Δευτέρα 28 Απριλίου 2014

ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗΣ ΤΗΣ "ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΜΥΝΑΣ" ΑΠΟ ΤΙΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΤΗΣ ΑΝΤΑΝΤ


Ένα από τα πρώτα σοβαρά προβλήματα που αντιμετώπισε η επαναστατική τριανδρία Βενιζέλου - Κουντουριώτη - Δαγκλή στην Θεσσαλονίκη ήταν η οικονομική χρηματοδότηση της πολεμικής της προσπάθειας. Και αυτό γιατί όταν σχηματίστηκε η επαναστατική κυβέρνηση στις 9 Οκτωβρίου 1916 τα εδάφη υπό τον έλεγχο της δεν ήταν αρκετά για να χρηματοδοτηθούν οι δαπάνες συγκρότησης στρατού, αλλά ούτε υπήρχαν και φοροεισπρακτικοί κρατικοί μηχανισμοί για να εισπράξουν τους αναγκαίους φόρους από τους πολίτες. Το ζήτημα αυτό απασχόλησε τις δυνάμεις της Αντάντ, στο διασυμμαχικό συνέδριο της Βουλώνης, στο οποίο εγκρίθηκε η οικονομική βοήθεια προς την επαναστατική κυβέρνηση. Μετά από διαβουλεύσεις αποφασίστηκε στις 20 Οκτωβρίου η χρηματοδότηση της επαναστατικής κυβέρνησης να αναληφθεί ισομερώς από τους τρεις συμμάχους. Συγκεκριμένα η Αγγλία ανέλαβε την υποχρέωση να εγγυηθεί για ένα δάνειο 10.000.000 δρχ, ενώ κι η Ρωσική κυβέρνηση υποσχέθηκε το ίδιο ποσό. Τα δάνεια θα δίνονταν από την Εθνική και την Ιονική τράπεζα, στις οποίες οι τρεις δυνάμεις θα άνοιγαν τις απαραίτητες πιστώσεις καταθέτοντας τα χρήματα.

Επειδή όμως η διαδικασία ήταν χρονοβόρα και οι ανάγκες της επαναστατικής κυβέρνησης πολύ πιο πιεστικές και άμεσες, οι κυβερνήσεις της Αγγλίας και της Γαλλίας αποφάσισαν να δώσουν χωρίς χρονοτριβή από 5 εκατομμύρια δρχ σε δύο καταβολές που έγιναν στις 6 και 14 Νοεμβρίου αντίστοιχα. Χάρις τις δύο αυτές προκαταβολές ο Βενιζέλος κατάφερε να παρατάξει μια δύναμη 20.000 ανδρών που συντηρούσε όμως ομολογουμένως με μεγάλη δυσκολία. Σύμφωνα με στρατιωτική έκθεση του στρατηγού Genin που βρισκόταν στην Θεσσαλονίκη, ένας στρατός 60.000 ανδρών που ήλπιζε να συγκεντρώσει η επαναστατική κυβέρνηση απαιτούσε δαπάνες 60 εκατομμυρίων δρχ μόνο για να συντηρηθεί για τρεις μήνες. Οι σύμμαχοι όμως καθυστερούσαν χαρακτηριστικά να καταβάλλουν χρηματικά ποσά που είχαν ήδη υποσχεθεί.

Στις αρχές Ιανουαρίου 1917 ανοίχθηκε ένας διπλός λογαριασμός στην Εθνική τράπεζα, όπου θα έβαζαν χρήματα οι Αγγλογάλλοι για την χρηματοδότηση του κινήματος. Για όλο τον Ιανουάριο όμως δεν κατατέθηκε το παραμικρό ποσό με αποτέλεσμα ο Βενιζέλος να αναβάλλει την επιστράτευση στην Β. Ελλάδα και τα νησιά, απόφαση με σημαντικές πολιτικές και στρατιωτικές προεκτάσεις. Οι δύο

Alexandr Ribot
χώρες κατέβαλλαν μέσα στον Φεβρουάριο από 3 εκατομμύρια, ποσό όμως που είχε ξοδευτεί από τους Έλληνες ήδη από τον Δεκέμβριο. Η Γαλλική στρατιωτική αποστολή υπολόγισε εκ νέου ότι η βενιζελική κυβέρνηση χρειαζόταν εφ΄ άπαξ άλλα 11 εκατομμύρια δρχ για την επιστράτευση, ενώ χρειαζόταν περίπου 4 εκατομμύρια τον μήνα για μισθούς των στρατιωτών, αποζημιώσεις οικογενειών νεοσυλλέκτων κτλ χωρίς να υπολογίζεται ο επισιτισμός που είχε αναλάβει έτσι η αλλιώς το Γαλλικό εκστρατευτικό σώμα στην Θεσσαλονίκη.

Δημιουργήθηκε όμως πρόβλημα καθώς ο υπουργός οικονομικών Ribot παρά τις κρούσεις του Έλληνα Βενιζελικού απεσταλμένου Πολίτη, αρνιόταν επίμονα να καταβάλλει τα 5,5 εκατομμύρια για την επιστράτευση αν δεν κατέβαλε και η Αγγλική πλευρά ταυτόχρονα το δικό της μερίδιο κι αυτό γιατί σε άλλες περιπτώσεις η Αγγλία εκ των υστέρων είχε αρνηθεί να πληρώσει. Στην Αγγλία όμως υπήρχε σημαντική καθυστέρηση. Σύμφωνα με τον Γεννάδιο που βρισκόταν επί τόπου, ενώ οι Άγγλοι ιθύνοντες συμφωνούσαν ότι τα χρήματα όφειλαν να καταβληθούν άμεσα για να ανακουφιστεί η επαναστατική κυβέρνηση, η τελική εκταμίευση καθυστερούσε χαρακτηριστικά. Στις Αγγλικές "ομάδες διαχείρισης του πολέμου" που λειτουργούσαν καθημερινά και χειρίζονταν εκατοντάδες κρίσιμα και δυσεπίλυτα προβλήματα, το Ελληνικό θέμα της καταβολής φάνταζε "ασήμαντο" και "ενοχλητικό". Επίσης κάθε οικονομική εκταμίευση γινόταν από το Βασιλικό Θησαυροφυλάκιο, του οποίου οι τμηματάρχες ήταν τόσο ισχυροί και ανεξάρτητοι που μπορούσαν να αρνηθούν να υπακούσουν ακόμα και σε διαταγή του πρωθυπουργού, αν έκριναν πως ζημιώνονταν τα Αγγλικά οικονομικά συμφέροντα.

Στις αρχές Μαρτίου ακόμη δεν είχε γίνει η εκταμίευση, ενώ η Βενιζελική κυβέρνηση συσσώρευε χρέη και υπήρχε στους κόλπους της μια απαισιοδοξία λόγω της διαφαινόμενης έλλειψης οικονομικής

Sir Robert Chalmers
συμπαράστασης από την Αντάντ. Η κατάσταση είχε φτάσει σε αδιέξοδο, έτσι ο ίδιος ο Βενιζέλος προσωπικά απευθύνθηκε στον Λόρδο Granville τονίζοντας του ότι η αρνησικυρία στην καταβολή των χρημάτων καθυστερούσε την επιστράτευση. Τελικώς ο Γεννάδιος συναντήθηκε με τους Άγγλους υπεύθυνους του Αγγλικού θησαυροφυλακίου Sir John Brandbury και Sir Robert Chalmers. Η συζήτηση μαζί τους όμως ήταν εντελώς απογοητευτική καθώς οι δύο Άγγλοι ιθύνοντες είχαν έναν προσωπικό τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονταν τις Αγγλικές υποχρεώσεις έναντι της επαναστατικής κυβέρνησης. Συγκεκριμένα είπαν στον Γεννάδιο ότι ήταν έτοιμοι να πληρώσουν αμέσως 2 εκατομμύρια δρχ από τα έξοδα του πρώτου μήνα, υπό τη προϋπόθεση ότι και η Ρωσία θα αναλάμβανε μέρος των εξόδων. Για τα 3,5 εκατομμύρια της επιστράτευσης δεν έκαναν καν λόγο. Επίσης είπαν στον έκπληκτο Γεννάδιο πως η Βενιζελική κυβέρνηση είχε στην διάθεση της αρκετούς πόρους για να συντηρηθεί, τους οποίους δεν είχε χρησιμοποιήσει ως τώρα επαρκώς.

Ο Γεννάδιος προσπάθησε να τους μεταπείσει, αλλά με πενιχρά αποτελέσματα. Έτσι η επαναστατική κυβέρνηση Βενιζέλου ήρθε σε πολύ δύσκολη θέση, καθώς ήδη τα χρέη της ήταν 4 εκατομμύρια δρχ μόνο από τον στρατό, ενώ αδυνατούσε να προκαταβάλλει και οποιαδήποτε άλλη δαπάνη, σε σημείο ο στρατηγός Sarrail να αναγκαστεί να δανείσει 500.000 δρχ για τα άμεσα έξοδα του Βενιζελικού στρατού, ώστε αυτός να μην αρχίσουν οι λιποταξίες. Η κατάσταση είχε επιδεινωθεί σε τέτοιο σημείο ώστε ο Πολίτης με επιστολή του στον Βενιζέλο στις 12 Μαρτίου να αναφέρεται στην πιθανή διάλυση του υφιστάμενου στρατού. Τη ίδια μέρα ο πολυάσχολος Άγγλος πρωθυπουργός Lloyd George δέχθηκε τον Γεννάδιο, δήλωσε την έκπληξη του για την στάση των τμηματαρχών του Θησαυροφυλακίου, υποσχόμενος ότι θα ρυθμίσει αμέσως το ζήτημα. Λίγες μέρες μετά οι δύο κυβερνήσεις Αγγλίας και Γαλλίας επικοινώνησαν, αλληλοϋποσχόμενες ότι το εκκρεμές ζήτημα θα λυνόταν το ταχύτερο.

Μετά από κυβερνητικές πιέσεις οι δύο γραμματείς του Αγγλικού θησαυροφυλακίου δέχθηκαν να καταβάλλουν άμεσα 3,5 εκατομμύρια για την επιστράτευση, αλλά για τα 2 εκατομμύρια μηνιαίως ζήτησαν νέες εξηγήσεις. Αυτή εξέλιξη φάνηκε θετική στον Γεννάδιο, αλλά στην Θεσσαλονίκη υπήρχε απαισιοδοξία καθώς το συνολικό Ελληνικό χρέος που είχε συσωρευθεί, είχε φτάσει τα 8 εκατομμύρια δρχ. Αλλά η Ελληνική λύτρωση απείχε ακόμη πολλούς μήνες. Στις 19 Μαρτίου το foreign office ειδοποίησε την Βενιζελική κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης πως ήταν έτοιμη να καταβάλλει το μερίδιο της, υπό κάποιους όρους που όφειλε να

Αλέξανδρος Διομήδης
σεβαστεί η Γαλλική κυβέρνηση. Έκπληκτος ο Γεννάδιος συνάντησε έναν αμήχανο Λόρδο Hardinge, υφυπουργό εξωτερικών που του έθεσε τους όρους που έβαλαν οι υπεύθυνοι του Θησαυροφυλακίου για να εκταμιευτούν τα χρήματα.

Οι όροι ήταν οι εξής:
α) Η μηνιαία καταβολή θα κάλυπτε όλα τα έξοδα και όχι μόνο του στρατού
β) Η καταβολή θα αφορούσε μόνο και αποκλειστικά στρατιωτικές ανάγκες και δεν θα αφορούσε τη σίτιση του πληθυσμού
γ)Αύξηση της μηνιαίας καταβολής απαιτούσε κοινή συναίνεση των 2 κυβερνήσεων Αγγλίας και Γαλλίας
δ)Από τα 7 εκατομμύρια της επιστράτευσης θα αφαιρούνταν όσα είχαν ήδη δοθεί για τον σκοπό αυτό

Το τελικό ποσό που προέκυπτε ως Αγγλικό μερίδιο για την Βενιζελική επιστράτευση ήταν 2,366 εκατομμύρια δρχ. Το Θησαυροφυλάκιο δήλωνε πως αν γίνονταν δεκτοί οι όροι του, ήταν σε θέση να καταβάλλει ένα τμήμα του ποσού αυτού. Οι βενιζελικοί απεσταλμένοι Ρωμανός και Αλέξανδρος Διομήδης ξεκίνησαν σειρά διαβημάτων στην Γαλλική πρωτεύουσα για το ζήτημα που πλέον είχε φτάσει σε οριακό σημείο. Σε υπόμνημα του ο Ρωμανός προς τον Γάλλο πρωθυπουργό Ribot ζητούσε άμεσα χωρίς άλλες αναβολές 20 εκατομμύρια δρχ (11 εκατομμύρια για τη επιστράτευση (αντί για 7) και 9 για τα έξοδα τριών μηνών) αλλιώς η Προσωρινή κυβέρνηση θα αναγκαζόταν να διαλύσει τον ελάχιστο υφιστάμενο στρατό της. Οι Γάλλοι κινητοποιήθηκαν αποφασίζοντας να βοηθήσουν τον Βενιζέλο. Η Γαλλική κυβέρνηση ενημέρωσε τον Hardinge ότι θα κατέβαλλε άμεσα 3 εκατομμύρια (2 για τα έξοδα του μήνα, 1 για την επιστράτευση), ζητώντας από την Αγγλία να πληρώσει το μερίδιο της, ενώ υπογράμμιζε και την οφειλή 9 εκατομμυρίων που είχαν έναντι των Βενιζελικών. Το Αγγλικό Θησαυροφυλάκιο απαίτησε γραπτώς με επίσημο πρωτόκολλο τις Γαλλικές δεσμεύσεις.

Στις 5 Απριλίου 1917 έφταναν στην Θεσσαλονίκη τα πρώτα τρία εκατομμύρια από την Γαλλία, αλλά η Ελληνική αγωνία βρισκόταν στο κατακόρυφο για την Αγγλική στάση. Αγωνία που κορυφώθηκε όταν οι γραμματείς του Αγγλικού Θησαυροφυλακίου ανέβαλαν την πληρωμή επειδή μεσολαβούσε....Πάσχα. Στις 10 Απριλίου το Αγγλικό Θησαυροφυλάκιο κατέβαλλε τα πρώτα 2 εκατομμύρια προβάλλοντας μια σειρά από αντιρρήσεις για το χρηματικό ποσό της επιστράτευσης. Από τα 3,5 εκατομμύρια το Αγγλικό Θησαυροφυλάκιο υποστήριζε πως χρωστούσε μόνο το 1, καθώς

Paul Penleve
Έτσι στις 18 Απριλίου που έγινε η Βενιζελική επιστράτευση στα νησιά του Αιγαίου, η κυβέρνηση Βενιζέλου είχε λάβει μόνο 3 εκατομμύρια δρχ από την Αγγλία και 6 εκατομμύρια δρχ από την Γαλλία. Το έλλειμμα της επαναστατικής κυβέρνησης της Άμυνας στα τέλη Απριλίου είχε φτάσει τα 11 εκατομμύρια περίπου. Μετά την επιστράτευση των νησιών στις 18 Απριλίου, η οικονομική αιμορραγία της κυβέρνησης της Άμυνας αυξήθηκε ακόμη περισσότερο. Ο Διομήδης συναντήθηκε εκ νέου με τον Γάλλο υπουργό πολέμου Painleve και του ζήτησε η Γαλλία να καλύψει την Αγγλική διστακτικότητα καταβάλλοντας ένα συνολικό ποσό 30 εκατομμυρίων δρχ. τα υπόλοιπα είχαν δοθεί ήδη σε είδη ιματισμού από το Αγγλικό εκστρατευτικό σώμα Στην Θεσσαλονίκη.

Ήδη η Γαλλία μετά την συνδιάσκεψη της Αντάντ στις 4 και 5 Μαΐου 1917, είχε αποφασίσει να σκληρύνει την στάση της έναντι του Βασιλιά Κωνσταντίνου, προτείνοντας ανοιχτά την εκθρόνιση του. Η Αγγλία που πάντοτε ευνοούσε έναν συμβιβασμό με τον Βασιλιά, αποφάσισε να δώσει ελευθερία κινήσεων στην Γαλλία, μειώνοντας και την δύναμη του εκστρατευτικού της σώματος στην Θεσσαλονίκη. Το θησαυροφυλάκιο στην Αγγλία συνέχισε να αρνείται να καταβάλλει το μερίδιο του για τα έξοδα της Βενιζελικής κυβέρνησης της Άμυνας καθ όλη την διάρκεια των οκτώμισι μηνών της ζωής της με αποτέλεσμα στο τέλος της περιόδου αυτής να υπολείπεται τουλάχιστον 8 εκατομμύρια δρχ από την βοήθεια που είχε αρχικά υποσχεθεί.

Αναμφίβολα η Γαλλία από την πρώτη στιγμή προσπάθησε να βοηθήσει ενεργότερα και με μεγαλύτερη ειλικρίνεια την Βενιζελική προσπάθεια. Αυτό συνέβαινε γιατί είχε περισσότερα στρατεύματα στην Θεσσαλονίκη, ενώ Γάλλοι ναύτες είχαν σκοτωθεί στα γεγονότα των "Νοεμβριανών", γεγονός που είχε εξαγριώσει την Γαλλική κοινή γνώμη κατά των Ελλήνων βασιλοφρόνων.  Η αρνητική στάση της Αγγλίας για την χρηματοδότηση του Βενιζέλου ίσως έχει τις ρίζες της στις αντιρρήσεις του πολεμικού της επιτελείου για την γενικότερη χρησιμότητα της εκστρατείας στα Βαλκάνια. Επίσης οφειλόταν στην τυπικότητα και στην αυστηρότητα των Βρετανών υπαλλήλων του Θησαυροφυλακίου που σύμφωνα με τον Γεννάδιο αφορούσαν οποιονδήποτε λάμβανε χρηματοδότηση για οποιοδήποτε λόγο. Άλλη αιτία ήταν αναμφίβολα ο κρυφός ανταγωνισμός Αγγλίας - Γαλλίας, ο οποίος δυστυχώς για την Ελλάδα θα εκδηλωθεί αποφασιστικά κατά την Μικρασιατική εκστρατεία λίγα χρόνια μετά.
Με λίγα λόγια οι σύμμαχοί μας είχαν την απαίτηση να πολεμήσουμε στο πλευρό τους και να ματώσουμε αλλά δεν ήθελαν να βάλουν το χέρι στην τσέπη όχι για να μας χαρίσουν αλλά ούτε και να μας δανείσουν!!!

ΠΗΓΗ   http://www.istorikathemata.com

Σάββατο 26 Απριλίου 2014

Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΠΕΤΑ, ΙΟΥΛΙΟΣ 1822




Η μάχη του Πέτα το 1822 ήταν μια από τις μεγαλύτερες ήττες που γνώρισαν οι επαναστατημένοι έλληνες κατά την διάρκεια της Επανάστασης. Η ευθύνη για την ήττα βαρύνει εξ ολοκλήρου τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο αλλά ας δούμε τα γεγονότα από την αρχή.

Thesi tis Artas dio polemoi tou Peta.jpgΣτις 4 Ιουλίου 1822 το Πέτα της Άρτας είχε το σημαντικότερο ραντεβού με την ιστορία του. Το ραντεβού της 4ης Ιουλίου όμως τοποθέτησε το Πέτα στα μεγάλα θυσιαστήρια της Πατρίδας μας, δίπλα στο Μεσολόγγι , στην Νάουσα, στο Σούλι , στα Ψαρά, στην Χίο , στο Αρκάδι. Το θυσιαστήριο όμως αυτό διέφερε από τα άλλα. Στο θυσιαστήριο αυτό χάθηκε ο ανθός του Φιλελληνικού κινήματος της Ευρώπης. Τα 2/3 από τους δύο λόχους του σώματος των Φιλελλήνων μείνανε για πάντα στο Πέτα, μένοντας πιστοί στα υψηλά ιδανικά που τους οδήγησαν στην Ελλάδα.
  Πουθενά στην παγκόσμια ιστορία δεν καταγράφεται κίνημα σαν το φιλελληνικό στην οργάνωση , στην ορμή , το πάθος και την τελική προσφορά .Ο αγώνας της μικρής Ελλάδας κατά του Τούρκου δυνάστη συγκίνησε όλους τους ευαισθητοποιημένους ανθρώπους των πολιτισμένων κρατών. Αυτή η συγκίνηση μετατράπηκε σε ηθική συμπαράσταση και πολιτιστική ανάδειξη του αγώνα, αλλά κυρίως σε στρατιωτική βοήθεια, σε όπλα και σε εθελοντές στρατιώτες και αξιωματικούς. Οι «Κυανόκρανοι» της εποχής εκείνης , έμπειροι αξιωματικοί και οπλίτες των διαφόρων Ευρωπαϊκών στρατών , συγκεντρώνονται στην Κόρινθο τον Απρίλιο του 1822 μαζί με Έλληνες του εξωτερικού και ιδρύουν το τάγμα των Φιλελλήνων (Από τους 1200 Φιλέλληνες ,ο κυριότερος όγκος περίπου 250 ήταν Γερμανοί, η μεγαλύτερη συνεισφορά των Γερμανών σε στρατιωτική επιχείρηση στην Ελλάδα υπήρξε η συμμετοχή στη μάχη του Πέτα, ακολουθούν σε αριθμό οι Γάλλοι και Ιταλοί , μικρότερη συμμετοχή είναι των Πολωνών , Ελβετών , Ρώσων,Άγγλων, Μικρασιάτες,Βουλγάρων,Σουηδών,Φιλανδών,Ολλανδών,Βέλγων,Ούγγρων,Ισπανών,Πορτογάλων και Αμερικάνων –συμμετείχαν Φιλέλληνες από 19 χώρες).


   Στα μέσα Μαίου του 1822 αναχώρησαν για το Μεσολόγγι , όπου έφτασαν στις 23 Μαίου. Εκεί ενώθηκαν με άλλους ντόπιους οπλαρχηγούς , αλλά κυρίως με το πρώτο Ελληνικό πεζικό σύνταγμα, που το αποτελούσαν 350 άνδρες υπό την ηγεσία του Γερμανού Στρατηγού Νόρμαν και του Ιταλού Πέτρου Ταρέλλα. Έτσι δημιουργήθηκε ένα αξιόλογο εκστρατευτικό σώμα με 3.000 περίπου άνδρες , το οποίο λαμβάνει εντολή να τραβήξει για την Ήπειρο προς βοήθεια των επαναπατρισθέντων Σουλιωτών , που νιώθουν να κινδυνεύουν άμεσα από τους Τούρκους , αφού πλέον ο Αλή Πασάς έχει βγει από τη μέση και η περιφέρειά του ελέγχεται από τον Χουρσίτ Πασά. Περί τα τέλη Ιουνίου το εκστρατευτικό σώμα φτάνει στο Πέτα. Το φιλελληνικό σώμα αποτελείται κυρίως από Γερμανούς Γάλλους , Ιταλούς και Πολωνούς. Το τάγμα των φιλελλήνων, περίπου 100 άνδρες (ο Γεώργιος Τερτσέτης το 1854, στην ομιλία του της 28ης Μαρτίου στη Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων , παρουσία του διασωθέντος Ιταλού αξιωματικού Κολέλλιους , αναφέρει ότι οι Φιλέλληνες ήταν 200) ήταν χωρισμένο σε δύο λόχους με αρχηγούς τον Ελβετό Λουδοβίκο Σεβαλιέ και τον Πολωνό Μιρζέφσκι, ενώ τη διοίκηση του την ανέλαβε ο Ιταλός Ανδρέας Δάνια. Την γενική αρχηγία της εκστρατείας είχε ο Μαυροκορδάτος έχοντας ανάμεσα στους επιτελείς του και το Βυρτεμβέργιο στρατηγό Νόρμαν. Στην Άρτα οργανώνεται ο Τουρκικός στρατός , περίπου 8.000 ,με επικεφαλής τον Κιουταχή. 
 

Ο Μάρκος Μπότσαρης μαζί με τον Μαυροκορδάτο ήταν οι Αρχηγοί στη μάχη του Πέτα
Ύστερα από πολλές συζητήσεις καταρτίσθηκε στο σχέδιο της μάχης. Μπροστά από το Πέτα στους χαμηλούς λόφους θα παρατάσσονταν το τακτικό σώμα , οι φιλέλληνες και οι Επτανήσιοι, περίπου 600 συνολικά άνδρες, υπό τη γενική αρχηγία του Στρατηγού Καρόλου Νόρμαν. Στο κέντρο θα βρισκόταν το σώμα του τακτικού στρατού υπό τον συνταγματάρχη Πέτρο Ταρέλλα, ενώ η διλοχία των φιλελλήνων υπό τον Ανδρέα Δάνια θα κατελάμβανε την αριστερή πτέρυγα και οι Επτανήσιοι τη δεξιά. Στα υψώματα πίσω από το Πέτα τοποθετήθηκαν σώματα Ελλήνων ατάκτων , 1.500 περίπου άνδρες. Ο Βαρνακιώτης στο κέντρο , αριστερά ο Μπότσαρης και δεξιά ο Γώγος Μπακόλας. Η επίθεση των Τούρκων εκδηλώθηκε την αυγή της 4ης Ιουλίου .Η πρώτη σύγκρουση πραγματοποιήθηκε με το σώμα του Δάνια και σε λίγο η μάχη άρχισε να γενικεύεται , καθώς αντεπιτέθηκαν οι τακτικοί του Ταρέλλα και οι Επτανήσιοι. Οι Τούρκοι αναγκάσθηκαν να απομακρυνθούν προσωρινά για να ανασυνταχθούν , ενώ οι απώλειές τους σε νεκρούς ήταν σημαντικές. Ενώ διεξαγόταν σφοδρή μάχη, κυρίως στον τομέα που είχαν ταχθεί να φυλάξουν οι Φιλέλληνες , 80 περίπου Τουρκοαλβανοί αποσπάσθηκαν από σώμα 2.000 ανδρών που είχε στείλει ο Κιουταχής για να κτυπήσει τα νώτα των Ελλήνων και καθώς βρήκαν αφύλακτο το πέρασμα του Μετεπιού ή Κορακοφωλιά προχώρησαν στο λόφο , όπου ήταν αφρούρητος , τον κατέλαβαν και ύψωσαν τουρκικές σημαίες , οι δε πυροβολισμοί που άρχισαν να ρίχνονται από εκεί δημιούργησαν γενικό πανικό και τα άτακτα ελληνικά σώματα τράπηκαν σε άτακτο φυγή. Ο Κιουταχής , εκμεταλλευόμενος τη σύγχυση που επικράτησε στις γραμμές των Ελλήνων , ενίσχυσε την επίθεση εναντίων των φιλελλήνων με δύναμη ιππικού και ο τόπος σε λίγο μεταβλήθηκε σε αληθινή κόλαση. Οι Φιλέλληνες και οι Επτανήσιοι σχεδόν αποδεκατίζονται. Ο Ταρέλλα , πίπτει νεκρός. Πέριξ του γενναίου Ιταλού συνάπτεται σκληρή μάχη , κατά την οποία έπεσαν νεκροί όλοι οι Φιλέλληνες. Ο Νόρμαν μεταφέρεται, βαθύτατα τραυματισμένος , εκτός μάχης , ο αρχηγός των Κεφαλληνίων Σπύρος Πάνιας πίπτει και αυτός νεκρός. Τραγικότερη υπήρξε η άμυνα των Φιλελλήνων , οι οποίοι είχαν απομονωθεί στο Πέτα. Μετά από φονική μάχη πίπτουν στο πεδίον τιμής ο γενναίος Ιταλός Δάνια και ο Πολωνός Μιρζέφσκι με όλους τους συμπατριώτες του. Οι περισσότεροι από τους Φιλέλληνες κείτονται νεκροί. Από τους αξιωματικούς των δύο λόχων ουδείς σώθηκε. Μόνο 25 Φιλέλληνες με το λοχαγό Χέλμαν από τη Λειψία και ορισμένοι υπό το λοχαγό Ανναί από τις Βρυξέλες κατόρθωσαν να φτάσουν στη Λευκάδα. Οι λίγοι αιχμαλωτισθέντες Φιλέλληνες μεταφέρθηκαν στην Άρτα , όπου βρήκαν οικτρό θάνατο. Τ α δε άτακτα ελληνικά σώματα , που τράπηκαν σε φυγή , είχαν ελάχιστους νεκρούς. Οι Τούρκοι , που είχαν μεγάλες απώλειες κατά τη μάχη του Πέτα (περίπου 1.000 νεκρούς)αποχώρησαν την επόμενη ημέρα.
 
Το μνημείο των πεσόντων φιλελλήνων στο Πέτα


Η συντριβή των Φιλελλήνων και των Ελλήνων σε αυτή τη μάχη ήταν αποτέλεσμα σειράς παραλείψεων , αμελειών και έλλειψη συντονισμού των επιχειρήσεων .Η αναμφισβήτητη γενναιότητα των Φιλελλήνων δεν ήταν αρκετή για να αποτρέψει την έκβαση του πολέμου.
Οι Γερμανοί Φιλέλληνες που έπεσαν ήταν : Νόρμαν Βον ΦέΪμαν,Ροστ,Μόριτ,Τάϊχμαν (σημαιοφόρος),Σνάϊδερ,Κάρολος Μπάρς,Θεόδωρος Ντήτερλε,Έμπεν, Κούρτιος Δάρνερ,Φερνινάρος Άϊζεν,Μαυρίκιος Φέλς, Φέλος, Φέλς, Ιωάννης Χάϊσσε (ναυτικός),Αλβέρτος φον ΚάΪζενμαρκ, Γεώργιος Γιόχαν (θαλαμηπόλος του Νόρμαν),Λουδοβίκος Κάϊζεμπεργκ (υπολοχαγός Βαυαρικού πυροβολικού) ,Κάρολος Λέσκυ, Λαουρίκε,Ερνέστος Λούτσε, Χ.Φ.Μάνεκε,Γουσταύος Νάγκελ (φαρμακοποιός),Θεόδωρος Όμπερστ, Φρειδερίκος Όλμερ,Χριστόφορος Αιλμάγερ, Κάρολος Ράγκε (σημαιοφόρος), Ερνέστος Ρούστ, Φρειδερίκος Σάντερ, Ιάκωβος Σάντμαν (αξιωματικός),Ερρίκος Σμίτ (αξιωματικός), Ι.Σνάϊντερ (υπολοχαγός), Φρειδερίκος Σέεγκερ και ΧάΪνριχ Σέεγκερ (αδέλφια), Φ.Β.ΤάΪχμαν (λοχαγός σημαιοφόρος),Ιωάννης Βέτσερ, Νικόλαος Βέτσερ,Νικόλαος Βόλφ (φοιτητής Θεολογίας) , ο Γάλλος Μινιάκ,οι Πολωνοί Μιζιέφσκι και Αλεξάντερ Κουσιανόβσκυ, οι Ιταλοί Πέτρος Ταρέλλα, Ανδρέα Δάνια, Μπατελάνι,Σελεστίν,Φόρτζιο,Βιβιανί,Πλενάριο, ο Ολλανδός Ροδόλφος Χούγκφανς, ο Ρώσος Μπερεντζόφσκι, ο Αιγύπτιος Δαβουσί,οι Ελβετοί Λουδοβίκος Σεβαλιέ ,Καίνιχ , Βράνδλιν και οι Μικρασιάτες Άγγελος Ζωντανός, Μανώλης και Γαβρίλος Αμανίτης και ο Σμυρνιός Πέτρος Μέγγος.
Στο Πέτα η θυσία των Φιλελλήνων δεν πήγε χαμένη. Ο πρώτος ενωμένος Ευρωπαϊκός στρατός της εποχής εκείνης έπεσαν ηρωικά , μόνο και μόνο από την πίστη τους στην ελευθερία. Στο Πέτα η λέξη «Ξένος» δεν υπάρχει. Όλοι οι ξένοι πολίτες και οι επισκέπτες του , είναι δημότες του Πέτα.
 

Τετάρτη 23 Απριλίου 2014

ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΤΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΛΗΣΤΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΠΑΡΧΙΑ ΦΘΙΩΤΙΔΑΣ (1833 -1881)



του Θωμά Καλοδήμου,

φιλολόγου-συγγραφέα-επ. Σχολ. Συμβούλου



Το  φαινόμενο της  ληστείας στη  Φθιώτιδα δεν είναι κατιτί  το απομο­νωμένο  και  ανεξάρτητο από το γενικό φαινόμενο που παρατηρείται στην Ελλάδα κατά την περίοδο που εξετάζουμε. Για το λόγο αυτό θα εξετά­σουμε το φοβερό αυτό φαινόμενο γενικότερα, που επέφερε πολλές υλικές και ηθικές καταστροφές στην Ελλάδα, κομμάτι της οποίας είναι και η επαρχία της Φθιώτιδας. Στην πορεία της μελέτης μας έμμεσα, πολλές φορές, αναφερθήκαμε στα αίτια της ληστείας, τώρα όμως θα προσπαθή­σουμε να εντοπίσουμε τα κύρια αίτια της γένεσης αλλά και της διαιώνι­σης της ληστείας.


Η κύρια αιτία που δημιουργήθηκε το ληστρικό πρόβλημα στην Ελλάδα ήταν η διάλυση των άτακτων στρατευ­μάτων πρώτα από τον Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια και κατόπιν από την Αντιβασιλεία και η οργάνωση των ταγμάτων. Όσοι αγωνιστές της Ελευθερίας έμειναν έξω από την οργάνωση των ταγμάτων, είτε επειδή αποκλείστηκαν είτε γιατί αρνήθηκαν να καταταγούν, πήραν το δρόμο της φυγής και της αποστασίας και επέστρεψαν πάλι στα παλιά τους κλέ­φτικα λημέρια τόσο στο Τουρκικό όσο και στο Ελληνικό, στρεφόμενοι εναντίον της εξουσίας του Ελληνικού Κράτους. Όμως παράλληλα προς το βασικό αυτό αίτιο υπήρχαν και άλλα αίτια και παράγοντες που συντέ­λεσαν στην έξαρση και στη γιγάντωση της ληστείας από την οποία κιν­δύνευσε και η ίδια η υπόσταση του νεοσύστατου ελεύθερου Ελληνικού Κράτους.

Ο βουλευτής Σωτήριος Σωτηρόπουλος που συνελήφθη από τους ληστές στις 28 Ιουλίου 1866 και έμεινε αιχμάλωτος τους 36 μέρες, μας δια­σώζει τα λόγια και τα παράπονα του ληστή Μήτρου Λαφαζάνη. Ο Μήτρος Λαφαζάνης μιλώντας προς αυτόν του λέγει:

«Και τι είναι τα ιδικά μας εγκλήματα (...) απέναντι των ιδικών σας. Καθείς από εμάς η επλήγωσεν ή εφόνευσε κανένα ασυνείδητον άνθρωπον, ο οποίος μας κυνηγούσε και μας κατέτρεχεν αδίκως, ενώ σεις (δηλ. οι μεγάλοι Βουλευτές και Υπουργοί) εκάμετε μίαν επανάστασιν, ερρίψατε από τον θρόνον τον ένα Βασιλιά, εσκοτώσατε τόσους ανθρώπους, εδυστυχήσατε τόσας οικογενείας και εφονεύσατε το έθνος με μεγάλα χρέη, τα οποία δεν θα ημπόρεση να πλήρωση ποτέ.


Και όμως σεις κάθεσθε ως καλοί νοικοκυραίοι και απολαμβάνετε όλα τα αγαθά, ημείς καταδιώχθημεν ως άγρια θηρία και τα μεταβατικά αποσπάσματα έφαγον τα πρόβατα μας, κατέστρεψαν τα σπίτια μας, ατίμασαν τας αδελφάς μας και μας έφεραν εις την ανάγκην να γένωμεν λησταί και να τρέχωμεν εις τα βουνά, για να γλυτώσωμεν από την λαιμητόμον και να απεθάνωμεν ως άνδρες: δεν μας λέγεις δια ποίον λόγον οι καπελάδες οι πολιτικοί δεν καταδιώκονται, μήπως τάχα τους αμνήστευσεν εκείνους κανείς;... Εις τας επαρχίας έγιναν πολλά κακά από τους τρανούς και όμως κανείς δεν τους κυνηγάει, πολλοί δε από αυτούς είναι Βουλευταί αι φυλακαί και η λαιμητόμος είναι μόνον δια τους φτωχούς και τους μικρούς, δια τούτο και ημείς όσον καιρό ζήσομεν, έχομεν σκο­πόν να τους κυνηγούμεν τους πολιτικούς».

Στα λόγια του ληστή Μήτρου Λαφαζάνη έρχονται να προστεθούν και οι παρατηρήσεις του Π. Κορωναίου, του αρχηγού των καταδιωτικών αποσπασμάτων στη Δυτική Στερεά, το 1869:

«Είπον και επαναλαμβάνω (...) ότι εις χείρας της εξουσίας κείται η εμπέδωσις της πλήρους τάξεως εάν Θέλη και ηξεύρη να κάμη χρήσιν των εις τας χείρας της μέσων (...) τουτέστιν η διοίκησις να μην φατριάζη, τα δικαστήρια να ανήκωσιν εις την δικαιοσύνην και μόνον, τα όργανα της εκτελέσεως να είναι επιτήδεια και το δυνατόν τέλεια (...), η δικαιοσύνη αντί να απονέμη το δίκαιον, απονέμει την αδικίαν και την ανισότητα, διότι όλα τα βάρη εμπίπτουν εις την τελευταίαν τάξιν του λαού και διότι η δεσπόζουσα φατρία πιέζει παντοιοτρόπως την άλλην. Ως και τα εγκλήματα τα υπ' αυτών πραττόμενα, αποδίδει εις την άλλην. Ο ισχυρός της ημέρας όλα τα διαπράττει ατι­μωρητί, ο δε ανίσχυρος όλον αναγκάζεται να υπομένη.

Η απληστία αυτή ωθεί τους κατοίκους εις το τελευταίον άκρον το της αυτοδικίας και της εκδικήσεως κατά της κοινωνίας, ήτις τοσούτον αδικεί... Η αδυναμία της εξουσίας παρέχει νέα αίτια εις την αύξησιν του κακού. Κακοποιημένοι τινές και μη ευρίσκοντες υπεράσπισιν και ικανοποίησιν υπό της εξουσίας δια της ενεργείας, τον Νόμον (...) καταφεύγουν εις την αυτοδικίαν και ούτω, κακοποιούντες και ούτοι και φοβούμενοι τας συνεπείας επιδίδονται εις τον ληστρικόν βίον... Η ατιμωρησία κατέ­στησε, δυνάμεθα να είπωμεν, τους πλείστους ληστάς».

Η εφημερίδα «Αιών» σε κύριο άρθρο της κάνοντας λόγο για τα αίτια της ληστείας, γράφει:

«Λέγομεν ότι η ληστεία από το 1833 έχει διπλήν την γέννησιν, το Σύστημα και τα Μεθόρια. Εις το σύστημα περιέχονται, και στρατός, και στρατολογικός νόμος και δημοτικός νόμος και χωροφυλα­κή και Οροφυλακή και αμνηστεύσεις και χάριτες και οδηγοί και διανομή εθνικής γης και έλλειψις σύμπνοιας και τα τοιαύτα εις τα μεθόρια περιλαμβάνονται και Ευρώπη και Τουρκία και αποτυχίαι...


Ως προς το σύστημα (...) εάν δεν διελύετο ο εθνικός στρατός θα έπληθε τότε η Ελλάς από των ληστών; Εάν δ' οι κάτοικοι διετέλουν ευχα­ρίστως εις την πολιτικήν γραμμήν των Αντιβασιλέων, ηδύνατο ποτέ να διατηρηθή επί πολύ η ληστεία;... Αιτία της ληστείας είναι η μεθόριος που χρειάζεται δέκα έως δέκα πέντε χιλιάδες στρατόν, δια να φρουρηθή λόγω της ακαταλλήλου χαράξεώς της».

Ο αξιωματικός Δ. Κ. Αντωνόπουλος, που διετέλεσε αρχηγός του Επιτελείου της Ανατολικής Ελλάδας κατά το 1867, πρότεινε το εξής σχέδιο για την καταπολέμηση της ληστείας, το οποίο εφαρμοζόμενο στη Φθιώ­τιδα θα μπορούσε να αποτελέσει το πρότυπο και για τις άλλες παραμε­θόριες επαρχίες:Να καταληφθή η παραμεθόρια γραμμή από περισσότερο στρατό, που θα κατανέμεται σε στρατωνίσκους και θα απέχουν μετα­ξύ τους μία ώρα περίπου και θα επανδρώνεται ο καθένας από 60 άντρες. Από τη δύναμη των 60 αντρών του κάθε στρατωνίσκου το 1/6 θα περιπο­λεί και θα ενεδρεύει αριστερά και το άλλο 1/6 δεξιά του γειτονικού στρα­τωνίσκου θα περιπολεί και θα ενεδρεύει και ούτω καθ' εξής. Έτσι κατ’ αυτό τον τρόπο διασταυρωνόμενοι οι περίπολοι και οι ενέδρες θα σχη­ματισθεί μία αλυσίδα, ένα δίχτυ ασφαλείας, που θα αποθαρρύνει τους ληστές και δε θα εισέρχονται στο Ελληνικό, αλλά και θα ενθαρρύνει τους κατοίκους να καταδιώκουν οι ίδιοι τους ληστές.

Προτείνει επίσης να σχηματισθεί μια δεύτερη γραμμή ανάσχεσης της ληστείας στο ύψος της Βαρυμπώπης (Μακρακώμης), Λαμίας και Γαρδικίου (Πελασγίας), η οποία θα αποτελείται από 20 σταθμούς και 24 του­λάχιστο άντρες ο κάθε σταθμός, που θα περιπολούν και θα ενεδρεύουν και θα προστρέχουν μόλις ακούσουν τουφεκισμούς ή έχουν πληροφορίες για ληστές. Τέλος προτείνει και τρίτη γραμμή ανάσχεσης (αφού βέβαια καλυφθούν οι διαβάσεις του Σπερχειού) στο ύψος της Υπάτης, Αγά (Σπερχειάδας) και Μαυρίλου με 20 σταθμούς και 15 έως 20 άντρες ο κάθε σταθμός. Τα τάγματα θα εδρεύουν στην Υπάτη, στη Λαμία και στη Στυ­λίδα.

Και καταλήγοντας ο έμπειρος αξιωματικός, γράφει:

«Δια της ειρημένης διατάξεως και ενεργείας της υπηρεσίας πιστεύω εντός βραχέος δια­στήματος να εξαλειφθή η στυγερά αύτη μάστιξ της ληστείας εκ της ωραί­ας επαρχίας της Φθιώτιδος, εάν επί κεφαλής των ουλαμών και των αποσπασμάτων διορισθώσιν άνδρες μη φειδόμενοι κόπων δια τε τας περιπο­λίας και ενέδρας».

Το σοφό αυτό σχέδιο για την απαλλαγή των παραμεθορίων περιοχών δεν υιοθετήθηκε από την Κυβέρνηση, κατά τη γνώμη μας, διότι συνεπα­γόταν πολλές στρατιωτικές δυνάμεις με μεγάλες δαπάνες που αδυνατού­σε να επωμιστεί το Κράτος. Και έτσι το κακό συνεχίστηκε έως το 1881.

Στη συνείδηση του λαού ο ληστής θεωρείται ήρωας και η ληστεία ηρωική πράξη. «Η δόξα του αρχαίου κλεφτού "του προμάχου της πατρίδος" αντανακλάται αμυδρός και επί του σημερινού κοινού ληστού, δια τούτο δε και μόνης υφαρπάζεται από του θανάτου», γράφει το 1877 ο Αμερικανός πρεσβευτής στην Αθήνα Κάρολος Τάκερμαν. Εξάλλου από τον παλιό κλέφτη των προεπαναστατικών χρόνων ο ληστής πήρε ένα μεγάλο μέρος από την ιεραρχία, τους νόμους, τον τρόπο ζωής, τα πολε­μικά διδάγματα, τις παραδόσεις και τα έθιμα του. Έτσι ο Έλληνας δεν μπορεί να ξεχωρίσει τον παλιό από το νέο κλέφτη - ληστή, αν και υπάρ­χει μια βασικότατη διαφορά μεταξύ τους, διότι ο κλέφτης ο προεπανα­στατικός μάχεται για την ελευθερία, ενώ ο μετεπαναστατικός κλέφτης μάχεται εναντίον της κοινωνικής αδικίας.

«Το ληστεύειν εθεωρήθη ηρωισμός και μέσον παραγωγής έντιμον» και γι' αυτό η στάση του λαού απέναντι στους ληστές ήταν αμφιθυμική, φόβος και τρόμος για τις κακουργίες που διέπρατταν αλλά και θαυμα­σμός για την προκλητική τους στάση απέναντι στην εξουσία. Η αμφιθυ­μική αυτή στάση έγερνε περισσότερο προς το θαυμασμό και βρήκε την έκφραση της στα ληστρικά τραγούδια που συνέθεσε ο ανώνυμος λαός, για να εξυμνήσει τα κατορθώματα, τα παθήματα και το θάνατο των ληστών. Εξάλλου δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι ο λαός που θεωρεί τους ληστές επιγόνους των κλεφτών, δεν τους αποκαλεί ληστές αλλά κλέ­φτες.

Πώς όμως εξηγείται ο θαυμασμός του λαού προς τους ληστές, ενώ διέ­πρατταν φοβερά εγκλήματα; Πέρα από το κοινό μίσος που ένιωθαν οι ληστές και ο λαός προς την εξουσία, ο θαυμασμός του λαού προς τους ληστές οφείλεται και στο γεγονός ότι οι ληστές στην Ελλάδα είχαν και ορισμένες «ηθικές αρχές», έναν κώδικα συμπεριφοράς και δικαιοσύνης απαράβατο, αποτελούμενο από τέσσερα άρθρα:

1.     Να κυνηγούν και να σκοτώνουν όλους εκείνους που τους κατατρέ­χουν και επιδιώκουν την εξόντωση τους.

2.     Να κόβουν τις μύτες και τα αυτιά αυτών που τους προδίδουν στην εξουσία και να τους αφήνουν να ζουν σημειωμένοι, για να τους βλέπει ο κόσμος και να αποφεύγει την προδοσία.

3.     Να παίρνουν χρήματα από όσους έχουν, για να ζουν αυτοί και να βοηθούν και κανέναν φτωχό.

4.  Να σκλαβώνουν τους μεγάλους και τους πλουσίους και να ζητούν εξαγορά, και αν δεν τη λάβουν να αποκεφαλίζουν αυτούς και να στέλ­νουν τα κεφάλια τους στους συγγενείς τους.

Αυτή την «ηθική ανωτερότητα» των Ελλήνων ληστών επιβεβαιώνει και εκφράζει και ο Κάρολος Τάκερμαν, γράφοντας: «Οι περιηγηταί όσοι υπέκυψαν εις τοιούτου είδους περιπέτειας (αιχμαλωσίας) ομολογούσι την απέριττον αγαθότητα, αν μη τον σεβασμόν, ην επεδείξατο αυτοίς οι Έλληνες λησταί καθ' όλη αυτήν την αιχμαλωσίαν. Ως προς τούτο και ως προς τινά άλλα ο Έλλην ληστής δέον να μη τίθεται εις την αυτήν κατηγορίαν μετά των εις την Νότιον Ιταλίαν, Σικελίαν, Ισπανίαν και Ονγγαρίαν ληστών».

Οι ληστές παρ’ όλη την τραχύτητα και την αγριότητα που τους χαρακτήριζε είχαν και μερικές κοινωνικές ευαισθησίες, που εκδηλώνονται με την ενίσχυση ορφανών, την προικοδότηση ορφανών κοριτσιών, το χτίσι­μο εκκλησιών, την ανακαίνιση μοναστηριών, τη βάφτιση παιδιών κ.ά.

Μετά την παρένθεση που ανοίξαμε, είναι καιρός να επανέλθουμε πάλι στα αίτια της ληστείας. Ο τρόπος της στράτευσης που γινόταν με το σύστημα της κλήρωσης των στρατευσίμων από τους καταλόγους που κατάρτιζαν οι Δήμαρχοι και οι νοθείες που γίνονταν κατά την κλήρωση μεταξύ των υποψηφίων στρατιωτών και οι σχετικές μεροληψίες οδήγησαν μερικούς στη ληστεία για να αποφύγουν τη στράτευση.

Ακόμα οικογενειακές διαμάχες, ανθρωποκτονίες, προερχόμενες από διαμάχες ή και από μέθη, αποφυγή φυλάκισης εξαιτίας της διάπραξης κάποιου εγκλήματος, η δίψα για την απόκτηση «χρυσίου» και η επιθυμία για την απόκτηση περιουσίας είναι μερικές από τις αιτίες που έκαναν κάποιους, ακόμα και φιλήσυχους, να βγουν στο κλαρί και να κηρύξουν πόλεμο κατά της εξουσίας.

Τέλος η καταφυγή των διωκομένων ληστών από το Ελληνικό στο Τουρκικό και η υπόθαλψη τους από τους δερβεναγάδες της ελληνοτουρκικής παραμεθορίου, η λήψη καταδιωκτικών μέτρων κατά των ληστών από τις Ελληνικές Κυβερνήσεις και όχι η λήψη κοινωνικών και οικονομι­κών μέτρων που θα περιόριζαν τη ληστεία και ακόμα οι τεταμένες σχέ­σεις με την Τουρκία, τα αλυτρωτικά κινήματα των υποδούλων Ελλήνων, η σύγκρουση ενός παραδοσιακού κόσμου με το εθνικό ελληνικό Κράτος, το οποίο αλλοίωνε τις παραδοσιακές οικονομικές και κοινωνικές δομές  και η στήριξη και η τροφοδοσία που έβρισκαν οι ληστές από τους διάφο­ρους βλαχοποιμένες που μετακινούνταν από τους κάμπους στα βουνά και τανάπαλιν, όλα αυτά, συμπληρώνουν τον κατάλογο των αιτιών που οδηγούσαν πολύ κόσμο στη ληστεία.

Ειδικότερα για την επαρχία της Φθιώτιδας, πέρα από τα παραπόνου αίτια που αναφέραμε για την ύπαρξη και διαιώνιση της ληστείας υπήρχαν και ειδικότερα αίτια που ανατροφοδοτούσαν το πρόβλημα της ληστείας στην περιοχή αυτή, που χαρακτηριζόταν ως η εστία της ληστεί­ας. Η επαρχία της Φθιώτιδας δεν ήταν απλώς μία από τις παραμεθόριες επαρχίες, αλλά η επαρχία που είχε εκτεταμένα σύνορα μεταξύ των δύο επικρατειών, που άρχιζαν από τον Παγασητικό Κόλπο στο χωριό Μιντσέλα (Αμαλιάπουλη) και έφταναν ως του Ζαχαράκη, μια απόσταση πάνω από 150 χιλιόμετρα, και ήταν δύσκολη η φρούρηση των συνόρων λόγω του ορεινού και δασώδους εδάφους της που απαιτούνταν πολλές χιλιάδες στρατιωτών, τις οποίες δεν μπορούσε να διαθέσει η μικρή τότε Ελλάδα. Σχετικά γράφει ο Παύλος Καλλιγάς: «Πολλά συνετέλεσαν ώστε η επαρχία της Φθιώτιδος να μαστίζηται σταθερώς υπό της ληστείας, προπάντων όμως το δυσφύλακτον των ορίων, τα οποία δεν εστηρίχθησαν εις υψηλά και δύσβατα όρη».

    Και δεν ήταν μόνο η εκτεταμένη και η ορεινή δασώδης οροθετική γραμμή της Φθιώτιδας που δυσκόλευαν την καταπολέμηση της ληστείας, ήταν και το ληστρικό καθεστώς που επικρατούσε στην παραμεθόριο. Οι ληστές που κινούνταν κατά μήκος της τουρκικής μεθορίου εισέρχονταν στο Ελληνικό και διέπρατταν διάφορες ληστοπραξίες. Καταδιωκόμενοι από τα ελληνικά μεταβατικά αποσπάσματα κατέφυγαν στο Τουρκικό, όπου στην κυριολεξία είχαν το άσυλο τους. Οι Τουρκαλβανοί δερβεναγάδες όχι μόνο δεν τους καταδίωκαν, αλλά αντίθετα τους περιέθαλπαν και, πολλές φορές, τους κατέτασσαν στα στρατιωτικά τους σώματα, δια­μοιράζοντας τη ληστρική τους λεία μεταξύ τους.

Λόγω των ληστρικών επιδρομών η επαρχία της Φθιώτιδας ήταν πάντοτε σχεδόν ανάστατη, υποφέροντας τόσο από τους ληστές όσο και από τη συμπεριφορά των μεταβατικών αποσπασμάτων, που κατατυραν­νούσαν και ζημίωναν τους κατοίκους με τα καταλύματα και την τροφο­δοσία τους. Η εφημερίδα «Αιών», παίρνοντας αφορμή από τα θλιβερά γεγονότα της Γλύφας το 1852, γράφει: «Από το 1844, ότε το σύστημα δια­φθοράς διέπει την τύχην της Ελλάδος η Φθιώτις υπήρξεν το θέατρον των τρομερωτέρων παρανομιών της εξουσίας και των ωμότερων πράξεων των ληστών...».

Ύστερα από όσα αναφέραμε παραπάνω, μπορούμε να επισημάνουμε τα αίτια που οδήγησαν πολλούς ανθρώπους στη ληστεία με όλα τα αρνη­τικά αποτελέσματα της. Σαν πρωταρχικό αίτιο θεωρούμε τον ακούσιο ή εκούσιο αποκλεισμό των αγωνιστών του 1821 από το σχηματισμό του τακτικού στρατού με τη δημιουργία των ταγμάτων πρώτα από τον Ι. Καποδίστρια το 1830 και κατόπιν από την Αντιβασιλεία το 1833. Όσοι αποκλείστηκαν, πήραν το δρόμο για τα γνωστά τους κλέφτικα λημέρια και άρχισαν τις ληστείες, για να επιβιώσουν. Στην έξαρση και στη διαιώ­νιση του ληστρικού φαινομένου που καταδυνάστευε τη χώρα, έρχονται, με την πάροδο του χρόνου, να προστεθούν και άλλα δευτερογενή αίτια:

Η ακαταλληλότητα και η αδυναμία φρούρησης των ελληνοτουρκικών συνόρων λόγω της βατότητας και της δασώδους οροθετικής γραμμής, που απαιτούσε πολλές στρατιωτικές δυνάμεις (10.000 με 15.000 άντρες), τις οποίες αδυνατούσε να διαθέσει το μικρό και νεοσύστατο ελληνικό Κρά­τος.

Η αδυναμία φρούρησης της μεθορίου από την Ελλάδα είχε ως αποτέ­λεσμα την είσοδο και την έξοδο των ληστοσυμμοριών από το Τουρκικό στο Ελληνικό και το αντίθετο, με αποτέλεσμα να διαιωνίζεται η ληστεία.

Κατά την είσοδο ή την έξοδο των ληστοσυμμοριών στις δύο γειτονικές Επικράτειες οι ληστές υποθάλπονταν τόσο στο Τουρκικό από τους Τουρκαλβανούς ή Τούρκους δερβεναγάδες, είτε με την ανοχή της τουρκικής Κυβέρνησης για να εξασθενίζει την Ελλάδα, είτε με την προστασία των δερβεναγάδων με τους οποίους διαμοίραζαν οι διάφορες λυστοσυμμορίες τα λάφυρα τους, όσο όμως και στο Ελληνικό όχι μόνο από τους βλαχοποιμένες και τους κατοίκους της υπαίθρου που εξαναγκάζονταν να τους υποθάλπουν, αλλά και από τους «τρανούς» που τους προστάτευαν δια ίδιο όφελος και για να εκδικηθούν τους αντιπάλους τους.

     Οι τεταμένες σχέσεις με την Τουρκία και τα διάφορα επαναστατικά κινήματα των αλυτρώτων αδελφών μας στην Ήπειρο, τη Θεσσαλία και  τη Μακεδονία εξέτρεψαν τη ληστεία, γιατί πολλοί ληστές λαμβάνοντας μέρος στα επαναστατικά αυτά κινήματα έπαιρναν χάρη και αμνηστεύονταν για την προσφορά τους.


Η μη εφαρμογή των νόμων και η μεροληπτική εφαρμογή τους υπέρ των ισχυρών και η αυστηρότητα τους έναντι των φτωχών και των αδυνάτων, οδηγούσε πολλούς στο κλαρί και στη διεκδίκηση του δίκιου του: από τους ίδιους και όχι από τη δικαιοσύνη.

Οι ληστές, κατά κανόνα, τιμωρούσαν και ζητούσαν λύτρα από του; πλούσιους, τους δανειστές και τους καταπιεστές του λαού, δηλαδή από τους έχοντες, και όχι από το φτωχό λαό. Τιμωρούσαν φτωχούς ανθρώπους μόνον σε περιπτώσεις αντεκδίκησης και προδοσίας. Έτσι η εικόνα του ληστή εξιδανικεύεται στη συνείδηση του λαού και ο ληστής ηρωοποιείται και αποτελεί πρότυπο προς μίμηση για τα ζωηρά και ανήσυχο; άτομα.

Ο ληστής λοιπόν έχει κάτι από την αίγλη των κλεφτών του 1821 και ο λαός τους θαυμάζει και τους εξυμνεί με τα ληστρικά τραγούδια, που έχουν την ίδια τεχνοτροπία και την ίδια μουσική απόδοση με τους άμεσους προγόνους τους τα κλέφτικα τραγούδια. Αυτή τη δόξα ζήλεψαν πολλοί ληστές και αρχιληστές και πήραν το δρόμο του ληστρικού βίου.

Στη συνείδηση του λαού οι ληστές δεν ήταν μόνο ήρωες αλλά και. κατά κάποιο τρόπο, και κοινωνικοί συμπαραστάτες- ενίσχυαν ορφανοί, προικοδοτούσαν φτωχά κορίτσια, έχτιζαν εκκλησίες και ανακαίνιζαν μοναστήρια, πράξεις που εξευγένιζαν τις ληστοπραξίες και τα εγκλήματα τους και τύγχαναν της επιδοκιμασίας του λαού, και γι' αυτό τους απέ­κρυπτε, τους τροφοδοτούσε και τους φύλαγε από τα μεταβατικά απο­σπάσματα.

Η αποφυγή της στράτευσης και ο τρόπος της κλήρωσης των στρατευ­σίμων, που γινόταν από τους Δημάρχους των Δήμων με διαδικασίες δια­βλητές και προσωποληπτικές, ανάγκαζαν μερικούς να γίνουν φυγόστρατοι και στο τέλος να ζητήσουν καταφύγιο στη ληστεία.

Η δίψα για απόκτηση «χρυσίου» και περιουσίας εξαιτίας της φτώχει­ας που επικρατούσε τότε, ωθούσε άλλους στην αποστασία και στην κατα­φυγή τους στο ληστρικό βίο.

Η λήψη καταδιωκτικών και όχι κοινωνικών μέτρων, όπως η αποκατά­σταση των ακτημόνων και των φτωχών με τη διανομή σ' αυτούς των εθνι­κών γαιών, ήταν μια άλλη σοβαρή αιτία για την παράταση της ληστεία;.

Η κακή συμπεριφορά των μεταβατικών καταδιωκτικών αποσπασμά­των προς τους κατοίκους της υπαίθρου με τους ξυλισμούς, τους βασανισμούς με ζεστό λάδι και βούτυρο στις μασχάλες τους, με τα ανέξοδο; καταλύματα τους και την τροφοδοσία τους εις βάρος των χωρικών και γενικά οι αυθαιρεσίες και οι καταπιέσεις τους προς τους κατοίκους της υπαίθρου για την απόσπαση πληροφοριών σχετικά με τους ληστές και άλλες φορές για προσωπική τους αργυρολογία προκαλούσαν την αγανά­κτηση και την οργή των κατοίκων, και κατέφυγαν στη ληστεία, στον ελεύθερο αέρα, για να εκδικηθούν την εξουσία και τους βασανιστές τους.

Τέλος το γεγονός ότι ο ληστής είναι το ηρωικό ίνδαλμα των αγροτικών μαζών και ότι η ληστεία είναι ένδειξη ηρωισμού και παλικαρισμού, σαγή­νευε τη φαντασία και την ψυχή πολλών φιλόδοξων και ζωηρών νέων, που έβλεπαν να πραγματοποιείται το όνειρο τους, φορώντας τη λερωμέ­νη φουστανέλα, τη βαριά κάπα και τα όπλα του ληστή και του λήσταρ­χου.

Ειδικότερα για την επαρχία της Φθιώτιδας εκτός από τους παραπάνω λόγους που αναφέραμε για τα αίτια της ληστείας, η Φθιώτιδα είχε το θλι­βερό προνόμιο να είναι όχι μόνο μια παραμεθόρια περιοχή, αλλά μια παραμεθόρια επαρχία με εκτεταμένα σύνορα που άρχιζαν από τον Παγασητικό Κόλπο και έφταναν ως τις υπώρειες του Τυμφρηστού, μια οριογραμμή πάνω από 150 χιλιόμετρα με πολλά δάση και πολλές διόδους που διευκόλυναν, ανάλογα με τις περιστάσεις, να εισέρχονται και να εξέρχονται οι διάφορες ληστοσυμμορίες. Αν στη μεγάλη έκταση της οριο­γραμμής με τις πολλές διόδους προσθέσουμε και την ανεπάρκεια των καταδιωκτικών δυνάμεων, τότε αντιλαμβανόμαστε τους λόγους για τους οποίους η ακριτική τότε Φθιώτιδα ήταν η κατεξοχήν ληστόπληκτη επαρ­χία της Ελλάδας.








Σάββατο 19 Απριλίου 2014

1913. Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΣΕΡΡΩΝ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΒΟΥΛΓΑΡΟΥΣ



Η μεγάλη ιδέα της Βουλγαρίας, όπου με αυτήν διαπαιδαγωγήθηκαν δύο γενιές, κατέρρευσε μπροστά στην αποφασιστικότητα και τον ηρωισμό των Ελλήνων στρατιωτών Οι νικηφόρες μάχες του Κιλκίς –Λαχανά, της Δοϊράνης και της Στρώμνιτσας ήταν καθοριστικές στην τελική έκβαση του συνόλου του μακεδονικού μετώπου.
Οι Βούλγαροι εγκατέλειπαν εσπευσμένα πόλεις και χωριά που είχαν καταλάβει από τον πρώτο Βαλκανικό.
Ο Στρατηλάτης βασιλιάς Κωνσταντίνος και το στρατιωτικό επιτελείο του βρίσκονταν στρατοπεδευμένοι -ήδη από τις 23 Ιουνίου- στη Δοϊράνη. Στις 28 Ιουνίου 1913, πληροφορήθηκαν τηλεγραφικώς την αποχώρηση του βουλγαρικού στρατού από την πόλη των
Σερρών.

φωτο: Η χθεσινή κατάληψις των Σερρών (εφημ. 'Εμπρός' 29 Ιουνίου 1913)
Έτσι το Στρατιωτικό Επιτελείο έσπευσε να ενημερώσει το Υπουργείο των Στρατιωτικών με το ακόλουθο τηλεγράφημα: «Ο φρούραρχος Σερρών τηλεγραφεί ότι η πόλις κατελήφθη υπό αποσπάσματος προσκόπων. Εκηρύχθη ο στρατιωτικός νόμος. Εσχηματίσθη πολιτοφυλακή προς τήρησιν της τάξεως. Αποσπάσματα προσκόπων και πολιτοφυλάκων εξήλθον εις την ύπαιθρον χώραν, ίνα φρουρήσουν αυτήν από ενδεχόμενη επίθεση κομιτατζήδων.»Αλλά ας δούμε πως περιγράφει ο αυστριακός υποπρόξενος Σερρών την αποχώρηση των Βουλγάρων από την πόλη σε σχετικό τηλεγράφημα που έστειλε στον πρόξενο της Αυστρίας στη Θεσσαλονίκη: «Ένα βουλγαρικό απόσπασμα με τμήματα ιππικού και πεζικού κανονιοβόλησε την πόλη των Σερρών το πρωί της Παρασκευής (28 Ιουνίου 1913). Αφού έπεσαν μερικές βόμβες σε διάφορα σημεία της πόλης το πεζικό μπήκε στην πόλη. Σφάξανε πολλούς κατοίκους και πυρπόλησαν όλα τα σπίτια και τα καταστήματα της πόλης, η οποία καταστράφηκε εντελώς.
 Τα θύματα της σφαγής και της πυρκαγιάς είναι πολυάριθμα. Δύο χιλιάδες περίπου ψυχές μένουν χωρίς στέγη, τροφή, ρουχισμό και καταλύματα. Όλα τα αποθέματα καταστράφηκαν. Η πόλη στερείται εντελώς ζωοτροφών. Για τη φοβερή αυτή κατάσταση σας παρακαλώ να λάβετε μέρος στην..
αποστολή βοήθειας. Το μεσημέρι της περασμένης Παρασκευής οι στρατιώτες του τακτικού στρατού χτύπησαν την οικία μου μας έβγαλαν με τη βία στο δρόμο, εμένα και την οικογένειά μου, τότε ένας μεγάλος αριθμός προσώπων που προσπαθούσαν να αποφύγουν τη σφαγή και τη φωτιά ήρθαν προς εμένα. Όλα τα παιδιά και οι γυναίκες που με συνόδευαν απειλήθηκαν με θάνατο και μόνον με αντίτιμο μεγάλου ποσού λύτρων απελευθερώθηκαν. Είμαι υγιής, το σπίτι μου ήταν στο έλεος της φωτιάς και βρέθηκα με την οικογένειά μου άστεγος και άνευ ρουχισμού.»


Φώτο: Ο Βασιλεύς έφθασεν εις τας Σέρρας.(εφημ. 'Εμπρός' 29 Ιουλίου 1913)





Ενώ ένα άλλο τηλεγράφημα που στάλθηκε προς τον πρόεδρο της Βουλής την 1η Ιουλίου 1913, αναφέρει μεταξύ άλλων:
«Πριν βάλουνε φωτιά οι Βούλγαροι λεηλάτησαν όλα τα σπίτια και τα καταστήματα, σπάζοντας τις πόρτες με τσεκούρια. Δεν υπολόγιζαν ούτε τους ξένους υπηκόους που έλπιζαν ότι θα σωθούν υψώνοντας τις εθνικές σημαίες τους. Έτσι παραβιάστηκαν οικίες του Θεμιστοκλέους Μιγάτσκου διευθυντού της Τραπέζης Αθηνών, Αυστριακού υπηκόου που κατοικούσε στο σπίτι του αυστριακού Δούρου, τα σπίτια των Αμερικανών καπνεμπόρων Χαίκτων και Μουρ, αν και είχαν ανυψώσει την αμερικάνικη σημαία, η οικία του αντιπροσώπου του καπνεμπορικού καταστήματος ‘Κομέρσιαλ’-οίκου αγγλικού, το κατάστημα Τίριγγ που ανήκε σε αυστριακό, οι καπναποθήκες ‘Αμέρικαν-Ταμπάκο’ και ‘Έρζοκ’, αυστριακού, η Μακεδονική Εταιρεία Καπνών, η Αγγλική του Μονοπωλίου Καπνών των αδελφών Εσκενάζη Αμερικανών, Κιαζημμεμίν, Ιταλού, Χασίζ Σαούρτα, Ισπανού. Επίσης κάηκαν η τράπεζα Αθηνών και Ανατολής, τα σπίτια Κ. Μαρούλη, Γερμανού υπηκόου.»
Ο εμπρησμός και η λεηλασία-κατακάηκαν τα δύο τρίτα της πόλης– διήρκησε μέχρι το απόγευμα της Παρασκευής, οπότε έφθασε το σώμα των προσκόπων υπό τον Μαζαράκη. Επιτέθηκε κατά των Βουλγάρων που αυτοί δεν άργησαν να τραπούν σε φυγή. Από τους προσκόπους σκοτώθηκαν επτά και τραυματίστηκαν δέκα. Δυστυχώς, όμως, η εκδικητική μανία των Βουλγάρων δεν άφησε τίποτε όρθιο. Ευτυχώς γλύτωσαν τα γυναικόπαιδα.
Την ίδια μέρα το απόγευμα μπήκε στις Σέρρες η 7η Μεραρχία υπό του Μεράρχου
Σωτήλη.
Φώτο: Ότι απέμεινε από την κεντρική αγορά των Σερρρών (1 Ιουλίου 1913)

Η εικόνα που αντίκρυσε ήταν τρομερή. Οι Βούλγαροι, όπως και στο Κιλκίς, πριν την αναχώρησή τους έκαψαν το μεγαλύτερο μέρος της πόλης. Κυρίως τη μεγάλη ελληνική συνοικία και την ελληνική αγορά.
Ο Μέραρχος έστειλε τηλεγράφημα στο στρατιωτικό επιτελείο στη Δοϊράνη ζητώντας επειγόντως βοήθεια.
«Η πόλη Σερρών εκάη ολόκληρος εξαιρέσει τουρκικής και εβραϊκής συνοικίας. Αγορά εκάη επίσης. Πλήθος γυναικοπαίδων ευρέθησαν φονευμένα ή απηνθρακωμένα εντός των οικιών. Πόλις στερείται εντελώς άρτου. Απόλυτος ανάγκη ληθώσι μέτρα συντόμως προς διατροφήν πληθυσμού. Άστεγοι υπερβαίνουσι 20 χιλιάδας.»
Οι Βούλγαροι πριν εγκαταλείψουν τις Σέρρες έσφαξαν εκτός από τον ιατρό Αναστάσιο Χρυσάφη, το γυμνασιάρχη Παπαπαύλου και τον διευθύνοντα του υποκαταστήματος της Τραπέζης Ανατολής, Σταμούλη.
Για να δούν ‘ιδίοις όμμασι’ την καταστροφή των Σερρών, πήγαν οι πρόξενοι της Αυστρίας και της Ιταλίας. Με ανακοινώσεις τους οι δύο πρόξενοι εξέφρασαν τη φρίκη τους για ‘τα πρωτάκουστα ανοσιουργήματα’.
Στις 6 Ιουλίου 1913 κατόπιν εντολής του φρουράρχου Μαζαράκη άρχισε η εκκαθάριση των ερειπίων από το κέντρο της πόλης. Όπως αναφέρεται σε εφημερίδα της εποχής πιστοποιήθηκαν ότι κάηκαν αρκετοί κάτοικοι αφού πρώτα είχαν δολοφονηθεί με ξιφολόγχη. Στη συνοικία Κατινίκια είχαν σφαγεί 28 μεταξύ αυτών ήταν και ο αυστριακός μηχανικός Αλβέρτος Πιρώ.
Σημειώνεται μάλιστα πως οι συνοικίες που κάηκαν ολοσχερώς ήταν : Αγίων Παντελήμονος, Ελεούσης, Βλασίου, Ταξιαρχών, Αποστόλων, Αθανασίου, Νικολάου, Παρασκευής, Βλαχερνών, Γεωργίου, Βαρβάρας, Άντωνίου, Αναργύρων, Ευαγγελιστρίας και Φωτεινής.
Από τους 23 ναούς διασώθηκαν μόνον τρεις και όλα τα χωριά κάηκαν. Όλη η αγορά κάηκε εκτός ενός μικρού τμήματος που κατασβήστηκε. Αλλά και στην Εβραϊκή συνοικία καήκαν 115 περίπου οικίες. Η εβραϊκή σχολή και η συναγωγή ανατινάχτηκαν με δυναμίτη. Από τις τουρκικές οικίες μόνον δύο κάηκαν.
Ένα χαρακτηριστικό στιγμιότυπο είναι καταχωρημένο στην εφημερίδα ‘Εμπρός’ της 5ης Ιουλίου 1913. Στο δημοσίευμα σημειώνεται πως έγινε εκδήλωση στο τζαμί Εσκή, όπου είχε μετατραπεί από τους Βουλγάρους σε εκκλησία. Με την απελευθέρωση της πόλης αποδόθηκε πάλι στους μουσουλμάνους, όπου έγινε ειδική εκδήλωση για το σκοπό αυτόν. Στην εκδήλωση παρεβρίσκονταν οι πρόξενοι της Αυστρίας και της Ιταλίας, οι πολεμικοί ανταποκριτές Μαγκρίνι και Φέρμαν ο δήμαρχος των Σερρών Αδήλ Βέης, Έλληνες πρόκριτοι και πολλοί άλλοι. Εκεί ο φρούραρχος της πόλης των Σερρών Μαζαράκης κήρυξε την απελευθέρωση της. Είπε συγκεκριμένα ο Φρούρχος:
«Εν ονόματι της Α. Μεγαλειότητος του Βασιλέως Κωνσταντίνου και του νικηφόρου στρατού κηρύσσω την απελευθέρωσιν της αγαπητής πόλεως των Σερρών τόσον σκληρώς δοκιμασθείσης υπό βαρβάρου εχθρού. Η ελληνική Κυβέρνησις θα απονείμει τοις πάσι δικαιοσύνην, ουδεμίαν διάκρισιν ποιούσα μεταξύ φυλής, θρησκεύματος, εθνικότητος.»Τις πρώτες μέρες η κατάσταση ήταν δραματική. Ο μητροπολίτης Σερρών με το Φρούραρχο Μαζαράκη έστειλαν τηλεγράφημα σε σύλλογο της Αθήνα με την επωνυμία ‘Επιτροπή Κυριών’ και ζήτησαν ρουχισμό για τις χιλιάδες των αστέγων.
Το τηλεγράφημα έλεγε τα εξής: «Ανάγκη έλθη Σέρρας, επιτροπή κυριών μετά ενδυμάτων, τροφίμων και δια νοσοκομεία»

Όπως πληροφορούμαστε η αποστολή ρουχισμού και τροφίμων από τον πιο πάνω σύλλογο ήταν άμεση.



ΠΗΓΗ http://www.visaltis.net

Πέμπτη 17 Απριλίου 2014

Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1878 ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΙΑ ΚΑΙ Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΒΡΕΤΑΝΟΥ ΠΟΛΕΜΙΚΟΥ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΤΗ ΚΑΡΟΛΟΥ ΟΓΛ

Γράφει ο Παντελής Στεφ. Αθανασιάδης

Ο Κάρολος Όγλ (Charles Ogl) είναι μια ευγενική μορφή ενός τολμηρού δημοσιογράφου, που βρήκε οικτρό θάνατο κατά την επανάσταση της Θεσσαλίας, το 1878. Από το 1876 στις αλύτρωτες περιοχές της Θεσσαλίας, την Ηπείρου της Μακεδονίας και της Κρήτης, επικρατούσε επαναστατικός αναβρασμός. Όταν εξερράγη ο ρωσοτουρκικός πόλεμος τον Απρίλιο του 1877, πολλοί πίστεψαν πως ήρθε η στιγμή της απελευθέρωσης. Έτσι άρχισαν να σχηματίζονται από τους κατοίκους, αλλά και εθελοντές που έρχονταν από την κυρίως Ελλάδα (της Μελούνας τότε…) ένοπλα σώματα.





Η κυβέρνηση των Αθηνών παρά τις ρωσικές προτροπές να κινηθεί κατά της Τουρκίας, εμφανίζονταν διστακτική. Στις 11 Ιανουαρίου 1878 σχηματίσθηκε κυβέρνηση υπό τον Αλέξανδρο Κουμουνδούρο, ο οποίος λόγω των πιέσεων, έδωσε τελικά εντολή στον στρατηγό Σκαρλάτο Σούτσο να κινήσει στρατεύματα από τη Λαμία στο τουρκικό έδαφος, χωρίς όμως να κηρύξει πόλεμο κατά την Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αυτό όμως έγινε, όταν ο ρωσοτουρκικός πόλεμος έβαινε προς το τέλος του, με τους Ρώσους να προελαύνουν και να σταματούν στον Άγιο Στέφανο, δηλαδή στο πρόθυρα της Κωνσταντινούπολης, όπου υπεγράφη η ομώνυμη συνθήκη. Αυτό πλέον έδινε την ευκαιρία στην Τουρκία να μεταφέρει στρατεύματα σε άλλες περιοχές όπου επικρατούσε επαναστατικός αναβρασμός. Έτσι υποδείχθηκε στην Ελλάδα κυρίως από τους Άγγλους, να αποσύρει τα στρατεύματά της. Ό,τι όμως δεν έκανε το κράτος, το έκαναν οι εθελοντές πολίτες.

Στο Πήλιο, οι προετοιμασίες για απελευθερωτικό ξεσηκωμό, είχαν ήδη αρχίσει από το 1876. Στις 15 Ιανουαρίου 1878 τη σημαία της επανάστασης σήκωσαν στο χωριό Άγιος Λαυρέντιος περίπου 40 πηλιορείτες οι οποίοι συνέστησαν την Προσωρινή Κυβέρνηση του Πηλίου με πρόεδρο το Ζήσιμο Μπασδέκη και μέλη τους Κ. Γαρέφη, Ζ. Φυτάλη, Κ. Σακελλαρίδη, Αργ. Βογιατζή, Κ. Σταμούλη, Γ. Νικολάου και Κ. Κοτζαμάνη. Λίγες μέρες αργότερα, στην Πορταριά 60 πηλιορείτες πρόκριτοι ορκίστηκαν να αγωνισθούν για την ανεξαρτησία της Θεσσαλίας και την ένωσή της με τη μητέρα Ελλάδα. Η νέα Προσωρινή Κυβέρνηση του Πηλίου, όριζε πρόεδρο τον Ιερώνυμο Κασσαβέτη και αντιπροέδρους τους Ζ. Μπασδέκη και Ευάγγελο Σταμούλη. Ακολουθούσαν οι υπογραφές εννέα ακόμη μελών. Οι επαναστάτες σύντομα άρχισαν να πολλαπλασιάζονται. Ακολούθησαν διάφορες μάχες με τους Τούρκους, αλλά και τρομερές σφαγές. Στο βουνό των Κενταύρων, κατέφθασε για να παρακολουθήσει τις μάχες ο δημοσιογράφος των “TIMES” του Λονδίνου, Κάρολος Όγλ ηλικίας 25 ετών.

Ο Κάρολος Τσαλόνε Όγλ γεννήθηκε στις 6 Απριλίου του 1851 στο Μέριλμπον, περιοχή του κεντρικού Λονδίνου, όπου διέμενε τότε η οικογένειά του. Ο πατέρα του Τζων Όγλ και η σύζυγός του Σάρα απέκτησαν εννέα παιδιά και ο Κάρολος ήταν το τέταρτο παιδί τους. Ο Κάρολος σπούδασε αρχιτεκτονική. Παράλληλα με την αρχιτεκτονική δραστηριότητά του συνεργάζεται με την περιοδικό «Builder». Αργότερα επιδίωξε και πέτυχε να συνεργασθεί τους “TIMES” στην Αθήνα. Έτσι ταξίδεψε αρχικά στη Σερβία και κατέληξε στην Αθήνα, όπου συνεργάσθηκε και με τον φημισμένο αρχιτέκτονα Τσίλερ, ενώ παρέδιδε αφιλοκερδώς και μαθήματα Αγγλικής γλώσσας. Είχε διακριθεί για τον φιλελληνισμό του και είχε τιμηθεί από τον βασιλέα Γεώργιο Α΄ με το παράσημο του Σταυρού του Σωτήρος.


Το τραγικό τέλος του

Ο Κάρολος Όγλ βρήκε τραγικό θάνατο στη μάχη της Μακρυνίτσας, στις αρχές Φεβρουαρίου. Η μάχη αυτή, διεξήχθη δυτικά της Μακρυνίτσας στην θέση "Σταυρός" του βουνού «Σαρακηνός» στίς 6 Φεβρουαρίου 1878. Ο θάνατός του όταν έγινε γνωστός στην Αθήνα, συγκλόνισε την κοινή γνώμη, αλλά και την κυβέρνηση.

Εδώ στην αφήγησή μας, πρέπει να παρεμβάλουμε την εμπλοκή του Χόβαρτ Πασά.
Ο Χόβαρτ Πασάς, ήταν ένας ικανός πρώην αξιωματικός του Βρετανικού Ναυτικού που προσέφερε τις υπηρεσίες του στο Σουλτάνο έναντι αμοιβής, οργανώνοντας τον Οθωμανικό στόλο. Ο Χόβαρτ, προσπάθησε να μεταπείσει τους επαναστάτες απειλώντας ότι, αν δεν έρθουν σε συνεννόηση μαζί του, θα «βομβολίσει» (βομβαρδίσει) τη Μακρινίτσα, όπως χαρακτηριστικά έγραψαν οι εφημερίδες της εποχής.
Ο Όγλ που βρισκόταν στο Βόλο ακόμα, όταν το πληροφορήθηκε έστειλε ένα σημείωμα στον συμπατριώτη του στο οποίο του έγραφε: «Επειδή πρόκειται να βομβαρδίσεις την Μακρυνίτσαν προς ασφάλειάν μου πηγαίνω εκεί». Ο Χόβαρτ τον απείλησε ότι θα τον διώξει από τα τουρκοκρατούμενα εδάφη και ο Όγλ του ανταπάντησε: «Θα με διώξεις, αλλά δεν θα φύγω όπως έφυγες εσύ από την Αγγλίαν». Έτσι ξεκίνησε για τη Μακρυνίτσα όπου με έξοδά του μάλιστα πλήρωσε 30 εργάτες, για να κατασκευάσουν χαρακώματα. Πριν φύγει μάλιστα από το Βόλο είχε προβλέψει το θάνατό του μιλώντας σε γνωστούς του και λέγοντας ότι οι Τούρκοι θα τον δολοφονήσουν και θα κόψουν το κεφάλι του. Γι’ αυτό τους έδειχνε κάποιες ουλές το χέρι του από παλαιό τραύμα, ώστε αν βρεθεί το ακέφαλο πτώμα του να το αναγνωρίσουν!!!

Η τριήμερη μάχη της Μακρυνίτσας, υπήρξε αιματηρότατη, με πολλά θύματα από τον άμαχο πληθυσμό, ακόμα και παιδιά. Οι επαναστάτες νικήθηκαν και υποχώρησαν προ των Οθωμανικών στρατευμάτων του Ρετζέπ Πασά, αλλά και των ορδών των ατάκτων Κιρκασίων του Αμούς Μπέη. Οι πρόξενοι των ξένων δυνάμεων ανέβηκαν στο Πήλιο για ερευνήσουν την κατάσταση και να σταματήσουν τις σφαγές. Ενδιαφέρθηκαν φυσικά και τον Όγλ, που δεν εμφανίσθηκε πουθενά επί διήμερο. Τον αναζητούσαν για να πληροφορηθούν εγκύρως τα καθέκαστα των μαχών στο Πήλιο. Είχε ήδη δολοφονηθεί. Αρχικά οι Τούρκοι έκρυψαν το πτώμα του, αλλά ένας στρατιώτης εμφάνισε το διαβατήριό του, ενώ ένας άλλος πουλούσε τα ρούχα του. Οι Τούρκοι είπαν ότι τον δολοφόνησαν οι επαναστάτες. Αυτό όμως δεν ήταν αληθές.


Τελικά το πτώμα του άτυχου Άγγλου δημοσιογράφου βρέθηκε ακέφαλο. Οι γιατροί ενός αγγλικού και ενός ιταλικού πλοίου έκαναν αυτοψία και τοποθέτησαν το πτώμα σε μολυβένια θήκη για να μεταφερθεί στην Αθήνα με ατμόπλοιο για ταφή. Οι πρόξενοι των ξένων δυνάμεων από τις ανακρίσεις που έκαναν στο Πήλιο διαπίστωσαν όπως έγραφαν οι εφημερίδες της εποχής, ότι ο Όγλ δολοφονήθηκε μετά τη λήξη της μάχης. Κάποιοι μάρτυρες είπαν ότι τον είδαν να επιστρέφει έφιππος και να επιπλήττει τέσσερις Οθωμανούς στρατιώτες, οι οποίοι τον αγνόησαν. Παρακάτω όμως συνάντησε άλλους δύο, οι οποίοι τον αναγνώρισαν, αλλά δεν δίστασαν να τον δολοφονήσουν χτυπώντας τον ο ένας με τη λόγχη και ο άλλος πυροβολώντας. Μια γυναίκα και ένα παιδί που είδαν τη σκηνή του φόνου, κατέθεσαν ότι οι δολοφόνοι όταν απέκοψαν την κεφαλή του Άγγλου ανταποκριτή, την κάρφωσαν σε μια λόγχη και την περιέφεραν αλαλάζοντας!!

Η σορός του μεταφέρθηκε στον Πειραιά από το Βόλο με το αγγλικό πολεμικό πλοίο “Wizard”. Μερικές Βολιώτισσες είχαν κεντήσει ταινία που μπήκε στο φέρετρο και έγραφε: «Ου σκεπάζεται αρετή σου, ουδ’ επίβουλος σφαγή σου, Όγλ φιλελεύθερε». Στην Αθήνα επικρατούσε πρωτοφανής συγκίνηση. Η πάνδημη κηδεία του, έγινε στις 29 Μαρτίου 1878 από τον καθολικό ναό του Αγίου Διονυσίου, χοροστατούντος του καθολικού αρχιεπισκόπου. Παρέστησαν πολλοί επίσημοι και λαός. Επικήδειο εκφώνησε στο νεκροταφείο ο Τιμολέων Φιλήμων, και ο Γάλλος πρεσβευτής. Ο δήμος της Αθήνας (δήμαρχος ο Παναγής Κυριακός) παραχώρησε δωρεάν τάφο στο Α΄ Νεκροταφείο. Η οικογένεια του Όγλ με τηλεγράφημά της προς τον πρωθυπουργό Αλέξανδρο Κουμουνδούρο ευχαρίστησε την ελληνική κυβέρνηση, αλλά και τον Χαρίλαο Τρικούπη, βουλευτή τότε, που ασχολήθηκε ενεργά με την ταφή του τέκνου της.
Η ώρα του αίσχους
Πέρασαν όμως τα χρόνια και η θυσία του Κάρολου Όγλ ξεχάστηκε. Ο τάφος του… πουλήθηκε σε κάποια οικογένεια και η μαρμάρινη επιτύμβια στήλη που υπήρχε εκεί εξαφανίστηκε. Φαίνεται ότι αυτό έγινε με απόφαση του Δήμου Αθηναίων σε κάποια φάση και αφορούσε τάφους, που δεν είχαν κληρονόμους. Το 1983 ο βουλευτής Μαγνησίας Γιώργος Σούρλας (ΝΔ) ζήτησε πληροφορίες για την υπόθεση αυτή και απαίτησε να αποκατασταθεί η μνήμη του νεκρού. Δεν έλαβε απάντηση, ούτε από τον υπουργό ούτε από τον Δήμο Αθηναίων. Απευθύνθηκε και στη διοίκηση του Α΄ Νεκροταφείου και εκεί τον ενημέρωσαν, πως ορισμένοι τάφοι θεωρήθηκαν τάφοι αγνώστων και οι μαρμάρινες πλάκες διατέθηκαν για την πλακόστρωση πεζοδρομίων!!!
Αθάνατη Ελλάδα, ενίοτε αγνώμων, αχάριστη και επιλήσμων….Τελικά η Μαγνησία με καθυστέρηση πολλών ετών, τίμησε το 2010 τη μνήμη του ευγενούς δημοσιογράφου με ειδική ημερίδα με θέμα «Κάρολος Όγλ. Η πολεμική ανταπόκριση χθες και σήμερα». Αλλά και ένας ηθοποιός ο Βασίλειος Κ. Ανδρονόπουλος, με το δικό του τρόπο τίμησε τον Άγγλο που θυσιάστηκε για τη Θεσσαλία. Το 1890 εξέδωσε στα Τρίκαλα από το τυπογραφείο του Γ. Μαρινόπουλου, το θεατρικό έργο «Δολοφονία Καρόλου Όγλ εν τη μάχη Μακρυνίτσης: Δράμα Εθνικόν εις πράξεις δύο μετ' Αποθεώσεως».

Κυριακή 13 Απριλίου 2014

1912. ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΡΑΦΤΟΠΟΥΛΟΣ, ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΠΟΛΕΜΙΣΤΗΣ


5tjxllec

Το μπόι του δεν ξεπερνούσε τα 140–150 εκατοστά. Το πρόσωπο ήταν ακόμη παιδικό. Δεν είχαν καν ξεκινήσει να εμφανίζονται χνούδια, όχι γένια. Στο άλογο έφτανε με δυσκολία να αγγίξει τη σέλα. Όμως όσο μπόι του έλειπε, τόσο σίδερο και τσαγανό είχε στην καρδιά του. Τις πράξεις και τα ανδραγαθήματα του θα τα ζήλευαν μεγαλύτεροι μπαρουτοκαπνισμένοι και σφυρηλατημένοι στη φωτιά του πολέμου, στρατιώτες. Στο άκουσμα του ονόματος του Τούρκοι και Βούλγαροι πάγωναν. Γεράσιμος Ραφτόπουλος, Δεκανεύς, ετών 12.
2qtgv4d3
Ο νεαρότερος, Έλληνας υπαξιωματικός που με τις πράξεις του στα πεδία των μαχών απέδειξε ότι η γενναιότητα, το θάρρος και ο ηρωισμός είναι αγαθά που δεν μπαίνουν σε κανένα καλούπι και δεν έχουν προδιαγραφές. Θέλουν και απαιτούν όμως ψυχή!
Γεννήθηκε το 1900 στο Φισκάρδο της Κεφαλονιάς. Η Ελλάδα εκείνη την περίοδο προσπαθούσε να βρει την ταυτότητα της. Προσπαθούσε να ορθοποδήσει οικονομικά, προσπαθούσε να συνέλθει από το ηχηρό χαστούκι του “ατυχούς πολέμου” του 1897 και την ταπεινωτική ήττα από το στρατό του Σουλτάνου.
Στα 12 του ο Ραφτόπουλος, έφυγε από το νησί του για να καταταγεί εθελοντικά στο πεζικό. Ήδη έχει ξεσπάσει ο Α Βαλκανικός πόλεμος κατά των Οθωμανών και η χώρα έχει ανάγκη από στρατιώτες.
jwmpmkjc
Έφτασε στον Πειραιά και πήγε αμέσως στο στρατολογικό γραφείο. Εκεί, οι στρατολόγοι στην αρχή ίσως να γέλασαν ειρωνικά ίσως και τρυφερά και να του είπαν: “Επ μικρέ τι κάνεις εσύ εδώ. Πήγαινε στο σπίτι σου ο πόλεμος είναι για άνδρες. Έχεις χρόνια ακόμη”. Ο Γεράσιμος δεν πτοήθηκε, βγήκε από το κτίριο και πήγε αμέσως στο σταθμό των τρένων, που γεμάτα φαντάρους και εφόδια έφευγαν για το μέτωπο.
Το μικρό του κορμί τον βοήθησε να μην γίνει αντιληπτός από τους φρουρούς και σε μια στιγμή χαλαρότητας τους, ο μικρός πέρασε κάτω από τα μάτια τους και μπήκε σε ένα βαγόνι γεμάτο στρατιώτες. Προορισμός του, η Λάρισα και το 18ο Σύνταγμα της 6ης Μεραρχίας. Μόλις παρουσιάστηκε στο Διοικητή, εκείνος γέλασε αλλά τελικά τον πήρε ως “παιδί του Συντάγματος”. Ο ρόλος του θα ήταν διακοσμητικός, κάτι σαν την Μασκότ του συντάγματος. Όμως ο μικρός είχε άλλα σχέδια στο μυαλό του.
gcfsvyb5
Το βάπτισμα του πυρός το παίρνει στη μάχη της Ελασσόνας. Όλοι έμειναν με το στόμα ανοιχτό με αυτόν τον 12χρονο σατανά που πολέμησε λυσσασμένα και συμπεριφερόταν στη μάχη σαν έμπειρος στρατιώτης. Και όχι μόνο αυτό, έγινε μάλιστα και κάτοχος ενός λαφύρου. Ενός όπλου τύπου “Μαρτίνι” που απέσπασε από κάποιο Τούρκο.
Επόμενη μάχη το Σαραντάπορο. Ο Γεράσιμος Ραφτόπουλος πολεμάει με περισσότερη λύσσα και ορμή. Και ο διοικητής του μπροστά σε αυτό το μικρό γίγαντα έχει μείνει άφωνος. Του δίνει να έχει ένα Manlicher-Schonauer .
Στη μάχη Κιλκίς – Λαχανά, το 1913, η τύχη γυρίζει την πλάτη στον 12χρονο. Συλλαμβάνεται αιχμάλωτος από Βούλγαρους. Αλλά είπαμε ο τολμών νικά. Ένα βράδυ ο μικρός τα παίζει όλα για όλα. Με κάποιο μαγικό τρόπο καταφέρνει να σκοτώσει 3 Βούλγαρους από το απόσπασμα των 5 που συνόδευε Έλληνες αιχμαλώτους και τον ίδιο, και να δραπετεύσει. Γίνεται ένα με το σκοτάδι και σαν ζαρκάδι τρέχοντας επιστρέφει στο στρατόπεδο των Ελλήνων.
o30syb1z
Στη διαδρομή όμως άκουσε πνιχτές κραυγές μέσα σε ένα όρυγμα. Ένας Έλληνας εύζωνας, βαριά τραυματισμένος αργοπέθαινε. Ο Ραφτόπουλος δεν το σκέφτηκε δεύτερη φορά. Πήρε τον εύζωνα στην πλάτη και τον γύρισε στο στρατόπεδο.
Για την ανδρεία του προήχθη στο βαθμό του δεκανέα, στις 28 Αυγούστου του 1913. Είναι χαρακτηριστικά τα δημοσιεύματα του τύπου της εποχής.
Η ΕΣΤΙΑ, έγραφε: “Σας παρουσιάζομεν σήμερον τον μικρότερον υπαξιωματικόν του Ελληνικού Στρατού. Είναι ηλικίας 12-13 ετών και κατάγεται από το Φισκάρδον της Κεφαλληνίας. Το όνομα του ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΡΑΥΤΟΠΟΥΛΟΣ (αριστερά στην εικόνα). Ο πατέρας του αρτοποιός εις την Ύδραν, η μητέρα του μένει εις τον Πειραιάν και αυτός ήτο υπηρέτης εις Πύλον όπου τον εύρεν η επιστράτευσις.
Το πολεμικόν μένος που είχε καταλάβει όλον τον κόσμο, ηλέκτρισε και τον μικρόν υπηρέτην, ο οποίος εζήτησεν αμέσως όσα χρήματα είχε να λαμβάνει από τον πάτρωνα του και την επομένη απεβιβάζετο εις Αθήνας, παρουσιασθείς εις το Στρατολογικόν γραφείον όπως καταταχθή εθελοντική.Η ηλικία του δεν εβοήθησε την αποδοχήν της αιτήσεως του και ο μικρός έφυγε από το γραφείον λυπημένος αλλ’ όχι και απηλπισμένος.
Μίαν πρωίαν διαφυγών την προσοχήν των φρουρών, εσκαρφάλωσεν εις τον μεταξύ των δύο βαγονίων χώρον και μαζή με τον στρατόν έφθασεν εις την Λάρισσαν, όπου επί τέλους μετά την τόσην του επιμονήν εγένετο δεκτός εις το 18ον σύνταγμα της 6ης μεραρχίας ως «παιδί του συντάγματος».

Εις την μάχην της Ελασσώνος έγεινε κάτοχος Τουρκικού λαφύρου, όπλου Μαρτίνι, με το οποίον έλαβε το βάπτισμα του Πυρός. Η ανδρεία του εξετιμήθη από όλους και εις την μάχην του Σαρανταπόρου του εδόθη εις ένδειξιν αναγνωρίσεως της ικανότητός του, Μάλινχερ. Εις την πεισματώδη μάχην του Κιλκίς ευρέθη μεταξύ πέντε Βουλγάρων αιχμάλωτος, αλλά καθ’ ην στιγμήν οι Βούλγαροι ησχολούντο να εύρουν κανένα σχοινί δια να τον δέσουν, αυτός αρπάζει το Μάλινχερ και ρίπτει νεκρούς τους τρεις, ενώ οι δύο άλλοι εσώζοντο δια της φυγής. Κατ’ αυτόν τον τρόπον, ο μικρός στρατιώτης έσωσε και έναν τραυματίαν εύζωνον, όστις θα περιήρχετο εις χείρας των δημίων. Το γεγονός τούτο της ανδραγαθίας του λιλιπούτειου υποδεκανέως επιστοποιήθη και επισήμως, μεθ’ ο και ο διοικητής του, τον προήγαγε εις δεκανέα”
          Δυστυχώς μετά τα ίχνη του μικρού δεκανέα χάθηκαν. Κανένα αρχείο, καμία αναφορά στο πρόσωπο του δεν έχει υπάρξει και πολλές φορές σε αρκετές ιστοσελίδες, άνθρωποι που διάβασαν την ιστορία του, έχουν κάνει προσπάθειες να βρουν κάτι…

ΠΗΓΗ http://www.kefalonitikanea.gr