Η Μικρασιατική Εκστρατεία αποτέλεσε μία
μακρόχρονη αλληλουχία διπλωματικών ζυμώσεων, στρατιωτικών επιχειρήσεων
και πολιτικών εξελίξεων οι οποίες αλληλεπιδρούσαν δυναμικά. Στο επίπεδο
των στρατιωτικών επιχειρήσεων, ο Ελληνικός Στρατός, αν και παρέμεινε
κύριος του πεδίου της μάχης μέχρι την τελική μάχη της Εκστρατείας,
παρουσίασε σοβαρά λάθη και αδυναμίες. Πίσω όμως από τα επανερχόμενα
στρατιωτικά σφάλματα, μπορούν να εντοπιστούν βαθύτερα, συστηματικά
γενεσιουργά αίτια της στρατιωτικής ήττας. Οι βασικοί παράγοντες που
συνδυαστικά προκάλεσαν τη στρατιωτική ήττα υπήρξαν τρεις:
- Οι επιπτώσεις του Εθνικού Διχασμού στο Στράτευμα.
- Η πολιτική διαχείριση του Πολέμου.
- Η υστέρηση του Ελληνικού στρατιωτικού οργανισμού έναντι του αντίστοιχου Τουρκικού.
Ο Εθνικός Διχασμός
Ο Εθνικός Διχασμός του Α’ Παγκοσμίου
Πολέμου είχε βαρύτατες επιπτώσεις στο Σώμα των Ελλήνων αξιωματικών, του
οποίου η επαγγελματική ικανότητα αποτελούσε παράμετρο εξαιρετικής
σημασίας για τον πόλεμο. Οι Έλληνες αξιωματικοί, άλλοι εκόντες – πολλοί
άκοντες, ενεπλάκησαν στη διαμάχη που άγγιξε τα όρια του εμφυλίου
πολέμου. Το κλίμα πολιτικού φατριασμού που κυριάρχησε εκατέρωθεν από το
1916 , οδήγησε σε ευρείες εκκαθαρίσεις που στέρησαν τον Στρατό από
πολλούς ικανούς αξιωματικούς, οι οποίοι εξεδιώχθησαν είτε για
πολιτικούς είτε, συχνά, απλώς για προσωπικούς λόγους, ενώ στους
φανατικούς της κάθε πλευράς παρεισέφρυσαν πολιτικοί καιροσκόποι.
Επιπλέον, το κλίμα αυτό δυσχέρανε την αξιοκρατία μεταξύ των αξιωματικών
που είχαν παραμείνει στις τάξεις του Στρατού. Ως αποτέλεσμα, οι
εκτεταμένες πολιτικές εκκαθαρίσεις επέφεραν μια υποβάθμιση που ο
Ελληνικός Στρατός, που ήταν τότε ακόμη πρόσφατος οργανισμός, δύσκολα θα
απορροφούσε.
Παρά τις εκκαθαρίσεις στις οποίες προέβη,
η βενιζελική παράταξη κατόρθωσε να δημιουργήσει ένα στράτευμα
οπωσδήποτε πολιτικά έμπιστο, αλλά πάντως ικανό, καθώς η ανάπτυξη
στρατιωτικής ισχύος είχε κεντρική σημασία στον πολιτικό της σχεδιασμό.
Μέχρι το 1920 είχε συμπήξει ένα πειθαρχημένο Σώμα Αξιωματικών,
απαλλαγμένο από εμφανώς επαγγελματικώς ανεπαρκή στελέχη, με πρόσθετη
επιμόρφωση και πολύτιμες εμπειρίες από την συμμετοχή στον Α΄ ΠΠ. Όμως
στο περιθώριο παρέμενε η σημαντική μάζα των εκδιωχθέντων από το
βενιζελικό καθεστώς, οι επονομασθέντες “απότακτοι”. Η βενιζελική πλευρά
είχε απομακρύνει πάνω από το 30% του συνόλου αξιωματικών του 1917, ενώ
αντίστοιχος αριθμός βενιζελικών προήχθησαν για να καλύψουν το κενό. Όπως
είναι φανερό, αν ο Βενιζέλος έχανε την εξουσία, η μάζα αυτή των
“αποτάκτων” θα διεκδικούσε πολιτικά την ολική επαναφορά της στον Στρατό
και μάλιστα σε καίριες θέσεις, με προφανείς τους κινδύνους εκτροχιασμού
μια τέτοιας διαδικασίας.
Αυτό ακριβώς συνέβη μετά τις εκλογές του
Νοεμβρίου του 1920. Με την ήττα του Βενιζέλου, περίπου 1.500 πρώην
εκδιωχθέντες αξιωματικοί επανήλθαν στο στράτευμα, άπαντες ως
“αδικημένοι”, χωρίς καμία επαγγελματική αξιολόγηση. Αμέσως μετά
προήχθησαν στους βαθμούς που προηγουμένως είχαν λάβει οι προαχθέντες
βενιζελικοί, χωρίς, όμως, τα τρία και πλέον χρόνια εμπόλεμης υπηρεσίας.
Οι πρώην απότακτοι ανέλαβαν μάλιστα διοικήσεις αντίστοιχες των νέων
βαθμών τους, χωρίς όμως την πολεμική εμπειρία των παραμενόντων και,
κυρίως, χωρίς την απαιτούμενη επανεκπαίδευση. Επρόκειτο για επικίνδυνης
ανευθυνότητας διαχείριση του – όντως μεγάλου – προβλήματος των αποτάκτων
που είχαν δημιούργησαν οι βενιζελικές εκκαθαρίσεις. Επιπλέον, σχεδόν
500 εμπειροπόλεμοι βενιζελικοί αξιωματικοί απομακρύνθηκαν με διάφορους
τρόπους από το στράτευμα, πολλοί μάλιστα παραιτούμενοι οικειοθελώς, μια
απαράδεκτη “πολυτέλεια” εν καιρώ πολέμου. Πολλοί από αυτούς είχαν
πολύτιμη εμπειρία στο μικρασιατικό θέατρο επιχειρήσεων και η
αντικατάστασή τους ήταν πολύ δύσκολη.
Η διαδικασία αυτή “αποκατάστασης των
αδικιών” υπήρξε καταστροφική. Ανεξαρτήτως αριθμών, το βασικό πρόβλημα
υπήρξε η σοβαρή πτώση της ποιότητας του στρατεύματος, καθώς οι μεταβολές
δεν περιορίστηκαν στους ανωτάτους αλλά επεκτάθηκαν και στους ανωτέρους
βαθμούς, επηρεάζοντας το στράτευμα ακόμη και μέχρι το επίπεδο των
ταγμάτων. Οι περισσότεροι νέοι ηγήτορες δεν θα καταφέρουν να
ανταποκριθούν στις πολύ αυξημένες – από το 1921 – επιχειρησιακές
απαιτήσεις της Μικρασιατικής Εκστρατείας.
Ακόμα χειρότερα, μετά τις εκλογές του
Νοεμβρίου, κλονίζονται τόσο η στοιχειώδης αξιοκρατία όσο και η βασική
πειθαρχία, και μάλιστα στα ανώτατα κλιμάκια του στρατού – που
τουλάχιστον για τον ομοιογενή βενιζελικό στρατό ήταν παγιωμένες. Πολλοί
επανελθόντες αξιωματικοί, εξ αιτίας της εύνοιας που απολαμβάνουν και της
πολιτικής οξύτητας, δεν θεωρούν εαυτούς δεσμευμένους από την αυστηρή
στρατιωτική πειθαρχία, με αποτέλεσμα επανειλημμένα κρούσματα απειθαρχίας
κατά τη διεξαγωγή των επιχειρήσεων που δεν πατάσσονται ενώ οδηγούν σε
καταστροφικά επιχειρησιακά αποτελέσματα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα των φαινομένων
της πολιτικής διάβρωσης που επέφερε ο Διχασμός, αποτελεί η αλλαγή του
ίδιου του Διοικητού της Στρατιάς Μικράς Ασίας. Ο ανοικτά βενιζελικός
στρατηγός Παρασκευόπουλος αδυνατεί να επιβληθεί μετά την πτώση του
Βενιζέλου το 1920 και υποβάλει την παραίτησή του, στερώντας έτσι το
Στράτευμα από τις πολυτιμότατες γνώσεις και εμπειρίες του στο
μικρασιατικό πρόβλημα. Παρά την ύπαρξη ικανών αντιβενιζελικών
αξιωματικών, επικεφαλής της Στρατιάς τίθεται ο στρατηγός Παπούλας,
αξιωματικός εμπειρικής στρατιωτικής παιδείας, χωρίς επαρκή στρατιωτική
μόρφωση και εμπειρία στη διοίκηση μεγάλων κλιμακίων. Το αποτέλεσμα είναι
ότι στο κρισιμότερο στάδιο της εκστρατείας, στις μεγάλες μάχες του
1921, ο Διοικητής της ΣΜΑ ηγείται χωρίς να έχει προσωπική άποψη για τα
επιτελικά προβλήματα που ανακύπτουν και εξαρτάται απολύτως από τους
επιτελείς του. Αυτοί όμως με την σειρά τους, έχουν μετατραπεί σε
“καμαρίλα” ανεξέλεγκτων και αλληλοϋποβλεπόμενων συμβούλων που αδυνατούν
να λειτουργήσουν ως αποτελεσματικός μηχανισμός. Η ηγεσία αυτή
αποτυγχάνει κατ΄ εξακολούθησιν αλλά δεν αντικαθίσταται.
Η πολιτική διαχείριση του Πολέμου
Λόγω της μακράς χρονικής διάρκειας της
Μικρασιατικής Εκστρατείας, που υπερέβη τα τρία έτη, η πολιτική της
διαχείριση, δηλαδή η εναρμόνισή των στρατιωτικών σκοπών, των πολεμικών
επιχειρήσεων και της συνολικής στρατιωτικής πολιτικής με τις διεθνείς
και εσωτερικές πολιτικές, διπλωματικές, οικονομικές εξελίξεις
αποδείχτηκε κρίσιμη. Ο στόχος αυτός δεν επετεύχθη, και η αστοχία αυτή
υπήρξε πολύ εντονότερη μετά τον Νοέμβριο του 1920. Για να γίνει αυτό
κατανοητό, θα πρέπει να επισημανθούν ορισμένα βασικά στοιχεία της
Μικρασιατικής Εκστρατείας:
Η Ελλάδα αποβιβάστηκε στη Μικρά Ασία το
1919 ως εντολοδόχος της Συμμαχίας που νίκησε την Οθωμανική Αυτοκρατορία,
μετά από συστηματική προσπάθεια του Ελ. Βενιζέλου. Οι Οθωμανοί, που
είχαν καμφθεί μόλις πριν από τη λήξη του Α’ ΠΠ, δεν είχαν παραδοθεί άνευ
όρων αλλά υπέγραψαν ανακωχή, εν αναμονή της οριστικής διευθετήσεως της
ειρήνης. Τη στιγμή εκείνη η οθωμανική στρατιωτική ισχύς είχε υποστεί
βαρύτατα πλήγματα, όμως δεν είχε εξαλειφθεί, καθώς, ειδικά στον Καύκασο,
υπήρχε σημαντικός όγκος αξιόμαχων δυνάμεων, και μάλιστα νικηφόρων κατά
την τελευταία φάση του πολέμου. Παράλληλα, οι όροι της ανακωχής και η
εφαρμογή τους δεν έθιγαν τον βασικό οργανισμό του οθωμανικού στρατού
παρά μειώναν μόνον τον αριθμό υπηρετούντων ανδρών και όπλων. Οι Σύμμαχοι
δεν είχαν διάθεση να προχωρήσουν στο αχανές εσωτερικό της Ανατολίας για
να επιβλέψουν πλήρως την αποστράτευσή του, αλλά αρκούνταν στην αποστολή
ολιγομελών τμημάτων για την τήρηση των όρων της ανακωχής και φρούρηση
σημείων ιδιαίτερης σημασίας. Ταυτόχρονα, η λήξη του πολέμου σήμανε
αφ΄ενός τη ραγδαία αποστράτευση των δυνάμεων της Συμμαχίας, αφ΄ετέρου
την εντονότατη απροθυμία τους να εμπλακούν σε νέους αγώνες.
Η αρχική απροθυμία των Συμμάχων – που
σταδιακά τρέπεται σε αδυναμία – να επιβάλουν την ειρήνη, συμπίπτει με τη
σταδιακή ενίσχυση των τουρκικών εθνικιστικών προσπαθειών, υπό τον
Κεμάλ, να ελέγξουν πολιτικά και να ανασυντάξουν τον Οθωμανικό στρατό. Το
αποτέλεσμα είναι μακρόσυρτες διαπραγματεύσεις όπου επιχειρείται από τη
μία να συμβιβαστούν οι εντεινόμενοι ενδοσυμμαχικοί ανταγωνισμοί και από
την άλλη να επιτευχθεί συμφωνία αποδεκτή από την κυβέρνηση του Σουλτάνου
που πιέζεται από τους κεμαλικούς. Αυτή η τελευταία απαίτηση (ή ελπίδα)
οδηγεί τους Συμμάχους να αποτρέπουν την Ελλάδα, από οποιαδήποτε
αποφασιστική ενέργεια εναντίον των τουρκικών δυνάμεων, ενώ το κεμαλικό
κίνημα σταθερά ισχυροποιείται. Η ελληνική κυβέρνηση υπακούει με δυσφορία
στην αναστολή δράσης, αφ΄ενός μεν γιατί βρίσκεται στην Μ. Ασία με
έγκριση των Συμμάχων, αφ΄ ετέρου δε γιατί θεωρεί πως τυχόν σύγκρουση με
τη Συμμαχία θα τερματίσει καταστροφικά την εκστρατεία. Η υποχρεωτική
αυτή αναστολή φτάνει τερματίζεται τον Ιούνιο του 1920 με την ελληνική
προέλαση προς Ουσάκ, Πάνορμο και Προύσα και επίσης με την κατάληψη της
Ανατολικής Θράκης – κατόπιν βρετανικού αιτήματος. Τον Ιούλιο του 1920,
υπογράφεται η Συνθήκη Ειρήνης των Σεβρών.
Ο Βενιζέλος και η ελληνική στρατιωτική
ηγεσία, ήδη από την άνοιξη του 1920, αντιλαμβάνονται ότι η κατάσταση
έχει αλλάξει και το αρχικό σχέδιο να επιτευχθεί ελληνική κυριαρχία σε
μία ευρεία περιοχή πέριξ της Σμύρνης ως αποτέλεσμα της οθωμανικής ήττας,
δεν έχει επιτευχθεί. Γνωρίζουν, όπως γνωρίζουν και όλοι οι Σύμμαχοι,
ότι απαιτείται μια αποφασιστική εκστρατεία προς Ανατολάς για την
καταστροφή των αυξανόμενων κεμαλικών δυνάμεων. Γνωρίζουν επίσης ότι το
εγχείρημα αυτό αποτελεί αγώνα εναντίον του χρόνου, γιατί πρέπει να
επιτευχθεί όσο η Ελλάς έχει (ή μπορεί να επιτύχει) στρατιωτική υπεροχή,
καθώς η κεμαλική ισχύς αυξάνεται συνεχώς και ποικιλοτρόπως. Η αναμονή
των εκλογών του Νοεμβρίου παγώνει τις εξελίξεις, αν και ο Βενιζέλος
συνεχίζει να κινείται διπλωματικά ώστε στην σχεδιαζόμενη μεγάλη επίθεση
προς Ανατολάς, να έχει την βρετανική υλική υποστήριξη. Πιθανώς μάλιστα η
επιθυμία για εσωτερική πολιτική στήριξη στην εκστρατεία αυτή, να τον
οδήγησε στην απόφαση να κηρύξει τις εκλογές του Νοεμβρίου, ελπίζοντας
φυσικά να τις κερδίσει χάρις και στην επιτυχία της Συνθήκης των Σεβρών.
Οι εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 οδηγούν
τη διεύθυνση της Εκστρατείας σε κατάσταση πλήρους συγχύσεως και
παλινωδιών. Η κυβέρνηση παραπαίει ανάμεσα στις προεκλογικές διακηρύξεις
για αποστράτευση και απεμπλοκή, τη στασιμότητα λόγω της αρχικής της
άγνοιας της κατάστασης, και τον πειρασμό να συμμετάσχει στη δόξα της
“Ελλάδας των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών”. Δεν συμπτύσσεται στην
περιοχή της Σμύρνης, ούτε απεμπλέκεται από τη Μικρασία, αλλά και δε
θέλει να προχωρήσει ανατολικά. Η αρχική αμηχανία εκδηλώνεται με μια
περιορισμένη και άτολμη επιχείρηση, τον Δεκέμβριο του 1920 κι όταν αυτή
δίνει το σαφές και δυσάρεστο μήνυμά της, ο Γούναρης εξαναγκάζεται στις
ευρύτερες επιχειρήσεις του Μαρτίου του 1921. Αυτές όμως διεξάγονται με
ανεπαρκείς δυνάμεις, αφού η κυβέρνηση πείθεται πολύ αργά να προβεί στην
επιστράτευση νέων κλάσεων. Η αποτυχία οφείλεται και στην εντυπωσιακή
αδυναμία στη σχεδίαση των επιχειρήσεων, σκληρή υπόμνηση της αποτυχίας
των αλλαγών στο στράτευμα που έκανε το νέο καθεστώς. Συνέπεια της
αποτυχίας είναι η νέα, κρίσιμη απώλεια χρόνου και ενίσχυση του κεμαλικού
στρατού. Νέα μεγαλύτερη προσπάθεια, με τις επιθετικές επιχειρήσεις του
Ιουνίου 1921, οδηγεί στην κατάληψη των σημαντικών κέντρων Εσκί Σεχίρ και
Αφιόν Καραχισάρ, αλλά ο βασικός στόχος, η συντριβή του τουρκικού
στρατού, δεν επιτυγχάνεται. Η υπεροχή της τουρκικής ηγεσίας έναντι της
ελληνικής στον σχεδιασμό και την εκτέλεση των επιχειρήσεων γίνεται πάλι
καταφανής. Η αποτυχία σημαίνει ότι θα πρέπει να αναληφθεί και νέα
προσπάθεια για την κατάληψη της Άγκυρας, αλλιώς η Ελλάς περιέρχεται σε
στρατηγικό αδιέξοδο, γιατί αν δεν κατανικήσει τον Κεμάλ, όλοι απαιτούν
να αποχωρήσει από τη Μικρασία. Η κυβέρνηση πιέζει να αναληφθεί η νέα,
παρακινδυνευμένη προσπάθεια άμεσα, χωρίς την απαραίτητη για
επιχειρησιακούς λόγους ενίσχυση του εφοδιασμού, επειδή τον Σεπτέμβριο
θέλει να προχωρήσει σε αποστράτευση. Όμως στις επιχειρήσεις του
Αυγούστου στον Σαγγάριο ποταμό, ο κεμαλικός στρατός έχει ήδη ενισχυθεί
και η επιχείρηση τελικά αποτυγχάνει με βαριές απώλειες, ενώ καταφαίνεται
και πάλι η ανεπάρκεια της ηγεσίας.
Οι διαδοχικές αποτυχίες οδηγούν σε
αδιέξοδο και τέλμα. Αντί για την ταχεία αποστράτευση που ευαγγελιζόταν, η
κυβέρνηση τηρεί υπό τα όπλα στο βάθος της Ανατολίας 200.000 άντρες,
στους οποίους δε μπορεί να προσφέρει ελπίδα απεμπλοκής. Το αδιέξοδο θα
οδηγήσει σε εκτός πραγματικότητας σχέδια για την κατάληψη της
Κωνσταντινούπολης, καθώς και στην πτώση του ηθικού του στρατού, που
επιτείνεται από την ευρεία φυγοστρατεία και λιποταξία, με τη σιωπηρή
συνενοχή του καθεστώτος.
Συνοψίζοντας, από τον Νοέμβριο του 1920 η
πολιτική διαχείριση της Μικρασιατικής Εκστρατείας ευθύνεται για την
αποτυχία να αναπτυχθεί η επαρκής – αλλά εφικτή – στρατιωτική ισχύς που
ήταν απαραίτητη για να επιτύχει το στρατιωτικό εγχείρημα προς Ανατολάς
και να επιτευχθεί ο δύσκολος – αλλά εφικτός – στόχος που είχε τεθεί: ο
σταθερός πολιτικός έλεγχος της Δυτικής Μικράς Ασίας.
Η υστέρηση του ελληνικού στρατιωτικού οργανισμού έναντι του αντίστοιχου τουρκικού
Το Ελληνικό Κράτος μέχρι τις αρχές του 20ου
αιώνα δεν διαθέτει σοβαρό στρατιωτικό οργανισμό, όπως υπενθυμίζει
οδυνηρά η επονείδιστη ήττα του 1897. Αφετηρία συγκρότησής του Στρατού σε
σύγχρονες βάσεις αποτέλεσε η προσπάθεια της κυβέρνησης Θεοτόκη, από το
1904. Το Κίνημα στο Γουδί και οι Βαλκανικοί Πόλεμοι έδωσαν ώθηση στην
ανάπτυξη του, όμως οι σχετικά εύκολες νίκες που πέτυχε έναντι
ασθενεστέρων Τουρκικών δυνάμεων απέκρυψαν τις αδυναμίες και δημιούργησαν
ψευδαίσθηση γενικής υπεροχής. Η ανάπτυξη διακόπηκε πολύ γρήγορα εξ
αιτίας του Α’ ΠΠ και του Εθνικού Διχασμού. Η ισχυρή δύναμη που
συγκροτήθηκε το 1918 στο Μακεδονικό Μέτωπο διοικήθηκε κατά βάση από τους
Συμμάχους και έλαβε μέρος περισσότερο σε δευτερεύουσες επιχειρήσεις, με
αποτέλεσμα η αποκτηθείσα επιτελική εμπειρία να είναι μικρή, κι
επιπλέον, να προέρχονται από ένα στατικό και περιορισμένο μέτωπο, ενώ
στη Μικρασία επρόκειτο να διεξαχθεί αγώνας ευρέων κινήσεων σε
αναπεπταμένα εδάφη.
Το 1919 ο ΕΣ ήταν ακόμη ένας ανώριμος
οργανισμός. Η βασική του αδυναμία ήταν η απουσία αρκετών επιτελών
εκπαιδευμένων σε σχολές πολέμου και σχετική εμπειρία, με αποτέλεσμα την
αδυναμία των διοικήσεων και επιτελείων να σχεδιάσουν και να διευθύνουν
αποτελεσματικά επιχειρήσεις σε επίπεδο στρατιάς-σώματος
στρατού-μεραρχίας. Επίσης προβλήματα δημιουργούσαν η δυσκίνητη σύνθεση
των σχηματισμών, η ανεπάρκεια του πυροβολικού, η μικρή δύναμη του
ιππικού και η προσκόλληση στο συγκεντρωτικό γαλλικό δόγμα.
Από την άλλη, ο νέος τουρκικός στρατός
που οργάνωσε ο Κεμάλ στηρίχθηκε στον Οθωμανικό στρατό με τη μεγάλη
πολεμική του παράδοση. Στις μεγάλες εκσυγχρονιστικές προσπάθειες που
κατέβαλαν οι σουλτάνοι κατά το 19ο αιώνα περιλαμβάνεται η
ίδρυση σύγχρονων στρατιωτικών σχολών. Ήδη από το 1843 ιδρύεται στην
Κωνσταντινούπολη ανωτέρα ακαδημία πολέμου που το 1882 αναβαθμίζεται
σοβαρά κατά το πρότυπο της Βερολινείου Ακαδημίας Πολέμου. Συγκριτικά, η
Ελλάδα θα αποκτήσει σχολή πολέμου μόλις το 1925. Η πολεμική δράση των
Οθωμανών στους Βαλκανικούς Πολέμους και κυρίως στον Α’ ΠΠ, ασύγκριτα
μεγαλύτερη από την ελληνική, παρά τα γενικώς δυσμενή αποτελέσματά της,
προσφέρει στον Οθωμανικό στρατό πολύ μεγάλη εμπειρία, που θα αποδειχτεί
κρίσιμη. Από το 1,5 εκατομμύριο στρατό του Α’ ΠΠ με τις 7 στρατιές, οι
Τούρκοι επιλέγουν με αυστηρά κριτήρια τους ικανότερους αξιωματικούς για
ένα στρατό που στο απόγειο του δεν ξεπερνά τους 200.000 άνδρες. Όλοι
τους σχεδόν είναι μικρής, ενώ το Σώμα των Τούρκων αξιωματικών έχει
αξιοσημείωτη ιδεολογική και πολιτική ομοιογένεια. Οι διοικητές των
Σωμάτων Στρατού είναι συνταγματάρχες και οι μέραρχοι αντισυνταγματάρχες.
Διαθέτουν ξεχωριστό επίλεκτο σώμα επιτελών αξιωματικών, αποφοίτων της
ακαδημίας πολέμου της Κωνσταντινούπολης. Υιοθετούν ελαφριά σύνθεση
σχηματισμών που τους προσδίδει μεγάλη ευκινησία και τους επιτρέπει να
εκτελούν βαθιές εισχωρήσεις, ευρείς ελιγμούς και υποχωρητικές μάχες.
Διαθέτουν ισχυρό πυροβολικό και πολυάριθμο ιππικό που χρησιμοποιούν ως
ιπποκίνητο πεζικό καθώς και στρατονομικό σώμα που πατάσσει κάθε
ανυπακοή.
Τα αποτελέσματα της διαφοράς αυτής
φαίνονται στην πράξη: ο Ελληνικός Στρατός, σε αντίθεση με την Τουρκική,
υποπίπτει συστηματικά σε κρίσιμα λάθη: υποτίμηση του αντιπάλου,
υποτίμηση των απαραίτητων δυνάμεων για δεδομένες αποστολές, κακός
συντονισμός, μη τήρηση εφεδρειών, αποτυχία να γίνουν αντιληπτές κρίσιμες
ευκαιρίες, άκαμπτα σχέδια, υπερτίμηση της κατοχής εδάφους έναντι της
καταστροφής του εχθρού.
Η Στρατιά θα αγγίξει επανειλημμένως τη νίκη, αλλά δε θα την επιτύχει.
“Του πολέμου καιροί ου μενετοί”.
Είναι για κλάματα.Πάντα το ίδιο συμβαίνει:οι Έλληνες διχάζονται και χάνουν τα πάντα.
ΑπάντησηΔιαγραφή