλα όμως δεν έφταναν πάντοτε στον προορισμό τους λόγω προδοσίας και κατάσχεσης των φορτίων από τις οθωμανικές αρχές.
Οι πρώτες δαπανηρές και χρονοβόρες αποτυχίες οδήγησαν τον Κορομηλά στη δημιουργία εντόπιου δικτύου υποδοχής, σε συνεργασία με τις κατά τόπους προξενικές αρχές, και στο σχεδιασμό καλά μελετημένων και ασφαλών δρομολογίων. Στην κεντρική και την ανατολική Μακεδονία η μεταφορά των όπλων γινόταν από τη θάλασσα. Τα παράλια της Μακεδονίας ήταν εκτεταμένα, επομένως η παρακολούθηση και η σύλληψη των εφοδιοπομπών θα ήταν ιδιαίτερα δύσκολη. Οι αποστολές ξεκινούσαν από τα ελληνικά νησιά, κυρίως από τις Σποράδες και από το χωριό Τσάγεζι, στις εκβολές του ποταμού Πηνειού. Έπειτα με καϊκια προωθούνταν στα παράλια της Μακεδονίας. Προσφιλή μέρη για την αποβίβαση των όπλων και των πυρομαχικών ήταν οι εκβολές των ποταμών ή άλλα ερημικά μέρη κοντά σε μεγάλες πόλεις και οι ακτές του Αγίου Όρους.
ΤΥΦΕΚΙΟ MANNLICHER SCHOENAUER |
Τα όπλα μεταφέρονταν προσωρινά από ολιγομελείς ομάδες εντοπίων σε σπίτια, μύλους, αποθήκες, καφενεία και χάνια που βρίσκονταν κοντά στους τόπους αποβίβασης και ανήκαν σε έμπιστους ανθρώπους, μυημένους στον Αγώνα. Στις παραλλαγές αυτές μετείχαν συχνά και υπάλληλοι των ελληνικών προξενείων που ήταν υπεύθυνοι για την ασφαλή παραλαβή των όπλων και τη γρήγορη προώθησή τους στον τόπο του προορισμού τους. Μολονότι η μεταφορά από θαλάσσης θεωρούνταν σε γενικές γραμμές ασφαλής, ωστόσο υπήρχαν περιπτώσεις που η αποβίβαση των πυρομαχικών έπεφτε στην αντίληψη των τουρκικών αρχών, με αποτέλεσμα τη ματαίωση της αποστολής, τη σύλληψη ων μεταφορέων ή στη χειρότερη περίπτωση και των υπαλλήλων των ελληνικών προξενείων.
Η μεταφορά όπλων και πυρομαχικών στη δυτική και στην κεντρική Μακεδονία ήταν πιο δύσκολη εξαιτίας του δύσβατου εδάφους και των εξαρχικών χωριών που παρεμβάλλονταν μεταξύ των άλλων αστικών κέντρων του βορρά και των συνόρων του ελληνικού κράτους. Έτσι, για περισσότερη ασφάλεια, αποφασίστηκε η μεταφορά των πολεμοφοδίων προς τη δυτική και την κεντρική Μακεδονία να γίνεται είτε με εφοδιοπομπές που συνοδεύονταν από ενόπλους Πατριαρχικούς, είτε σιδηροδρομικώς. Στην πρώτη περίπτωση θα αποφεύγονταν τα πεδινά μέρη και θα αξιοποιούνταν η υποστήριξη των νομάδων Βλάχων στα ορεινά. Στη δεύτερη περίπτωση οι αποστολές θα είχαν την υποστήριξη των πολυάριθμων Ελλήνων υπαλλήλων των οθωμανικών σιδηροδρόμων.
Δύο ήταν τα κυριότερα δρομολόγια των εφοδιοπομπών. Το πρώτο, σύμφωνα με το σχέδιο του Κορομηλά, ξεκινούσε από τη Θεσσαλία, περνούσε από την Κατερίνη και διαμέσου των ελληνικών χωριών μεταξύ Κατερίνης και Βέροιας έφθανε στο Βέρμιο, όπου γινόταν η αποθήκευση των όπλων στα πυκνά δάση του βουνού. Το δεύτερο δρομολόγιο θα εξυπηρετούσε τις ανάγκες σε οπλισμό της δυτικής Μακεδονίας. Απόφευγε τα πεδινά και τα εξαρχικά χωριά και περνούσε από τα ελληνικά χωριά Αγιόφυλλο Τρικάλων, Παλαιόκαστρο, Ελεύθερο και Κωσταράζι. Φυσικά, το δρομολόγιο αυτό, όπως και όλα τα άλλα, τροποποιούνταν, άλλοτε λίγο και άλλοτε περισσότερο, ανάλογα με τον τελικό προορισμό των όπλων. Οι μεταφορείς των όπλων ήταν εντόπιοι αγωγιάτες και χωρικοί, που επιφορτίζονταν για το έργο αυτό από τις κατά τόπους εθνικές επιτροπές και τους οπλαρχηγούς.
Εναλλακτική λύση, σε ορισμένες περιοχές της Μακεδονίας, πρόσφερε, όπως αναφέρθηκε το σιδηροδρομικό δίκτυο. Η παρουσία σημαντικού αριθμού Ελλήνων σταθμαρχών και σιδηροδρομικών κίνησης στις γραμμές Μοναστηρίου-Θεσσαλονίκης διευκόλυνε τη μεταφορά όχι μόνο του πολεμικού υλικού, αλλά ακόμη και των ανταρτών μεταμφιεσμένων κατάλληλα σε σιδηροδρομικούς, σε ζωέμπορους και σε χωρικούς.
Σε γενικές γραμμές κρίνοντας από τα αποτελέσματα μπορεί να υποστηριχθεί ότι ο οπλισμός των ελληνικών ανταρτικών σωμάτων και των ντόπιων Πατριαρχικών ήταν πεπαλαιωμένος και κακής ποιότητας, αλλά η μεταφορά και η διακίνηση οπλισμού από το ελληνικό δίκτυο υπήρξε επιτυχημένη. Μετά το 1904 ο εφοδιασμός των ελληνικών σωμάτων ήταν γενικά ικανοποιητικός. Όλα σχεδόν τα χωριά που επιθυμούσαν να εξοπλιστούν εφοδιάστηκαν με τα δέοντα, ενώ παράλληλα δημιουργήθηκαν αποθήκες οπλισμού για την κάλυψη έκτακτων αναγκών. Τα λίγα προβλήματα που εμφανίστηκαν στην πορεία του χρόνου οφείλονταν περισσότερο στις κακές καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν το χειμώνα στη Μακεδονία, παρά στον ανθρώπινο παράγοντα. Οι προδοσίες γενικά ήταν σπάνιες, όπως σπάνιες ήταν και οι περιπτώσεις σύλληψης των μεταφορέων ή της κατάσχεσης των φορτίων από τους Τούρκους, ιδιαίτερα όταν οι Έλληνες παραμέρισαν τους λαθρεμπόρους και ανέλαβαν οι ίδιοι τη μεταφορά του οπλισμού.
ΠΗΓΗ http://www.imma.edu.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου