Παρασκευή 19 Ιουνίου 2015

ΤΟ ΤΥΦΕΚΙΟ KROPATSCHEK ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ


                         ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΤΥΦΕΚΙΟΥ

        ΣΤΟΙΧΕΙΑ                                                       ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ
1. Διαμέτρημα                                                                   11 χιλ.
2. Σύστημα λειτουργίας                                              Επαναληπτικό,
                                    με κινητό ουραίο και κυλινδρικό γεμιστήρα κάτω  από την κάνη
3. Χωρητικότητα γεμιστήρα                               7 φυσίγγια (1+1= 9)            
4. Μήκος όπλου                                                               1.24μ.
5. Μήκος κάνης                                                                0.72μ.
6. Βάρος όπλου                                                  4.4Kgr (4.7Kgr) γεμάτο
7. Ραβδώσεις                                               4 αριστερόστροφες, με βήμα 0.55μ.         
8. Κλισιοσκόπιο                                                               1800μ.      
9. Αρχική ταχύτητα                                                       430- 455μ/δ                        






                   




                        ΓΕΝΙΚΑ ΓΙΑ ΤΟ ΤΥΦΕΚΙΟ



   Η παρουσίαση από τους Ρώσους στη Μαύρη Θάλασσα, κατά τον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1877-1878 ενός τορπιλοβόλου - πυρπολικού σκάφους, έκανε τους Γάλλους να αναζητήσουν για το Ναυτικό τους, το οποίο μέχρι τότε χρησιμοποιούσε το τυφ. Chassepot υποδ 1866 ένα επαναληπτικό όπλο, με το οποίο θα μπορούσαν να αποκρούσουν από μικρή απόσταση επιθέσεις από τέτοια σκάφη. Κατά το σχετικό διαγωνισμό προκρίθηκε το επαναληπτικό τυφέκιο του Αυστριακού συν/χη πυ/κου Alfred von Kropatschek (1838-1911), το οποίο ήταν μία τροποποίηση του τυφ. Gras υποδ 1874, με την προσθήκη στο ξυστό, κάτω από την κάνη, ενός κυλινδρικού γεμιστήρα (σωληνοειδούς αποθήκης), κατά το πρότυπο του αμερικανικού τυφ. Winchester υποδ 1866.
   Το τυφέκιο αυτό, παρότι έγινε αποδεκτό από το Γαλλικό Ναυτικό στις 28.6.1878, απορρίφθηκε από τον Γαλλικό Στρατό, με το επιχείρημα ότι ο επαναληπτικός μηχανισμός και το ελατήριο του γεμιστήρα, μετά από συνεχή χρήση, θα μπορούσαν να δημιουργήσουν προβλήματα στο χειριστή του. Με το τυφέκιο αυτό, η Γαλλία γινόταν η πρώτη ΜΔ που το Ναυτικό της θα οπλιζόταν με επαναληπτικό τυφέκιο. Οι γαλλικές οπλοβιομηχανίες την εποχή εκείνη ήταν απασχολημένες και δεν μπορούσαν ν' ανταποκριθούν στις προθεσμίες που είχε θέσει το Γαλλικό Ναυτικό, γιαυτό και το τυφέκιο αυτό κατασκευάστηκε από την αυστριακή βιομηχανία Steyr.
   Η εισαγωγή του τυφ. Kropatschek στο Γαλλικό Ναυτικό ώθησε τη Γερμανία να επισπεύσει την παραδοχή επαναληπτικού τυφεκίου για τον Στρατό της και το 1884 εισήχθη το επαναληπτικό τυφέκιο Mauser υποδ. 1871/84, διαμ. 11 χιλ (11x60R). Αυτό ήταν η τροποποίηση του βασικού, μονοβόλου τυφ Mauser υποδ. 1871, διαμ. 11 χιλ., με την προσθήκη κυλινδρικού γεμιστήρα στο ξυστό, κάτω από την κάνη, όπως ακριβώς είχε γίνει και στο τυφ. Kropatschek, ως μεταβατικό, επαναληπτικό τυφέκιο, μέχρι την οριστική εισαγωγή του τυφ. Lebel υποδ. 1886, που άνοιξε νέους ορίζοντες στον τομέα των φορητών όπλων. Το μεταβατικό αυτό τυφέκιο ονομάστηκε "υποδ. 1884" (fusil Mle 1884) ή "Γαλλικό Kropatschek", γιατί η κατασκευή του έγινε από την γαλλική οπλοβιομηχανία.



Η πορεία του τυφεκίου Kropatschek στην Ελλάδα.




   Στα τέλη της δεκαετίας του 1870, το Ναυτικό είχε ήδη οπλισθεί με τυφ. Gras υποδ. 1874, όπως και ο Στρατός. Μετά την εισαγωγή, όμως, του 7σφαιρου επαναληπτικού τυφ. Kropatschek υποδ. 1878, διαμ. 11 χιλ., από το Γαλλικό Ναυτικό, μικρός αριθμός τέτοιων όπλων αγοράστηκε από την Ελλάδα και χορηγήθηκε στο Ναυτικό, για τους ίδιους λόγους που είχε γίνει παραδεχτό από το Γαλλικό Ναυτικό.
   Παρότι είναι βεβαία η εισαγωγή του όπλου αυτού στο Ναυτικό και μνημονεύεται στα βιβλία των αξ/κων - καθηγητών της ΣΣΕ Ν. Ζορμπά (1885), Π. Δαγκλή (1893) και Γ. Σολιώτου (1904), εν τούτοις πουθενά δεν υπάρχουν στοιχεία που δίνουν περισσότερες πληροφορίες για το θέμα αυτό. Βέβαια είναι, επίσης, όπως προκύπτει από τα αρχεία της Steyr, ότι ποτέ δε δόθηκε στην ελληνική παραγγελία για την κατασκευή τέτοιων όπλων, οπότε, τα όπλα που προμηθεύτηκε η Ελλάδα, το πιθανώτερο να προέρχονταν, είτε από πλεονάσματα της γαλλικής παραγγελίας, είτε από μεταπώληση από τη Γαλλία. Αξίζει να σημειωθεί, ότι το 1878, το σύνολο της δυνάμεως του Ναυτικού ήταν 1.983 άνδρες και συνεπώς ο αριθμός των τυφ. Kropatschek που αγοράστηκαν, μπορεί να ήταν και μικρότερος από τον αριθμό αυτό, αφού το Ναυτικό είχε πρόσφατα εξοπλιστεί με τυφ. Gras υποδ. 1874. Ίσως αυτός να είναι και ο λόγος της πλήρους αγνοήσεως του γεγονότος αυτού από τους συγγραφείς και την βιβλιογραφία. Ως τελευταίο στοιχείο περί της διελεύσεως των όπλων Kropatschek από την Ελλάδα θα πρέπει να θεωρηθεί η ύπαρξη τριών τέτοιων όπλων στο Πολεμικό Μουσείο Αθηνών και στη Σαρόγλειο Συλλογή, εκ των οποίων μόνον ένα είναι αυστριακής κατασκευής, ενώ τα άλλα δύο γαλλικής, 2 στο Μουσείο της ΣΣΕ και 2 στη ΣΝΔ.

ΠΗΓΗ:  ΧΡΗΣΤΟΥ Ζ. ΣΑΖΑΝΙΔΗ "ΤΑ ΟΠΛΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ" ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1995.    

Δευτέρα 1 Ιουνίου 2015

ΚΑΣΤΡΟ ΜΥΡΙΝΑΣ (ΛΗΜΝΟΣ)


Το Φρούριο της Μύρινας είναι κτισμένο σε βραχώδη και απόκρημνη χερσόνησο, πάνω από τη Μύρινα την πρωτεύουσα τα της Λήμνου, και επικοινωνεί με την ξηρά μόνο από τα ανατολικά. Είναι το μεγαλύτερο κάστρο του Αιγαίου.
Το κάστρο κατασκεύασαν οι Βενετοί διατηρώντας τμήματα προγενέστερης φάσης βυζαντινής περιόδου (αρχές 12ου αι). ΟΙ Βυζαντινοί είχαν κτίσει το κάστρο πάνω σε αρχαία ακρόπολη.
Η σημερινή δομή και διάταξη οφείλεται στους Γενουάτες Gattilusi που το αναδιαµόρφωσαν (15ος αι.) καθώς και στις μεταγενέστερες επεμβάσεις Βενετών και Τούρκων. 



Τοποθεσία & Στρατηγική Σημασία

Το κάστρο είναι σε μια βραχώδη και δυσπρόσιτη χερσόνησο ύψους 120 μέτρων περίπου που εποπτεύει δύο όρμους και το εξαιρετικό φυσικό λιμάνι της Μύρινας. Η ίδια η Λήμνος είναι σε στρατηγικό σημείο ευρισκόμενη κοντά στην είσοδο των Δαρδανελίων και επί της θαλασσίας οδού από τη Μικρά Ασία προς τη Βαλκανική χερσόνησο.


Το Όνομα του Κάστρου

Η Μύρινα πήρε το όνομά της από τη Μύρινα, κόρη του βασιλιά της Ιωλκού Κρηθέα και συζύγου του πρώτου βασιλιά της Λήμνου, του Θόαντα.
Το όνομα αυτό ξεχάστηκε με τον καιρό και από τα ύστερα βυζαντινά χρόνια μέχρι τα μέσα του εικοστού αιώνα η πόλη ονομαζόταν απλά «Κάστρο».
Στην Ενετοκρατία ονομαζόταν και «Παλαιόκαστρον», σε αντιδιαστολή με τα νεόκτιστα κάστρα του Κότσινου και του Μούδρου (από τα οποία παρεμπιπτόντως δεν σώζεται σχεδόν τίποτα).

Η ονομασία Paleocastro αναφέρεται από διάφορους περιηγητές (και στους χάρτες του Piri Reis, 1521) μέχρι και τον 17ο αιώνα.
Τελικά φαίνεται πως και το «Παλιόκαστρο» ξεχάστηκε και παρέμεινε το «Κάστρο» σκέτο. Μέχρι το 1955, οπότε στην πόλη ξαναδόθηκε επισήμως το αρχαίο της όνομα «Μύρινα».

Ιστορία

Στο σημείο όπου υπάρχει το κάστρο υπήρχε αρχαία ακρόπολη με κυκλώπεια τείχη, πιθανότατα από τον 13ο αιώνα π.Χ.. Την εποχή εκείνη το νησί το είχαν αποικίσει οι Μινύες, ελληνικό προϊστορικό φύλο από τη Βοιωτία. Στη Λήμνο διαδραματίστηκε και μια από τις πιο ενδιαφέρουσες περιπέτειες της αργοναυτικής εκστρατείας (βλ. παρακάτω).
Τον 8ο π.Χ. αιώνα η Λήμνος κατακτήθηκε από Πελασγούς που είχαν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν την Αττική. Έμειναν εκεί μέχρι το 511 π.Χ. και στο διάστημα αυτό ενίσχυσαν την οχύρωση σε βαθμό που να δικαιολογεί την αναφορά για πελασγική ακρόπολη στη Μύρινα. Στη συνέχεια η Λήμνος καταλήφθηκε για λίγο από τους Πέρσες και μετά από Αθηναίους, Μακεδόνες και Ρωμαίους.
Το μεσαιωνικό κάστρο, σε μια πρώιμη μορφή, κτίστηκε στις αρχές του 12ου αιώνα και οι οχυρώσεις του ενισχύθηκαν το 1185 από τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Α΄ Κομνηνό. Για την κατασκευή του χρησιμοποιήθηκε ό,τι υλικό είχε απομείνει από την αρχαία ακρόπολη, η οποία έτσι εξαφανίστηκε.
Η σημερινή μορφή του ανάγεται στο 1207, όταν ο Ενετός Φιλόκαλος Ναβιγκαγιόζο (Filocalo Navigajoso), Μεγάλος Δούκας της Λήμνου από το 1207 έως το 1214, ανακατασκεύασε το κάστρο. Μετά την άλωση του 1204, ο Λατίνος αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης Βαλδουίνος είχε αναθέσει την κατάκτηση των νησιών του Αιγαίου στους Ενετούς. Για τη Λήμνο, η αποστολή αυτή ανατέθηκε στην επιφανή οικογένεια των Navigajoso που την έφεραν σε πέρας το 1207, οπότε άρχισε η περίοδος της Ενετοκρατίας για το νησί που έγινε Μεγάλο Δουκάτο.

Τυπικά η Λήμνος δεν ανήκε στη Βενετία. Ο Φιλόκαλος υπήγαγε το νησί στον Λατίνο αυτοκράτορα, όπως είχε συμφωνηθεί, και εκείνος του απένειμε τον τίτλο του Μεγάλου Δούκα της Λήμνου. Τον τίτλο αυτό είχαν όλοι οι ηγεμόνες του νησιού επί 70 χρόνια, ως το τέλος της Eνετοκρατίας. Οι Μεγάλοι Δούκες της Λήμνου είχαν ως έδρα το Κάστρο της Μύρινας.

Ο ιδρυτής του δουκάτου Φιλόκαλος ενίσχυσε την άμυνα του νησιού ισχυροποιώντας τα φρούρια και τα κάστρα της. Μετά το θάνατό του, το 1214, τον τίτλο και το μισό του νησιού κληρονόμησε ο γιος του Λεονάρδος, που είχε ως έδρα την πρωτεύουσα Παλαιόκαστρο (Μύρινα). Το υπόλοιπο μοιράστηκαν οι δυο θυγατέρες του Φιλόκαλου και οι γαμπροί του, παίρνοντας από ένα τέταρτο με έδρες τα δυο άλλα σημαντικά κάστρα της Λήμνου.

Ο Λεονάρδο Ναβιγκαγιόζο είναι εκείνος που ισχυροποίησε το κάστρο και το κράτησε υπό την κυριαρχία του επί 45 χρόνια, μέχρι το 1260. Τον διαδέχθηκε ο γιος του Παύλος.

Το Μεγάλο Δουκάτο της Λήμνου κατέλυσε ο βυζαντινός ναύαρχος Λικάριος την περίοδο 1276-78. O Λικάριος (Licario ή Ικάριος κατά τους Βυζαντινούς) ήταν περιβόητος Φράγκος ιππότης από την Εύβοια στην υπηρεσία των Βυζαντινών για λογαριασμό των οποίων είχε ανακτήσει πολλά εδάφη και νησιά. Του είχε απονεμηθεί προκαταβολικά από τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Μιχαήλ Παλαιολόγο ο τίτλος του Μεγάλου Δούκα της Λήμνου, ώστε να έχει επιπλέον κίνητρο.





Ο Λικάριος έγινε εύκολα κύριος των άλλων δύο φρουρίων του νησιού, του Μούδρου και του Κότσινου και στη συνέχεια πολιόρκησε τη Μύρινα, όπου αμύνθηκε σθεναρά ο Μέγας Δούκας Παύλος Ναβιγκαγιόζο με 700 άνδρες αρνούμενος να παραδοθεί ή να εξαγοραστεί. Το επόμενο έτος 1277 ο Παύλος πέθανε ξαφνικά, αλλά η άμυνα συνεχίστηκε με επικεφαλής τη χήρα του.

Τελικά, το 1278, η χήρα αποφάσισε να παραδοθεί και αποσύρθηκε στην Εύβοια, ενδεχομένως έπειτα από συμφωνία, αφήνοντας το Παλαιόκαστρο στους Βυζαντινούς.

Μετά από αυτό, η Λήμνος παρέμεινε Βυζαντινή κτήση μέχρι το 1453. Στο διάστημα αυτό έπαιξε σημαντικό ρόλο στους εμφύλιους πολέμους του Βυζαντίου. Το 1361, το κάστρο επισκευάστηκε κατ’ εντολήν του αυτοκράτορα Ιωάννη Ε' Παλαιολόγου.

Μετά την Άλωση, τη Λήμνο την πήραν οι Γατελούζοι, οι Γενοβέζοι ηγεμόνες της Λέσβου, οι οποίοι φαίνεται ότι εκμεταλλεύτηκαν την ενασχόληση των Τούρκων με την κατάκτηση της ηπειρωτικής Ελλάδας. Την ηγεμονία ανέλαβε ο Νικολό Γατελούζος ο οποίος ήταν αδελφός του άρχοντα της Λέσβου και, προφανώς, μεγάλη "λέρα". Το 1458 εκθρόνισε τον αδελφό του και στη συνέχεια πουλούσε προστασία στους κατοίκους των μικρο-ασιατικών παραλίων από τους πειρατές. Επιπλέον ήταν αλαζονικός και τυραννικός και προκάλεσε την εξέγερση των κατοίκων της Λήμνου, που αναγκάστηκαν να ζητήσουν την επέμβαση του Τούρκου σουλτάνου Μωάμεθ Β’ (του Πορθητή).




Οι Τούρκοι που ούτως ή άλλως ήθελαν να διώξουν τους Γενουάτες από το Αιγαίο, πολιόρκησαν το κάστρο το 1462 και το κυρίευσαν. Την ίδια χρονιά κατέλαβαν και τη Λέσβο. Ο Νικολό απαγχονίστηκε στην Κωνσταντινούπολη με την χορδή ενός τόξου. Ο σουλτάνος δώρισε τη Λήμνο στον Δημήτριο Παλαιολόγο, τον φιλότουρκο αδελφό του Θωμά, του τελευταίου νόμιμου δεσπότη του Μυστρά.

Ο Δημήτριος είχε έδρα την Αίνο της Αν. Θράκης (απέναντι από την Αλεξανδρούπολη) και δεν φαίνεται να ασχολήθηκε ιδιαίτερα. Έτσι το 1464 η Λήμνος περιήλθε ξανά στους Ενετούς. Το 1476 οι Τούρκοι προσπάθησαν να ανακαταλάβουν το κάστρο και το νησί, αλλά χάρη στη γενναία αντίσταση Ενετών και Ελλήνων, δεν τα κατάφεραν. Το 1479 όμως οι Ενετοί το παρέδωσαν στους Τούρκους, μετά τη συνθηκολόγηση στο τέλος του πρώτου Ενετο-Τουρκικού πολέμου.

Οι Ενετοί διέκοψαν την τουρκοκρατία ξανά, για πολύ λίγο το 1656, μετά από τη μεγάλη νίκη τους στη μάχη των Δαρδανελίων στον 6ο Ενετο-Τουρκικό πόλεμο. Ένα χρόνο μετά όμως, το 1657, οι Τούρκοι επικράτησαν σε μια νέα μάχη στα Δαρδανέλια και ξαναπήραν το κάστρο μετά από πολιορκία 36 ημερών.








Στα Ορλωφικά, το 1770, το κάστρο πολιορκήθηκε από το Ρωσικό στόλο υπό τον κόμητα Ορλώφ. Οι Ρώσοι βομβάρδισαν το κάστρο που υπέστη τότε πολύ σοβαρές ζημιές. Ο Ορλώφ πέτυχε την παράδοση του νησιού, αλλά λίγο πριν αυτή ολοκληρωθεί, αποβιβάστηκε στο νησί τουρκική δύναμη υπό τον Χασάν Γαζή πασά που ακύρωσε την παράδοση.

Ο Χασάν Γαζή πασάς ή Τζεζαϊρλή(ς) έγινε αργότερα αρχιναύαρχος και το 1780 αποκατέστησε κάπως τις ζημιές στο κάστρο και το εξόπλισε με 150 κανόνια.
Το 1912 η Λήμνος παραδόθηκε στους Έλληνες, κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων.

 

 

Δομικά, Αρχιτεκτονικά, Οχυρωματικά Στοιχεία

Το κάστρο καλύπτει έκταση 144 στρεμμάτων.
Έχει τριπλό τείχος με 14 πύργους συνολικά, ύψους έως 8 μ. και πάχους 1,5 μ., το οποίο προστάτευε βαθιά τάφρος στα ανατολικά, που σήμερα δεν υπάρχει. Έχει μια κεντρική πύλη, ανατολική, στην οποία οδηγούσε ανηφορικό λιθόστρωτο μονοπάτι και μια μικρότερη, βόρεια, κοντά στην ακτή.
Στην ανατολική και νότια πλευρά το τείχος είναι υψηλό και ο αριθμός των πύργων σχετικά μεγάλος, ενώ στην βόρεια και δυτική πλευρά το τείχος είναι κατά πολύ χαμηλότερο και οι πύργοι σπανιότεροι. Στο ψηλότερο σημείο του λόφου υπάρχει ημικατεστραμμένο οχυρό κτίσμα με πολλούς εσωτερικούς χώρους. Ακόμα, εντός του Φρουρίου υπάρχει ένα τούρκικο Τέμενος, υπόγειος θολωτός χώρος και δεξαμενές.
Τελευταία, το 1990-1991 έγιναν εργασίες συντήρησης και στήριξης του μνημείου από την Αρχαιολογική Υπηρεσία. Πολλά ραγίσματα στα τείχη της νότιας και της ανατολικής πλευράς διορθώθηκαν και το Κάστρο έγινε επισκέψιμο με ασφάλεια

Παράλληλες Ιστορίες

Ανάμεσα στα χαλάσματα ζουν αρκετά αγριοκάτσικα και μια πολυπληθής ομάδα από ελάφια! Πρόκειται για τα γνωστά πλατώνια, που μεταφέρθηκαν πριν μερικές δεκαετίες από τη Ρόδο, πολλαπλασιάστηκαν και έγιναν οι νέοι κάτοικοι του κάστρου.

ΠΗΓΗ http://www.kastra.eu