Παρασκευή 30 Μαΐου 2014

ΠΩΣ Ο ΙΜΠΡΑΗΜ "ΕΣΩΣΕ" ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΠΡΟΚΑΛΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΠΕΜΒΑΣΗ ΤΩΝ ΒΡΕΤΑΝΩΝ




Ιωάννης Σ. Θεοδωράτος
Δημοσιογράφος-Αμυντικός Αναλυτής





Ο Μοχάμεντ Άλι επιδεικνύει τον πολεμικό στόλο που
δημιούργησε. Πίνακας αγνώστου. 

Με αφορμή τη συμπλήρωση 192 ετών από την Επανάσταση του 1821 και την ανάγκη χρησιμοποίησης των δύο σταθερών παραμέτρων κατανόησης των γεγονότων του σήμερα, δηλαδή της Ιστορίας σε συνδυασμό με τη Γεωγραφία, είναι σκόπιμο να φωτίσουμε μια παραμελημένη πτυχή, η οποία αποκαλύπτει πώς η εκστρατεία του Ιμπραήμ Πασά προκάλεσε ευθεία σύγκρουση με τα βρετανικά γεωπολιτικά συμφέροντα. Ήταν η ναυτική ισχύς του Οθωμανο-αιγυπτιακού Στόλου σε συνδυασμό με την απόδοση της Κρήτης (από τον σουλτάνο Μαχμούτ Β΄) και της Πελοποννήσου, το αίτιο που επιτάχυνε αποφασιστικά τη βρετανική εμπλοκή στην Ελληνική Επανάσταση. Η γεωστρατηγική αξία του ελληνικού χώρου με αιχμή τη ναυτική γεωγραφία προκάλεσε τα αντανακλαστικά της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, οι επιτελείς της οποίας αντιλήφθηκαν ότι ενδεχόμενη επικράτηση του Ιμπραήμ θα είχε ως αποτέλεσμα την ανάδειξή του σε περιφερειακή ναυτική δύναμη. Οι Αγγλοσάξονες που πριν από δέκα έτη είχαν καταφέρει με κόπο και θυσίες να εξουδετερώσουν τη Γαλλία του Ναπολέοντα, δεν ήσαν διατεθειμένοι να ανεχτούν τον φιλόδοξο «Αιγύπτιο» και τον στόλο του να κυριαρχεί στην ανατολική Μεσόγειο. Η ώρα της σωτηρίας για την ασθμαίνουσα και βαριά τραυματισμένη από τον πολυετή αγώνα και τον εμφύλιο σπαραγμό Ελληνική Επανάσταση είχε σημάνει….       

Η ελλιπής διδασκαλία της Ιστορίας στη δημόσια εκπαίδευση και ιδιαίτερα η ανυπαρξία ενός βασικού εργαλείου κατανόησης και επεξήγησης των ιστορικών γεγονότων, όπως είναι η γεωπολιτική ανάλυση, έχει δημιουργήσει δυσνόητα χάσματα, επιτρέποντας την ανάπτυξη διαφόρων θεωριών με έμφαση στη συνομωσιολογία. Η εκστρατεία του εξ Αιγύπτου ορμώμενου Ιμπραήμ Πασά (1789-1848) αποτελεί μια τέτοια περίπτωση, καθώς παρότι αποτελεί πρωταγωνιστικό στοιχείο που επηρέασε κάθετα την εξέλιξη της Επανάστασης, ελάχιστα έχει απασχολήσει τους μελετητές το πώς και γιατί η αιγυπτιακή εμπλοκή κινδύνευσε να ανατρέψει τις γεωπολιτικές ισορροπίες της εποχής στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου.
Για να γίνει κατανοητή η γεωστρατηγική αξία της Αιγύπτου και πως στα χέρια ικανών και φιλόδοξων ηγητόρων μπορούσε με την κατάλληλα βοήθεια και οργάνωση να απειλήσει τους γεωπολιτικούς σχεδιασμούς της θαλασσοκράτειρας γηραιάς Αλβιόνος, είναι χρήσιμο να αναφερθούμε σε μια συνοπτική παρουσίαση των ιστορικών γεγονότων που οδήγησαν στην εξουσία τον Μοχάμεντ Άλι, πατέρα του Ιμπραήμ Πασά. Μετά το πέρας των Ναπολεόντειων Πολέμων, η Βρετανική Αυτοκρατορία αναδείχθηκε στην αδιαφιλονίκητη ηγέτιδα γεωπολιτική δύναμη της ευρωπαϊκής ηπείρου. Το Βασιλικό Ναυτικό υπό τον Οράτιο Νέλσον (1758-1805) είχε κατατροπώσει στις ναυμαχίες του Αμπουκίρ (1798) και ειδικά στο Τραφάλγκαρ (1805) τον γαλλο-ισπανικό στόλο. Ο ναυτικός ανταγωνισμός μεταξύ Γαλλίας και Βρετανίας για την κυριαρχία στην Μεσόγειο είχε πρακτικά τερματιστεί μετά από την καταστροφική για τα γαλλικά συμφέροντα ήττα στην Αίγυπτο, όπου εκτός του Αμπουκίρ (σ.σ. είναι γνωστή και ως ναυμαχία του Νείλου), χάθηκαν και σημαντικές χερσαίες δυνάμεις. Το τέλος επήλθε το 1801 όταν βρετανικά στρατεύματα αποβιβάστηκαν στην Αίγυπτο εξουδετερώνοντας τις εναπομείνασες γαλλικές μονάδες. Το Λονδίνο έθεσε τις βάσεις ενός προτεκτοράτου, το οποίο θα διοικούσε τη χώρα, η οποία βρισκόταν υπό την εξουσία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το 1803 μετά την απομάκρυνση των βρετανικών στρατευμάτων και με αφορμή την αποστασία των αλβανικής καταγωγής οθωμανικών μονάδων του Χιουσρέφ Πασά (1769-1855, σ.σ. ο οποίος στη συνέχεια κατέλαβε το αξίωμα του Καπουδάν Πασά και υπό την ηγεσία του ο οθωμανικός στόλος κατέστρεψε το 1824 τα Ψαρά) λόγω οικονομικών προβλημάτων, ο αλβανικής καταγωγής γεννημένος στην Καβάλα Μοχάμεντ Άλι, εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία να διακριθεί. Νίκησε τους Μαμελούκους και έλαβε από τον σουλτάνο Σελίμ Γ΄(1789-1807) τον τίτλο του κυβερνήτη (Βαλής) της Αιγύπτου.
Η γεωστρατηγική αξία της χώρας των Φαραώ ήταν τεράστιας σημασίας για την φιλόδοξη ιμπεριαλιστική πολιτική του Λονδίνου, καθώς ήταν σαφές ότι αποτελούσε μείζονα γεωπολιτικό στόχο στο πλαίσιο του σχεδίου κατάληψης αποικιακών εδαφών. Έτσι τον Μάρτιο του 1807 ο στρατηγός Αλεξάντερ Μακένζι-Φρέιζερ αποβιβάστηκε με 5.000 άνδρες στις ακτές του δέλτα εγκαινιάζοντας μια νέα εκστρατεία, απόρροια του Βρετανο-Οθωμανικού Πολέμου του 1807-1809. Αντικειμενικός σκοπός ήταν η κατάληψη της Αλεξάνδρειας και ο ναυτικός έλεγχος της ανατολικής Μεσογείου σε βάρος των Οθωμανών που ήσαν κατά τη συγκεκριμένη περίοδο των Ναπολεόντειων Πολέμων, στρατηγικοί σύμμαχοι των Γάλλων. Ο Μοχάμεντ Άλι βρισκόταν σε επιχειρήσεις στην άνω Αίγυπτο όταν πληροφορήθηκε για τη βρετανική απόβαση. Όμως η επιχείρηση δεν εξελίχθηκε σύμφωνα με τις προσδοκίες και οι Βρετανοί υπέστησαν βαριά ήττα στην Ροζέτα, οι δυνάμεις τους πολιορκήθηκαν στην Αλεξάνδρεια και τελικώς αποδέχθηκαν την παράδοση της πόλης στον Μοχάμεντ Άλι, ο οποίος όμως ζήτησε ως αντάλλαγμα την αναγνώριση της ανεξαρτησίας του από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους (1807) οι τελευταίες βρετανικές δυνάμεις εγκατέλειψαν την Αίγυπτο έχοντας «κλείσει» εμπορικές συμφωνίες με τον φιλόδοξο Άλι, χωρίς ωστόσο να επιτύχει την επίσημη αναγνώρισή του από το Λονδίνο. Οι Βρετανοί είχαν αντιληφθεί ότι κάτι τέτοιο θα εκλαμβανόταν ως προσπάθεια προσχεδιασμένης αποδόμησης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μια μη επιθυμητή γεωστρατηγικά εξέλιξη υπό το πρίσμα της τότε γεωπολιτικής συγκυρίας. Βασική τους επιδίωξη ήταν η ίδρυση ενός προτεκτοράτου και όχι η ανάδειξη μιας νέας μη ελεγχόμενης ισχυρής ηγεμονίας στην περιοχή.
Ο Ιμπραήμ Πασάς γεννήθηκε στη Δράμα και θεωρείται ότι ήταν νόθος ή υιοθετημένος υιός του Άλι, ενώ η μητέρα του ήταν ελληνικής καταγωγής. Τα ηγετικά του προσόντα τον οδήγησαν να αναλάβει για πρώτη φορά επίσημη θέση ως κυβερνήτης της Άνω Αιγύπτου το 1813, κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του πατέρα του κατά των Ουαχαμπιστών του Οίκου των Σαούντ στην Αραβία [Μετά από εντολή του σουλτάνου Μουσταφά Δ΄(1807-1808), η οποία ανανεώθηκε από τον Μαχμούτ Β΄(1808-1839)]. Το 1817 μάλιστα θα αναλάβει ενεργό συμμετοχή στην εκστρατεία κατορθώνοντας να καταπνίξει την εξέγερση το επόμενο έτος. Σε ένδειξη ανταμοιβής ο σουλτάνος απένειμε στον Μοχάμεντ Άλι τον τίτλο του Βαλή της Χετζάτζης, επεκτείνοντας γεωγραφικά την κυριαρχία του.
Ο ιταλικής καταγωγής διπλωμάτης Μπερναντίνο Ντροβέτι (1776-1852) που είχε παραμείνει στην Αίγυπτο (σ.σ. ακολούθησε τον στρατηγό Μυρά το 1798), ανέλαβε καθήκοντα συμβούλου κατά τη διάρκεια της βρετανικής εισβολής, προωθώντας έμπρακτα την ιδέα  εκσυγχρονισμού της στρατιωτικής δύναμης του Μοχάμεντ Άλι. Μάλιστα κατάφερε να κληθούν Γάλλοι στρατιωτικοί προκειμένου να εκπαιδεύσουν τον Αιγυπτιακό Στρατό και το Ναυτικό. Μέχρι το 1823 έπεισε τον Λουδοβίκο ΙΗ΄ να εξουσιοδοτήσει την αποστολή στρατιωτικής αποστολής με σκοπό την αναδιοργάνωση και τον εκσυγχρονισμό των χερσαίων και ναυτικών δυνάμεων της Αιγύπτου. Το 1824 αφίχθησαν 14 αξιωματικοί-σύμβουλοι υπό τον στρατηγό Πιέρ Μπουαγιέ. Σταδιακά ιδρύθηκαν βιομηχανίες όπλων (μουσκέτα, πυροβόλα) καθώς και ένα ναυπηγείο στην Αλεξάνδρεια, το οποίο μέχρι τα τέλη του 1830 καθέλκυσε και εξόπλισε 9 πλοία γραμμής των 100 πυροβόλων!
Η έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης το 1821 και η δυσμενής εξέλιξη των στρατιωτικών και ιδίως των ναυτικών επιχειρήσεων των οθωμανικών δυνάμεων, προκάλεσε την ανάγκη εμπλοκής του αποδεδειγμένα ικανού και αποτελεσματικού Μοχάμεντ Άλι. Ο σουλτάνος Μαχμούτ Β΄ ζήτησε την βοήθειά του και εκείνος απέστειλε τον Ιμπραήμ. Στο πλαίσιο της συμφωνίας η Κρήτη και η Πελοπόννησος (Μοριάς) θα προσαρτούνταν στην Αίγυπτο μετά από την κατάπνιξη της επανάστασης. Τον Ιούλιο του 1824 ο αιγυπτιακός στόλος απέπλευσε από την Αλεξάνδρεια και μετά από αρκετούς μήνες αναμονής αποβίβασε αιφνιδιαστικά στρατεύματα τον Φεβρουάριο του 1825 στο έδαφος της Πελοποννήσου. Η επανάσταση κινδύνευσε να σβήσει μετά από τις σαρωτικές νίκες των εκπαιδευμένων από Ευρωπαίους αιγυπτιακών στρατευμάτων. Η πτώση του Μεσολογγίου το 1826 και τα γεγονότα που επακολούθησαν της κατάληψής του, οι ωμότητες και η σκληρότητα των Αιγυπτίων, συγκλόνισε τους Φιλέλληνες. Όμως απαιτείτο η λήψη δραστικών μέτρων και η διαιρεμένη από τις εμφύλιες διαμάχες ελληνική κυβέρνηση δεν μπορούσε να δώσει στρατιωτική λύση σύντομα. Ο αρνησίθρησκος στρατηγός Σελβ που είχε ονομαστεί Σουλεϊμάν Μπέης, διοικούσε με τους Γάλλους επιτελείς, παλαίμαχους των Ναπολεόντειων Πολέμων τις αιγυπτιακές δυνάμεις.     
Παράλληλα ο ενωμένος Οθωμανο-αιγυπτιακός Στόλος επέβαλλε τη ναυτική κυριαρχία πέριξ της Πελοποννήσου. Ο αιγυπτιακές ναυτικές μονάδες διέθεταν 2.500 πυροβόλα και ήσαν ισχυρότερες από τις αντίστοιχες οθωμανικές και κατά πολύ των ελληνικών. Οι επιτυχίες του Ιμπραήμ προκάλεσαν εντύπωση και φόβο στην Ευρώπη, η οποία μόνον τότε αντιλήφθηκε τη σοβαρότητα των γεγονότων.




Χάρτης που απεικονίζει την εδαφική επέκταση της δυναστείας
του Μοχάμεντ Άλι. ΦΩΤΟ:  http://en.wikipedia.org/
Οι πληροφορίες για τις βιαιοπραγίες, τις σφαγές και τους μαζικούς εξανδραποδισμούς των Ελλήνων λειτούργησαν ως αφορμή για την απόφαση του Λονδίνου να αναχαιτιστεί η ενοχλητική παρουσία του φιλόδοξου Αιγύπτιου. Το σχέδιο μεταφοράς φελάχων στη θέση του ξεριζωμένου πληθυσμού σχολιάστηκε ποικιλοτρόπως, καθώς ήταν μια σαφής ένδειξη της μεσομακροπρόθεσμης πολιτικής του Ιμπραήμ. Αν κατόρθωνε να συντρίψει την επανάσταση τότε θα κατείχε δύο γεωγραφικές περιοχές με υψηλότατη γεωστρατηγική αξία. Κρήτη και Πελοπόννησος θα αναδεικνύονταν σε δύο εξαίρετες βάσεις-ορμητήρια για τον αιγυπτιακό στόλο, αναβιώνοντας τη ναυτική απειλή των Οθωμανών όπως ήταν επί Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς. Η Μεγάλη Βρετανία είχε πολεμήσει σθεναρά τη Γαλλία στη Μεσόγειο ακριβώς για να μην επιτρέψει τον έλεγχό της από άλλη δύναμη. Τώρα οι συνθήκες απαιτούσαν άμεση δράση και κυρίως διπλωματικό συντονισμό με τη Γαλλία και την Ρωσία καθώς η Ελληνική Επανάσταση είχε πλέον μετατραπεί σε γεωπολιτικό ζήτημα. Το Λονδίνο όπως απέδειξαν τα μετέπειτα γεγονότα στήριξε τους επαναστάτες με διαφόρους τρόπους. Ωστόσο εντύπωση προκαλεί η αποστολή του πλοιάρχου Φραγκίσκου Άστιγγος με ένα πλοίο υψηλής τεχνολογίας για την εποχή, την ατμοκίνητη «Καρτερία», η οποία ήταν εξοπλισμένη με τα τελειότερα πυροβόλα της εποχής τύπου Paixhans. Το πλοίο υπερτερούσε επιχειρησιακά έναντι οποιουδήποτε οθωμανικού ή αιγυπτιακού πολεμικού. Η ικανότητα και η επιχειρησιακή αξία της «Καρτερίας» απεδείχθη κατά τη Ναυμαχία της Ιτέας τον Σεπτέμβριο του 1827 όταν με στοχευμένες ταχείς βολές ανατίναξε τέσσερα πολεμικά! Το ηρωϊκό ατμόπλοιο στα χέρια του έμπειρου φιλέλληνα κυβερνήτη ανέτρεψε την πορεία των ναυτικών επιχειρήσεων και εξανάγκασε τον στόλο του Ιμπραήμ να παραβιάσει τους όρους ανακωχής και να καταδιώξει την «Καρτερία», γεγονός που λίγες ημέρες αργότερα οδήγησε στα γεγονότα της Πύλου.
Στις 20 Οκτωβρίου 1827 ο Ιμπραήμ παρακολούθησε την ολοσχερή καταστροφή της ναυτικής του ισχύος στο Ναβαρίνο. Ένα χρόνο μετά εξαναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Ελλάδα και να επιστρέψει ηττημένος στην Αίγυπτο, εφαρμόζοντας τους όρους της Συνθήκης της Κων/πολης. Οι επιτελείς της Μεγάλης Βρετανίας διαβλέποντας την άνοδο της ισχύος του Ιμπραήμ ενορχήστρωσαν μια σειρά μέτρων με έμφαση στην απόκτηση ναυτικής υπεροπλίας από τους Έλληνες (σ.σ. το ζήτημα των δανείων και της κατασπατάλησής τους χρήζει άλλης αναφοράς) και στην ενίσχυση της παρουσίας του Βασιλικού Ναυτικού στις ελληνικές θάλασσες. Το Λονδίνο δεν είχε άλλη λύση παρά να επιδιώξει την καταστροφή της ναυτικής ισχύος των Αιγυπτίων πριν ο Ιμπραήμ κατορθώσει και εξασφαλίσει τις χερσαίες επιτυχίες. Ο επικίνδυνος εχθρός εάν κατοχύρωνε τις νίκες με προσαρτήσεις και έλεγχο εδαφών, θα αναδεικνυόταν στον υπ’ αριθμόν ένα αντίπαλο του Βασιλικού Ναυτικού στην Μεσόγειο. Οι βρετανικές κτήσεις στα Ιόνια Νησιά αλλά και η Μάλτα θα τίθεντο σύντομα στο στόχαστρο, ενώ θα χανόταν κάθε ευκαιρία διασύνδεσης με τα εδάφη της Αυτοκρατορίας στην Ινδία. Ο έλεγχος των θαλάσσιων γραμμών εμπορίου και επικοινωνίας από την Αίγυπτο μεταξύ Άντεν και Μεσογείου (σ.σ. δεν υπήρχε ακόμη η διώρυγα του Σουέζ) θα μετασχημάτιζε την εξουσία του φαινομενικά υποτελούς στον σουλτάνο Μοχάμεντ Άλι από Βαλή σε πραγματικό αυτοκράτορα.
Η ανάδειξη της Αιγύπτου σε περιφερειακή δύναμη με ισχυρό στόλο και προσβάσεις στην Κρήτη και τη νότια Ελλάδα, σε συνδυασμό με την ανάπτυξης της οικονομίας της χώρας, σύμφωνα με το ριζικό σχέδιο εκσυγχρονισμού που εφάρμοζε ο Άλι, εγκυμονούσε σοβαρότατους γεωπολιτικούς κινδύνους για της πολιτική της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Δεν ήταν δυνατό να γίνει αποδεκτή η ανάδειξη μιας νέας υγιούς δύναμης η οποία σημειωτέον αργά ή γρήγορα θα «καταβρόχθιζε» τις γεωγραφικές σάρκες του μεγάλου ασθενούς, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Υπό αυτό το πρίσμα η φιλοδοξία και η εμπλοκή του Ιμπραήμ στα γεγονότα της Ελληνικής Επανάστασης λειτούργησε καταλυτικά υπέρ αυτής και παρά τα καταστροφικά αποτελέσματα που επέτυχε σε βάρος των Ελλήνων, μετετράπη από μειονέκτημα σε γεωπολιτικό πλεονέκτημα. Η γεωστρατηγική αξία της Ελλάδας είχε για μια ακόμη φορά μεταβάλλει τον ρου της ιστορίας σε συνδυασμό με τη ψυχή, το πνεύμα και την αγωνιστικότητα των εξεγερμένων Ελλήνων, οι οποίοι την πιο μαύρη ώρα του Αγώνα βρήκαν στο πρόσωπο του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη τον ιδανικό ηγέτη που επέτρεψε στο μαχόμενο έθνος να κερδίσει τον πολύτιμο χρόνο που απαιτείτο για την οριστική ήττα των εισβολέων…   

Επίλογος
Μετά από την καταστροφή του στόλου στο Ναβαρίνο, ο δραστήριος και φιλόδοξος Ιμπραήμ με την υποστήριξη του πατέρα του, προχώρησε στη ναυπήγηση νέων ναυτικών μονάδων. Τον Οκτώβριο του 1831 ο αναγεννημένος αιγυπτιακός στόλος μαζί με χερσαίες δυνάμεις εισέβαλλε στην οθωμανική Συρία, εγκαινιάζοντας τον Α΄ Οθωμανο-αιγυπτιακό Πόλεμο (1831-1833). Στις 29 Ιουλίου και στις 21 Δεκεμβρίου του 1832 οι Οθωμανοί συνετρίβησαν από τον στρατό του Ιμπραήμ σε δύο αποφασιστικές μάχες στο πέρασμα Μπειλάν και στο Ικόνιο της Μικράς Ασίας, αφήνοντας τον δρόμο ανοικτό για την κατάληψη της Κων/πολης! Μόνο μετά από την αυστηρή προειδοποίηση της Βρετανίας και της Γαλλίας απετράπη η περαιτέρω προέλαση. Η υπογραφή της Συνθήκης της Κιουτάχειας τον Μάιο του 1833 απέδιδε στην Αίγυπτο τις επαρχίες της Συρίας και των Αδάνων. Οι τρομοκρατημένοι Οθωμανοί κάλεσαν τους Ρώσους σε βοήθεια, με αποτέλεσμα την υπογραφή της Συνθήκης του Χουνκάρ Ισκελεσί στις 8 Ιουλίου 1833. Βάσει αυτής ρωσικά πολεμικά κατέπλευσαν στον Βόσπορο ενώ χερσαίες δυνάμεις ήσαν έτοιμες να δράσουν άμεσα. Υπήρξε μάλιστα και μυστικό άρθρο που προέβλεπε το κλείσιμο των Στενών σε όλα τα ξένα πλοία πλην των ρωσικών…
Όμως η γεωπολιτική απειλή του Ιμπραήμ και του Μοχάμεντ Άλι δεν θα εξαλειφόταν παρά μόνον με τον Β΄ Οθωμανικο-αιγυπτιακό Πόλεμο (1839-1841) στον οποίο αυτήν τη φορά σύμμαχοι των Οθωμανών ήταν οι Βρετανοί, οι Ρώσοι και οι Αυστριακοί, ενώ οι Αιγύπτιοι είχαν την βοήθεια των Ισπανών και των Γάλλων. Το Βασιλικό Ναυτικό ολοκλήρωσε την αποστολή που είχε ξεκινήσει στο Ναβαρίνο όταν καταναυμάχησε και βύθισε εκ νέου τον ισχυρό αναγεννημένο αιγυπτιακό στόλο. Και σε αυτήν την περίπτωση η τύχη της Αιγύπτου του Μοχάμεντ Άλι και του Ιμπραήμ Πασά κρίθηκε στη θάλασσα. Η χώρα των Φαραώ σύντομα θα μετατρεπόταν σε βρετανικό προτεκτοράτο, μια εξέλιξη που ο Ιμπραήμ δεν φανταζόταν όταν αποφάσιζε να αποδεχθεί την πρόταση του σουλτάνου και να εισβάλλει στην Ελλάδα.  
ΠΗΓΗ http://perialos.blogspot.gr
 

Τρίτη 27 Μαΐου 2014

ΤΟ ΣΚΑΝΔΑΛΟ ΤΗΣ ΚΙΝΙΝΗΣ ΠΡΟΚΑΛΕΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ (ΣΕΠΤ -ΔΕΚ 1930)

Στις 14 Δεκεμβρίου 1929 ο Αλέξανδρος Ζαΐμης εκλέχθηκε με την στήριξη των "Φιλελευθέρων" δεύτερος πρόεδρος της Δημοκρατίας διαδεχόμενος τον γηραιό Παύλο Κουντουριώτη. Η εκλογή αυτή αποτέλεσε βαρύ πολιτικό σφάλμα του Ελευθέριου Βενιζέλου, καθώς ο υπέργηρος Ζαΐμης (όπως άλλωστε αποδείχθηκε λίγα χρόνια μετά) δεν είχε ούτε την διάθεση αλλά ούτε και το σθένος να στηρίξει με πρωτοβουλίες τον νεόκοπο θεσμό που κλήθηκε να εκπροσωπήσει. άλλωστε πολλοί αναλυτές της περιόδου και ιστορικοί θεωρούν πως η εκλογή Ζαΐμη ήταν η αρχή της παλινόρθωσης της Βασιλείας. Ακόμα χειρότερα για τον Βενιζέλο, το παρασκήνιο της εκλογής Ζαΐμη αποτέλεσε έναν εμπαιγμό του Καφαντάρη που αρχικώς είχε προβληθεί ως ο επικρατέστερος υποψήφιος, αλλά και του Παπαναστασίου που επίμονα προωθούσε την λύση αυτή. Η εκλογή ενός αδύναμου προσώπου για έναν τόσο κρίσιμο Θεσμό εξόργισε τους βενιζελογενείς πολιτικούς αρχηγούς (Καφαντάρης, Παπαναστασίου, Κονδύλης) αλλά και βενιζελογενείς ανεξάρτητες προσωπικότητες όπως ο Κωνσταντίνος Ζαβιτσάνος.

Αλέξανδρος Ζαΐμης
Οι Καφαντάρης και Παπαναστασίου επιτέθηκαν με άρθρα τους στον Τύπο κατά του Βενιζέλου κατηγορώντας τον για πολιτικό συγκεντρωτισμό αλλά και για εσκεμμένη προσπάθεια να συντηρεί το Πολιτειακό για λόγους πολιτικής εκμετάλλευσης. Ο Ζαβιτσάνος με αρθρογραφία του κατηγόρησε την κυβέρνηση Βενιζέλου για την σπάταλη οικονομική πολιτική της η οποία δεν υπολόγιζε την παγκόσμια οικονομική κρίση που είχε ξεσπάσει το Φθινόπωρο του 1929. Τον Ιούνιο του 1930 οι Καφαντάρης και Κονδύλης κατήγγειλαν τα σύμφωνα της Ελληνοτουρκικής Φιλίας ως ασύμφορα και τα καταψήφισαν στην βουλή. Γενικότερα ο Τύπος που επηρεαζόταν από τους τρεις Βενιζελογενείς πολιτικούς αρχηγούς διεξήγαγε σκληρότατες επιθέσεις όχι μόνο κατά της πολιτικής της κυβέρνησης αλλά κατά και του ίδιου του Βενιζέλου προσωπικά. 
 Σε αυτή την εκστρατεία συμμετείχαν οι βενιζελικές εφημερίδες «Πατρίς», «Ακρόπολις», «Ημερήσιος τύπος», ενώ επανακυκλοφόρησαν οι αντιβενιζελικές εφημερίδες «Ημέρα» και «Πολιτεία». Πάντως υπάρχουν σαφείς ενδείξεις για χρηματοδότηση της επίθεσης κατά του Βενιζέλου από μεγάλα οικονομικά συμφέροντα. Στα τέλη του 1930 η επίθεση των εφημερίδων εντάθηκε λόγω του σκανδάλου του "λογιστικού λάθους" στην τιμή του ψωμιού αλλά κυρίως λόγω του σκανδάλου της κινίνης. Το σκάνδαλο του "λογιστικού λάθους" στην τιμή του άρτου, ήταν ένα λάθος της αγορανομίας που χρέωνε εκ παραδρομής ακριβότερα 50 λεπτά την οκά του ψωμιού. Το λάθος το βρήκε ο Γενικός Διευθυντής του Χημείου του Κράτους Ευστράτιος Γαλόπουλος.

 Η είδηση του "λογιστικού λάθους" πήρε αμέσως διαστάσεις με την αντιπολίτευση να προσπαθεί να την εκμεταλλευθεί. Ο Βενιζέλος απέδειξε εύκολα πως από το λάθος κανείς δεν ευνοήθηκε και εξήρε δημοσίως τον ρόλο του Γαλόπουλου ως εξαίρετου υπαλλήλου που απολαμβάνει της πλήρους εμπιστοσύνης του. Λίγες εβδομάδες πριν στα μέσα Οκτωβρίου του 1930 είχε ξεσπάσει το μεγάλο σκάνδαλο της νοθευμένης κινίνης στην Θεσσαλονίκη. Συγκεκριμένα βρέθηκαν δισκία κινίνης τα οποία δεν περιείχαν την προβλεπόμενη ποσότητα κινίνης αλλά στην θέση της περιείχαν...αλεύρι. Η βασική υποψία ήταν ότι οι Φαρμακευτικές εταιρείες που παρασκεύαζαν τα δισκία παρακρατούσαν την κινίνη που τους παρείχε το κράτος και την εμπορεύονταν προς ίδιο όφελος. Το σκάνδαλο είχε σημαντικό αντίκτυπο στην κοινή γνώμη καθώς στρεφόταν άμεσα κατά της δημόσια υγείας. Ο Βενιζέλος όταν πληροφορήθηκε το σκάνδαλο διέταξε αμέσως κατεπείγουσα έρευνα για να βρεθούν οι ένοχοι.

Στα τέλη Νοεμβρίου αμέσως μετά το σκάνδαλο του "λογιστικού λάθους" ο Γαλόπουλος κλήθηκε να απολογηθεί στον ανακριτή για το σκάνδαλο της νοθευμένης κινίνης και μετά την απολογία του προφυλακίστηκε ως βασικός ύποπτος. Η αντιπολίτευση έφερε το θέμα στο κοινοβούλιο με πρόθεση να εκθέσει τον Βενιζέλο που είχε επαινέσει τον Γαλόπουλο. Η επερώτηση έγινε από τον βουλευτή του Λαϊκού κόμματος Νικολίτσα, αλλά στηρίχθηκε επίσης από τους Παπαναστασίου, Κονδύλη και Ζαβιτσάνο που επιτέθηκαν ομαδικά κατά του Βενιζέλου. Ο πρωθυπουργός ήρθε σε

Γεώργιος Καφαντάρης
δύσκολη θέση, αλλά δεν εγκατέλειψε την υπεράσπιση του Γαλόπουλου. Ανέφερε μάλιστα πως θεωρούσε τον Γαλόπουλο εντιμότατο και αυτή την άποψη θα υποστήριζε μέχρι να αποφανθούν διαφορετικά τα αρμόδια δικαστήρια. Η λέξη "εντιμότατος" από τον λόγο Βενιζέλου έγινε την επομένη ένα ιδιαίτερα διαδεδομένο αντικυβερνητικό σύνθημα που προβλήθηκε από την αντιπολίτευση αλλά και από τον τύπο. Οι εφημερίδες κατηγόρησαν τον Βενιζέλο για προσπάθεια επηρεασμού της δικαιοσύνης υπέρ του Γαλόπουλου, ενώ η λέξη "εντιμότατος" χρησιμοποιήθηκε ειρωνικά για συλλήβδην όλα τα Βενιζελικά στελέχη, αλλά και γενικότερα για πρόσωπα αμφίβολης ηθικής.

Ο Γαλόπουλος όμως ήταν αθώος. Το πενταμελές εφετείο με απόφαση του στις 20 Ιουνίου 1931 τον απάλλαξε από της κατηγορίες ύστερα από μια εξονυχιστική διαδικασία. Αυτό όμως δεν κόπασε καθόλου την πολεμική του αντιπολιτευόμενου τύπου, που είτε πέρασε την είδηση στα "ψιλά", είτε κατηγόρησε την δικαιοσύνη ότι μερολήπτησε υπέρ του προστατευόμενου του Βενιζέλου. Όπως όμως αναφέραμε ο Γαλόπουλος ήταν αθώος και ήταν όντως εντιμότατος. Αυτό πιστοποίησε ο επόμενος διευθυντής του Χημείου του Κράτους Δόσιος που τοποθετήθηκε στην θέση αυτή από το Λαϊκό κόμμα όταν αυτό ήρθε στην εξουσία. Σύμφωνα με τον Δόσιο από τους ελέγχους που έγιναν, η νοθευμένη κινίνη βρέθηκε μόνο σε μια μερίδα από κουφέτα σε νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης. Σε όλα τα υπόλοιπα δείγματα που εξετάστηκαν βρέθηκε μια αστάθεια της ποσότητας κινίνης ανά κουφέτο που όμως δεν ξεπερνούσε τα 2 χιλιοστά του κιλού ενώ η αστάθεια ήταν μερικές φορές προς τα πάνω (περιείχαν δηλαδή περισσότερη κινίνη). Αυτή η αστάθεια όμως ήταν νόμιμη καθώς προβλεπόταν από την σύμβαση με τους εργολάβους. Ουσιαστικά σε κάθε κιλό κινίνης που έβγαινε στην αγορά έλειπαν 2 η 3 γραμμάρια στην χειρότερη περίπτωση.

Έτσι λοιπόν εντελώς αυθαίρετα ο εισαγγελέας πολλαπλασίασε τους τόνους που είχαν διατεθεί με την φύρα αυτή και μήνυσε -άδικα- τον Γαλόπουλο ως καταχραστή. Το 1934 επί κυβερνήσεως Τσαλδάρη έγινε αναθεώρηση της δίκης Γαλόπουλου ο οποίος αθωώθηκε τελεσίδικα. Ο ίδιος όμως βγήκε ένα ψυχικό ερείπιο από την διαπόμπευση του ονόματος του. Έζησε για λίγα χρόνια στον Βόλο όπου και πέθανε, η σύμφωνα με άλλη εγκυρότερη μαρτυρία τον προσέλαβε ο Θεσσαλονικιός επιχειρηματίας Κοσμάς Πανούτσος ως διευθυντή του μύλου της "Αλλατίνη" μετά από προσωπική παράκληση του Βενιζέλου. Το όνομα του έμεινε για πολλά χρόνια στην συνείδηση της κοινής γνώμης ως συνώνυμο της κρατικής διαφθοράς, φήμη που συντηρήθηκε και στα μεταπολεμικά χρόνια.


Παρασκευή 23 Μαΐου 2014

ΟΙ ΚΟΥΤΣΑΒΑΚΗΔΕΣ ΚΑΙ Η ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΟΥΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΡΥΛΙΚΟ ΜΠΑΪΡΑΚΤΑΡΗ

Αθήνα, 19ος αιώνας, συνοικία του Ψειρή (συναντάται κι ως Ψυρή ή Ψυρρή).
Η συνοικία αυτή έγινε πασίγνωστη, λόγω του ότι, το κυρίαρχο στοιχείο της, ήταν οι Κουτσαβάκηδες, ιδιόρρυθμοι τύποι κακοποιών, που είχαν κυριαρχήσει στην περιοχή αυτή, επί 50 περίπου χρόνια, από τα τελευταία χρόνια του Όθωνος, εώς το τέλος του 19ου αιώνος και είχαν μεταβάλει τον κοσμοβριθή οικισμό του Ψειρή, σε ένα «κράτος εν κράτει».



Το όνομά τους οι Κουτσαβάκηδες, το οφείλουν στον Μήτσο Κουτσαβάκη, έναν δεκανέα του στρατού επί Όθωνος, που είχε γίνει ονομαστός για τα κατορθώματά του ως κακοποιός.
«Κατ’ εικόνα και ομοίωσιν» αυτού, αναφάνηκαν και πολλοί άλλοι που ήταν ιδιόρρυθμοι και τυποποιημένοι στο ήθος, στην ενδυμασία, στην κόμμωση, ακόμη και στους τρόπους και τις μεθόδους.
Σαν αντάξιοι μιμητές του αρχικού τους προτύπου, επονομάσθηκαν κι αυτοί «Κουτσαβάκηδες», ή «Κούτσαβοι», αλλά παράλληλα και «Παλληκαράδες».




Το τελικό γκρέμισμα το πέτυχε
 ο Δημήτριος Μπαϊρακτάρης, ένας
Αγρινιώτης στρατιωτικός, με καταγωγή
 απ’ το Σούλι.Όπως γράφει και η
εφημερίδα της εποχής ''ΣΚΡΙΠ'' : "...Αι Αθήναι επί Μπαϊρακτάρη έγιναν πόλις εύνομος, πόλις ήσυχος, πόλις πολιτισμένη. Εις ολίγας εβδομάδας αφωπλίσθη όλος ο πληθυσμός. Μύτες υποδημάτων και αφέλειαι κεφαλών κουτσαβάκηδων και μόρτηδων εκόπησαν. Οι άνεργοι εξηναγκάσθησαν να δουλέψουν. Οι λωποδύται εμπαρκαρίσθησαν
 εις αγύριστον ταξείδι. Τα χασισοποτεία
 εκλείσθησαν και οι επαίται εξηφανίσθησαν.
 Εις τας ταβέρνας έπινον κρασί και
 δεν έχυναν αίμα. Ο αριθμός και το γόητρον
 των θρασύδειλων παλικαράδων που άλλοτε
εδέσποζον και είχον το στρατηγείον των εις την πλατείαν Ψυρρή, ηλαττώθη μεγάλως και κατήντησαν
 κωμικοί τύποι, τελείως εξουθενωθέντες
υπό την βαρείαν παλάμην του
 Μπαϊρακτάρη, της οποίας πρέπει να
στηθή μίαν ημέραν ιδιαίτερος ανδριάς
 εις την πλατείαν των ηρώων..."
(άρθρο της εφημ. Σκριπ)
Φορούσαν μαύρο σακάκι, αλλά το φορούσαν μόνο απ’ το αριστερό μανίκι. Είχαν ριγέ χρωματιστό παντελόνι, που ήταν πολύ φαρδύ στα σκέλη, αλλά και πολύ στενό στους αστράγαλους. Στη μέση τους είχαν ζωσμένο ένα πολύ πλατύ και πολύπτυχο ζωνάρι, όπου τοποθετούσαν, τόσο τα όπλα τους (συνήθως κουμπούρες ή φοβερές αμφίστομες κάμες), όσο και τα καπνιστικά τους είδη. Στο κεφάλι φορούσαν μια μαύρη ρεπούμπλικα, με πλατύ όμως πένθος που το αποκαλούσαν «θλίψη» ή «χλίψη». Υπετίθετο, ότι το πένθος αυτό το όφειλαν στον ανύπαρκτο θάνατο κάποιου συγγενούς ή στενού φίλου, που κι εκείνος κατά την έκφραση του Θουκυδίδη «εσιδηροφόρει» σαν αυτούς, που ήταν κι εκείνος «μάγκας βαρύς κι ασήκωτος», που φορούσε αναρριχτό σακάκι, αλλά και είχε πέσει νεκρός κατά την εκτέλεση κάποιας γενναίας πράξης, αλυσμόνητο θύμα για στιγμές γεμάτες φιλότιμο.
Αλλά και τα παπούτσια τους ήταν παράδοξα. Ήταν στιβάλια με ψηλό τακούνι, στενά και μυτερά, που έπρεπε να είναι ανορθωμένα μπροστά στην άκρη, σαν ρύγχος. Κι έπρεπε να είναι πολύ τριζάτα.Τα μαλλιά τους ήταν πλούσια, κατέβαιναν ως τα μάτια, αφημένα με περίτεχνη αμέλεια και ήταν πάντα αλειμμένα με χοιρινό λίπος, που αποτελούσε το κύριο καλλυντικό των τύπων εκείνων.Τα μουστάκια τους ήταν άφθονα, στριμμένα στις άκρες κι ενώνονταν με τις άλλες τρίχες στα μάγουλα, ενώ δεν διατηρούσαν πραγματικά γένια.
Οι Κουτσαβάκηδες βάδιζαν λικνιστά, με το κεφάλι ελαφρά σκυμμένο προς τα δεξιά και κουνώντας τα χέρια τους. Είχαν σχεδόν πάντα, ύφος βλοσυρό. Κάθε τόσο όμως αναστέναζαν, θέλοντας να δείξουν ότι έκρυβαν στην καρδιά τους κάποιο βαρύ «ντέρτι», δηλαδή στενοχώρια.
Όταν κάθονταν στα καφενεία, έβγαζαν το ένα παπούτσι (πράγμα εύκολο, γιατί τα στιβάλια ήταν με λάστιχο) και τοποθετούσαν έπειτα το γυμνό πόδι ορθογώνια στο ύψος του γόνατος του άλλου ποδιού. Συνήθως όμως κάρφωναν και την κάμα τους πάνω στο ξύλινο τραπέζι, επίδειξη και σύμβολο εφεδρικού δυναμισμού για άμεση δράση.
Αλλοίμονο στον περαστικό διαβάτη που θα τους κοίταζε (κατά την κρίση τους) χωρίς τον απαιτούμενο σεβασμό. Συχνά άπλωναν μπροστά στην καρέκλα τους και πάνω στο έδαφος, την άκρη του μακριού ζωναριού τους. Κι ορμούσαν με φονικές διαθέσεις εναντίον εκείνου που θα τολμούσε να το πατήσει. Απ’ αυτή τη συνήθεια γεννήθηκε και η φράση «Απλώνει το ζωνάρι του για καβγά».
Οι κακοποιοί εκείνοι, σκληροί, αδίστακτοι, αλλά και θρασύδειλοι, έκαναν κάθε είδους κακουργίες, που συνήθως έμειναν ατιμώρητες. Κανένας δεν τολμούσε να αντιδράσει. Και το έγκλημα, μικρό ή μεγάλο, φανερό ή κρυφό, παρέμεινε ατιμώρητο, ενώ οι φορείς του πρόβαλλαν σαν πρόσωπα ηρωικά.
Αυτός ήταν ο τύπος του Κουτσαβάκη, που κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα είχε επιβληθεί και σε μερικές άλλες αθηναϊκές συνοικίες. Το βασίλειό τους όμως για ολόκληρες δεκαετίες, ήταν η συνοικία του Ψειρή. Η «Πλατεία των Ηρώων» στου Ψειρή, όπως και τα γύρω της στενά, αποτελούσαν μόνιμο στέκι και βασίλειο των Κουτσαβάκηδων. Οι περιδεείς κάτοικοι, ήταν κυριολεκτικά φόρου υποτελείς σ’ αυτούς τους τύπους. Τα εγκλήματά τους ήταν και αναρίθμητα και ανατριχιαστικά. Ιδιαίτερη όμως επίδοση (σαν σκληροί αγαπητικοί, προστάτες και εκμεταλλευτές την «γκόμενας») σημείωναν στην εκμετάλλευση των «κοινών» γυναικών, τις οποίες στο τέλος, συχνά τις μαχαίρωναν για αιτίες ασήμαντες.
Αστυνομία

Η κακοοργανωμένη, η αμαθής και η εξοπλισμένη με φτωχά μέσα, αστυνομία της εποχής εκείνης (Δημοτική και Διοικητική Αστυνομία, όπως την αποκαλούσαν), ήταν ανίσχυρη στη μάχη εναντίον τους. Πολλές μάλιστα οικογένειες, μένοντας απροστάτευτες, αναγκάζονταν να προσλαμβάνουν ειδικούς σωματοφύλακες. Οι Κουτσαβάκηδες όμως γίνονταν περισσότερο ασύδωτοι και θρασείς. Με την πολιτική μάλιστα φαυλοκρατική διαφθορά που επικρατούσε στην Ελλάδα του 19ου αιώνος, συχνά μερικοί πολιτικοί τους προσεταιρίζονταν για δικούς τους σκοπούς. Με λίγα λόγια, όπως την ελληνική ύπαιθρο την μάστιζε τότε η ληστεία, ομοίως στην Αθήνα του Ψειρή κυριαρχούσαν οι ελεεινοί Κουτσαβάκηδες.
Βρέθηκαν όμως τρεις διευθυντές αστυνομίας, που με θάρρος και σκληρότητα ανέλαβαν τον βαρύ ρόλο για την εκκαθάριση.

Δημητριάδης
Πρώτος ήταν ο Δημητριάδης, στις αρχές της βασιλείας του Γεωργίου του Α’. Αυτός άρχισε να κάνει συστηματικές επιδρομές μέσα στα απρόσιτα στέκια των Κουτσαβάκηδων. Σε αντίδραση όμως εκείνοι, δολοφόνησαν μέσα στην πλατεία του Δημοπρατηρίου, τον γραμματέα της αστυνομίας, Λύτρα. Επακολούθησε απ’ τον Δημητριάδη η άλωση του υπόγειου καταγωγίου του Μαούφαρη, που αποτελούσε την φωλιά των Κουτσαβάκηδων. Μέσα εκεί, έπειτα από κυριολεκτική μάχη, συνελήφθησαν και οι κρυμμένοι δολοφόνοι του Λύτρα. Αποτέλεσμα όμως ήταν να επαναστατήσει κυριολεκτικά η συνοικία του Ψειρή, απ’ όπου η αστυνομία αναγκάστηκε να αποσυρθεί τελείως. Οι Κουτσαβάκηδες όμως αποφάσισαν τότε να εκστρατεύσουν κι εναντίον της αστυνομικής διεύθυνσης(!), που τότε ήταν εγκατεστημένη στην πλατεία Κλαυθμώνος. Ο Δημητριάδης πρότεινε στην Κυβέρνηση σκληρά αντίποινα, αλλά ο πρωθυπουργός Βούλγαρης προτίμησε να υποχωρήσει κι αντί άλλου μέτρου, απέλυσε τον αποφασιστικό διευθυντή της αστυνομίας!

Βρατσάνος
Δεύτερος αμείλικτος αστυνομικός εχθρός των κακοποιών ήταν ο Βρατσάνος, ένας σκληροτράχηλος Ψαριανός, που ο πρωθυπουργός Αλέξανδρος Κουμουνδούρος τον διόρισε διευθυντή, με την ρητή εντολή, ν’ απαλλάξει την Αθήνα απ’ το αίσχος των Κουτσαβάκηδων.
Ο Βρατσάνος δέχτηκε την εντολή. Σ’ αυτό το σημείο μάλιστα, τον ενθάρρυνε αποτελεσματικά και η σύζυγός του, η ιστορική Φλωρού, γυναίκα ατρόμητη και εξασκημένη η ίδια στα όπλα. Χειριζόταν δε η Φλωρού, το πιστόλι και την καραμπίνα, σαν έμπειρος πολεμιστής.
Ο Βρατσάνος θέλησε να διασπάσει τον αντίπαλο, προσλαμβάνοντας ως αστυνομικούς και μερικούς Κούτσαβους. Το πείραμά του όμως απέτυχε, γιατί σύντομα εκείνοι άρχισαν να συνεργάζονται με τους «συναδέλφους» τους, εξαπατώντας την αστυνομία. Ο θαρραλέος διευθυντής κατέφυγε τότε σε συστηματικές επιδρομές μέσα στο βασίλειο των κακοποιών, όπου συχνά διακινδύνευε κι αυτή τη ζωή του.
Τελικά όμως, οι πολιτικοί προστάτες των Κουτσαβάκηδων (αμετανόητοι και και αιώνιοι εξαρθρωτές πολλών και σπουδαίων πρωτοβουλιών για κοινωνική προκοπή) πέτυχαν την αντικατάσταση του αποφασιστικού Βρανάτσου.

Μπαϊρακτάρης
  Ο Δημητριάδης και ο Βρατσάνος κατόρθωσαν σημαντικά χτυπήματα εναντίον του οικοδομήματος του Κουτσαβακισμού. Δεν το γκρέμισαν όμως.Το τελικό γκρέμισμα το πέτυχε ο Δημήτριος Μπαϊρακτάρης, ένας Αγρινιώτης στρατιωτικός, με καταγωγή απ’ το Σούλι.
Αποφασισμένος να εξαλείψει αυτό το άγος, ο φιλελεύθερος και δημοκρατικός Χαρίλαος Τρικούπης, διόρισε τον Μπαϊρακτάρη στον ρόλο που του ταίριαζε. Και τότε ο κοντόσωμος, λιγομίλητος, μεγαλοκέφαλος και αμείλικτος αστυνομικός (πλέον), που έτρεφε πελώριες μουστάκες, έκανε έναν συνδιασμό από δυναμικά μέσα κι από ταπεινωτικό εξευτελισμό των κακοποιών.
Έμειναν ιστορικές οι μέθοδοί του. Γιατί εκείνο που θα εξαφάνιζε κυριολεκτικά τους θρασύδειλους Κουτσαβάκηδες, ήταν όχι ο διωγμός που αποηρωοποιεί, αλλά ο εξευτελισμός που ταπεινώνει.
Άρχισε λοιπόν ο Μπαϊρακτάρης να εκκαθαρίζει σιγά σιγά τα κέντρα τους. Έπειτα όμως από κάθε επιδρομή σε κάποιο καφενείο του Ψειρή, άρπαζε όσους Κουτσαβάκηδες έβρισκε, τους έφερνε στην πλατεία Κλαυθμώνος κι εκεί, μπροστά στο πλήθος που αλάλαζε δινόταν μια κωμικοτραγική παράσταση:
Υπήρχε εκεί ένα αμόνι και πάνω σ’ αυτό, ο αιχμαλωτισμένος Κούτσαβος υποχρεώνονταν να συντρίψει ο ίδιος τα όπλα του, την κουμπούρα του ή την περιλάλητη αμφίστομη κάμα.
Ακολουθούσε έπειτα η εμφάνιση μιας τεράστιας βλαχοψαλίδας, με την οποία ο ίδιος ο Μπαϊρακτάρης έκοβε όλα τα σύμβολα της παρεξηγημένης παλληκαριάς. Έκοβε ανελέητα τις αφέλειες των μαλλιών που έφθαναν ως τα μάτια, έπειτα τις μυτερές άκρες των παπουτσιών, στην συνέχεια το δεξί μανίκι (ακριβώς αυτό που δεν φορούσαν, έμβλημα της ρεμπέτικης παλληκαριάς) και τέλος το μακρύ ζωνάρι που σερνόταν για καβγά. Κατόπιν ο αστυνόμος με άγριες κλωτσιές πετούσε τους αχρηστευμένους Κουτσαβάκηδες, σαν άχρηστα τσόφλια, μέσα στο πλήθος που τους γιουχάιζε επίμονα. Ο εξευτελισμός αυτός, ήταν φοβερός, ώστε στο εξής αναγκάζονταν να αξαφανιστούν από προσώπου γης.
Με τέτοιες μεθόδους ο Μπαϊρακτάρης συνέτριψε κι εξαφάνισε τον Κουτσαβακισμό. Ίσως όμως δεν θα ήταν σε θέση να επιτύχει αυτό το κατόρθωμα, αν στο μεταξύ δεν είχε πραγματοποιηθεί μια βαθειά αλλαγή στην αστυνομία: Από πολιτική και διοικητική, η αστυνομία είχε γίνει στρατιωτική. Το 1890 ο στρατός είχε αναλάβει την αστυνομική εξουσία και την διατήρησε ως το 1908, οπότε παρέδωσε στην Χωροφυλακή. Και ο Μπαϊρακτάρης ήταν ήδη αντισυνταγματάρχης, όταν ανέλαβε την διεύθυνση της αστυνομίας. Για την επίθεσή του εναντίων των Κουτσαβάκηδων, δεν διέθετε συνεπώς ύποπτους και απείθαρχους «αστυνομικούς κλητήρες». Διέθετε τώρα σκληρούς Εύζωνους κι αφοσιωμένους πυροβολητές, που μάλιστα τους διάλεγε ο ίδιος.

Έτσι κατελύθη το παράδοξο εκείνο «κράτος του Ψειρή», από το οποίο σήμερα διατηρούνται μόνο οι μισολησμονημένοι γλωσσικοί όροι «Κούτσαβος» και «Κουτσαβάκης». Απήχηση όμως (σαν τύπος και σαν ντύσιμο) εξακολουθεί να είναι ο πασίγνωστος «Σταύρακας», ο γνωστός ήρωας στο ρεπερτόριο του ελληνικού Καραγκιόζη. Απ’ τη σκηνή του θεάτρου σκιών, παρακολουθούμε τον Σταύρακα, όχι μόνο να είναι ντυμένος όπως οι παλαιοί Κουτσαβάκηδες, αλλά και να χρησιμοποιεί φρασεολογία που κάνει άφθονη κατανάλωση για το φιλότιμο, αλλά και που από πίσω από την μεγαλοστομία των απειλών της, μας φανερώνει τον τύπο του θρασύδειλου παλληκαρά.



ΠΗΓΗ http://stigmesstinistoria.blogspot.gr

Δευτέρα 19 Μαΐου 2014

Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΩΝ ΠΥΡΟΒΟΛΩΝ ΣΤΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΘΑΛΑΣΣΕΣ

Νίκος Νικολούδης
Διδάκτωρ Ιστορίας Πανεπιστημίου του Λονδίνου (Kings College)


Η ναυμαχία στη Πρέβεζα.
Έργο του Ohannes Umed Behzad (1866)
Turkish Naval Museum. Κωνσταντινούπολη.
ΦΩΤΟ: Wikipedia

Μια από τις σημαντικές καινοτομίες που σημάδεψαν την εξελικτική πορεία από τους μεσαιωνικούς χρόνους προς την Αναγέννηση ήταν η εφεύρεση των πυροβόλων όπλων, ειδικότερα των κανονιών. Η εμφάνιση του πυροβολικού στο πεδίο της μάχης άλλαξε ριζικά τις συνθήκες των πολεμικών αναμετρήσεων αχρηστεύοντας ακόμη και τις ισχυρότερες οχυρώσεις και εξουδετερώνοντας τη δύναμη κρούσης που εξασφάλιζε μέχρι τότε η παρουσία των θωρακοφόρων ιππέων. Βέβαια η αργή διάδοσή τους έκανε εφικτή τη σταδιακή αναπροσαρμογή των αμυντικών μεθόδων. Κατά τον 15ο αιώνα όμως το πυροβολικό ήταν ακόμη ένα νέο όπλο η παρουσία του οποίου βάραινε αποφασιστικά στην εξέλιξη των μαχών, παρά τις μέχρι τότε ατέλειές του.
Τα κανόνια έκαναν τις πρώτες εμφανίσεις τους σε πολεμικές συγκρούσεις των αρχών του 14ου αιώνα στη Δυτική Ευρώπη. Ειδικότερα αναφέρεται η παρουσία τους στους στις πολιορκίες του Μετς (1324), του Τσιβιντάλε (1331) και του Καμπραί (1339), ενώ φαίνεται ότι χρησιμοποιήθηκαν και από τον Άγγλο βασιλέα Εδουάρδο Γ’ στο Κρεσύ (1346), κατά τη διάρκεια της νικηφόρας σύγκρουσής του με τους Γάλλους. Στα Βαλκάνια εισήχθησαν μάλλον από τη ναυτική δημοκρατία της Ραγούζας, περί τα μέσα του 14ου αιώνα, για να διαδοθεί στη συνέχεια η χρήση τους κατά μήκος των παραλίων της Αδριατικής και του Ιονίου, καθώς και στο εσωτερικό των Βαλκανίων. Το κράτος όμως το οποίο έκανε εκτεταμένη χρήση τους ευθύς εξαρχής ήταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Είναι γνωστό ότι οι Οθωμανοί χρησιμοποιούσαν πυροβόλα όπλα την εποχή του σουλτάνου Μωάμεθ Α’ (1413-1421), χωρίς να αποκλείεται η χρήση τους να ήταν γνωστή σ΄ αυτούς και νωρίτερα.
Παράλληλα με τη χρησιμοποίησή τους σε χερσαίες πολεμικές επιχειρήσεις, τα κανόνια αξιοποιήθηκαν και σε συγκρούσεις κατά θάλασσα. Οι Βενετοί αποπειράθηκαν να χρησιμοποιήσουν πυροβόλα κατά τη διάρκεια του ναυτικού πολέμου τους εναντίον των Γενοβέζων, το 1377. Η αξιοποίησή τους όμως σε πλοία αποδείχθηκε περισσότερο προβληματική απ ότι στην ξηρά. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Ράνσιμαν, "τα πλοία της εποχής δεν μπορούσαν να σηκώσουν το βάρος βαριών μηχανών και τα βλήματα που ρίχνονταν από τα ναυτικά πυροβόλα της εποχής, αν και μπορούσαν να προκαλέσουν σημαντικές ζημιές, σπάνια ήταν αρκετά ισχυρά για να βυθίσουν ένα πλοίο".
Οι περιορισμένες πάντως δυνατότητες αξιοποίησης πυροβόλων σε πλοία δεν φαίνεται να απέτρεψαν εντελώς τη χρήση τους σ’ αυτά, ειδικότερα μάλιστα προκειμένου για πλοία που ταξίδευαν στις θάλασσες του Αιγαίου, της Προποντίδας και του Ευξείνου Πόντου. Οι θάλασσες αυτές είχαν πάψει να είναι ασφαλείς τον 15ο αιώνα, καθώς η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, η οποία άλλοτε αστυνόμευε τα παράλιά τους, δεν ήλεγχε πια παρά μόνο ορισμένα σημεία τους, έχοντας ουσιαστικά απολέσει τον γενικότερο έλεγχό τους υπό τα πλήγματα του ανερχόμενου οθωμανικού κράτους. Για τις ναυτικές όμως δημοκρατίες της Γένοβας και της Βενετίας, οι νηοπομπές των οποίων μετέφεραν σε τακτά διαστήματα τα πολύτιμα προϊόντα μακρινών αποικιών, η εξασφάλιση της απρόσκοπτης διέλευσης των πλοίων τους από αυτές τις ζωτικές διόδους είχε τεράστια σημασία. Έτσι τον 15ο αιώνα τα εμπορικά πλοία των δύο αυτών κρατών φαίνεται ότι είχαν ήδη εξοπλιστεί με κανόνια. Παράλληλα, η Οθωμανική Αυτοκρατορία άρχισε περί τα μέσα του 15ου αιώνα να εξοπλίζει με κανόνια ορισμένα παράκτια οχυρά και τουλάχιστον ένα μέρος του υποτυπώδους στόλου της. Η πολιτική αυτή εφαρμόστηκε ειδικότερα από τον σουλτάνο Μωάμεθ Β’ (1451-1481) που παρακολουθούσε συστηματικά τις τεχνολογικές εξελίξεις οι οποίες επραγματοποιούντο στη Δυτική Ευρώπη κατά τη διάρκεια της βασιλείας του. Ο εξοπλισμός των ιταλικών και των τουρκικών πλοίων αλλά και των τουρκικών παράκτιων φρουρίων με κανόνια, είχε ως αποτέλεσμα την αξιοποίηση του πυροβολικού ως όπλου σε συγκρούσεις όχι μόνο κατά ξηρά αλλά και κατά θάλασσα. Οι πρώτες συγκρούσεις αυτού του είδους σε ελληνικές θάλασσες πραγματοποιήθηκαν κατά την περίοδο περίπου 1440 - περίπου 1460 και κορυφώθηκαν κατά την τελευταία πολιορκία της Κωνσταντινούπολης (1453). Η άλωση της βυζαντινής πρωτεύουσας απέδειξε άλλωστε τις πραγματικές δυνατότητες του νέου όπλου, τις οποίες δυστυχώς δεν μπόρεσαν να αξιοποιήσουν οι Βυζαντινοί, πιθανόν λόγω του συνδυασμού έλλειψης πρώτων υλών και τεχνογνωσίας, αλλά και της οικονομικής εξαθλίωσης του βυζαντινού κράτους.
Κατά τις ναυτικές συγκρούσεις των μέσων του 15ου αιώνα στις ελληνικές θάλασσες, τα πυροβόλα χρησιμοποιήθηκαν κατά δύο τρόπους: σε αγώνες μεταξύ πλοίων και παράκτιων οχυρών και σε ναυμαχίες. Η πρώτη κατηγορία περιλαμβάνει τον μεγαλύτερο αριθμό των γνωστών ναυτικών συγκρούσεων της περιόδου και μπορεί να διακριθεί σε δύο υποκατηγορίες: την επίθεση πλοίου εξοπλισμένου με κανόνια εναντίον παράκτιου οχυρού, και τον κανονιοβολισμό πλοίων από παράκτια οχυρά. Δεν μαρτυρούνται δηλαδή περιπτώσεις αγώνων πλοίων με παράκτια οχυρά κατά τις οποίες έγινε χρήση κανονιών και από τα δύο μέρη.

Α’. Επίθεση πλοίων εναντίον παράκτιου οχυρού με συνδυασμένη χρήση πυροβόλων.

Άποψη από το κάστρο της Λήμνου. ΦΩΤΟ: Elina Zaprondi my.opera.com

Είναι γνωστές τρεις σχετικές περιπτώσεις. Κατά την πρώτη, αναφέρεται από το Λαόνικο Χαλκοκονδύλη κανονιοβολισμός του φρουρίου Κότζινος (σημ. Κότσινας) της βυζαντινής Λήμνου από τους Τούρκους επί 27 ημέρες, τον Αύγουστο του 1442. Στο φρούριο αυτό είχε αναζητήσει καταφύγιο ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος με την έγκυο δεύτερη σύζυγό του, Αικατερίνη Γατελούζου, καταδιωγμένος από τον Τούρκο στόλαρχο Αχμέτ. Σύμφωνα με την περιγραφή του Χαλκοκονδύλη, παρά τις ζημιές που προκάλεσαν στα τείχη τα τουρκικά κανόνια (τα οποία προφανώς μεταφέρθηκαν γι’ αυτό τον σκοπό από τα πλοία), το οχυρό δεν έπεσε και οι πολιορκητές αποχώρησαν άπρακτοι. Η δράση πάντως των τουρκικών κανονιών είχε ένα αξιομνημόνευτο θύμα, την Αικατερίνη Γατελούζου, η οποία πέθανε τρομοκρατημένη από τον κρότο των άγνωστων μέχρι τότε γι’ αυτήν όπλων. Τα κανόνια που χρησιμοποιήθηκαν κατά την πολιορκία προφανώς είχαν μεταφερθεί από τα τουρκικά πλοία: τον 15ο αιώνα οι Τούρκοι συνήθιζαν να μεταφέρουν μαζί τους ποσότητα μετάλλου για επιτόπια κατασκευή κανονιών, και όχι ολόκληρα κανόνια. Εξάλλου, υπό τις συνθήκες υπό τις οποίες πραγματοποιήθηκε η πολιορκία (δηλαδή σε ένα εχθρικό νησί μικρής σχετικά έκτασης, χωρίς μεταλλευτικό πλούτο) και δεδομένης της μικρής χρονικής διάρκειάς της, δεν φαίνεται πιθανή η κατασκευή κανονιών στη Λήμνο.
Η δεύτερη περίπτωση σχετίζεται με την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τον Μωάμεθ Β’. Τον Απρίλιο του 1453, παράλληλα με την πολιορκία της βυζαντινής πρωτεύουσας ο τουρκικός στρατός επιτέθηκε στις τελευταίες βυζαντινές κτήσεις στη Θράκη. Μία μοίρα του τουρκικού στόλου υπό τον ναύαρχο Μπαλτόγλου ανέλαβε να καταλάβει τα Πριγκηπόννησα, στη θάλασσα της Προποντίδας. Τα νησιά καταλήφθηκαν χωρίς αντίσταση, εκτός από την Πρίγκηπο. Η μικρή φρουρά των 30 στρατιωτών της πρόβαλε αντίσταση από έναν πύργο στην κορυφή του λόφου ο οποίος δεσπόζει στο νησί. Προκειμένου να καμφθεί η αντίστασή τους, ο Μπαλτόγλου κανονιοβόλησε τον πύργο, χωρίς όμως επιτυχία. Τελικά υποχρεώθηκε να του βάλει φωτιά εξαναγκάζοντας τους υπερασπιστές του να βγουν έξω, όπου και σκοτώθηκαν. Όπως στην περίπτωση του Κότζινου, έτσι και εδώ φαίνεται ότι τα κανόνια που χρησιμοποιήθηκαν προέρχονταν από τα τουρκικά πλοία, με αποτέλεσμα να έχουν μικρή ισχύ πυρός. Διαφορετικά είναι δύσκολο να γίνει αντιληπτό πώς το τουρκικό πυροβολικό, το οποίο έδρασε με επιτυχία εναντίον του διπλού τείχους της Κωνσταντινούπολης, δεν μπόρεσε να καταστρέψει τον πύργο της Πριγκήπου.
Ο Κριτόβουλος αναφέρει ότι κατά τον σχεδιασμό της τελικής τουρκικής επίθεσης εναντίον της Κωνσταντινούπολης, μερικές εβδομάδες αργότερα, ο Μωάμεθ Β’ είχε διατάξει τον διάδοχο του Μπαλτόγλου, Χαμζά, να κανονιοβολήσει από τα πλοία του τα θαλάσσια τείχη της πόλης, εν είδει αντιπερισπασμού. Η σχετική διαταγή φαίνεται ότι εκτελέστηκε, χωρίς όμως να αναφέρονται λεπτομέρειες.
Τις περιπτώσεις του Κότζινου και της Πριγκήπου θυμίζει και η κατάληψη της Μυτιλήνης από τους Οθωμανούς, το 1462: η πόλη δέχθηκε την επίθεση του τουρκικού στόλου, κανονιοβολήθηκε επί 27 ημέρες και τελικά αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει. Η φρασεολογία όμως του Χαλκοκονδύλη οδηγεί στο συμπέρασμα ότι σ’ αυτή την περίπτωση δεν χρησιμοποιήθηκαν τα κανόνια του τουρκικού στόλου αλλά άλλα, τα οποία προφανώς είχαν μεταφερθεί στο νησί ειδικά για τους σκοπούς της πολιορκίας (16).

Β’. Κανονιοβολισμός πλοίων από παράκτια κανονιοστάσια.

Οι κανονιοβολισμοί εναντίον πλοίων από παράκτιες οχυρωμένες θέσεις κατά την ίδια περίοδο είναι περισσότεροι και συνδέονται αποκλειστικά με τα γεγονότα που οδήγησαν στην άλωση της Κωνσταντινούπολης. Ως επί το πλείστον, πρόκειται για κανονιοβολισμούς ιταλικών πλοίων από τουρκικά κανονιοστάσια λίγο πριν ή κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Κωνσταντινούπολης.
Οι πρώτες σχετικές περιπτώσεις αφορούν τον κανονιοβολισμό βενετικών εμπορικών πλοίων που διέσχιζαν τα νερά του Βοσπόρου. Στο στενότερο σημείο αυτού του πορθμού, στην ευρωπαϊκή ακτή, ο Μωάμεθ Β’ είχε κατασκευάσει το καλοκαίρι του 1452 το φρούριο Ρούμελι Χισάρ το οποίο είχε εξοπλίσει με κανόνια. Με την υποστήριξη ενός άλλου, παλαιότερου φρουρίου, του Αναντολού Χισάρ στην ασιατική ακτή του Βοσπόρου, εξασφαλιζόταν απόλυτα ο έλεγχος του περάσματος από την Προποντίδα στον Εύξεινο Πόντο. Το γεγονός αυτό έγινε σαφές με τον κανονιοβολισμό και τη βύθιση ενός βενετικού πλοίου στις 26 Νοεμβρίου 1452 που περιγράφεται παραστατικά από τον Βενετό ιστοριογράφο Νικολό Μπάρμπαρο: "Αυτό το κάστρο που ανέφερα ήταν πολύ καλά οχυρωμένο από την πλευρά της θάλασσας και με κανένα τρόπο δεν κινδύνευε να κυριευτεί, γιατί διέθετε πάρα πολλές βομβάρδες [δηλ. κανόνια] στην ακτή και πάνω στα τείχη. Κι από τη στεριά όμως ήταν ισχυρό, αλλά όχι τόσο όσο από τη θάλασσα. Το πρώτο βλήμα που ξαπόστειλε η μεγάλη βομβάρδα του κάστρου βύθισε το πλοίο του Αντωνίου Ρίζου [Ρίτζο] που ερχόταν από τη Μαύρη Θάλασσα και ο καπετάνιος του δεν ήθελε να καλάρει [δηλ. να υποστείλει τα πανιά και να πληρώσει φόρο] και ήταν φορτωμένο με κριθάρι το οποίο επροορίζετο για επικουρία της Κωνσταντινούπολης. Αυτό συνέβη στις 26 Νοεμβρίου του 1452".

Καλλιτεχνική απεικόνιση κανονιοβολισμού πλοίου από οθωμανικό πυροβόλο του φρουρίου Ρούμελι Χισάρ, κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Κων/πολης το 1453.
ΦΩΤΟ: ottomanmilitary.devhub.com

Ένα παρόμοιο περιστατικό είχε συμβεί κατά τον Μπάρμπαρο και στις 10 Νοεμβρίου με δύο άλλα βενετικά πλοία, τα οποία όμως κατόρθωσαν να ξεφύγουν από τα τουρκικά βλήματα.
Με την έναρξη της πολιορκίας της Κωνσταντινούπολης, την άνοιξη του 1453, οι πολεμικές επιχειρήσεις μεταφέρθηκαν στον περίγυρο της πόλης. Οι πολιορκημένοι είχαν στη διάθεσή τους έναν στολίσκο 27 μεγάλων πλοίων και μερικών μικρότερων, προφυλαγμένων πίσω από μια μεγάλη αλυσίδα που έφραζε την είσοδο του Κερατίου κόλπου, στο άνοιγμα μεταξύ των τειχών της Κωνσταντινούπολης και του γειτονικού γενοβέζικου προαστίου του Πέραν. Αυτός ο στολίσκος έγινε επανειλημμένα στόχος των τουρκικών κανονιών που είχαν τοποθετηθεί γύρω από τα τείχη της βυζαντινής πρωτεύουσας. Στις 28 Απριλίου υπέστη τις πρώτες σημαντικές του απώλειες κατά τη διάρκεια μιας καταδρομικής επιχείρησης η οποία απέβλεπε στην καταστροφή της μοίρας του τουρκικού στόλου την οποία ο Μωάμεθ Β’ είχε κατορθώσει να μεταφέρει στις 22 Απριλίου δια ξηράς, με χρήση διόλκου, από την Προποντίδα στο βάθος του Κερατίου κόλπου. Η επιχείρηση είχε οργανωθεί από τον Βενετό πλοίαρχο Τζιάκομο Κόκο που τέθηκε επικεφαλής των έξι πλοίων τα οποία επρόκειτο να τη φέρουν σε πέρας με την κάλυψη του σκοταδιού της νύκτας. Το σχέδιο όμως είχε προδοθεί. Τα πλοία δέχθηκαν ισχυρό κανονιοβολισμό από τις παράκτιες τουρκικές συστοιχίες πυροβόλων και δύο από αυτά βούλιαξαν, παρά τη "θωράκισή" τους με μπάλες από μαλλί και βαμβάκι. Το ένα μάλιστα, του Κόκο, βυθίστηκε αύτανδρο. Οι συνολικές απώλειες έφθασαν τους 90 ναύτες.
Αλλά και τα υπόλοιπα πλοία των αμυνομένων υφίσταντο σοβαρές ζημιές από τις βολές τουρκικών πυροβόλων που είχαν τοποθετηθεί στους λόφους έξω από το Πέραν. Παρά τη μεγάλη απόσταση που μεσολαβούσε μεταξύ των κανονιών και του στόχου τους, τα τουρκικά βλήματα τροχιοδρομούσαν επάνω από τα κτίρια του Πέραν με αρκετή ευστοχία. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Μπάρμπαρο (η αφήγηση του οποίου είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτική όσον αφορά τη χρήση πυροβολικού και από τους δύο αντιπάλους κατά τη διάρκεια της πολιορκίας), "ακόμα και αγκυροβολημένα πλοία και γαλέρες κάτω από τα τείχη του Πέραν, όχι μόνο μας βομβάρδιζαν οι Τούρκοι, αλλά πάθαμε πολύ μεγάλες ζημιές και είχαμε το φόβο του θανάτου, επειδή κάθε πέτρα που εξαπέλυαν οι βομβάρδες τους αφάνιζε τους άντρες που βρίσκονταν πάνω στις γαλέρες μας. Μια σκότωνε τέσσερεις, άλλη δύο, αλλά σε γενικές γραμμές κάθε λίθος μας στερούσε κι έναν άντρα και ρήμαζε τις γαλέρες και τις ολκάδες [εμπορικά πλοία]". Ιδιαίτερα αξιοσημείωτη υπήρξε η βύθιση ενός γενοβέζικου εμπορικού πλοίου στις 5 Μαΐου, αν και ενδεχομένως πραγματοποιήθηκε κατά λάθος, καθώς οι Γενοβέζοι του Πέραν τηρούσαν φαινομενικά ουδέτερη (στην πραγματικότητα διπρόσωπη) στάση κατά την πολιορκία.
Η ευθυβολία των τουρκικών κανονιών θα πρέπει να αποδοθεί σε μεγάλο βαθμό στην "τεχνική υποστήριξη" την οποία είχε ο τουρκικός στρατός από ξένους ειδικούς. Είναι χαρακτηριστικό ότι για τον αρχιπυροβολητή του τουρκικού στρατού, Ουρβανό, μνημονεύεται ότι ήταν Ούγγρος ή Ρουμάνος (Σάξωνας) από την Τρανσυλβανία. Ο Δούκας εξάλλου αναφέρει ότι σε μία περίπτωση ένας απεσταλμένος του Ούγγρου βασιλέα, ο οποίος έτυχε να παρευρίσκεται στο τουρκικό στρατόπεδο, συμβούλεψε τους Τούρκους πυροβολητές με ποιό τρόπο οι βολές τους εναντίον των τειχών της Κωνσταντινούπολης θα μπορούσαν να πετύχουν καλύτερα αποτελέσματα.
Χρήση όμως πυροβόλων έγινε και από τους πολιορκημένους, οι οποίοι βομβάρδιζαν τα τουρκικά πλοία από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Δύο τέτοια περιστατικά τα οποία συνέβησαν αντίστοιχα στις 3 και στις 17 Μαΐου αναφέρονται από τον Μπάρμπαρο. Κατά το πρώτο βυθίστηκαν ορισμένα τουρκικά πλοία από αυτά τα οποία είχαν εισχωρήσει στον Κεράτιο, ενώ το συμβάν κατέληξε σε δεκαήμερη μονομαχία πυροβολικού, καθώς τα τουρκικά πλοία υποστηρίχθηκαν από τα παράκτια τουρκικά πυροβόλα. Κατά το δεύτερο περιστατικό, ο τουρκικός στόλος της Προποντίδας, ο οποίος είχε πλησιάσει στην αλυσίδα του Κερατίου, βομβαρδίστηκε από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης, αλλά και από τα πλοία των αμυνομένων, χωρίς όμως να βυθιστεί κανένα πλοίο.
Η περιορισμένη ευστοχία των χερσαίων κανονιών των πολιορκημένων ήταν απότοκος των τεχνικών δυσκολιών που συνεπαγόταν η χρήση τους. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Χαλκοκονδύλης, η εκπυρσοκρότησή τους προκαλούσε κραδασμούς στα γερασμένα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Εξάλλου, το μέγεθος και ο αριθμός τους ήταν μικρότερα από των Τούρκων, ενώ ορισμένα φαίνεται ότι είχαν εξαρχής περιορισμένες δυνατότητες καθώς, ενώ προορίζονταν αρχικά για χρήση σε πλοία, είχαν μεταφερθεί εσπευσμένα στα τείχη για να ενισχύσουν την άμυνα σε επικίνδυνα σημεία.

Γ’. Ναυμαχίες με χρήση πυροβόλων.
Οι παλαιότερες αναφορές σε χρήση πυροβολικού κατά τη διάρκεια ναυμαχίας που πραγματοποιήθηκε σε ελληνική θάλασσα ανάγονται στην τελευταία πολιορκία της Κωνσταντινούπολης. Κατά τη ναυμαχία της Καλλίπολης (1416) μεταξύ του βενετικού και μοίρας του τουρκικού στόλου δε φαίνεται να έγινε χρήση πυροβόλων όπλων, παρόλο που είχαν ήδη γίνει γνωστά στα Βαλκάνια. Αντίθετα, κατά τη ναυμαχία που έγινε στα νερά του Βοσπόρου στις 20 Απριλίου 1453 φαίνεται ότι έγινε χρήση κανονιών. Συγκεκριμένα, στη ναυμαχία αυτή ο τουρκικός στόλος αποπειράθηκε να καταστρέψει τέσσερα χριστιανικά πλοία (τρία γενοβέζικα και ένα βυζαντινό με κυβερνήτη τον Φλαντανελά) τα οποία μετέφεραν εφόδια στην πολιορκημένη Κωνσταντινούπολη. Το επεισόδιο αναφέρεται σε όλες τις πηγές της Άλωσης ορισμένες από τις οποίες μνημονεύουν σαφώς τη χρήση πυροβολικού.
Συστηματικότερη χρήση πυροβολικού έγινε από τα πλοία που προστάτευαν την είσοδο του Κερατίου για την απόκρουση επιθέσεων του τουρκικού στόλου, αλλά και από τουρκικά πλοία τα οποία συμμετείχαν σε παρόμοιες απόπειρες. Οι πηγές της Άλωσης μνημονεύουν ειδικότερα τρία σχετικά περιστατικά. Κατά τον Μπάρμπαρο, τα χριστιανικά πλοία χρησιμοποίησαν με επιτυχία τα κανόνια τους εναντίον μοίρας του τουρκικού στόλου που αποπειράθηκε να προσεγγίσει την αλυσίδα του Κερατίου τις νύκτες της 16ης και της 17ης Μαΐου. Ο Κριτόβουλος εξάλλου αναφέρει προγενέστερη επίθεση του τουρκικού στόλου εναντίον του θαλασσίου αυτού φράγματος με παράλληλη χρήση κανονιών. Το περιστατικό δεν χρονολογείται με ακρίβεια, φαίνεται όμως ότι συνέβη πριν από τη ναυμαχία με τα πλοία του Φλαντανελά και πάντως δεν είχε ιδιαίτερες συνέπειες.

ottomanmilitary.devhub.com
Ενετική γαλέρα τέλη του 14ου αιώνος, η οποία φέρει πυροβόλο στην πλώρη της.
ΦΩΤΟ:

Όπως γίνεται αντιληπτό από το σύνολο των περιπτώσεων που προαναφέρθηκαν, η αποτελεσματικότητα των πυροβόλων στις ναυτικές συγκρούσεις των μέσων του 15ου αιώνα είναι αμφίβολη. Σε ορισμένες περιπτώσεις κατά τις οποίες έγινε χρήση χερσαίων πυροβόλων εναντίον θαλάσσιων στόχων τα αποτελέσματα υπήρξαν αρκετά θεαματικά, όπως π.χ. συνέβη με την καταβύθιση των πλοίων του Ρίτζο ή του Κόκο. Αντίθετα, η χρήση πυροβόλων σε πλοία εναντίον άλλων πλοίων ή χερσαίων στόχων υπήρξε αναποτελεσματική. Η εξήγηση μπορεί να αναζητηθεί στο σχόλιο του Ράνσιμαν που παρατέθηκε στην αρχή της μελέτης μας, αλλά και στον γενικότερα πειραματικό χαρακτήρα τον οποίο είχε η χρήση του πυροβολικού. Δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι ο Μωάμεθ Β’ ήταν ο πρώτος ηγεμόνας ο οποίος κατανόησε τον ουσιαστικό ρόλο τον οποίο μπορούσε να ασκήσει το νέο όπλο και ότι γι’ αυτό τον λόγο ήταν ο πρώτος ο οποίος το χρησιμοποίησε σε ευρεία έκταση. Δεδομένου όμως ότι οι επεκτατικές διαθέσεις των Οθωμανών δεν απέβλεπαν στον έλεγχο των θαλασσών αλλά χερσαίων εκτάσεων, τα πυροβόλα αξιοποιήθηκαν ως χερσαίο όπλο, ενώ η προσαρμογή τους στις ιδιαιτερότητες των θαλάσσιων συγκρούσεων καθυστέρησε. Στην καθυστέρηση αυτή θα πρέπει να συνέβαλε εξάλλου και η κατασκευή των πλοίων της εποχής που διέπλεαν τη Μεσόγειο, καθώς δεν διευκόλυνε ούτε τον εξοπλισμό τους με μεγάλο αριθμό πυροβόλων ούτε τη χρήση μεγάλων κανονιών.

Παρασκευή 16 Μαΐου 2014

Η ΒΟΜΒΑ ΤΟΥ ΜΟΡΟΖΙΝΙ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΚΡΟΠΟΛΗΣ 1687

Τα χρόνια πού ακολούθησαν τον Τουρκο-Βενετικό πόλεμο και την άλωση του Χάνδακος ήταν περίοδος ακμής των ταξιδιών στην Ελλάδα. 'Αλλά το ελληνικό αυτό διάλειμμα δεν κράτησε πολύ. Το 1684 η Βενετία κήρυξε τον πόλεμο κατά του σουλτάνου. Κι' επειδή δεν διέθετε στρατιωτικές δυνάμεις για να αντιμετώπιση τις ανάγκες της εκστρατείας στρατολόγησε μισθοφόρους από τον Βορρά.

Οι Βενετοί παζάρεψαν με τούς ηγεμόνες και μίσθωσαν ολόκληρα συντάγματα, με τα επιτελεία και τούς αξιωματικούς τους. 'Επί κεφαλής του εκστρατευτικού σώματος θα τοποθετηθεί ό Σουηδός στρατάρχης Otto Konigsmark. Αυτός ό Σκανδιναβός μισθοφόρος, ό απόγονος των Βαράγγων του Βυζαντίου, θα διευθύνει την πολιορκία τής Ακροπόλεως του 1687 πού θα οδηγήσει στην καταστροφή του Παρθενώνος.
Είχε μείνει ακέραιος ό Παρθενών, κορυφαία στιγμή της αρχαίας ελληνικής καλλιτεχνικής δημιουργίας, επί 2125 χρόνια (438 π.Χ. ως 1687). Και μάλιστα στην αρχική αρχιτεκτονική του κατάσταση. Περί τα μέσα του Ε' η ΣΤ' αιώνα μετατρέπεται σέ χριστιανικό ναό κι' αφιερώνεται, αρχικά στην 'Αγία Σοφία και αργότερα στην Παναγία. Οι διαρρυθμίσεις και οι αλλαγές περιορίζονται μόνο στο εσωτερικό. Η είσοδος μεταφέρεται από την ανατολική πλευρά στη δυτική και η οροφή γίνεται θολωτή. 'Αλλά η αρχική μορφή του ναού παραμένει αμετάβλητη
Στις αρχές του ΙΓ' αιώνα μετατρέπεται σε καθολική εκκλησία και το 1458 σε τουρκικό τέμενος. Και στις δυο περιπτώσεις οι μεταβολές ήταν εσωτερικές. Χτίστηκε μόνο ένας μιναρές στη δυτική πλευρά του ναού. Έτσι ό Παρθενών είχε μείνει ως εκείνη την «μαύρη Παρασκευή» του 1687, όπως τον είδαν και τον σχεδίασαν οι ταξιδιώτες κατά τούς αιώνες τής τουρκοκρατίας.
Είναι μια θλιβερή ιστορία. Στις 6 Σεπτεμβρίου 1669 ό Βενετός αρχιστράτηγος Φραγκίσκος Μοροζίνι συνθηκολογούσε στην Κρήτη και παρέδιδε το Κάστρο στους Τούρκους, ύστερα από πολιορκία πού κράτησε εικοσιπέντε χρόνια. 'Αλλά ό τουρκοβενετικός πόλεμος θα συνεχισθεί στην ηπειρωτική Ελλάδα. Τον Αύγουστο του 1687 τα στρατεύματα του Μοροζίνι (μισθοφόροι Γερμανοί και Σουηδοί) καταλαμβάνουν την Κόρινθο και τον Σεπτέμβριο την Αίγινα. Ήρθε έπειτα η σειρά της Αττικής. Τη νύχτα τής 21ης Σεπτεμβρίου ό κόμης Καίνιξμαρκ, υπαρχηγός της βενετικής άρμάδας, αποβιβάζει δέκα χιλιάδες άνδρες στον Πειραιά. Οί Τούρκοι αιφνιδιάζονται, υποχωρούν καί οχυρώνονται στην 'Ακρόπολη.
Ό αρχιεπίσκοπος και αθηναϊκή αντιπροσωπεία ζητούν από τον Μοροζίνι να καταλάβει την πολιτεία. Την ίδια νύχτα τα βενετικά στρατεύματα φθάνουν μπροστά στην Ακρόπολη, στήνουν τα κανόνια κι' αρχίζουν την πολιορκία. Οι βομβαρδισμοί δεν απέδωσαν αποτελέσματα κι' ό αρχιστράτηγος ανησυχεί επειδή αναμένονταν τουρκικές ενισχύσεις Τότε έφθασε στο στρατηγείο του Καίνιξμαρκ η πληροφορία ότι στον Παρθενώνα, ενισχυμένο εσωτερικά, οι Τούρκοι είχαν εναποθηκεύσει μεγάλες ποσότητες πυρομαχικών. Από κείνη τη στιγμή όλα τα κανόνια κατευθύνουν τις βολές τους εναντίον του ναού.
Και την Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 1687, στις 7 το βράδυ, ένας υπολοχαγός πέτυχε να στείλει ένα βλήμα στην οροφή του αρχαίου ναού (C. Waldstcin : Views of Athens in the year 1687). Η μπάλα του κανονιού διαπερνώντας την αδύνατη στέγη έφθασε στον τσεμπιχανέ των Τούρκων και τον ανατίναξε
Ελάχιστοι από τούς πολιορκητές είχαν την αίσθηση της καλλιτεχνικής αξίας του γκρεμισμένου μνημείου. Ανάμεσά τους ξεχώριζε η Αννα Ακεργελμ, κυρία των τιμών της συζύγου του Καίνιξμαρκ. Σε μια απλοϊκή αλλά συγκινητική επιστολή της έγραφε πώς «ό κόσμος δεν θα μπορέσει να ξαναχτίσει τέτοιο αριστούργημα» (Diary and letters of Anna Akerhjel). Τα κλασσικά μνημεία τής Ακροπόλεως ήταν θύματα της νέας μορφής πολέμου πού επέβαλε τη δημιουργία αποθηκών πυρομαχικών μέσα στους ίδιους τούς αρχαίους ναούς. Η μπαρούτη και το πυροβολικό θα κρίνουν την τύχη των καλλιτεχνικών θησαυρών.
Χιλιάδες Ευρωπαίοι είχαν επισκεφθεί την Αθήνα κατά τον ΙΣΤ' καί ΙΖ' αιώνα Κι ανάμεσά τους σοφοί, διπλωμάτες, καλλιτέχνες, άνθρωποι του πνεύματος. Όλοι είδαν τον Παρθενώνα και τα μνημεία της Ακροπόλεως ακέραια να αστράφτουν στον ήλιο. Και όμως, κανείς δεν σκέφθηκε να πάρει μολύβι, να τα σχεδιάσει υπεύθυνα καί ν' αποτυπώσει με άκρίβεια τις αρχαιότητες όπως βρίσκονταν πριν από την καταστροφή τους.
Ό Γάλλος πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη Nointel θα αναθέσει σ' έναν από τούς ζωγράφους τής συνοδείας του ν' απαθανατίσει τα μνημεία της Ακροπόλεως. Τα σχέδια υπάρχουν. 'Αλλά είναι πρόχειρα και επιπόλαια. Γενικές φόρμες χωρίς ακρίβεια, χωρίς λεπτομέρειες. Άλλωστε, ό προορισμός των ζωγράφων τού Nointel δέν ήταν η Ακρόπολη. Τις ελληνικές φορεσιές φιλοδοξούσε να σχεδιάσει ό Γάλλος διπλωμάτης. Όπως αποκαλύπτει ό Cornelio Magni, η κυριώτερη επιθυμία του πρεσβευτή ήταν να δημιουργήσει μια συλλογή από αχυρένιες κούκλες με όλες τις ενδυμασίες τής Ανατολής. Ό ζωγράφος του Nointel σχεδίασε τον Παρθενώνα σαν αξιοπερίεργο
Οι περιηγητές Spon καί Wheler πού ακολούθησαν πρόσεξαν περισσότερο τα μνημεία. Αλλά με την ψυχρή περιέργεια του ευσυνείδητου οδοιπόρου. Ό αιώνας τους δέν άφηνε περιθώρια για αισθητικές συγκινήσεις. Η αρχαία ελληνική τέχνη ήταν ακόμα ένας άγνωστος κόσμος. Ακόμα και οι πιο καλλιεργημένοι Ευρωπαίοι δέν μπορούσαν να ξεχωρίσουν τα βυζαντινά αρχιτεκτονήματα από τα έργα του 'Ικτίνου. Τοποθετούσαν τη δημιουργία της μετόπης του ναού στην εποχή του Άδριανού. Είναι, έλεγαν, τόσο λευκά τα μάρμαρα πού αποκλείεται να έχουν μεγαλύτερη ηλικία
Οι Αθηναίοι του 1687 είχαν συνείδηση του μεγέθους τής καταστροφής και καυτηρίασαν τη βαρβαρότητα των πολιορκητών. Γράφει ό Laborde :
«Οι απόγονοι των Αθηναίων του Περικλέους δέν μιλούσαν βέβαια τη γλώσσα του Δημοσθένους και είχαν λησμονήσει ολότελα την καλλιέργεια των τεχνών και των γραμμάτων. Είχαν όμως διατηρήσει το ευγενικό κλίμα τής ράτσας κι' ακόμα την ίδια ευφυΐα και το σεβασμό για ότι ενθουσίαζε τούς προγόνους τους».

Οι μισθοφόροι του Μοροζίνι θα καταλάβουν την Ακρόπολη ύστερα από την ανατίναξη του Παρθενώνος. Θα την εγκαταλείψουν, όμως, άδοξα και επαίσχυντα ύστερα από μερικούς μήνες. Ό αρχιστράτηγος αποφασίζει αρχικά να ισοπεδώσει με λαγούμια το φρούριο, τα κτίσματα και τα μνημεία του. Αλλά δέν υπήρχαν τα μέσα και ό χρόνος. Το στράτευμα έπρεπε να κινηθεί εναντίον του Ευρίπου. Και τελικά θα επικρατήσει η λογική σκέψη ότι είναι περιττή η καταστροφή αφού εκείνος πού κατέχει το κάστρο τής Χαλκίδος ελέγχει και την Ακρόπολη.

Ό πληθυσμός τής Αθήνας θα καταφύγει στο Μοριά ύστερα από τη μάταιη και πολυώδυνη νίκη. Αλλά ό Μοροζίνι φιλοδοξεί να μεταφέρει στη Βενετία ένα τρόπαιο από την Ακρόπολη για να στηθεί στην πλατεία του Αγίου Μάρκου και ν' ανταγωνίζεται το τέθριππο άρμα πού άρπαξαν οι Βενετοί το 1204 από τον ιππόδρομο της Κωνσταντινουπόλεως και το φόρτωσαν στη γαλέρα (τι θλιβερή σύμπτωση) κάποιου Μοροζίνι. Δυσκολία εκλογής δέν υπήρχε. Τα αγάλματα και τα ανάγλυφα των ναών και τα κατακείμενα γλυπτά θα μπορούσαν να γεμίσουν εκατό μουσεία.
Σκέφθηκε ότι ο Ποσειδών του δυτικού διαζώματος θα ήταν το πιο άξιο τρόπαιο. Το εξαίσιο γλυπτικό σύμπλεγμα ήταν ολότελα άθικτο. Ό αρχιστράτηγος πρόσταξε να κατεβάσουν τα γλυπτά πού στόλιζαν 21 αιώνες το ναό, να τα μεταφέρουν στον Πειραιά και να τα φορτώσουν στη ναυαρχίδα.

Στην αναφορά του προς την βενετική Σύγκλητο ο Μοροζίνι εξηγεί λακωνικά και ψυχρά πώς έγινε ο βάρβαρος ακρωτηριασμός (την έγραψε στον Πειραιά στις 19 Μαρτίου 1688).
«'Επί τη προβλέψει της εγκαταλείψεως των Αθηνών συνέλαβον το σχέδιον άποσπάσεως μερικών εκ των ωραιότερων έργων τέχνης τα όποια θα ήδύναντο να προσθέσουν νέαν λάμψιν εις την Δημοκρατίαν. Διέταξα δήθεν, να αφαιρεθεί από την πρόσοψιν του ναού, τής Αθηνάς, όπου υπάρχουν τα ωραιότερα γλυπτά, το άγαλμα ενός Διός (Πρόκειται για άγαλμα του Ποσειδώνος) και τα ανάγλυφα δύο μεγαλοπρεπών ίππων. Ευθύς όμως, ως ήρχισεν η εργασία κατέρρευσεν όλόκληρον το άνω τμήμα της κορωνίδος του ναού. Και αποτελεί θαύμα το γεγονός ότι ουδείς εκ των τεχνιτών έπαθε τι.

»Η αδυναμία τοποθετήσεως ικριωμάτων και μεταφοράς επί του φρουρίου κεραιών εκ των γαλέρων και άλλων μηχανημάτων δια την κατασκευήν βαρούλκων, κατέστησε δύσκολον και έπικίνδυνον οιανδήποτε νέαν προσπάθειαν. Διέταξα, όθεν, τήν διακοπην τών εργασιών. Πολλώ μάλλον επειδή, μή υπάρχοντος πλέον του σημαντικωτέρου τμήματος του ναού, ό,τι άπέμεινεν μου έφάνη κατώτερον καί κατεστραμμένον άπό τήν διαβρωτικήν έπενέργειαν του χρόνου. Έν τούτοις, άπεφάσισα νά παραλάβω μίαν λέαιναν άριστης τέχνης, άκέφαλον όμως. Θά ήτο δυνατή η τελεία άντικατάστασις της κεφαλής μέ άλλην μαρμαρίνην, παρομοίαν προς τήν άρχικήν.
Πόρτο Λιόν, 19 Μαρτίου 1688.»

Ό Μοροζίνι δεν θα εγκαταλείψει την 'Αττική χωρίς τρόπαια. Πρόσταξε την άρπαγή δύο ακόμη λεόντων πού βρίσκονταν στο Θησείο καί ενός τρίτου πού στόλιζε το λιμάνι του Πειραιά. Τό παράδειγμα του Αρχιστρατήγου ακολούθησαν όλοι οί ερασιτέχνες αρχαιόφιλοι καί λαφυραγωγοί του έκστρατευτικού σώματος. Κανείς δέν γύρισε στήν πατρίδα του μέ άδεια χέρια. Ό γραμματικός του Μοροζίνι San Gallo κράτησε την κεφαλή της Άπτέρου Νίκης (Είναι άλήθεια ότι επί Λουδοβίκου ΙΔ' οργανώθηκαν αποστολές για την αναζήτηση και την καταγραφή των μνημείων των αρχαίων πολιτισμών στις χώρες της Ανατολικής Μεσογείου. Αλλά μα κύριο σκοπο τή συγκέντρωση αρχαιολογικών θησαυρών γιά τον έμπλουτισμό τών παλατιών του. Ό βασιλιάς, γράφει ό Charles Perrault στο έργο του «'Ο αιώνας του Λουδοβίκου του Μεγάλου», φιλοδοξώντας νά μείνουν στην αίωνιότητα τα μεγαλόπρεπα οικοδομήματα πού έχτισε, «έστειλε στην 'Ιταλία, στην Αίγυπτο, στην Ελλάδα, στη Συρία, στην Περσία πολλούς σοφούς». Εστειλε, αλλά στην Ελλάδα δέν έφθασε κανείς. Έκτός άπο μερικούς πανούργους καί συνήθως αμαθείς πράκτορες γιά τήν αρπαγή άρχαιοτήτων.)