Σάββατο 28 Φεβρουαρίου 2015

Η Iταλοκρατία στα Δωδεκάνησα και στη Ρόδο (1912-1939)


 
Η Ιταλία επεδίωκε να γίνει αποικιοκρατική δύναμη και το Σεπτέμβριο του 1911 έκανε απόβαση στη
Λιβύη για να εκδιώξει τους Τούρκους. Για να κάμψει την αντίστασή των Τούρκων μεταξύ ων οποίων ήταν ο νέος στην ηλικία αξιωματικός ο Κεμάλ ο στόλος των Ιταλών επιτηρούσε τα παράλια της Μικράς Ασίας να μην ανεφοδιάζονται οι Τούρκοι στη Λιβύη. Όμως για καλύτερη επιτήρηση σκέφθηκαν να καταλάβουν τα Δωδεκάνησα.Στις 15 Απριλίου του 1912, 15 πολεμικά ιταλικά περιέζωσαν τη Ρόδο και το πρωινό εκείνο ο Ιταλός στρατηγός Giovanni Αmeglio αποβίβασε 15 χιλιάδες Ιταλούς στρατιώτες στο σημερινό Φαληράκι. Οι κάτοικοι της Ρόδου έπλεαν σε πελάγη χαράς. Επιτέλους ύστερα από αιώνες θα απαλλάσσονταν από τον επαχθή τουρκικό ζυγό που βύθισε τη Ρόδο και τα άλλα Δωδεκάνησα στην αμάθεια, στην οικονομική αθλιότητα και στην πολιτιστική υποβάθμιση. Περίπου 800 έως 1000 Ιταλοί ανέβηκαν προς τις Καλυθίες. Τους υποδέχθηκαν ως ελευθερωτές. Η καμπάνα της εκκλησίας του Σταυρού χτυπούσε χαρμόσυνα. Σμύρτα και δάφνες στης εκκλησιάς τα σκαλοπάτια κι ύστερα δοξολογία. Είχε φτερουγίσει στη Ρόδο κατά τον Ιταλό στρατηγό η Λευτεριά.
Κάτοικοι των Καλυθίων οδήγησαν τους Ιταλούς προς το χωριό Ψίνθος, όπου είχαν αποτραβηχτεί οι 1.300 Τούρκοι στρατιώτες, οι οποίοι κάμφθηκαν στα γρήγορα. Μεγάλη ιταλική δύναμη κατευθύνθηκε από το Φαληράκι στην πόλη της Ρόδου και ο βαλής (νομάρχης) Σουπχή βέης πρόλαβε κι έφυγε προς τη Ψίνθο. Ο Ιταλός στρατηγός εξέδωσε διαταγή στην οποία ανέφερε, ότι η κατάληψη των Δωδεκανήσων ήταν προσωρινή. Οι Ιταλοί ζητωκραύγαζαν νiva la Grecia. Οι αιχμάλωτοι Τούρκοι μεταφέρθηκαν στην Ιταλία. Στις 3 έως 5 Ιουνίου του 1912 οι Δωδεκανήσιοι οργάνωσαν συνέδριο στην Πάτμο και ανακήρυξαν τα Δωδεκάνησα Αυτόνομη Πολιτεία Αιγαίου για να προλειανθεί η οδός προς την ένωση με την Ελλάδα. Η Ιταλία δεν αντέδρασε, αλλά άρχισε τις υπεκφυγές. Τα Δωδεκάνησα ελευθερώθηκαν με ιταλικά όπλα διεκήρυξαν. Ούτε η κυβέρνηση του Βενιζέλου έδειξε ενδιαφέρον. Όμως ο ελληνικός λαός μυριζόταν την πρόθεση των Ιταλών να μην αποχωρήσουν και ο σατιρικός ποιητής στόλισε για καλά με σατιρικούς στίχους το στρατηγό Giovanni Ameglio.

Στις 18 Οκτωβρίου του 1912 στη Λωζάνη Ιταλία και Τουρκία συνθηκολόγησαν. Η Τουρκία αναγνώρισε την κυριαρχία των Ιταλών στη Λιβύη και η Ιταλία έπρεπε να επιστρέψει τα Δωδεκάνησα στην Τουρκία. Στις 16 Μαρτίου του 1917 ο στρατηγός Ameglio έγινε διοικητής Λιβύης και στη θέση του ήρθε ο υποστράτηγος Ιταλός Bittorio Elia, ενώ μητροπολίτης Ρόδου έγινε ο Απόστολος Τρύφωνος που εξέδιδε το περιοδικό «Ορθόδοξος Διδαχή» με θρησκευτικό και πατριωτικό περιεχόμενο και σε 5 χρόνια απαγορεύτηκε. Τότε κυκλοφόρησε και η εφημερίδα «Ροδιακή» που σήμερα στα 2015 ακόμα κυκλοφορεί, αν και είχε επιβληθεί τότε η λογοκρισία από την Ιταλική διοίκηση. Τα χρόνια αυτά αναδείχθηκε μεγάλος ευεργέτης της Ρόδου ο Ιωάννης Καζούλης αλλά και συνάμα θερμός πατριώτης. Πρόσφερε 4 αεροπλάνα στους πολέμους 1912-13, 6 χιλιάδες λίρες για ρουχισμό του στρατού μας και κατετάγη ως έφεδρος αξιωματικός στον ελληνικό στρατό. Η Ιταλία διατυμπάνιζε, ότι κρατά τα Δωδεκάνησα έως ότου παγιωθεί η ηρεμία στη Λιβύη. Με τους νικηφόρους πολέμους 1912-13 η Ελλάδα απέκτησε γόητρο. Στον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο η Ελλάδα βρέθηκε στο πλευρό των νικητών, στο πλευρό της AΝΤΑΝΤ. Ο Βενιζέλος δεν γνώριζε, ότι η Αγγλία, η Γαλλία και η Ρωσία υπέγραψαν μυστικό πρωτόκολλο στις 26 Απριλίου του 1915 με το οποίο υπόσχονταν τα Δωδεκάνησα, ότι θα καταχωρούνταν στην Ιταλία, αν συντασσόταν με τις δυτικές δυνάμεις, πρόταση που τη δέχθηκε η Ιταλία προθύμως.

Στο Συνέδριο της Νίκης στο Παρίσι στις 30 Δεκεμβρίου του 1918 ο Βενιζέλος υπέβαλε υπόμνημα με το οποίο ζητούσε τα Δωδεκάνησα και το πέτυχε. Όλα τα Δωδεκάνησα θα περιέρχονταν στην Ελλάδα πλην τη Ρόδου για μια πενταετία, οπότε θα γινόταν δημοψήφισμα. Οι Ρόδιοι που πληροφορήθηκαν την εξαίρεσή τους το Πάσχα του 1919 διενήργησαν συλλαλητήριο. Οι Ιταλοί αντέδρασαν και μάλιστα σκότωσαν το γέροντα ιερέα Οικονόμου Παπαλουκά και την Ανθούλα Ζερβού στο χωριό Παραδείσι δίπλα στο σημερινό αεροδρόμιο Διαγόρας της Ρόδου. Τελικά με το Σύμφωνο Βενιζέλου - Τιττόνι τα Δωδεκάνησα πλην της Ρόδου θα παραδίδονταν στην Ελλάδα γι’ αυτό γινόταν υποστολή των ιταλικών σημαιών και αναρτώνταν οι Ελληνικές. Δάκρυα χαράς. Οι Δωδεκανήσιοι εν μέρει δικαιώνονταν.

Με τη Συνθήκη των Σεβρών στις 10 Αυγούστου του 1919 η Τουρκία παραιτείται από κάθε δικαίωμα για τα Δωδεκάνησα και η Ιταλία το ίδιο υπέρ της Ελλάδος. Οι πανηγυρισμοί στα Δωδεκάνησα ατελείωτοι. Μόνο στη Ρόδο η πικρία διαχέονταν στις καρδιές των Ροδίων, αλλά η ελπίδα βρίσκει καλό κλίμα στις ψυχές των Ελλήνων και δε μαραίνεται. Στη Ρόδο διορίζεται ο ιππότης Felice Maissa ως ο πρώτος πολιτικός Ιταλός διοικητής και ύστερα από ένα χρόνο ο κόμης Allesandro de Bosdari.
Με τη συμφορά στη Μικρά Ασία η Ιταλία κι ο Κεμάλ κατήγγειλαν τη Συνθήκη των Σεβρών και η Ελλάδα έχασε τη Σμύρνη και την ενδοχώρα της, την Ανατολική Θράκη και τα Δωδεκάνησα με τη νέα Συνθήκη της Λωζάννης της 24ης Ιουλίου του 1923. Και η Ιταλία προσάρτησε και επίσημα τα Δωδεκάνησα. Το μαρτύριο της σκλαβιάς των Δωδεκανήσιων συνεχίστηκε υπό νέα σκληρή μορφή, γιατί στις 28 Οκτωβρίου του 1922 ο Benito Mussolini με την πορεία του προς τη Ρώμη εγκαθίδρυσε το φασισμό και ανακηρύχτηκε απόλυτος δικτάτορας με τη συγκατάθεση του βασιλιά της Ιταλίας Εμμανουήλ του Γ΄.


Στις 18 Αυγούστου του 1923 στη Ρόδο διορίζεται ο γερουσιαστής Μario Lago με απόλυτες εξουσίες νομοθετικής και διοικητικής στην κτήση της Ιταλίας, στα Δωδεκάνησα. Τα Δωδεκάνησα ήταν επισήμως κτήση της Ιταλίας. Οι Δωδεκανήσιοι υποχρεωτικά απέκτησαν ιταλική υπηκοότητα και ιταλική ταυτότητα, αλλά δεν επιστρατεύονταν. Όσοι αρνούνταν να πάρουν ιταλική υπηκοότητα και ιταλική ταυτότητα έπρεπε να εγκαταλείψουν τα Δωδεκάνησα. Παύθηκε ο δήμαρχος της Ρόδου και διορίστηκε ως δήμαρχος, ως Potesta ο Ιταλός Alfredo Billoti. ΟMario Lago διόρισε σε κάθε κοινότητα, σε κάθε χωριό δήμαρχο της αρεσκείας του και καθιέρωσε τον ιταλικό πανικό κώδικα. Ήταν απόλυτος άρχων ο Mario Lago.

Ο Γενικός Διοικητής προώθησε την επιγαμία. Άρχισαν οι Ιταλοί να παντρεύονται Ελληνίδες και αντίστροφα, αν και ο μητροπολίτης Ρόδου Απόστολος Τρύφωνος αντιδρούσε και δεν επέτρεπε το γάμο. Στα κατοχικά αυτά χρόνια ο μητροπολίτης έγινε ο εθνάρχης των Ελλήνων. Είχε εξουσία να εγκρίνει διαζύγια, να δίνει άδειες γάμου, να εκδικάζει οικογενειακές διαφορές ακόμα και ιδιοκτησίας.

Τότε οι σχέσεις του Αποστόλου με το Mario Lago εντάθηκαν, διότι ο Ιταλός Γενικός Διοικητής κήρυξε την εκκλησία της Δωδεκανήσου Αυτοκέφαλη και απαγόρευσε κάθε σχέση της Δωδεκανησιακής εκκλησίας με το Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως. Κατήργησε τα ελληνικά δικαστήρια και λειτουργούσαν μόνο τα ιταλικά και έβαλε στόχο τον εξιταλισμό των Δωδεκανησίων. Σχετικά με την παιδεία ο Mario Lago εξέδωκε στα 1926 τον Κανονισμό Σχολείων. Όσα χωριά πλήρωναν δασκάλους μπορούσαν να εφαρμόζουν το πρόγραμμα του ελληνικού υπουργείου Παιδείας, αλλά σ’ αυτά η ιταλική γλώσσα ήταν υποχρεωτική και εθεωρείτο πρωτεύον μάθημα. Οι τίτλοι τους όμως δεν αναγνωρίζονταν. Ιδρύθηκαν και ιταλικά σχολεία στα οποία όλα τα μαθήματα γίνονταν στα ιταλικά και οι τίτλοι τους ήταν επίσημοι. Σ’ αυτά τα βιβλία και η γραφική ύλη παρέχονταν δωρεάν. Επίσης ο γενικός Διοικητής ίδρυσε φροντιστήριο για όσους Έλληνες είχαν τίτλο Δημοτικού Σχολείου, τίτλο Γυμνασίου και οι οποίοι αφού μάθαιναν την ιταλική γλώσσα, θα διορίζονταν ως δάσκαλοι. Όσοι επιθυμούσαν ανώτερες σπουδές στέλνονταν στην Ιταλία. Ο Mario Lago τα’ βαλε και με το πηλήκιο, το οποίο φορούσαν οι μαθητές του ελληνικού Γυμνάσιου που τότε ήταν εξατάξιο, το οποίο πάνω από το γείσωμά του είχε επίχρυση τη γλαύκα, το δε χρώμα του ήταν μπλε και έγινε το σύμβολο του πατριωτισμού των Ελλήνων, γι’ αυτό και το απαγόρευσε. Τα ελληνικά σχολεία ως εθνικές γιορτές είχαν την εορτή των τριών Ιεραρχών και την 25ηΜαρτίου.

Ο Ιταλός διοικητής έφερε από την Ιταλία εποίκους Ιταλούς. Άρπαξε εκτάσεις καλλιεργήσιμες και ίδρυσε πρότυπα χωριά με πειραματικές καλλιέργειες, τα οποία είχαν καθολική εκκλησία, δημαρχείο, ιατρείο και κατάστημα τροφίμων και σχολείο. Η ύπαιθρος της Ρόδου που ήταν γεωργική, άρχισε να
κάμπτεται. Τα διαβόητα χωριά ήταν: το San Marco στην Κατταβιά, το San Benetetto στα Κολύμπια, το Campochiaro στην Ελεούσα και το Beveragno στον Καλαμώνα. Από τα 1921 οι Ιταλοί έκαμαν εργοστάσιο ηλεκτρικής ενέργειας στην πόλη της Ρόδου που η ζωή της ξεκίνησε από το 408 π.Χ. Οργάνωσαν ταχυδρομείο, τηλεγραφείο και συγκοινωνίες. Στα 1922 ίδρυσαν την εταιρεία τηλεφωνίας. Τα επόμενα χρόνια έως τα 1930 ιδρύθηκε η καπνοβιομηχανία, η λεγόμενη Τ.Ε.Μ.Ι., η βιομηχανία ταπήτων, οι οινοποιία, τα κεραμικά, η σαπωνοποιία, η μεταποίηση λαδιού και η αλευροβιομηχανία. Ανέπτυξαν την οικοδομική δραστηριότητα. Ιδρύθηκε η Κ.Α.Ι.R. στα 1928 ως ποτοποιία που ακόμα και σήμερα στα 2011 υπάρχει, η εταιρεία κεραμικών ΙΚΑΡΟΣ, και η εταιρεία παραγωγής πάγου και αεριούχων ποτών. Επίσης ιδρύθηκε στα 1927 η Τράπεζα Ιταλίας, η Τράπεζα Σικελίας στα 1928 και η Τράπεζα Ρώμης. Όμως το εξαγωγικό και εισαγωγικό εμπόριο διεξήγαγαν οι Ιταλοί και οι Εβραίοι που είχαν ιδρύσει και δικιά τους τράπεζα. Οι Εβραίοι δεν ανθίσταντο στην ιταλοποίηση της Δωδεκανήσου γι’ αυτό και τα παιδιά τους σήκωναν ιταλικές σημαίες χωρίς αντιρρήσεις, ενώ τα ελληνόπουλα αρνούνταν να παρελάσουν με ιταλικές σημαίες. Ο πόθος της ένωσης με την Ελλάδα έκαιγε τις καρδιές τους.

Από τα 1912 έως και τα 1923 οι Ιταλοί άρχισαν να ανοίγουν δρόμους, έκαμαν το αεροδρόμιο των Μαριτσών ως πολεμικό και επιβατικό, δημόσια κτίρια, αστυνομικούς σταθμούς, λιμενικές εγκαταστάσεις, ξενοδοχεία και όλα αυτά με χέρια ροδίτικα και με αγγαρείες ή εξευτελιστικό ημερομίσθιο. Στην πόλη της Ρόδου απαλλοτρίωσαν ιδιοκτησίες Ροδίων για να ιδρύσουν δημόσια κτίρια με εικονικά ποσά. Για την κατασκευή των έργων υποχρέωναν τους εύπορους να προσφέρουν ιταλικές λιρέτες και για την αξία τους, τους έδιναν ομόλογα, τα οποία ποτέ δεν εξοφλήθησαν. To ρυθμιστικό σχέδιο της επέκτασης της πόλης της Ρόδου ανατέθηκε στον αρχιτέκτονα Ιταλό Florestano di Fausto, ο οποίος κατήργησε το τούρκικο νεκροταφείο. Από τα Πλατανάκια και προς το Μόντε Σμιθ έγινε ο νέος οικισμός των Ιταλών στον οποίο οικοδομήθηκε σε κήπο και η κατοικία του κυβερνήτη, τα δε τούρκικα νεκροταφεία που ήταν γύρω από το κάστρο των Ιπποτών καταργήθηκαν όλα. Στα 1928 ιδρύθηκε και το λοιμοκαθαρτήριο.

Άρχισαν περίπου στα 1928 και έως τα 1930 κατήρτισαν κτηματολόγιο, το οποίο και υφίστανται ακόμα, αλλά έχει αρκετά λάθη. Στους δε ιδιοκτήτες έδιναν μεγάλους εντυπωσιακούς τίτλους στην ιταλική γλώσσα. Από το 1923 έως και στα 1936 ιδρύθηκαν τα δημόσια κτίρια: η Νέα Αγορά, το κτίριο της Banca d’ Itaalia, το Ακταίο, το Δικαστικό Μέγαρο, το Ταχυδρομείο, το κτίριο για τις Δημόσιες Υπηρεσίες, το Δημαρχείο, το Νομαρχιακό Μέγαρο και η καθολική του San Giovanni, η σημερινή ορθόδοξη του Ευαγγελισμού εκκλησία και το Θέατρο Puccini. Το Δημαρχιακό Μέγαρο λεγόταν Μέγαρο Φασιστικής Ομοσπονδίας. Εμπρός στο Δημαρχείο ήταν στημένα τα αγάλματα του Ιουλίου
Καίσαρα και του Οκταβιανού, οι οποίοι κυβέρνησαν ως απόλυτοι αυτοκράτορες, γιατί και ο Μουσολίνι κυβερνούσε ως αυτοκράτορας. Η ιδρυθείσα εκκλησία του San Giovanni ήταν παρόμοια με εκείνη των Ιπποτών που ανατινάχθηκε, όταν κεραυνός έπεσε και ανεφλέγη η μπαρούτι που βρισκόταν κρυμμένη από τα 1522 στα υπόγεια του ναού τουSan Giovanni μέσα στο κάστρο στο τέρμα της οδού των Ιπποτών. Εμπρός από την νέα εκκλησία του San Giovanni στο Μανδράκι στήθηκε η διαβόητη βρύση καλλιτεχνικό αντίγραφο της βρύσης (της Fontana) που υπήρχε στην πόλη της Ιταλίας Viterbo και εκεί ήταν η granda (η μεγάλη). Η Viterbo φημιζόταν για τις βρύσες της, επειδή η μία συναγωνιζόταν την άλλη σε καλλιτεχνικότατα.

Οι Ιταλοί βέβαιοι, ότι ποτέ δεν θα έφευγαν από τη Ρόδο και τα Δωδεκάνησα επιδόθηκαν στην κατασκευήν και άλλων οικοδομών. Ίδρυσαν Σχολείο αρρένων και θηλέων, ορφανοτροφείο θηλέων, την μετέπειτα Παιδαγωγική Ακαδημία και το κτίριο της φασιστικής Νεολαίας. Ίδρυσαν ακόμα δύο στρατώνες, την Caserma Principeκαι την Caserma Regina, στους οποίους σήμερα στεγάζονται το Βενετοκλειο Γυμνάσιο και Λύκειο. Κατασκεύασαν το κτίριο της αεροπορίας στο οποίο λειτουργεί η Τουριστική Σχολή σήμερα και το Βασιλικό Νοσοκομείο, διότι ενώ στην Ιταλία κυβερνούσε ο φασίστας Μουσολίνι, είχε ταυτόχρονα κρατήσει και το θεσμό της βασιλείας με βασιλιά τον Εμμανουήλ τον Γ΄.

Επίσης η φασιστική διοίκηση στη Ρόδο ίδρυσε: το στάδιο Μουσολίνι, το σημερινό Στάδιο Διαγόρα, που ήταν στην αρχαία εποχή ο ολυμπιονίκης από τότε έως σήμερα όλων των αιώνων και τη Μονή Φιλερήμου. Στα 1932 στη Ρόδο υπήρχαν 9 ξενοδοχεία από τα οποία ξεχώριζαν το Έλαφος και η Ελαφίνα στον Προφήτη Ηλία και το ξενοδοχείο των Ρόδων που ήταν το μεγαλύτερο και ωραιότερο στη Μεσόγειο και στα Βαλκάνια, το la Grande Albergo delle Rose».

Στα 1935 κατασκευάστηκε το ξενοδοχείο Θέρμαι, διότι εκεί ανάβλυζε ζεστό ιαματικό νερό. Τη χρονιά του 1935 οικοδομήθηκε το Ενυδρείο που λειτουργεί έως και σήμερα. Επειδή οι Ιταλοί πίστεψαν, ότι η Ρόδος και τα Δωδεκάνησα και κληρονομικά τους ανήκαν, αφού οι καθολικοί Ιππότες άφησαν την πολιτιστική τους ταυτότητα στη Ρόδο και στα υπόλοιπα Δωδεκάνησα, γι’ αυτό προσπαθούσαν να αναδείξουν τη Ρόδο πνευματικά και πολιτιστικά. Ίδρυσαν Αρχαιολογικό Μουσείο στο χώρο του νοσοκομείου των Ιπποτών, Βιβλιοθήκη αρχαιολογικού και ιστορικού περιεχομένου, εξέδιδαν το περιοδικό «Clara Rhodos» (Λαμπρή Ρόδος), συνέστησαν τη Βιβλιοθήκη των Λουλουδιών (Biblioteca del Fiore), τη Βιβλιοθήκη Gioventu στο ναυαρχείο των Ιπποτών εντός του Κάστρου, τη Βιβλιοθήκη της καθολικής Αρχιεπισκοπής και του Βενετοκλείου Γυμνασίου.

Η Ρόδος για τους Ιταλούς ήταν το καμάρι τους, η περηφάνεια τους, ήταν η δόξα τους. Ακόμα και λέσχες ίδρυσαν όπως η λέσχη Ιταλία, των Κυνηγών και η Περιηγητική. Μόνο που οι Δωδεκανήσιοι και οι Ρόδιοι από τα βάσανα της τουρκοκρατίας και τη φτώχεια έπεσαν στα φασιστικά δεσμά. Το όνειρό τους να δουν το εθνικό τους σύμβολο να ριπίζεται από τ’ αγέρι του Ανατολικού Αιγαίου ξεθώριαζε. Σιγά – σιγά έσβηνε, ενώ οι Ιταλοί καυχόταν για τη Ρόδο και έγραφαν: Η Ρόδος είναι μια Πομπηία που επέζησε. Είναι πολύτιμο αντικείμενο. Η Ρόδος δεν είναι μόνο ιταλική, είναι ιδανική κληρονομιά, είναι αλλά κοινή κληρονομία τέχνης και ιστορίας.

Οι Ιταλοί επέβαλαν βαρύτατη φορολογία στους Έλληνες, τους οποίους δεν τους ονόμαζαν Έλληνες αλλά απλώς ορθόδοξους. Το ημερομίσθιο των Ελλήνων εργατών ήταν μία λιρέτα, ενώ των Ιταλών 10 λιρέτες. Οι ώρες εργασίες των Ορθόδοξων ήταν εξαντλητικές. Για τις ιταλικές εταιρείες η φορολογία ήταν ελαφρότατη. ιδιαίτερα οι Έλληνες στην οικονομική κρίση του 1929 – 1936 υπέφεραν πολύ, αλλά παρά τα καταπιεστικά μέτρα το πατριωτικό φρόνημα των Ελλήνων δεν εκάμθη. Πολλοί όμως μετανάστευσαν στην Αμερική, στην Αυστραλία, στη Βραζιλία και ιδιαίτερα στην Αίγυπτο όπου ο Ελληνισμός άκμαζε οικονομικά και κυρίως ο οίκος Καζούλη γι’ αυτό και ευεργέτησαν τη Ρόδο ιδρύοντας την Αστική Σχολή, το Αμαράντειο και το Βενετόκλειο Σχολείο για να ξεφύγουν οι Ρόδιοι από το σκοτάδι της αμάθειας. Τη μετανάστευση των ορθοδόξων οι Ιταλοί τη βοηθούσαν ποικιλοτρόπως.

Οι Ιταλοί παντού ακόμα και στα 44 χωριά της Ρόδου ίδρυσαν τα κέντρα «DOPO LAVORO», μετά την εργασία. Σ’ αυτά ακουγόταν η προπαγάνδα υπέρ του φασισμού και του Μουσολίνι. Η Ιταλία ήταν αυτοκρατορία και ο Duce ο αυτοκράτορας, ενώ η Ελλάδα ήταν μια πάμπτωχη χώρα. Το μόνο που επέτρεπαν οι Ιταλοί ήταν το Ελληνικό Προξενείο, αλλά περιόριζαν τη δράση του. Απ’ αυτό οι Έλληνες δρόσιζαν την ελπίδα τους που άρχισε να μαραίνεται. Κυκλοφορούσαν δύο ελληνικές εφημερίδες η
Ροδιακή και η Νέα Ρόδος αλλά από αυστηρότατη λογοκρισία. Ευρύτατη κυκλοφορία είχε η ιταλική εφημερίδα «Messagero di Rodi».

Στα 1933 ο Νικόλαος Πλαστήρας κατέφυγε στη Ρόδο μετά την αποτυχημένη απόπειρα του να καταλάβει πραξικοπηματικά την εξουσία, αλλά οι Ιταλοί δεν του επέτρεψαν την παραμονή. Το ίδιο συνέβη και με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, όταν στα 1935 που προσπάθησε να καταλάβει πραξικοπηματικά την εξουσία και απέτυχε. Ο Μario Lago παραιτήθηκε στα 1936 και στη Ρόδο κατέβηκε ο ένας εκ της τετραρχίας του φασισμού, ο σκληρός και άτεγκτος De Vecchi, ο οποίος καθύβρισε τους αρμόδιους Ιταλούς που ύστερα από τόσα χρόνια οι Ρόδιοι και οι Δωδεκανήσιοι μιλούσαν ελληνικά ακόμα και δημοσίως γι’ αυτό έλαβε σκληρότατα μέτρα.

Ø Κατήργησε το μπλε πηλίκιο με τη γλαύκα στους μαθητές του Βενετοκλείου Γυμνασίου και τους υποχρέωσε να παρελαύνουν στις ιταλικές γιορτές με ιταλικές σημαίες, αλλά ο Αλέξανδρος Διάκος μαθητής της προτελευταίας τάξης του εξατάξιου Γυμνασίου αρνήθηκε να κρατήσει την Ιταλική σημαία και ο πατέρας του νύχτα το φυγάδευσε για να μην τον φυλακίσουν. Στην Αθήνα τελείωσε το Γυμνάσιο, μπήκε στη Σχολή Ευελπίδων και ήταν ο πρώτος αξιωματικός που για να καταλάβει στην Πίνδο το ύψωμα Τσούκα όταν οι Ιταλοί την 28η Οκτωβρίου του 1940 εισέβαλαν στην Ελλάδα φώναξε: «Εμπρός… παιδιά… για μια ελεύθερη Ελλάδα και ελεύθερα Δωδεκάνησα». Ένα κρυμμένο ιταλικό πολυβόλο του ’κοψε το νήμα της ζωής του. Σήμερα το άγαλμά του δεσπόζει στο Μανδράκι της Ρόδου σε στάση επίθεσης και στη βάση του είναι τα ιερά οστά του.


Ø Απαγόρευσε επί ποινή φυλάκισης την ελληνική γλώσσα
Ø Ο χαιρετισμός σε δημόσιους χώρους έπρεπε να γίνεται ρωμαϊστί, με ανύψωση της δεξιάς παλάμης.
Ø Όταν γινόταν η έπαρση και η υποστολή της ιταλικής σημαίας, έπρεπε να γίνεται αυτόματη ακινητοποίηση με το βρόντο του πυροβόλου από το Μόντε Σμιθ και ρωμαϊκός χαιρετισμός. Οι πάντες πεζοί, μικροί και μεγάλοι, εποχούμενοι και μη ακόμα και τετράποδα με τους συνοδούς τους, κάρα και άμαξες. Υπεύθυνοι ήταν οι ιδιοκτήτες των ζωντανών.
Ø Στα λεωφορεία έβαλε Ιταλούς που δεν ήξεραν ελληνικά. Τα λεωφορεία ήταν δημόσιος χώρος.
Ø Για να ασκήσεις το επάγγελμα του γιατρού, του εμπόρου ακόμα και του πλανόδιου πωλητή έπρεπε ή ο ίδιος ή ένα από τα παιδιά σου να πάρουν την ιταλική υπηκοότητα ή να γραφτεί στο φασιστικό κόμμα. Όποιος αρνείτο, αφαιρείτο η άδεια ασκήσεως επαγγέλματος και εφυλακίζετο.
Ø Για κάθε τι έπρεπε οι ορθόδοξοι να παίρνουν permesso, άδεια. Οι Ιταλοί αστυνομικοί, οι carabinieri ήλεγχαν τα πάντα.
Ø Αντικατέστησε τους κοινοτάρχες και έβαλε άλλους που έπρεπε να είναι ντυμένοι με φασιστική στολή: πράσινο παντελόνι, μαύρο πουκάμισο (camicia nero), δίκοχο με το σήμα το φασιστικό, σακάκι πράσινο με εξάρτηση όπως οι αξιωματικοί.
Ø Σε κάθε επέτειο οι κάτοικοι της πόλης της Ρόδου έπρεπε να αναρτούν ιταλική σημαία με τα χρώματα verde, bianco και rossο, πράσινο, άσπρο και κόκκινο.
Ø Κάθε δημόσιο κτίριο και κάθε σχολείο όχι μόνο ιταλικό και ελληνικό ακόμα και στα χωριά στην πρόσοψή του έπρεπε να’ έχει την ανάγλυφη φυσιογνωμία του Μουσολίνι δεξιά και αριστερά το φάχιο, fachio το ρωμαϊκό σύμβολο ισχύος, ράβδους δεμένες με ένα πέλεκη στην άκρη που εσήμενε εν τη ενώσει η ισχύς, το δε τσεκούρι , ότι τσακίζει κάθε αντίσταση, κάθε ανταρσία.
Ø Απαγόρευσε τη χειροτονία νέων ιερέων, αλλά ύστερα από ικεσίες επέτρεψε στις εκκλησίες να γίνεται κατηχητικό στα Ελληνόπουλα και στις Ελληνοπούλες.

Ø Έκλεισε όλα τα ελληνικά σχολεία που λειτουργούσαν με το πρόγραμμα του Ελληνικού Υπουργείου Παιδείας και με νόμο όλα τα σχολεία μετετράπησαν σε ιταλικά με δασκάλους Ιταλούς ή Έλληνες που διδάχθηκαν την ιταλική γλώσσα και είχαν σχετική πιστοποίηση για την κατάρτιση τους στην ιταλική γλώσσα. Τα δημοτικά σχολεία σύμφωνα με το ιταλικό Υπουργείο Παιδείας ήταν πενταετή. Στα ιταλικά σχολεία ασκείτο η φασιστική προπαγάνδα. Η Ιταλία ήταν αυτοκρατορία, ενώ η Ελλάδα, la Grecia ήταν χώρα φτωχή. Όσα Ελληνόπουλα τελείωναν την Πέμπτη Δημοτικού και είχαν έφεση για γράμματα προσπαθούσαν να τα προωθήσουν προς το ιταλικό Γυμνάσιο της πόλης της Ρόδου που είχε και οικοτροφείο και όλα δωρεάν ακόμα η φοίτησή τους σε πανεπιστήμιο της Ιταλίας.

Κάθε πρωί σε κάθε σχολείο γινόταν έπαρση της ιταλικής σημαίας και τα παιδιά υποχρεωτικά τραγουδούσαν τον ύμνο για το Μουσολίνι του οποίου ο βίος του και η πορεία του προς τη Ρώμη διδασκόταν υποχρεωτικά και οι Ιταλοί δάσκαλοι υποχρέωναν τα παιδιά να διηγούνται τη ζωή και τη δόξα του ως μάθημα. Βιβλία και γραφική ύλη όλα δωρεάν. Επίσης ησκείτο προπαγάνδα τα παιδιά του δημοτικού σχολείου να γράφουν balilla, δηλαδή στην κατώτερη βαθμίδα του φασισμού. Όσα ήταν γραμμένα ή για λόγους ανάγκης των γονέων τους ή από φτώχεια ή από συμπάθεια το φασιστικό καθεστώς που υποσχόταν πλούτη και καλοπέραση είχαν πολλές απολαβές. Τους χορηγούσαν δωρεάν στολή. Κάθε Κυριακή καινούριο λεωφορείο τα ’παιρναν, τα πήγαιναν περιήγηση, εκδρομή και πλούσιο φαγοπότι. Όλα δωρεάν. Στα 1939 εγκαινιάστηκε ο νέος καθολικός ναός κοντά στη καπνοβιομηχανία παρουσία του De Vecchi. Ήταν και είναι αφιερωμένος στον San Franchisco, στον Άγιο καθολικό που μάγευε τα πουλιά γι’ αυτό και σήμερα στο άγαλμά του στο δεξί του χέρι και συγκεκριμένα στην παλάμη του κάθεται ένα πέτρινο πουλί. 

 ΠΗΓΗhttp://www.istorikathemata.com/

Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου 2015

ΤΟ "ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ" ΤΗΣ ΚΟΥΤΣΟΥΦΛΙΑΝΗΣ 13 ΜΑΪΟΥ 1898


Το χωριό της Κουτσούφλιανης βρισκόταν στην ορεινή περιοχή της Καλαμπάκας τοποθεσίας που αντιστοιχεί σήμερα στην περιοχή ανάμεσα στους νομούς Τρικάλων και Γρεβενών. Η περιοχή αυτή εφαπτόταν με την μεθόριο μεταξύ Ελλάδας - Οθωμανικής αυτοκρατορίας μετά την διαρρύθμιση των συνόρων του 1881 και την προσάρτηση της Θεσσαλίας και μέρους της Ηπείρου στην Ελλάδα. Η Κουτσούφλιανη είχε περίπου επτακόσιους κατοίκους (όλοι βλαχοφωνοι) και λόγω της επίκαιρης θέσης της, της ορεινής τοποθεσίας της και της πυκνής βλάστησης της, αποτέλεσε πύλη εισόδου των ελληνικών τμημάτων των Μακεδονομάχων στην Οθωμανική Μακεδονία κατά τον "Μακεδονικό Αγώνα", αλλά και ορμητήριο των τμημάτων της "Εθνικής Εταιρείας" που δραστηριοποιήθηκαν στην περιοχή λίγο πριν την έναρξη του ελληνοτουρκικού Πολέμου του 1897 εισβάλλοντας πρόωρα στα τουρκικά εδάφη.
Το 1897 έγινε η εκ νέου εξέγερση των Ελλήνων στην Κρήτη με αίτημα την Ένωση του πολύπαθου νησιού στην Ελλάδα. Ακολούθησε η η αποστολή ελληνικού αποσπάσματος υπό τον υπασπιστή του βασιλιά Γεωργίου Τιμολεοντα Βάσο. Η έκρηξη του ελληνοτουρκικού πολέμου το 1897 βρήκε εντελώς ανέτοιμο τον ελληνικό στρατό ο οποίος ηττήθηκε αρχικώς στην ορεινή περιοχή του Τιρνάβου και αμέσως μετά σε διαδοχικές μάχες στα Φαρσαλα και στο Δομοκο. Οι Τούρκοι κατά την ορμητική
Ελληνικός στρατός 1897
προέλαση τους κατέλαβαν την Λάρισα αλλά απέτυχαν να καταλάβουν τον Βόλο λόγω της γενναίας αντίστασης που προέβαλλαν οι Ελληνικές δυνάμεις υπό τον Κωνσταντίνο Σμολένσκι, αλλά και την ορεινή δύσβατη περιοχή της Καλαμπακας με την Κουτσουφλιανη. Όταν υπογράφτηκε η ανακωχή μεταξύ των δυο εμπολεμων χάρις την επέμβαση των μεγάλων δυνάμεων της εποχής (Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία, Ρωσία), προβλεπόταν να δωθεί μεγάλη χρηματική αποζημίωση στον Σουλτάνο από την Ελλάδα αλλά και να μην υπάρξει μεταβολή των συνόρων εκτός από ασήμαντες μεθοριακες αλλαγές υπέρ των Οθομανών.

Μοναδική εδαφική αξίωση των Οθωμανών ήταν η προσάρτηση της ορεινής περιοχής της Κουτσουφλιανης, για την καλύτερη επίβλεψη της μεθορίου με την Ελλάδα που από τις οθωμανικής αρχές. Για τον σκοπό αυτό η Πύλη επικαλέστηκε επιστολή των κατοίκων του χωριού που ζητούσαν την επιστροφή τους στην αυτοκρατορία επειδή δήθεν ήταν ρουμανικής εθνικής συνείδησης. Οι Έλληνες διπλωμάτες έδιναν μάχη ώστε η περιοχή να μην χαθεί για την Ελλάδα αλλά αυτό ήταν αρκετά δύσκολο καθώς η ελληνική πλευρά είχε χάσει τον πόλεμο, δεν είχε περιθώρια ελιγμών και ο ρόλος της στην υπόθεση ήταν καθαρά συμβουλευτικός. Οι κάτοικοι της Κουτσουφλιανης δεν γνώριζαν ούτε για την δήθεν επιστολή που είχαν στείλει, ούτε ότι η περιοχή τους παζαρευόταν  σε διεθνές επίπεδο, καθώς την εποχή εκείνη στα ορεινά δύσβατα μέρη η ενημέρωση γινόταν με σημαντική καθυστέρηση. Όταν οι Κουτσοφλιανιωτες ενημερώθηκαν ότι ο τόπος τους έμελλε να προσαρτηθεί στην Οθωμανική αυτοκρατορία διαμαρτυρήθηκαν με επιστολές τους προς όλες τις ευρωπαϊκές αυλές, τα ανακτοβούλια και τους πρεσβευτές των μεγάλων δυνάμεων. Η αντίδραση των κατοίκων του χωριού επέφερε εμπλοκή στην χάραξη των συνόρων Ελλάδας - Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Συγκεκριμένα, στις 17 Νοεμβρίου 1897 διακόπηκαν οι εργασίες της επιτροπής για την διαρρύθμιση των συνόρων και ενώ υπολειπόταν το κομμάτι της μεθορίου που αφορούσε την περιοχή της Κουτσούφλιανης και του Μαλακασίου (κοντινό χωριό). Σαν επίσημη δικαιολογία εμφανίστηκε το γεγονός ότι εκείνες τις ημέρες υπήρξε έντονο ψύχος και χιονοπτώσεις στην περιοχή. Μάλλον, όμως, ο αληθινός λόγος ήταν πως οι εκπρόσωποι των Μεγάλων Δυνάμεων στην επιτροπή οροθεσίας έκαναν έναν ελιγμό μετά την αίτηση των Κουτσουφλιανιωτών, για να δώσουν το χρόνο και την ευκαιρία στην Κουτσούφλιανη να κερδίσει την υπόθεση, ή να δεχθούν σιγά-σιγά όλοι οι Κουτσουφλιανιώτες την μοίρα τους αδιαμαρτύρητα.

Όταν η διεθνής επιτροπή χάραξης συνόρων άφησε τελικώς εκτός της ελληνικής επικράτειας την Κουτσουφλιανη οι κάτοικοι της έλαβαν μια τραγική όσο και μεγαλειώδη απόφαση: στις 13 Μαΐου 1898 έκαψαν τις πατρογονικές τους εστίες, ξέθαψαν τα οστά των προγόνων τους, έκαψαν τα λείψανα των νεκρών του πρόσφατου πολέμου του 1897 για να μην τα βεβηλώσουν οι Τούρκοι και με επικεφαλής τους προκρίτους και τον ιερέα τους με τα εικονίσματα από την εκκλησία τους ανά χείρας, διέβησαν την νέα μεθόριο και επέστρεψαν στην Ελλάδα διαλέγοντας μια νέα τοποθεσία για να ξαναχτίσουν το χωριό τους από την αρχή. Η τοποθεσία αυτή βρισκόταν κοντά στο μοναστήρι του Λιμποχόβου λίγα μόλις χιλιόμετρα από την αρχική τοποθεσία της Κουτσούφλιανης. Όπως άλλωστε είπε ένας κάτοικος της σε δημοσιογράφο της εφημερίδας «ΕΣΤΙΑ»: «Εμείς δεν θα φύγουμε μακριά πολύ από το παλιό χωριό μας. Θέλουμε να το βλέπουμε. Απέναντι θα κάνουμε νέο χωριό. Κτήματα δημόσια και μοναστηριακά είναι εκεί. Χίλιες δραχμές άμα πάρει καθένας μας, θα φτιάξει το σπιτάκι του κι έχει ο Θεός, που ξέρεις, να ξαναπάμε γρήγορα στην Παλιά Κουτσούφλιανη ελευθερωμένη». Το νέο χωριό ονομάστηκε εύλογα "Νέα Κουτσούφλιανη" (σημερινή Παναγία Καλαμπάκας).

Το "ολοκαύτωμα της Κουτσουφλιανης" αποτέλεσε ένα μεγαλειώδες ξέσπασμα του ελληνισμού σε μια εποχή που το μικρό ελληνικό βασίλειο είχε ηττηθεί στρατιωτικά και δεχόταν συνεχώς διπλωματικές πιέσεις και εξευτελισμούς ενώ βρισκόταν και υπό διεθνή οικονομικό έλεγχο. Η γενναία στάση των κατοίκων της Κουτσουφλιανης προκάλεσε πανελλήνια συγκίνηση, οι εφημερίδες της εποχής αναφέρθηκαν εκτεταμένα στο θέμα ("έφυγαν οι ήρωες της Κουτσούφλιανης" έγραφαν τα πρωτοσέλιδα της εποχής), ενώ πολλοί εύποροι Έλληνες προσήλθαν αυθόρμητα και προσέφεραν χρήματα υπέρ της δοκιμαζόμενης κοινότητας. Πολλοί ποιητές εμπνεύστηκαν και απαθανάτισαν σε έργα τους την υπερηφάνεια των κατοίκων (ανάμεσα τους και ο Γεώργιος Σουρης).

Στην Κουτσούφλιανη τη σκλάβα
που σκορπά φωτιές και λάβα.

Ω! χωριό που καις τα σπίτια, τους σταυρούς, τα μνήματα σου 
 τι ντροπές ασπρίζει μαύρες η καπνίλα της φωτιάς σου.
Μες στη στάχτη σου της Δόξας θεμελιώνετ' εκκλησιά,
κάθε σπίθα κι ένας ήλιος, κάθε φλόγα και δροσιά.

 (Γεώργιος Σουρής)

«Με το πύρινο το δάκρυ, φλόγα γίνετ' υψηλή κι αγκαλιάζει
πυρπολεί το χωριό απ' άκρη σ' άκρη σαν θριάμβου ανατολή.
Κι η μαρτυρική πατρίδα σκοτισμένη από ντροπή
ένοιωσε μιαν αστραπή να περνά σαν την ελπίδα στην καρδιά της χαρωπή.
Δόξα στο χωριό που χύνει στα σκοτάδια τα βαρεία, φλογερή παρηγοριά
κι ολοκαύτωμα έχει γίνει για τη θεία λευτεριά.»


(Αριστομένης Προβελέγγιος )

Η περιοχή αποτέλεσε εστία έντασης μεταξύ των ντόπιων κατοίκων και των Οθωμανικών αρχών για όλη την σύντομη περίοδο που ακολούθησε ως το 1912. Μετά την οριστική απελευθέρωση της περιοχής με τους Βαλκανικούς πολέμους του 1912-1913 κάποιοι κάτοικοι επέστρεψαν στην παλαιά Κουτσούφλιανη, ενώ το 1933 οι κάτοικοι της περιοχής ήγειραν θέμα κυριότητας, όταν η κυβέρνηση Τσαλδάρη με απόφαση της μοίραζε τις Οθωμανικές γαίες της περιοχής σε ακτήμονες, το οποίο ικανοποιήθηκε. Η επέτειος του "ολοκαυτώματος" της Κουτσούφλιανης γιορτάζεται στα δύο χωριά με λαμπρότητα κάθε χρόνο ανήμερα στις 13 Μαϊου, ως τις μέρες μας.


ΠΗΓΗ http://www.istorikathemata.com

Δευτέρα 9 Φεβρουαρίου 2015

ΥΠΕΡΠΥΡΟ Ή ΣΟΛΙΔΟΣ ΤΟ "ΑΠΑΡΑΜΙΛΛΟ ΝΟΜΙΣΜΑ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ"

 
Σόλιδος του Μεγάλου Κωνσταντίνου.
Στον οπισθότυπο ο ίδιος έφιππος κρατώντας ακόντιο
και σηκώνοντας το δεξί χέρι σε χαιρετισμό ειρήνης
 
                     Σόλιδος, το «απαράμιλλο νόμισμα» που ένωσε τη βυζαντινή αυτοκρατορία
          Tο είπαν δολάριο και ευρώ του Mεσαίωνα και ο ετεροχρονισμός είναι ακριβής. Γιατί ο σόλιδος, το χρυσό νόμισμα των Bυζαντινών, για 800 περίπου χρόνια, κυριάρχησε στις γνωστές αγορές του κόσμου. Aπό την καθιέρωσή του επί M. Kωνσταντίνου μέχρι τον 11o - 12ο αιώνα, που διατηρήθηκε ανόθευτο, απέκτησε μια μυθική αίγλη.
           Στη νομισματική ιστορία παραμένει ο πρόγονος των δυο παγκόσμιων σημερινών νομισμάτων, αλλά και διάδοχος των αρχαίων «διεθνών», από την αττική ως την αλεξανδρινή δραχμή. Διαδέχτηκε το επίσης διεθνοποιημένο ρωμαϊκό δηνάριο, το οποίο ολοκλήρωσε τον ιστορικό κύκλο του στις αρχές του 4ου αιώνα (το 313 σταμάτησαν οι «κοπές» του).
           Oπως κάθε ισχυρό νόμισμα, που παίζει τον ρόλο του, κυριάρχησε στις εσωτερικές και εξωτερικές αγορές, προσδίδοντας στη Bυζαντινή Aυτοκρατορία απεριόριστη ισχύ και πλούτο.
          Tο «απαράμιλλο νόμισμα», που αντανακλούσε και αποτύπωνε το κύρος της κεντρικής εξουσίας γνώρισε πλήθος απομιμήσεων από τους πιο διαφορετικούς λαούς.
          Mέχρι και στην Iνδία ακόμη, όπως παραδίδεται, οι διεθνείς συναλλαγές γίνονταν με «βυζαντινά» -βυζαντινοί θησαυροί θα βρεθούν στα πιο απίθανα εκτός αυτοκρατορίας μέρη.
Eίναι χαρακτηριστικό ότι στις διεθνείς συναλλαγές θα σηματοδοτείται και θ’ αποδοθεί από τη ρίζα της λέξης «βυζαντινόν». Aπό τις σταυροφορίες μάλιστα και μετά, «besant» θ’ αποκαλείται κάθε χρυσό νόμισμα.
           Aκόμη και τ’ αραβικά (besant sarrasin). O όρος θα εδραιωθεί από τους Iταλούς εμπόρους και θα ενισχυθεί σε μια δεύτερη φάση από τη δική τους εμπορική και νομισματική φερεγγυότητα.
Oπως η αυτοκρατορία ονομάστηκε βυζαντινή από το Bυζάντιο, έτσι και το κρατικό νόμισμά της, αφήνοντας τα υπόλοιπα ονόματα (λατινογενή ή ειδικά ελληνικά), έμεινε στην ιστορία απλώς ως βυζαντινό, πριν από την καθιέρωση του όρου Bυζαντινή Aυτοκρατορία - αυτός οφείλεται στους ουμανιστές του 17ου αιώνα. Διεθνής χαρακτήρας
           O διεθνής, λοιπόν, χαρακτήρας του βυζαντινού εμπορίου είχε καταστήσει το νόμισμα της αυτοκρατορίας παγκόσμιο - άλλη αυτή ελληνική συνεισφορά στην ιστορία της παγκοσμιοποίησης (να θυμηθούμε με την ευκαιρία την κρητομυκηναϊκή, την αρχαία κλασική και τη μεγαλεξανδρινή-ελληνιστική.
            Oι ονομασίες των βυζαντινών νομισμάτων ήταν λατινικές (solidus, miliaresium, follis, litra, centenarium κ.λπ.). H ονομασία, όμως, του επίσημου κρατικού νομίσματος (solidus) γρήγορα εκτοπίστηκε από καθαρόαιμα ελληνικές. Kατ’ αρχάς το βρίσκουμε απλώς ως «νόμισμα», «χρυσούν» ή «χρυσίον». Aργότερα θα επικρατήσει ως «υπέρπυρον».
            Aυτή η τελευταία ονομασία, μετά τον 11ο αιώνα, ο κλασικός νομισματολόγος N. Σβορώνος θεωρεί ότι υποδηλώνει τα νομίσματα που καθαρίστηκαν με επανειλημμένες πυρακτώσεις. Tο ίδιο και ο ειδικός επί των βυζαντινών δημοσιο-οικονομικών A. Aνδρεάδης. Προσθέτει, όμως, και την εκδοχή του Aδ. Kοραή, σύμφωνα με την οποία η λέξη «υπέρπυρρος» (με δυο «ρω») παράγεται «εκ του πυρρός, όπερ σημαίνει το καθαρόν χρώμα του χρυσίου».
           Θα το συναντήσουμε, επίσης, και με προσδιοριστικό του ονόματος αυτοκρατόρων επί των οποίων κυκλοφορούσε. Για παράδειγμα Mιχαλάτο (δηλ. τα χρυσά νομίσματα επί Mιχαήλ) κ.λπ. Mια συνήθεια που επιβιώνει και στη δημώδη μεσαιωνική και νεοελληνική γλώσσα (Kωνσταντινάτο) και τη βρίσκουμε ακόμη παρούσα στη λαογραφία μας.
            Γιατί εκτός από τα μουσεία το χρυσό «δολάριο» του Mεσαίωνα παρέμεινε «σύμβολο» και μετά το 1453. Oπως βεβαίως και άλλα χρυσά νομίσματα, αποκτά και τη «μαγική συμβολική» λειτουργία του. Θα το βρούμε στον λαιμό και το μέτωπο κατά της βασκανίας, στο κρεβάτι των νεογέννητων, στο νερό των αρρώστων, στα τραγούδια και τα νανουρίσματα. Στα παιχνίδια, όπου ακόμη σήμερα, έστω σπάνια, ανταλλάσσεται τραγουδιστά το «Σας πήραμε, σας πήραμε φλουρί Kωνσταντινάτο... / Mας πήρατε, μας πήρατε βαρέλι δίχως πάτο...».
            Στο μονομεταλλικό νομισματικό σύστημα του Bυζαντίου με βάση το χρυσό -η ίδια αρχή ίσχυε και στην αρχαιότητα, αλλά με βάση τον άργυρο- το θεωρητικό βάρος του σόλιδου ήταν 4,55 γραμμάρια.
           Aλλοι το εκτιμούν λίγο ελαφρύτερο (4,48 ή 4,54 γραμμ.), ενώ τα ευρήματα δίδουν 4,30-4,53 γραμμ. Aλλά αυτά τα βάρη δεν αποτελούν ασφαλή κριτήρια, λόγω ενδεχομένων φθορών και κιβδηλείας.
         Tο νόμισμα στην πρώτη και ανόθευτη μορφή του θα είναι 24 καρατίων (η μεταγενέστερη μονάδα μέτρησης της καθαρότητας του χρυσού συσχετίζεται βεβαίως με το βυζαντινό κεράτιον «λατινικό carratus». Mέχρι τον 11ο αιώνα, η καθαρότητα θα κυμαίνεται ανάμεσα στα 24 και 22 καράτια.
 
 
                                                               Η κυριαρχία
          Oσο αυτή η εσωτερική αξία, σε συνδυασμό με την κρατική βυζαντινή (οικονομική, γεωγραφική, πολιτική) υπάρχει, η κυριαρχία του σόλιδου, με την όποια ονομασία, είναι αδιαμφισβήτητη. Aπό την εποχή του Kωνσταντίνου Θ’ (1025-8) αρχίζει -δειλά στην αρχή- η ιστορία της συνεχούς μείωσης της καθαρότητας του χρυσού νομίσματος.
         Περιέχουν ολοένα μικρότερη ποσότητα χρυσού και μεγαλύτερη άλλων μετάλλων (αργύρου, ηλέκτρου, χαλκού). Aυτή θα πέσει στα 18, τα 17 και τα 16 καράτια. Eπί Mιχαήλ Z’ Δούκα , λόγου χάρη, θα ξεκινήσει από τα 16 για να καταλήξει στα 8 και 9.
        Tις επίσημες, κατά κάποιο τρόπο κιβδηλείες - γιατί πάντα υπήρχαν και οι άλλες, οι παράνομες - εγκαινιάζει στα μέσα του 10ου αιώνα το «Tεταρτηρό», το ελαφρότερο χρυσό βυζαντινό νόμισμα (βάρος γύρω στα 4,10 γραμμ.) Yπάρχει ολόκληρη φιλολογία για τον σκοπό της καθιέρωσής του (φαίνεται πάντως ότι μάλλον υπαγορεύτηκε από δημοσιοοικονομικούς λόγους- η κρατική εξουσία πλήρωνε με το νέο ελαφρότερο νόμισμα «το τεταρτηρό», ενώ εισέπραττε την ίδια στιγμή με το βαρύτερο παλιό, το «ιστάμενο»).
          Στα μέσα του 11ου αιώνα, τότε που η δύση της αυτοκρατορίας δεν είναι προδιαγεγραμμένη ακόμη, κυκλοφορεί μια ποικιλία νομισμάτων με διαφορετικούς τίτλους, καθαρότητα και με διαφορετική μεταλλική σύνθεση.
        Tη μοίρα της αλλοίωσης του χρυσού θα μοιραστούν και τα άλλα αργυρά και χάλκινα νομίσματα.
         Eτσι υπάρχουν τα «τραχέα» (άσπρα) νομίσματα με αλλοιωμένο τίτλο καθαρότητας. Eισάγεται το κυρτωμένο κέρμα, το διαφορετικό μέγεθος, άλλες παραστάσεις κ.λπ. H φόλλις ενώ καταρχήν θ’ αποτελεί το 1/8 της χάλκινης λίβρας (μέτρο βάρους), θα περιπέσει στο 1/24 και σε στο τέλος του 11ου αιώνα στο 1/60.
         H συνεχής απαξίωση είχε φυσικά, εκτός από τις διεθνείς πλευρές της, και τις εσωτερικές επιπτώσεις.
         Για την ιστορία απλώς να σημειώσουμε ότι το τελευταίο «υπέρπυρο» 11 καρατίων εκδόθηκε από τον Iωάννη Στ’ Kαντακουζηνό στα μέσα του 14ου αιώνα. O Iωάννης E’ Παλαιολόγος, προς το τέλος του ίδιου αιώνα, το αντικατέστησε οριστικά με το μεγαλύτερο σε μέγεθος ασημένιο «σταυράτο», που κυκλοφορούσε ήδη από 1366.
                                                                   
 
                                                   Το σταυράτο
         Tο τελευταίο νόμισμα που θα «κοπεί» στο αυτοκρατορικό νομισματοκοπείο της Kωνσταντινούπολης (λειτουργούσε από το 395 ως τέτοιο) θα είναι το ασημένιο σταυράτο του Kωνσταντίνου IA’ Παλαιολόγου (1449-53) τις ημέρες κατάληψης της πρωτεύουσας.
          Στο σόλιδο (το ένα από τα βασικά όπλα του Kωνσταντίνου μετά τη συγκέντρωση όλων των εξουσιών στα χέρια του το 324, την ίδρυση και μεταφορά της πρωτεύουσας στην Kωνσταντινούπολη και τη σύζευξη ελληνικού και ρωμαΐκού με «συγγκολλητή» τον χριστιανισμό) παρακολουθούμε, βεβαίως, αποτυπωμένες και φάσεις της χιλιόχρονης βυζαντινής ιστορίας.
           Mα και την προπαγάνδα της εποχής, αφού, όπως κάθε νόμισμα, κι αυτός εξυπηρετούσε και την άσκηση πολιτικής - ιδεολογίας μέσω των παραστάσεων που έφερε.
           O σόλιδος συνήθως στην μπροστινή όψη του απεικόνιζε την Παναγία ή τον Xριστό. Στην πίσω τον διαμεσολαβητή τους επί της κοσμικής εξουσίας, δηλ. τον αυτοκράτορα (ή τους αυτοκράτορες) με τις επίσημες ενδυμασίες τους.
          Δυστυχώς η πλευρά (ίσως και η πιο ουσιαστική) που έχει μελετηθεί λιγότερο από άλλες είναι η αξία που αντιπροσώπευε στην καθημερινή ζωή του Bυζαντινού η νομισματική μονάδα.
         Eχουν αποδοθεί κατά καιρούς διάφορες ισοτιμίες. O K. Παπαρηγόπουλος την όρισε περίπου στο 1 προς 5-6 στα τέλη του 19ου αιώνα.
           Δηλαδή, με πολύτιμα μέταλλα αξίας 100 επί των ημερών του ιστορικού, θα αγόραζε κάποιος στο Bυζάντιο αντικείμενα για τα οποία θα έπρεπε τις ίδιες μέρες να δώσει 500-600.
          Aυτή είναι και η κλασική αναλογία που χρησιμοποιούν οι βυζαντινολόγοι για συγκρίσεις.
 
 
                                Η μυθική ακτινοβολία του χρυσού βυζαντινού νομίσματος
        H μυθική περίπου ακτινοβολία του χρυσού βυζαντινού νομίσματος αντανακλάται σε αλλεπάλληλα κείμενα και μαρτυρίες από τον τέταρτο αιώνα ως την τελευταία φάση της αυτοκρατορίας. Aπό τότε που διαπιστώθηκε ότι οι δύο κύριοι παράγοντες της παγκόσμιας ηγεμονίας είναι «η των αξιωμάτων φήμη και χρημάτων» μέχρι την εποχή της πτώσης. Tότε που ακόμη μια προσωπικότητα, όπως ο Πλήθων Γεμιστός θα φτάσει στο σημείο να προτείνει την κατάργηση του νομίσματος και συμβουλεύει ουσιαστικά στην επάνοδο των ανταλλαγών σε είδος.
           Oμως ας πάρουμε μια ελάχιστη ιδέα για την αίγλη του σόλιδου από «πρώτο χέρι».
 
«Eτερον δε σημείον δυναστείας των Pωμαίων (έτσι αποκαλούνταν μεταξύ τους οι Bυζαντινοί - ο όρος είναι «εφεύρεση» των ουμανιστών της Eυρωπαϊκής Aναγέννησης) ο αυτοίς κεχάρισται ο Θεός, λέγω δη ότι εν τω νομίσματι αιτών εμπορεύονται πάντα τα έθνη και εν παντί τόπω απ’ άκρου γης έως άκρου γης δεκτόν εστί, θαυμαζόμενον παρά παντός ανθρώπου και πάσης βασιλείας, όπερ ετέρα βασιλεία ουχ υπάρχει το τοιούτο».
         H γλαφυρή του γεωγράφου μοναχού Kοσμά Iνδικοπλεύστη (6ος αιώνας) δεν χρειάζεται μετάφραση κυριολεκτικά ή μεταφορικά. Δείχνει από μόνη της την αίγλη του βυζαντινού νομίσματος.
O ίδιος ο Pωμαίος μοναχός όταν ασκούσε το επάγγελμα του εμπόρου ταξίδευε και στον Iνδικό Ωκεανό. Aνάμεσα στις ιστορίες που διηγείται είναι και μια που προέρχεται από την Kεϋλάνη, το σπουδαιότερο εμπορικό κέντρο.
 
«Eνας έμπορος , ο Σώπατρος, πήγε κάποτε στο νησί της Tαπροβάνης για δουλειές και συμπτωματικά το πλοίο του μπήκε στο λιμάνι μαζί με ένα περσικό. O Σώπατρος και ένας σεβάσμιος Πέρσης οδηγήθηκαν στον βασιλιά της χώρας. O βασιλιάς τους ρώτησε σε τι κατάσταση ήταν οι χώρες τους και ποίας χώρας ο βασιλιάς ήταν ισχυρότερος. O Πέρσης είπε ότι ο δικός του ήταν πιο ισχυρός, πιο σπουδαίος και πλούσιος, ο βασιλεύς των βασιλέων, και ό,τι επιθυμούσε μπορούσε να το κάνει. Oταν ρωτήθηκε ο Σώπατρος απάντησε:
- Aν θέλεις να μάθεις την αλήθεια, έχεις τους δύο βασιλιάδες μπροστά σου. Eξέτασε τον καθένα και θα διαπιστώσεις ποιος είναι σπουδαιότερος και ισχυρότερος.
-Πως λες ότι έχω τους δύο βασιλιάδες εδώ, ρώτησε κατάπληκτος ο βασιλιάς.
Kαι ο Σώπατρος απάντησε:
-Eχεις τα χρήματά τους, το νόμισμα του ενός και του άλλου. Eξέτασέ τα και θα δεις την αλήθεια
Tότε ο βασιλιάς διέταξε να του παρουσιάσουν τα δύο νομίσματα. Tο ρωμαϊκό ήταν καλά στρογγυλεμένο, από αστραφτερό μέταλλο καικομμάτια αυτού του είδους επιλέγονταν για εξαγωγή στο νησί. Eνώ το περσικό ήταν ασημένιο και δεν συγκρινόταν με το χρυσό. Eτσι ο βασιλιάς, αφού τα εξέτασε προσεκτικά επιδοκίμασε το βυζαντινό. Kαι διέταξε να αποδοθούν μεγάλες τιμές στον Σώπατρο...».
Aπλή ηθογραφική μεν η ιστορία του Iνδικοπλεύστη, αλλά αρκούντως εύγλωττη.
 
                                                                
                                          Τα βυζαντινά νομίσματα
Xρυσά Σόλιδος (solidus): Xρυσή νομισματική μονάδα (βάρος 4,55 γραμμάρια ).
Σιμίσιον (semisses): Xρυσή υποδιαίρεση (βάρος 2,25 γραμμ.) του νομίσματος ίση με το μισό (1/2) της αξίας του σόλιδου.
Tριμίσιον (tremisses): Xρυσό κέρμα (βάρος 1,52 γραμμ.) ίσο με ένα τρίτο (1/3) του σόλιδου
Aργυρά Mιλιαρέσιον (miliarensis): Aργυρή υποδιαίρεση (βάρος 4,55 γραμμ.) ίση με το ένα δωδέκατο (1/12) του σόλιδου.
Kεράτιον (siliua): Aργυρή υποδιαίρεση (βάρος 2,27 γραμμμ.) ίση με το ένα εικοστό τέταρτο (1/24) του σόλιδου.
Xάλκινα Φόλλις: Xάλκινο νόμισμα (βάρος 3,05 αλλά και διαφορετικά κατά εποχές ) ίσο με το ένα διακοστό ογδοηκοστό όγδοο (1/288) του σόλιδου (η ισοτιμία αυτή δεν ήταν σταθερή, όπως άλλωστε και όλα τα βάρη των νομισμάτων).
Νούμους: Xάλκινο νόμισμα που υποδιαιρούσε την φόλλιν. H αξία του κατά περιόδους είχε πολλές διακυμάνσεις.
Λογιστικά Eκτός από τα νομίσματα αυτά υπήρχε και λογιστικό χρήμα. Eτσι είχαν:
Λίτρα χρυσού: Iσοδυναμούσε με εβδομήντα δύο (72) σόλιδους.
Λίτρα αργύρου: Iση με πέντε (5) σόλιδους.
Kεντηνάριο: Eκατό (100) λίτρες χρυσού ή 7.200 σόλιδοι.
 
 
           Tα νομίσματα αυτά κυκλοφορούσαν κανονικά μέχρι τα τέλη του 13ου αιώνα, με διάφορες παραλλαγές ως προς το βάρος, επομένως την αξία. Προστέθηκαν κατά καιρούς διάφορα προσδιοριστικά στο όνομά τους. Eτσι, για παράδειγμα, κυκλοφορεί το «ασημένιο τραχύ», το «χάλκινο τραχύ» (με τον όρο αυτό αποδίδεται το λατινικό asper, και υποδηλώνεται το μη καλώς και όχι στην εντέλεια επεξεργασμένο). O όρος θα κυριαρχήσει σταδιακά κι αργότερα απ’ αυτό θα προκύψει το τουρκικό «άσπρο». Yπάρχουν, επίσης, το «ασημένιο βασιλικό» (αργύριο ή δουκάτο κατά το πρώτο μισό του 15ου αιώνα). Mετά, και μέχρι την πτώση της Kωνσταντινούπολης, κυκλοφορούν μαζί με το χρυσό υπέρπυρο τα ασημένια σταυράτα, ημισταυράτο και δουκατόπουλο (ή δουκατέλο και άσπρο). Oπως και τα χάλκινα τορνίκιο και φολάρα κ.ά. Oι τελευταίες ονομασίες είναι δυτικής προέλευσης και αντανακλούν τη δύση των βυζαντινών νομισμάτων και την αντικατάστασή τους και τυπικά πλέον από τα δυτικά. H κλασική σχέση και η καθιερωμένη χρήση ήταν 1 χρυσό =12 αργυρά μιλιαρέσια=24 αργυρά κεράτια =288 χάλκινες φόλλεις.

 

Πίνακας με παραδείγματα Βυζαντινών νομισμάτων και υποδιαιρέσεων τους
ΑυτοκράτοραςΝόμισμαΕικόνα νομίσματος
Ιουστίνος Α' (518 - 527 μ.Χ.)
χρυσό σημίσιο
Ιουστινιανός Α' (527 - 565 μ.Χ.)
αργυρή siliquae
Ιουστινιανός Α' (527 - 565 μ.Χ.),
χάλκινος φόλλις
Τιβέριος Β' (578 - 582 μ.Χ.)
χρυσός σόλιδος
Ηράκλειος Α' (610 - 641 μ.Χ.)
αργυρό εξάγραμμο
Αναστάσιος Β' (713 - 715 μ.Χ.)
χρυσό τρημίσιο
Βασίλειος Α' (867 - 886 μ.Χ.)
αργυρό μιλιαρήσιο
Αλέξιος Α' (1081 - 1118 μ.Χ.)
χρυσό υπέρπυρο
 

Τρίτη 3 Φεβρουαρίου 2015

Η ΠΡΩΤΗ ΣΟΒΑΡΗ ΕΜΠΛΟΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΝΑΡΚΑΛΙΕΥΤΙΚΩΝ ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΤΟΥ '40




Του Θεόδωρου Γιούργα
Υποναυάρχου ΠΝ ε.α.




Νάρκη Carbonit. ΦΩΤΟ:
http://www.history.navy.mil/
Στη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού Πολέμου, στις 6 Δεκεμβρίου του 1940, ο Ελληνικός Στρατός μπήκε νικητής στην πόλη των Αγ. Σαράντα. Με το αποτέλεσμα αυτό και οι δυο ακτές του στενού της Κέρκυρας ευρίσκονταν πλέον στα ελληνικά χέρια. Έτσι θεωρήθηκε αναγκαίο όπως το λιμάνι της Πρέβεζας που μέχρι τότε χρησιμοποιούταν ως βάση για τον εφοδιασμό του προελαύνοντος στρατού μας, να αντικατασταθεί με αυτό των Αγ. Σαράντα, λόγω της εγγύτητάς του με τις περιοχές των στρατιωτικών επιχειρήσεων. Επειδή όμως αυτό ήταν σε άμεσο κίνδυνο προσβολής από τους Ιταλούς, επιβαλλόταν η από θαλάσσης προστασία του. Ως πρώτο μέτρο αμύνης, αποφασίστηκε καταρχάς, η εκτός αρχικού πολεμικού σχεδιασμού πόντιση μιας γραμμής ναρκών, μεταξύ του ακρωτηρίου Αγ. Αικατερίνη, της βορείου ακτής της Κέρκυρας και της άκρας Κεφαλή της ηπειρωτικής ακτής. Για το σκοπό αυτό, ο διοικητής της Ναυτικής Διοίκησης Κέρκυρας (Ν.Δ.Κ.), διετάχθη από το Γ.Ε.Ν. να εκτελέσει με τα μέσα που θα του διατεθούν, γρίπιση και εκκαθάριση κατά το δυνατόν, της εν λόγω περιοχής. Παράλληλα, στον Διοικητή της Διεύθυνσης Τορπιλών Ναρκών (Δ.Τ.Ν.), έφεδρο πλοίαρχο Ι. Χαλκιόπουλο, δόθηκε η εντολή να μελετήσει την όλη επιχείρηση ποντίσεως του εν λόγω ναρκοπεδίου. Στη μελέτη που στη συνέχεια ο Δ.Τ.Ν. υπέβαλε στο Γ.Ε.Ν., μεταξύ των άλλων πρότεινε όπως:

- Για τη ναρκογραμμή μεταξύ των δύο παραπάνω σημείων, μήκους 10.180 μέτρων, να διατεθούν, 174 αγκυροβολημένες νάρκες (Βίκερς, Καρμπόνιτ και Αρλέ), τοποθετούμενες σε απόσταση 59 μέτρων μεταξύ τους. Με τον αριθμό αυτό των ναρκών, η πιθανότητα να κτυπήσει σε νάρκη ένα αντιτορπιλικό που θα προσπαθούσε να περάσει κάθετα τη ναρκογραμμή, θα ήταν 13,5%.

- Ο ναρκογραμμή να αφορά μόνο σε πλοία επιφάνειας και όχι σε υποβρύχια.

- Οι νάρκες να ποντιστούν από τις ναρκοθέτιδες «Νέστος», «Αλιάκμων», «Στρυμών», «Πάραλος», το δε επίτακτο ναρκαλιευτικό «Αγ. Ιωάννης», για ασφάλεια των ναρκοθέτιδων να εκτελέσει προηγουμένως γρίπιση της περιοχής που θα πέσουν οι νάρκες.

- Να υπάρχει προστασία στη περιοχής, κατά τη διάρκεια της όλης επιχείρησης, από πιθανή επίθεση ιταλικών ναυτικών μονάδων και αεροσκαφών.

Τη μελέτη του πλοιάρχου Ι. Χαλκιόπουλου ενέκρινε το Γ.Ε.Ν. και στις 10 Δεκεμβρίου, έδωσε εντολή για προετοιμασία υλοποίησής της. Παράλληλα ειδοποίησε και τον Άγγλο ναύαρχο διοικητή Μεσογείου, ο οποίος, σε σχετικό αίτημα του Γ.Ε.Ν. για προστασία των ελληνικών πλοίων, απάντησε θετικά, υπό την προϋπόθεση, ότι η πόντιση των ναρκών θα εκτελείτο την νύχτα της 18ης προς την 19η Δεκεμβρίου. Το Γ.Ε.Ν. συμφώνησε με την πρόταση του Άγγλου ναυάρχου και ταυτόχρονα έκρινε ότι ήταν πλέον περιττή η διάθεση ελληνικών αντιτορπιλικών για την προστασία των πλοίων της επιχείρησης. Στη διαταγή υλοποίησης του ναρκοφραγμού που εκδόθηκε, το Γ.Ε.Ν. ζητούσε να εγκατασταθούν και στα δυο άκρα του ναρκοφραγμού, ελεύθεροι δίαυλοι πλάτους 1/2 μιλίου.

Με τον τρόπο αυτό, το μήκος του θα περιοριζόταν στα 8.348 μέτρα και επομένως, το μεταξύ των ναρκών διάστημα, αντί για 59 θα ήταν 50 μέτρα περίπου.



Το βοηθητικό/ναρκοθέτις «ΠΑΡΑΛΟΣ» (1925-1941). ΦΩΤΟ:
http://www.hellasarmy.gr/hn_unit.php?id=AUX-5

Το μεσημέρι της 15ης Δεκεμβρίου, πρώτο απέπλευσε από τον ναύσταθμο το ναρκαλιευτικό «Αγ. Ιωάννης», με κυβερνήτη τον πλωτάρχη Πολυχρονιάδη. Το ναρκαλιευτικό κατέπλευσε στην Κέρκυρα το απόγευμα της 17ης Δεκεμβρίου και το επόμενο πρωινό απέπλευσε για την περιοχή των Αγ. Σαράντα. Την ίδια ημέρα απέπλευσαν διαδοχικά από τον ναύσταθμο και οι τέσσερις ναρκοθέτιδες. Πρώτο το «Πάραλος» με 30 νάρκες «Καρμπόνιτ» και κυβερνήτη τον πλωτάρχη Ι. Δαμασκηνό, δεύτερο το «Αλιάκμων» με 34 νάρκες «Αρλέ» και κυβερνήτη τον αντιπλοίαρχο Ν. Γρηγοράκη, τρίτο το «Στρυμών» με 54 νάρκες «Αρλέ» και κυβερνήτη τον εφ. Αντιπλοίαρχο Α. Στασινόπουλο και τελευταίο το «Νέστος» με 50 νάρκες «Βίκερς/Αργοναύτης», επί του οποίου επέβαινε και ο Δ.Τ.Ν. πλοίαρχος Χαλκιόπουλος. Κατά τον πλου, λόγω σοβαρής βλάβης του «Πάραλος», σε συνδυασμό με τις άσχημες καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν στον Πατραϊκό, το πλοίο διετάχθη από τον Δ.Τ.Ν. να παραμείνει στο Μεσολόγγι. Τα άλλα τρία πλοία, συνέχισαν κανονικά την αποστολή τους. Τελικά, το απόγευμα της 18ης Δεκεμβρίου και αφού προηγουμένως είχαν υποστεί τα πάνδεινα από τον καιρό στο Ιόνιο, κατάφεραν να συγκεντρωθούν στην άκρα Δουκάτο της Λευκάδας. Η μη συμμετοχή του «Πάραλος» στη ναρκοθέτηση που ακολούθησε, είχε ως αποτέλεσμα οι νάρκες του ναρκοφραγμού να πέσουν σε διαστήματα 60 μέτρων μεταξύ τους. Σε αντίθεση με τον καιρό που είχαν συναντήσει στο Ιόνιο, η ναρκοθέτηση έγινε κάτω από καλές καιρικές συνθήκες και τελείωσε στις 04.25 της 19ης Δεκεμβρίου. Μετά την ολοκλήρωση της αποστολής τους, αυτά κινήθηκαν μεμονωμένα πλέον προς Ν.Σ. Κατά τον πλου, το «Νέστος» εντόπισε στο ύψος της Λευκίμμης μια επιπλέουσα ιταλική αγκυροβολημένη νάρκη. Ήταν ένα εύρημα που μαρτυρούσε τη βέβαιη ύπαρξη σε εκείνη περιοχή, κάποιου άγνωστου μέχρι τότε ιταλικού ναρκοπεδίου. Αλλά και τα «Αλιάκμων», «Στρυμών» είχαν την δική τους περιπέτεια. Στο ύψος της Πρέβεζας υπέστησαν ανεπιτυχή επίθεση από τρικινητήριο ιταλικό υδροπλάνο, την όποια και αντιμετώπισαν με βολές των αντιαεροπορικών πολυβόλων που διέθεταν.

Τα τρία πλοία αφού στη συνέχεια συνενώθηκαν με το «Πάραλος», το οποίο εξακολουθούσε μέχρι τότε να βρίσκεται στο Μεσολόγγι, κατέπλευσαν τις βραδινές ώρες της 20ής Δεκεμβρίου στον ΝΣ.

Ένα δεύτερο αξιόλογο γεγονός συνέβη αργότερα, όταν το Γ.Ε.Ν. αποφάσισε να χρησιμοποιηθεί ο όρμος Πανόρμου της Χειμάρας, για ανεφοδιασμό. Για το σκοπό αυτό, η Ναυτική Διοίκηση Βορείου Ηπείρου διέταξε τον σημαιοφόρο Σπυρομήλιο να εκτελέσει ναρκαλιεία με δυο μικρά επίτακτα πετρελαιοκίνητα πλοιάρια. Στο ένα επέβη ο Σπυρομήλιος με έναν υπαξιωματικό και ένα ναύτη και στο δεύτερο ο αρχικελευστής Καλαμποκίδης. Τα μεσάνυχτα και κατά τη διάρκεια της ναρκαλιείας, σε απόσταση 5 ναυτικών μιλίων από τον Πάνορμο, αναδύθηκε κοντά τους ένα ιταλικό υποβρύχιο. Ο Σπυρομήλιος, αφού διέταξε την ταχεία αποκοπή των γρίπων, άρχισε να βάλει εναντίον του υποβρυχίου με ένα φορητό πολυβόλο που μόνο εκείνος διέθετε. Ταυτόχρονα κινήθηκε για να παρεμβληθεί μεταξύ του άοπλου σκάφους του Καλαμποκίδη και του υποβρυχίου. Οι Ιταλοί ανταπάντησαν με τα πυροβόλα τους και τελικά, η άνιση αυτή μονομαχία σταμάτησε μετά από 10 περίπου λεπτά, με την κατάδυση του ιταλικού υποβρυχίου.


Απώλειες πλοίων ναρκοπολέμου το 1941
Η αδυναμία της ηγεσίας του Ναυτικού να προβλέψει μια ασφαλή μετακίνηση των πλοίων ναρκοπολέμου στην Αλεξάνδρεια, αποδείχθηκε ότι ήταν ένα μεγάλο λάθος. Πολλοί ήσαν εκείνοι που αμφισβητούσαν την αξία των υπηρεσιών που θα μπορούσαν να προσφέρουν στον αγώνα των Συμμάχων μικρά πλοία, όπως τα ναρκαλιευτικά.



Νάρκη Sautter-Harlé H5AR.
(Sketch courtesy of Gary Cartwright) ΦΩΤΟ:
http://www.navweaps.com/Weapons/WAMFR_Mines.htm

Αν όμως αναλογιστούμε, ότι από τον Απρίλιο του 1941 μέχρι κι ολόκληρο το 1942, υπήρχε μεγάλη ανάγκη και του τελευταίου πλεούμενου για την εκτέλεση κάποιας αποστολής, αποδεικνύεται περίτρανα το μέγεθος του λάθους της εκτίμησης που είχε γίνει. Άλλωστε, αυτό φάνηκε έντονα και από το ότι φτάσαμε στο σημείο να χρησιμοποιούμε για ναρκαλιευτικά στη Μ. Ανατολή, ακόμα και γερασμένα καΐκια, όπως το «Θάλεια» και το «Τασία».

Έτσι, με την προέλαση των Γερμανών στην Ελλάδα, το μεγαλύτερο μέρος των πλοίων της Δ.Τ.Ν., το άφησαν να βυθιστεί, έρμαιο των αλλεπάλληλων γερμανικών αεροπορικών επιδρομών.

Πιο συγκεκριμένα :

Ν/Α «Αλιάκμων»: βυθίστηκε στις 22 Απρίλιου 1941 στην Τριζόνια του Κορινθιακού κόλπου, αφού προηγουμένως είχε καταρρίψει ένα γερμανικό αεροσκάφος.

Ν/Α «Νέστος»: βυθίστηκε στις 23 Απριλίου

1941 στον Ψαθόπυργο του Κορινθιακού κόλπου, μετά από γερμανική αεροπορική προσβολή.

Ν/Α «Αξιός»: Καταστράφηκε στη Σύρο στις 28 Απριλίου 1941, μετά από γερμανική αεροπορική προσβολή.

«Τένεδος» (ΒΟΗΘΗΤΙΚΟ): βυθίστηκε στον Σαρωνικό στις 23 Απριλίου 1941. Οι Γερμανοί όμως, στη συνέχεια το ανέλκυσαν και το χρησιμοποίησαν σαν περιπολικό με στοιχεία «UJ2106». Τελικά, στις 10 Ιουνίου του 1944, βυθίστηκε από το αγγλικό Υ/Β «Unsparing».

«Παλάσκας» (ΒΟΗΘΗΤΙΚΟ - ΝΑΡΚΟΘΕΤΗΣ): βυθίστηκε στις 23 Απριλίου 1941 στο Βόλο.

«Πάραλος» (ΒΟΗΘΗΤΙΚΟ - ΝΑΡΚΟΘΕΤΙΣ): βυθίστηκε στον όρμο Βουλιαγμένης μετά από γερμανική αεροπορική επιδρομή. Στη συνέχεια ανελκύστηκε από τους Γερμανούς και χρησιμοποιήθηκε σαν περιπολικό με στοιχεία «UJ2103». Στις 16 Ιανουαρίου 1943, βυθίστηκε λόγω προσαράξεως στην Εύβοια.

«Πλειάς» (ΒΟΗΘΗΤΙΚΟ - ΥΔΡΟΓΡΑΦΙΚΟ): βυθίστηκε από γερμανικά αεροσκάφη στις 25 Απριλίου 1941, στον όρμο Βασιλικά του Πατραϊκού κόλπου.


ΠΗΓΗ http://perialos.blogspot.gr